EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32007L0044

Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 , για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

OJ L 247, 21.9.2007, p. 1–16 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 06 Volume 009 P. 164 - 179

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 02/01/2018; καταργήθηκε από 32014L0065 και παράταση ισχύος με 32016L1034

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2007/44/oj

21.9.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 247/1


ΟΔΗΓΊΑ 2007/44/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 5ης Σεπτεμβρίου 2007

για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 55,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (4), η οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (5), η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (6), η οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις και η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (7) ρυθμίζουν τις καταστάσεις κατά τις οποίες, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αποφάσισε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή, ή να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του, σε πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων («ΕΠΕΥ»).

(2)

Το νομικό πλαίσιο δεν έχει προβλέψει ακόμη λεπτομερή κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, ούτε διαδικασία για την εφαρμογή τους. Απαιτείται διευκρίνιση των κριτηρίων και της διαδικασίας προληπτικής αξιολόγησης για την παροχή της αναγκαίας ασφάλειας δικαίου, σαφήνειας και προβλεψιμότητας όσον αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης καθώς και τα αποτελέσματά της.

(3)

Ο ρόλος των αρμοδίων αρχών, τόσο σε εσωτερικές όσο και σε διασυνοριακές περιπτώσεις, αποκτήσεων συμμετοχών, θα πρέπει να είναι η διενέργεια της προληπτικής αξιολόγησης σε πλαίσιο σαφούς και διαφανούς διαδικασίας και περιορισμένου αριθμού σαφών κριτηρίων αξιολόγησης καθαρώς προληπτικής φύσεως. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να καθορισθούν κριτήρια για την αξιολόγηση των μετόχων και της διοίκησης, στο πλαίσιο της εποπτείας, σε σχέση με τυχόν προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, καθώς και σαφής διαδικασία για την εφαρμογή τους. Η παρούσα οδηγία απαγορεύει την καταστρατήγηση των αρχικών όρων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής στην οντότητα-στόχο (για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής). Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη τους τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται από τον υποψήφιο αγοραστή προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο πλαίσιο των κριτηρίων αξιολόγησης που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, υπό τον όρο ότι δεν θίγονται τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει η παρούσα οδηγία.

(4)

Η προληπτική αξιολόγηση μιας προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αναστέλλει ή να αντικαθιστά τις απαιτήσεις της ισχύουσας προληπτικής εποπτείας και άλλων συναφών ρυθμίσεων στις οποίες υπόκειται η οντότητα-στόχος από την ημερομηνία της αρχικής έγκρισης λειτουργίας της.

(5)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους συμμετέχοντες στην αγορά να διενεργούν ελεύθερα πράξεις στην αγορά κινητών αξιών. Τα απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία για την αξιολόγηση μιας προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, όπως και η αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα διάφορα κριτήρια, θα πρέπει επομένως να είναι σε αναλογία, μεταξύ άλλων, και με την ενδεχόμενη εμπλοκή του υποψήφιου αγοραστή στη διοίκηση της οντότητας για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, σύμφωνα με την ορθή διοικητική πρακτική, να ολοκληρώνουν την αξιολόγησή τους αμελλητί και να ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή ακόμα και για τη θετική έκβαση της αξιολόγησης, και, σε κάθε περίπτωση, εάν το ζητεί ο υποψήφιος αγοραστής.

(6)

Σε αγορές που είναι όλο και περισσότερο ενοποιημένες και στις οποίες οι δομές των ομίλων ενδέχεται να εκτείνονται σε διάφορα κράτη μέλη, η απόκτηση ειδικής συμμετοχής υποβάλλεται σε λεπτομερή εξέταση σε αρκετά κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η μέγιστη εναρμόνιση της διαδικασίας και των προληπτικών αξιολογήσεων σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς να θεσπίζουν τα κράτη μέλη αυστηρότερους κανόνες, είναι θέμα καίριας σημασίας. Τα ελάχιστα όρια γνωστοποίησης προτεινόμενης απόκτησης ή της παύσης κατοχής ειδικής συμμετοχής, η διαδικασία αξιολόγησης, ο κατάλογος των κριτηρίων αξιολόγησης και άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας που θα εφαρμοστεί στην προληπτική αξιολόγηση προτεινόμενων αποκτήσεων θα πρέπει, κατά συνέπεια, να εναρμονισθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για αποκτήσεις συμμετοχών κάτω των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται σε αυτήν, ενόσω κράτος μέλος δεν επιβάλλει για τον σκοπό αυτό περισσότερα του ενός πρόσθετα όρια κάτω του 10 %. Ούτε θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να παρέχουν γενικές κατευθύνσεις για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα πρέπει να θεωρείται ότι οι συμμετοχές αυτές οδηγούν σε σημαντική επιρροή.

(7)

Προκειμένου να διασφαλισθούν η σαφήνεια και η προβλεψιμότητα της διαδικασίας αξιολόγησης, θα πρέπει να ισχύει περιορισμένη μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προληπτικής αξιολόγησης. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διακόπτουν τη χρονική περίοδο της διαδικασίας αξιολόγησης, μόνον άπαξ και με αποκλειστικό σκοπό την αίτηση πρόσθετων πληροφοριών. Μετά τη διακοπή αυτή, οι αρχές θα πρέπει οπωσδήποτε να ολοκληρώνουν την αξιολόγηση εντός της μέγιστης περιόδου αξιολόγησης. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ζητούν περαιτέρω διευκρινίσεις ακόμα και μετά το χρονικό διάστημα που ορίσθηκε για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων πληροφοριών ή να επιτρέπουν στον υποψήφιο αγοραστή να υποβάλλει πρόσθετα στοιχεία οποιαδήποτε στιγμή εντός της μέγιστης προθεσμίας, υπό τον όρο ότι δεν θα υπάρξει υπέρβαση αυτής της προθεσμίας. Ούτε θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να αντιτίθενται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της μέγιστης περιόδου αξιολόγησης. Η συνεργασία μεταξύ του υποψήφιου αγοραστή και των αρμοδίων αρχών παραμένει, επομένως, κομβικό στοιχείο ολόκληρης της περιόδου αξιολόγησης. Οι τακτικές επαφές μεταξύ του υποψήφιου αγοραστή και της αρμόδιας αρχής της υποκείμενης σε ρυθμιστικό πλαίσιο οντότητας, για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, μπορούν επίσης να αρχίζουν και πριν από την επίσημη κοινοποίησή της. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να βασίζεται στην ειλικρινή προσπάθεια αμοιβαίας αρωγής χάρη στην οποία θα μπορούν, παραδείγματος χάριν, να αποφεύγονται απρόβλεπτα αιτήματα για πληροφορίες ή η υποβολή πληροφοριών κατά το τέλος της περιόδου αξιολόγησης.

(8)

Στο πλαίσιο της προληπτικής αξιολόγησης, το κριτήριο που αφορά τη «φήμη του υποψήφιου αγοραστή» σημαίνει ότι χρειάζεται να διαπιστωθεί εάν υφίστανται αμφιβολίες σχετικά με την ακεραιότητα ή την επαγγελματική ικανότητα του υποψήφιου αγοραστή και εάν είναι βάσιμες αυτές οι αμφιβολίες. Η αξιολόγηση της φήμης είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση που ο υποψήφιος αγοραστής είναι μη ρυθμιζόμενη επιχείρηση αλλά θα πρέπει να διευκολύνεται εάν ο αγοραστής έχει λάβει άδεια λειτουργίας και υπόκειται σε εποπτεία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(9)

Ο κατάλογος που έχουν καταρτίσει τα κράτη μέλη θα πρέπει να διευκρινίζει τις πληροφορίες οι οποίες μπορούν να ζητούνται με σκοπό την αξιολόγηση, αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα με τα κριτήρια της παρούσας οδηγίας. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, ιδίως εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι οντότητα μη υπαγόμενη σε ρυθμιστικό πλαίσιο ή εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα. Θα πρέπει επίσης να προβλέπεται και η δυνατότητα να ζητούνται λιγότερο εκτενείς πληροφορίες σε αιτιολογημένες περιπτώσεις.

(10)

Η στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών είναι βασικής σημασίας για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ενός υποψήφιου αγοραστή που είναι ρυθμιζόμενη οντότητα σε άλλο κράτος μέλος ή σε άλλο κλάδο. Καίτοι θεωρείται σκόπιμο η ευθύνη για την τελική απόφαση σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση να ανήκει στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της οντότητας για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, η αρμόδια αυτή αρχή θα πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη της τη γνώμη της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως σε σχέση με τα κριτήρια αξιολόγησης που αφορούν άμεσα τον υποψήφιο αγοραστή.

(11)

Η Επιτροπή θα πρέπει, σύμφωνα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συνθήκη, να είναι σε θέση να παρακολουθεί την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση των αποκτήσεων συμμετοχών προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί όσον αφορά την επιβολή της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας. Έχοντας υπόψη το άρθρο 296 της συνθήκης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται με την Επιτροπή παρέχοντάς της, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης, πληροφορίες σχετικά με τις προληπτικές αξιολογήσεις που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές τους, εφόσον οι πληροφορίες αυτές ζητούνται μόνο προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα κράτη μέλη έχουν παραβεί τις υποχρεώσεις τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

(12)

Τα κριτήρια αξιολόγησης ενδέχεται, στο μέλλον, να χρειασθούν αναπροσαρμογή, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά και η ανάγκη για ενιαία εφαρμογή σε ολόκληρη την Κοινότητα. Οι εν λόγω τεχνικές αναπροσαρμογές θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(13)

Δεδομένου ότι ο στόχο της παρούσας οδηγίας, και συγκεκριμένα η θέσπιση εναρμονισμένων διαδικαστικών κανόνων και κριτηρίων αξιολόγησης σε ολόκληρη την Κοινότητα, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού όρια.

(14)

Πρόθεση της Κοινότητας είναι να διατηρήσει τις χρηματαγορές της ανοιχτές στον υπόλοιπο κόσμο και, κατά συνέπεια, να διευκολύνει τη φιλελευθεροποίηση των διεθνών χρηματαγορών στις τρίτες χώρες. Θα είναι ωφέλιμο για όλους τους φορείς της αγοράς να αποκτήσουν ίση πρόσβαση στις επενδύσεις παγκοσμίως. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν στην Επιτροπή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κοινοτικά πιστωτικά ιδρύματα, ΕΠΕΥ, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές εταιρείες που αποκτούν πιστωτικά ιδρύματα, ΕΠΕΥ, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές εταιρείες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, δεν τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τους εγχώριους αγοραστές και συναντούν σημαντικά εμπόδια. Η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων ή να τις επισημαίνει στα κατάλληλα φόρα.

(15)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη πρέπει να ενθαρρύνονται να καταρτίζουν τα ίδια, με γνώμονα το συμφέρον της Κοινότητας, δικούς τους πίνακες οι οποίοι να δείχνουν, στο μέτρο του δυνατού, τη συσχέτιση της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα για τη μεταφορά της, και να τους δημοσιοποιούν.

(16)

Θα πρέπει επομένως να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 92/49/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ

Η οδηγία 92/49/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 1 στοιχείο ζ), το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς του ορισμού αυτού, στο πλαίσιο των άρθρων 8 και 15, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που προβλέπει το άρθρο 15, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (10) καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.

Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου, τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων (“ΕΠΕΥ”) ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (11), υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2.

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής “υποψήφιος αγοραστής”), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή ώστε η ασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής “προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”), καταρχήν απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά το άρθρο 15β παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου».

β)

Η παράγραφος 1α απαλείφεται.

γ)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, να απευθύνει κοινοποίηση, καταρχήν γραπτώς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το κατώτατα όρια του 20, 30 ή 50 % ή προκειμένου η επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου».

3.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 15α

1.   Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, που απαιτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.

Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει το άρθρο 15β παράγραφος 4 (στο εξής “περίοδος αξιολόγησης”), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 15β παράγραφος 1 (στο εξής “αξιολόγηση”).

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

α)

είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας·

β)

είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ (12), 2002/83/ΕΚ (13), 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ (14) ή 2006/48/ΕΚ (15)

4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

7.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 15β

1.   Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης του άρθρου 15 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 15α παράγραφος 2 οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

β)

τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

δ)

την ικανότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας, και κατά περίπτωση βάσει άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ (16), 2002/13/ΕΚ (17) και 2002/87/ΕΚ (18), ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή τη διενέργεια αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους·

ε)

το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ (19), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

5.   Παρά το άρθρο 15α παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 15γ

1.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α, σημείο 2, της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (στο εξής «εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

β)

η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

γ)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος στις άλλες αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

4.

Στο άρθρο 51, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

αναπροσαρμογές των κριτηρίων προληπτικής εποπτείας που καθορίζονται στο άρθρο 15β παράγραφος 1, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/83/ΕΚ

Η οδηγία 2002/83/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 1 στοιχείο ι) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της εφαρμογής αυτού του ορισμού, στο πλαίσιο των άρθρων 8 και 15, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που προβλέπει το άρθρο 15, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (20) καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας αυτής.

Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων (“ΕΠΕΥ”) ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (21), υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2.

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής “υποψήφιος αγοραστής”), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή ώστε η ασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής “προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”), απευθύνει κοινοποίηση, καταρχήν, εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή, είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής την οποία σκοπεύει να αποκτήσει, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 15β παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου».

β)

Η παράγραφος 1α απαλείφεται.

γ)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, να απευθύνει κοινοποίηση, καταρχήν γραπτώς ‘στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές, για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή προκειμένου η επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου».

3.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 15α

Περίοδος αξιολόγησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1, καθώς και, σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.

Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει το άρθρο 15β, παράγραφος 4 (στο εξής “περίοδος αξιολόγησης”) προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 15β, παράγραφος 1 (στο εξής “αξιολόγηση”).

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

α)

είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας· ή

β)

είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ (22), 92/49/ΕΟΚ (23), 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ, ή 2006/48/ΕΚ (24).

4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

7.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 15β

Αξιολόγηση

1.   Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης του άρθρου 15 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 15α παράγραφος 2 οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

β)

τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

δ)

της ικανότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 98/78/ΕΚ (25) και 2002/87/ΕΚ (26), ιδίως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών·

ε)

το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ (27), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψήφιου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

5.   Παρά το άρθρο 15α παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 15γ

Απαίτηση συμμετοχής από χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που υπάγονται σε ρυθμιστικό πλαίσιο

1.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α σημείο 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (στο εξής “εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ”), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,

β)

η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

γ)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, κατόπιν αιτήματος, εκατέρωθεν, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις, τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

4.

Στο άρθρο 64, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

αναπροσαρμογές των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 15β παράγραφος 1 προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας».

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2004/39/ΕΚ

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1 το σημείο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«27.

“ειδική συμμετοχή”: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10 % τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (28), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·

2.

Στο άρθρο 10, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής “υποψήφιος αγοραστής”), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων (ΕΠΕΥ), είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ΕΠΕΥ, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή ώστε η ΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής “προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”), καταρχήν απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της ΕΠΕΥ, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 10β παράγραφος 4.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων, να απευθύνει κοινοποίηση, καταρχήν γραπτώς στις αρμόδιες αρχές, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 30 % ή 50 % ή ώστε η επιχείρηση επενδύσεων να παύσει να είναι θυγατρική του.

Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 %, όταν βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

Όταν καθορίζουν εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

4.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 10β παράγραφος 1 (εφεξής “αξιολόγηση”), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης στο εξής “εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ”, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

β)

η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, ή

γ)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν αμελλητί, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, κατόπιν αιτήματος, εκατέρωθεν, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, μεταξύ τους, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ΕΠΕΥ στην οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή».

3.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 10α

Περίοδος αξιολόγησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.

Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 10β παράγραφος 4 (στο εξής “περίοδος αξιολόγησης”), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή της παραγράφου 2, δεύτερο εδάφιο, έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

α)

είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας· ή

β)

είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ (29), 2002/83/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ (30), ή 2006/48/ΕΚ (31).

4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να την παρατείνουν, οσάκις ενδείκνυται.

7.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10β

Αξιολόγηση

1.   Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται του άρθρου 10 παράγραφος 3, και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 10α παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της ΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ΕΠΕΥ, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

β)

τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΕΠΕΥ κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΕΠΕΥ, για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

δ)

την ικανότητα της ΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας, και ανάλογα με την περίπτωση άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ (32) και 2006/49/ΕΚ (33), ιδίως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών·

ε)

το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/60/ΕΚ (34), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτό τον κίνδυνο.

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 64 παράγραφος 2 δύναται να εγκρίνει μέτρα εφαρμογής με τα οποία αναπροσαρμόζονται τα κριτήρια που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο τής παρούσας παραγράφου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την αξιολόγηση της προληπτικής εποπτείας.

5.   Παρά το άρθρο 10α παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΕΠΕΥ, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2005/68/ΕΚ

Η οδηγία 2005/68/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 2 παράγραφος 2 το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι) στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 19 έως 23, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που αναφέρονται στα άρθρα 19 έως 23, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (35) καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας.

Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων (“ΕΠΕΥ”) ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (35), υπό τον όρο ότι, αφενός, τα εν λόγω δικαιώματα, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2.

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Απόκτηση

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής “υποψήφιος αγοραστής”), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής “προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”), απευθύνει κοινοποίηση, καταρχήν, εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 19α παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 3, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.

Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στη κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει το άρθρο 19α παράγραφος 4 (στο εξής “περίοδος αξιολόγησης”), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 19α παράγραφος 1 (στο εξής “αξιολόγηση”).

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή της παραγράφου 3, δεύτερο εδάφιο, έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

α)

είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας·

β)

είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ (36), 92/49/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ ή 2006/48/ΕΚ (37).

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

6.   Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

7.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

8.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

3.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 19α

Αξιολόγηση

1.   Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης του άρθρου 19 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην αντασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

β)

τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπονται ότι θα ασκηθούν από την αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

δ)

την ικανότητα της αντασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ, ιδίως δε, το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους·

ε)

το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ (38), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτό τον κίνδυνο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση

5.   Παρά το άρθρο 19 παράγραφοι 2, 3 και 4, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

4.

Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 20

Απόκτηση συμμετοχής από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται σε ρυθμιστικό πλαίσιο

1.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α σημείο 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (στο εξής “εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ”), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

β)

η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

γ)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, κατόπιν αιτήματος, στις άλλες αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή».

5.

Στο άρθρο 21 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο απευθύνει κοινοποίηση ομοίως, στις αρμόδιες αρχές, εφόσον αποφάσισε να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω του 20 %, του 30 % ή του 50 %, ή προκειμένου η αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 %, όταν βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου».

6.

Στο άρθρο 56, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

αναπροσαρμογές των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 19α παράγραφος 1 προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας».

Άρθρο 5

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 12 παράγραφος 1 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (39), καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας (*).

Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων (“ΕΠΕΥ”) ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (40), υπό τον όρο ότι τα δικαιώματα, αφενός δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη, και αφετέρου εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2.

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής “υποψήφιος αγοραστής”), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής “προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”), καταρχήν, απευθύνει κοινοποίηση, εγγράφως στις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 19α παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 %, όταν βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α), της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 3, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.

Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου του άρθρου 19α παράγραφος 4 (στο εξής “περίοδος αξιολόγησης”), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 19α παράγραφος 1 (στο εξής “αξιολόγηση”).

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή που αναφέρεται της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο, έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

α)

είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας·

β)

είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ (41), 92/49/ΕΟΚ (42), 2002/83/ΕΚ (43), 2004/39/ΕΚ ή 2005/68/ΕΚ (44).

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και πριν από την εκπνοή της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

6.   Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

7.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

8.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

3.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα

«Άρθρο 19α

1.   Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει το άρθρο 19 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

β)

τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

δ)

την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 2000/46/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, ιδίως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους·

ε)

το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ (45), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτό τον κίνδυνο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

5.   Παρά το άρθρο 19 παράγραφοι 2, 3 και 4, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 19β

1.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α σημείο 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (στο εξής “εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ”), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

β)

η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

γ)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

4.

Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 20

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, να απευθύνει κοινοποίηση, καταρχήν, γραπτώς στις αρμόδιες αρχές προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο απευθύνει κοινοποίηση, ομοίως, στις αρμόδιες αρχές, εάν αποφασίσει να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, το 30 % ή το 50 %, ή τόσο ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 %, όταν βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου».

5.

Στο άρθρο 21, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής στο πλαίσιο των άρθρων 19 και 20 καθώς και του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής κατά το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη, και αφετέρου εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση».

6.

Στο άρθρο 150 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

αναπροσαρμογές των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 19α παράγραφος 1 προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας».

Άρθρο 6

Έλεγχος εφαρμογής

Μέχρι τις 21 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, προβαίνει σε έλεγχο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και συντάσσει έκθεση την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη από κατάλληλες προτάσεις.

Άρθρο 7

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 21 Μαρτίου 2009. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, πρέπει να αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος

1.   Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Στην περίπτωση προτεινομένων αποκτήσεων συμμετοχής, για τις οποίες οι κοινοποιήσεις κατά το άρθρο 1 παράγραφος 2, το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 3 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 2, και το άρθρο 5 παράγραφος 2, είχαν υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές πριν από την έναρξη ισχύος των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, η διαδικασία αξιολόγησης διενεργείται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο των κρατών μελών κατά τη στιγμή της κοινοποίησης.

Άρθρο 9

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 5 Σεπτεμβρίου 2007.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. LOBO ANTUNES


(1)  ΕΕ C 93 της 27.4.2007, σ. 22.

(2)  ΕΕ C 27 της 7.2.2007, σ. 1.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2007 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2007.

(4)  ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/101/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 238).

(6)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

(7)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/18/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 87 της 28.3.2007, σ. 9).

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(9)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(10)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(11)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1)».

(12)  Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(13)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(14)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(15)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(16)  Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/ΕΚ.

(17)  Οδηγία 2002/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις περιθωρίου φερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών (ΕΕ L 77 της 20.3.2002, σ. 17).

(18)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(19)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15)».

(20)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(21)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1)».

(22)  Οδηγία 85/611/ΕΟΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(23)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(24)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(25)  Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/ΕΚ.

(26)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(27)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15)».

(28)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38)».

(29)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

(30)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(31)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(32)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(33)  Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).

(34)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15)».

(35)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38)

(36)  Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(37)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1)».

(38)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15)».

(39)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(40)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1)».

(41)  Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(42)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(43)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ.

(44)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/ΕΚ».

(45)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15)».


Top