EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007DC0769

Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκη Οικονομικη και Κοινωνικη Επιτροπη σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

/* COM/2007/0769 τελικό */

52007DC0769

Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκη Οικονομικη και Κοινωνικη Επιτροπη σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις /* COM/2007/0769 τελικό */


EL

Βρυξέλλες, 5.12.2007

COM(2007) 769 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

1. Ιστορικό

Η παρούσα έκθεση της Επιτροπής συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις [1].

Πριν από το 2001 δεν υπήρχε δεσμευτική πράξη μεταξύ όλων των κρατών μελών όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων. Το 2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσπισε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος θεσπίζει διαδικαστικούς κανόνες που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της διεξαγωγής αποδείξεων σε ένα άλλο κράτος μέλος. Από την 1η Ιανουαρίου 2004, ο συγκεκριμένος κανονισμός εφαρμόζεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαιρουμένης της Δανίας. Αντικαθιστά, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, τη Σύμβαση της Χάγης του 1970. Ο κανονισμός και όλες οι χρήσιμες πληροφορίες για την εφαρμογή του διατίθενται στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Άτλαντα για αστικές υποθέσεις:

http://ec.europa.eu/justice_home/judicialatlascivil/html/te_information_en.htm

Από την έναρξη ισχύος του συγκεκριμένου κανονισμού, η Επιτροπή συζήτησε την εφαρμογή του κανονισμού σε διάφορες περιπτώσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σε διαβούλευση με το συγκεκριμένο Δίκτυο, η Επιτροπή εκπόνησε επίσης έναν πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του κανονισμού. Η Επιτροπή παρήγγειλε επιπλέον μελέτη σχετικά με την εφαρμογή της συγκεκριμένης πράξης.

1.1. Συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις

Η εφαρμογή του κανονισμού αποτέλεσε το αντικείμενο εξέτασης στις διάφορες συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

Επ’ευκαρία των ετησίων συνεδριάσεων όλων των μελών του Δικτύου στις 13 και 14 Δεκεμβρίου 2004 και στις 11 Δεκεμβρίου 2006, υπήρξαν συσκέψεις που ασχολήθηκαν με τις ανταλλαγές εμπειριών για την εφαρμογή του κανονισμού. Τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

– Προβλήματα πρακτικού χαρακτήρα (για παράδειγμα, οι παραγγελίες συνέχισαν σε ορισμένες περιπτώσεις να αποστέλλονται στα κεντρικά όργανα, στα έντυπα χρησιμοποιούνται ενίοτε οι γλώσσες του αιτούντος κράτους, ενώ δημιουργήθηκαν εξίσου άλλα προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ του αιτούντος δικαστηρίου και του δικαστηρίου εκτέλεσης).

– Προβλήματα που είχαν σχέση με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, κυρίως σχετικά με τις έννοιες «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και «αποδείξεις» (προέκυψαν κυρίως δυσκολίες όσον αφορά τη λήψη δειγμάτων ΑDN και αίματος, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των ελέγχων πατρότητας).

– Προβλήματα σχετικά με τη χρήση των σύγχρονων τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων. Ιδιαίτερα, υπήρξαν καταγγελίες για το γεγονός ότι πολλά κράτη μέλη δεν διέθεταν ακόμα τεχνικά μέσα που να επιτρέπουν τη διοργάνωση εικονοδιασκέψεων.

Στις 21 Απριλίου 2005, το Δίκτυο εξέτασε ένα σχέδιο πρακτικού οδηγού που συντάχθηκε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής σε διαβούλευση με το Δίκτυο. Αυτός ο οδηγός έχει στόχο να ενημερώσει τα μέρη, τους δικαστές, τους δικηγόρους και τα κεντρικά όργανα και να τους επιτρέψει να κατανοήσουν καλύτερα τον κανονισμό. Ο συγκεκριμένος οδηγός διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/civiljustice/evidence/evidence_ec_guide_en.pdf

Κατά τα τέλη του 2006 και στις αρχές του 2007, η Επιτροπή διένειμε 50.000 αντίτυπα του συγκεκριμένου πρακτικού οδηγού στα κράτη μέλη. Όλα τα δικαστήρια που συμμετέχουν στην εφαρμογή του κανονισμού θα πρέπει να έχουν λάβει ένα αντίτυπο.

1.2. Μελέτη σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001

Όπως ορίζεται ανωτέρω, για τη σύνταξη της παρούσας έκθεσης, η Επιτροπή ζήτησε τη διεξαγωγή μελέτης για την εφαρμογή του κανονισμού, η οποία εκπονήθηκε από έναν αντισυμβαλλόμενο. Αυτή η μελέτη, η οποία διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα, δημοσιεύεται στην ακόλουθη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/justice_home/doc_centre/civil/studies/doc_civil_studies_en.htm

Ο κύριος στόχος της μελέτης ήταν να προβεί σε εμπειρική ανάλυση της εφαρμογής του κανονισμού και, κυρίως, να διαπιστώσει το κατά πόσον η εφαρμογή του είχε επιτρέψει τη βελτίωση, την απλούστευση και την επιτάχυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστηρίων όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων.

Η συγκεκριμένη μελέτη στηρίζεται σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον αντισυμβαλλόμενο στο διάστημα μεταξύ του Νοεμβρίου 2006 και του Ιανουαρίου 2007, η οποία βασιζόταν σε 424 από τις 544 απαντήσεις που δόθηκαν σε ένα ερωτηματολόγιο όσον αφορά την εφαρμογή διαφόρων άρθρων του κανονισμού. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο δόθηκαν από τις διοικήσεις των κρατών μελών, τους δικαστές, τους δικηγόρους και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στην εφαρμογή του κανονισμού.

2. η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001

Το συγκεκριμένο τμήμα στοχεύει να προσδιορίσει το κατά πόσο η εφαρμογή του κανονισμού απλούστευσε και επιτάχυνε τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων και εξετάζει την πρακτική εφαρμογή πολλών διατάξεων του κανονισμού.

2.1. Απαραίτητη προθεσμία για την εκτέλεση των αιτήσεων

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι περισσότερες από τις αιτήσεις για τη διεξαγωγή αποδείξεων εκτελέστηκαν εντός των 90 ημερών από την παραλαβή τους, όπως προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1 του κανονισμού (βλέπε παράρτημα I). Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο προσδιορίζουν ότι η συγκεκριμένη προθεσμία είναι συντομότερη από εκείνη που τηρείτο πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού. Εντούτοις, σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων υπήρξε υπέρβαση αυτής της προθεσμίας των 90 ημερών. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα κατέστη απαραίτητη προθεσμία ανώτερη των 6 μηνών για να δοθεί συνέχεια στην παραγγελία. Εξάλλου, η απαραίτητη προθεσμία για την εκτέλεση των αιτήσεων διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Ενδείκνυται ιδιαίτερα να τονιστεί ότι, σε πολλά κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, οι αιτήσεις εκτελέστηκαν κατά γενικό κανόνα εντός των 90 ημερών, ενώ σε ορισμένα άλλα κράτη μέλη η συγκεκριμένη προθεσμία τείνει να είναι μεγαλύτερη.

2.2. Κεντρικά όργανα

Κατά γενικό κανόνα, τα κεντρικά όργανα επιτυγχάνουν, όπως φαίνεται, να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον κανονισμό (βλέπε παράρτημα II). Ο βαθμός αποτελεσματικότητας φαίνεται εντούτοις να διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

Η μελέτη αποδεικνύει επίσης ότι τα κεντρικά όργανα οφείλουν ενίοτε να επιλύουν τις δυσχέρειες που προκύπτουν σε σχέση με μια παραγγελία, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού [2].

Παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός ορίζει ότι η διαβίβαση των παραγγελιών για τη διεξαγωγή αποδείξεων πρέπει να γίνεται απευθείας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών και ότι κατά συνέπεια τα κεντρικά όργανα πρέπει να διαβιβάζουν τις αιτήσεις στο αρμόδιο δικαστήριο μόνο «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», η μελέτη καταδεικνύει ότι τα κεντρικά όργανα «ενίοτε» ή ακόμα «συχνά» διαβιβάζουν αιτήσεις στο αρμόδιο δικαστήριο. Μπορεί ως εκ τούτου να συναχθεί ότι κατά την τρέχουσα περίοδο προσαρμογής, η οποία συνεχίζεται ακόμα, ο κανονισμός δεν είναι επαρκώς γνωστός και ότι πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να γίνει καλύτερα γνωστός μεταξύ των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.3. Έντυπα

Σύμφωνα με τη μελέτη, η χρήση των τυποποιημένων εντύπων δεν δημιούργησε γενικά κανένα πρόβλημα (βλέπε παράρτημα III). Η εισαγωγή των εντύπων κρίνεται ως ιδιαίτερα θετική και ως το κύριο στοιχείο που επέτρεψε την απλούστευση και την επιτάχυνση της διεξαγωγής αποδείξεων. Παρά ταύτα, η κατάρτιση των νομικών επαγγελμάτων που καλούνται να συμπληρώσουν τα έντυπα παραμένει ανεπαρκής, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα κατά τη χρήση αυτών των εντύπων. Φαίνεται κυρίως ότι τα έντυπα δεν συμπληρώνονται πάντα πλήρως και ότι λείπουν ενίοτε ουσιαστικές πληροφορίες για την εκτέλεση της παραγγελίας.

2.4. Τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες

Η μελέτη καταδεικνύει ότι η χρήση τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών, που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 και στο άρθρο 17 παράγραφος 4 του κανονισμού απλούστευσε στην πράξη και επιτάχυνε τη διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλα κράτη μέλη, αλλά ότι οι συγκεκριμένες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται μάλλον σπάνια. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες, κυρίως η εικονοδιάσκεψη, δεν υπήρξε γενικά κανένα πρόβλημα (βλέπε παράρτημα IV).

Οι συγκεκριμένες διαπιστώσεις αποδεικνύουν ότι η διεξαγωγή αποδείξεων απλουστεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση των τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών, αλλά ότι αντιθέτως το δυναμικό που προσφέρει η χρήση αυτών των τεχνολογιών χρησιμοποιείται δυστυχώς σε περιορισμένη κλίμακα μέχρι τώρα, επειδή η απαραίτητη τεχνολογία διατίθεται μόνο σε περιορισμένη έκταση [3]. Στο μέλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν σημαντικές προσπάθειες για να αυξήσουν τη χρήση τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών, κυρίως της εικονοδιάσκεψης. Η σημασία της περαιτέρω προώθησης της «ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (E-Justice)» τονίστηκε εξίσου από το Συμβούλιο, το οποίο, κατά τη συνεδρίασή τους της 12ης και 13ης Ιουνίου 2007, συνέστησε την εξακολούθηση των εργασιών σχετικά με την ηλεκτρονική δικαιοσύνη «προκειμένου να δημιουργηθεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια τεχνική πλατφόρμα» καθώς και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το οποίο, κατά τη σύνοδό της 21ης και 22ας Ιουνίου 2007, συμπέρανε ότι «το Συμβούλιο θα πρέπει εξίσου να συνεχίσει να προωθεί την ηλεκτρονική επικοινωνία στον δικαστικό τομέα («E-Justice»)».

2.5. Διαβίβαση των αιτήσεων

Η μελέτη (βλέπε παράρτημα V) καθιστά εμφανές ότι οι παραγγελίες και άλλες ανακοινώσεις διαβιβάζονται κατά γενικό κανόνα με «το ταχύτερο δυνατό μέσο» (άρθρο 6 του κανονισμού) [4].

2.6. Απευθείας επικοινωνία μεταξύ των δικαστηρίων

Αντίθετα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1970 για τη διεξαγωγή αποδείξεων, ο κανονισμός προβλέπει – και πρόκειται στο προκείμενο για μία από τις πιο σημαντικές καινοτομίες σε σχέση με τη συγκεκριμένη Σύμβαση – ότι η διαβίβαση των παραγγελιών για τη διεξαγωγή αποδείξεων πρέπει να γίνεται απευθείας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών.

Η μελέτη προσδιορίζει ότι το αιτούν δικαστήριο και το δικαστήριο εκτέλεσης (άρθρο 2) εκτελούν κατά γενικό κανόνα αποτελεσματικά τα καθήκοντα που τους αναθέτει ο κανονισμός. Η κατάσταση διαφέρει εντούτοις από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

Η απευθείας διαβίβαση των παραγγελιών μεταξύ των δικαστηρίων φαίνεται ότι δεν δημιούργησε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Όπως ορίζεται ανωτέρω (σημείο 2.2.), κατά τη συγκεκριμένη περίοδο προσαρμογής, υπάρχουν ακόμα πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω απουσίας γνώσης του κανονισμού, οι άμεσες επαφές μεταξύ των δικαστηρίων δεν έχουν πραγματοποιηθεί και η διεξαγωγή αποδείξεων έχει καθυστερήσει επειδή τα κεντρικά όργανα οφείλουν να διαβιβάσουν τις παραγγελίες στο αρμόδιο δικαστήριο.

2.7. Απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων (άρθρο 17)

Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του κανονισμού είναι η δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να προβεί άμεσα στη διεξαγωγή αποδείξεων σε ένα άλλο κράτος μέλος.

Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτή η δυνατότητα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού, χρησιμοποιείται ακόμα πολύ περιορισμένα. Εντούτοις, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη δυνατότητα χρησιμοποιήθηκε, απλούστευσε και επιτάχυνε τη διεξαγωγή αποδείξεων, κατά γενικό κανόνα χωρίς να δημιουργήσει ιδιαίτερο πρόβλημα (βλέπε παράρτημα VII).

2.8. Εφαρμογή του άρθρου 18 (έξοδα)

Σύμφωνα με τη μελέτη, το άρθρο 18 του κανονισμού δεν δημιούργησε γενικά καμία ιδιαίτερη δυσκολία (βλέπε παράρτημα VIII). Η μελέτη προσδιορίζει εντούτοις ότι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με την επιστροφή των αμοιβών που καταβάλλονται στους εμπειρογνώμονες εκλαμβάνονται ενίοτε με αρνητικό τρόπο.

2.9. Προβλήματα ερμηνείας

Σύμφωνα με τη μελέτη ο κανονισμός δεν δημιούργησε κανένα σημαντικό πρόβλημα ερμηνείας. Υπάρχουν εντούτοις ενδείξεις ότι οι έννοιες «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», «αποδείξεις» και «δικαστήριο» δεν είναι πάντα σαφείς και ότι απαιτούνται ενίοτε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το ακριβές περιεχόμενό τους (βλέπε παράρτημα IX).

Φαίνεται ιδιαίτερα ότι η απουσία ορισμού της έννοιας των «αποδείξεων» στον κανονισμό έχει δημιουργήσει δυσκολίες. Αυτό οδήγησε σε σημαντικά διιστάμενες ερμηνείες του όρου «αποδείξεις» κατά την έννοια του κανονισμού, κυρίως όσον αφορά τις λήψεις δειγμάτων ΑDN και δειγμάτων αίματος και τις πραγματογνωμοσύνες στον τομέα της προστασίας της οικογένειας και το παιδιού. Η Επιτροπή, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει ότι η τελική αρμοδιότητα όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας των «αποδείξεων» επαφίεται στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [5], θεωρεί ότι αυτή η έννοια πρέπει να ερμηνευθεί με αυτόνομο τρόπο και ότι, για να υλοποιηθούν οι στόχοι του κανονισμού, το πεδίο εφαρμογής του δεν θα πρέπει να περιορίζεται ανώφελα από μία πολύ περιοριστική ερμηνεία. Σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, θα πρέπει να συνεχιστεί η ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές υποθέσεις.

2.10. Παραπομπή στο εθνικό δίκαιο

Το γεγονός ότι ο κανονισμός προβαίνει σε διάφορες παραπομπές στα εθνικά δίκαια δεν θεωρείται ότι αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Σύμφωνα με τη μελέτη, ορισμένοι θεωρούν παρά ταύτα ότι θα πρέπει να προβλεφθεί η σταδιακή εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών (βλέπε παράρτημα X).

2.11. Συμβατότητα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1970

Κανένα πρόβλημα συμβατότητας δεν τίθεται μεταξύ του κανονισμού και άλλων πράξεων όπως η Σύμβαση της Χάγης του 1970 για τη διεξαγωγή αποδείξεων (βλέπε παράρτημα XI).

2.12. Απλούστευση και επιτάχυνση της διεξαγωγής αποδείξεων

Ο κανονισμός απλούστευσε και επιτάχυνε τη διεξαγωγή αποδείξεων (βλέπε παράρτημα XII), σε βαθμό που διαφέρει εντούτοις σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

3. Συμπεράσματα

Η Επιτροπή συνάγει τα ακόλουθα συμπεράσματα σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 από την έναρξη ισχύος του το 2004:

Η εφαρμογή του κανονισμού στο σύνολό του βελτίωσε, απλούστευσε και επιτάχυνε τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο συγκεκριμένος κανονισμός πέτυχε, σε σχετικά ικανοποιητικό μέτρο, τους δύο κύριους στόχους του, δηλαδή, πρώτον, να απλουστεύσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και, δεύτερον, να επιταχύνει τη διεξαγωγή αποδείξεων. Η απλούστευση έγγειται κυρίως στην καθιέρωση απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των δικαστηρίων (παρά το γεγονός ότι οι παραγγελίες συνεχίζουν ενίοτε, ή και συχνά, να αποστέλλονται στα κεντρικά όργανα) και στην καθιέρωση τυποποιημένων εντύπων. Όσον αφορά την επιτάχυνση, μπορεί να συναχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των παραγγελιών για τη διεξαγωγή αποδείξεων εκτελέστηκε ταχύτερα από ό,τι συνέβαινε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού και εντός της προθεσμίας των 90 ημερών που προβλέπεται από τον κανονισμό.

Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται καμία τροποποίηση του κανονισμού, παρά το γεγονός ότι η λειτουργία του οφείλει να βελτιωθεί. Ιδιαίτερα, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο προσαρμογής, πρέπει να διορθωθούν ορισμένα θέματα που αφορούν την εφαρμογή του κανονισμού.

Καταρχάς, διάφορα συμπεράσματα καταδεικνύουν ότι - παρά τις συζητήσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις και το γεγονός ότι ο πρακτικός οδηγός έχει διατεθεί σε όλα τα κράτη μέλη - ο κανονισμός δεν είναι ακόμα αρκετά γνωστός μεταξύ των νομικών επαγγελμάτων, γεγονός που προκαλεί ανώφελες καθυστερήσεις και δυσχέρειες.

Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιούν καλύτερα τις εργασίες που γίνονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου και ειδικότερα θα πρέπει να εξασφαλιστεί η ευρεία διάδοση του πρακτικού οδηγού μεταξύ των νομικών επαγγελμάτων, με οποιοδήποτε μέσο.

Φαίνεται ότι ο βαθμός απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας διεξαγωγής αποδείξεων διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Αυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα εμφανής όσον αφορά τις απαραίτητες προθεσμίες για τη διεξαγωγή αποδείξεων, δεδομένου ότι συχνά ορισμένα κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται με την προθεσμία των 90 ημερών. Εντούτοις, η αποτελεσματικότητα των κεντρικών οργάνων και η ύπαρξη σύγχρονων τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών, κυρίως της εικονοδιάσκεψης, διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

Τέλος, πρέπει να συναχθεί όχι μόνο ότι όλες οι προσφερόμενες δυνατότητες από τις τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες δεν έχουν τύχει πλήρους εκμετάλλευσης αλλά εξίσου ότι η δυνατότητα απευθείας διεξαγωγής αποδείξεων - σημαντική καινοτομία που εισάγεται από τον κανονισμό - χρησιμοποιείται ακόμα σε πολύ λίγες περιπτώσεις.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή

· ενθαρρύνει κάθε περαιτέρω προσπάθεια - ιδιαίτερα πέραν της διανομής του πρακτικού οδηγού - για τη βελτίωση του επιπέδου εξοικείωσης με τον κανονισμό μεταξύ των νομικών επαγγελμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

· θεωρεί ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την τήρηση της προθεσμίας των 90 ημερών που προβλέπεται για την εκτέλεση των παραγγελιών·

· είναι της γνώμης ότι το δυναμικό που προσφέρεται από τις σύγχρονες τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες, κυρίως τη βιντεοδιάσκεψη, το οποίο αποτελεί σημαντικό μέσο για την απλούστευση και την επιτάχυνση της διεξαγωγής αποδείξεων, δεν χρησιμοποιείται ακόμα επαρκώς, και ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εφοδιάσουν τα δικαστήριά τους με τα απαραίτητα μέσα για τη διεξαγωγή εικονοδιασκέψεων στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων. Η σημασία της περαιτέρω προώθησης της «ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (E-Justice)» τονίστηκε επίσης από το Συμβούλιο (κατά τη συνεδρίασή του της 12ης και 13ης Ιουνίου 2007) και από το Ευρωπαϊκό (κατά τη συνεδρίασή του της 21ης και 22ας Ιουνίου 2007).

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

(...PICT...)

[1] ΕΕ L 174 της 27.6.01, σ. 1.

[2] Οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται σε απάντηση του ερωτηματολογίου δεν παρέχουν εντούτοις πολλές πληροφορίες σχετικά με το είδος των προβλημάτων με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι τα κεντρικά όργανα.

[3] Ο κατάλογος των δικαστηρίων που διαθέτουν επί του παρόντος υλικό εικονοδιάσκεψης παρατίθεται στο εγχειρίδιο του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Άτλαντα για αστικές υποθέσεις. Προς το παρόν, αυτό το υλικό εικονοδιάσκεψης διατίθεται σε όλα τα δικαστήρια των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλίας, και σε ορισμένα δικαστήρια στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Κύπρο, στην Εσθονία, στη Φινλανδία, στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Σλοβενία και στη Σουηδία.

[4] Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά με το ζήτημα ότι όλα τα κράτη μέλη δέχονται τις αιτήσεις που διαβιβάζονται ταχυδρομικά και ότι το μεγαλύτερο μέρος δέχεται επίσης εκείνες που διαβιβάζονται με τηλεομοιοτυπία (σε όλα τα κράτη μέλη πλην της Ισπανίας και της Πολωνίας). Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο γίνεται δεκτό μόνο σε 13 κράτη μέλη (Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβενία και Σλοβακία).

[5] Πρέπει να παρατηρηθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο ότι εκκρεμεί ένα ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην υπόθεση C-175/06 (Tedesco/Fittings SrL), το δικαστήριο το οποίο έκανε την παραπομπή έθεσε το ερώτημα του κατά πόσον η αίτηση για περιγραφή προϊόντων κατά τα άρθρα 128 και 130 του ιταλικού κώδικα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων διεξαγωγής αποδείξεων κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001.

--------------------------------------------------

Top