EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001D0517

2001/517/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Φεβρουαρίου 2001, για την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από την Ολλανδία για SCI-συστήματα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 402]

OJ L 186, 7.7.2001, p. 43–57 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2001/517/oj

32001D0517

2001/517/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Φεβρουαρίου 2001, για την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από την Ολλανδία για SCI-συστήματα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 402]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 186 της 07/07/2001 σ. 0043 - 0057


Απόφαση της Επιτροπής

της 13ης Φεβρουαρίου 2001

για την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από την Ολλανδία για SCI-συστήματα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 402]

(Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2001/517/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το πρώτο εδάφιο του άρθρου 88 παράγραφος 2,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις(1), και αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Τον Νοέμβριο του 1997 η εταιρεία SCI Systems Netherlands BV (στο εξής καλούμενη "SCΙ") επέλεξε τη βιομηχανική ζώνη "Internationaal Bedrijvenpark Friesland" (στο εξής καλούμενη "ΙΒF"), στο Heerenveen (επαρχία της Friesland για να ανεγείρει εργοστάσιο συναρμολόγησης επιτραπέζιων προσωπικών υπολογιστών (στο εξής καλούμενοι "PC") για την Hewlett-Packard.

(2) Με επιστολή της 3ης Μαρτίου 1998 (που καταχωρήθηκε στις 11 Μαρτίου 1998 με τον αριθ. Α/32006) ένας ιδιώτης τρίτος κατήγγειλε ότι χορηγήθηκε ενίσχυση που υπερέβαινε το εγκεκριμένο από την Επιτροπή καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων [Ivesteringspremieregeling, "IΡR"](2). Οι περιφερειακές αρχές είχαν σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος, υποσχεθεί συμπληρωματική "ad hoc" ενίσχυση προκειμένου να προσελκύσουν το επενδυτικό σχέδιο στο Heerenveen ενόψει του ισχυρού ανταγωνισμού από άλλες πιθανές τοποθεσίες στις Κάτω Χώρες. Με επιστολές στις 20 Μαρτίου (D/51297) και 28 Οκτωβρίου 1998 (D/54393), η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ολλανδικές αρχές. Οι ολλανδικές αρχές παρείχαν αυτές τις πληροφορίες με τις επιστολές της 19ης Μαΐου 1998 (καταχωρήθηκε στις 25 Μαΐου 1998 υπό τον αριθ. Α/33974), και 4ης Ιανουαρίου 1999 (καταχωρήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1999 υπό τον αριθ. Α/30095. Ο καταγγέλων τρίτος παρείχε περαιτέρω πληροφορίες και απέστειλε άρθρα εφημερίδων σχετικά με την υπόθεση με τις επιστολές της 10ης Οκτωβρίου 1998 (καταχωρήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1998 υπό τον αριθ. Α/38015) και 15 Ιανουαρίου 1999 (καταχωρήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1999 υπό τον αριθ. C00231).

(3) Με την απόφασή της της 6ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή εξέδωσε μια αποκαλούμενη "Italgrani" διάταξη περί ασφαλιστικών μέτρων(3) σε σχέση με ενίσχυση που χορηγήθηκε σύμφωνα με το καθεστώς IPR και κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σε σχέση με διάφορα περαιτέρω ad hoc ενισχυτικά μέτρα. Με την επιστολή της 9ης Μαρτίου 1999 (D/01700), ενημέρωσε την Ολλανδία για την απόφασή της. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(4). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ενίσχυση.

(4) Η Επιτροπή έλαβε δύο παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη (επιστολή της 1ης Ιουνίου 1999, που καταχωρήθηκε στις 8 Ιουνίου 1999 υπό τον αριθ. Α/34233 και επιστολή της 7ης Ιουνίου 1999, που καταχωρήθηκε στις 11 Ιουνίου υπό τον αριθ. Α/34377). Με την επιστολή της 28ης Ιουνίου 1999 (D/62723) τις διεβίβασε στην Ολλανδία και της έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Η Ολλανδία αντέδρασε στην έναρξη της διαδικασίας με επιστολή στις 13 Απριλίου 1999 (καταχωρήθηκε στις 14 Απριλίου 1999 υπό τον αριθ. Α/32920). Απέστειλε τις απόψεις της για τις παρατηρήσεις τρίτων μερών με επιστολή στις 2 Αυγούστου 1999 (καταχωρήθηκε στις 3 Αυγούστου 1999 υπό τον αριθ. Α/36064). Ένα από τα τρίτα μέρη απέστειλε περαιτέρω πληροφορίες με επιστολή στις 18 Ιουνίου 1999 (καταχωρήθηκε στις 24 Ιουνίου 1999 υπό τον αριθ. Α/34661).

(5) Δεδομένου ότι έλειπαν ακόμη σημαντικές πληροφορίες, η Επιτροπή, με τις επιστολές της 20ής Οκτωβρίου 1999 (D/64378), της 15ης Μαΐου 2000 (D/52950), της 14ης Σεπτεμβρίου 2000 (D/54696) και της 4ης Οκτωβρίου 2000 (D/55028) ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες. Οι ολλανδικές αρχές ζήτησαν διαδοχικές αναβολές με τις επιστολές της 3ης Νοεμβρίου 1999 (καταχωρήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1999 υπό τον αριθ. Α/38403), της 14ης Δεκεμβρίου 1999 (καταχωρήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου υπό τον αριθ. Α/39869) και της 30ής Οκτωβρίου 2000 (καταχωρήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2000 υπό τον αριθ. Α/39018)· αυτές χορηγήθηκαν με τις επιστολές της 15ης Νοεμβρίου 1999 (D/64719), 10ης Ιανουαρίου 2000 (D/50073) και της 23ης Νοεμβρίου 2000 (D/55817). Η ολλανδική κυβέρνηση απήντησε με τις επιστολές της 24ης Ιανουαρίου 2000 (καταχωρήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2000 υπό τον αριθ. Α/30682), της 14ης Ιουνίου 2000 (καταχωρήθηκε στις 3 Ιουλίου υπό τον αριθ. Α/35437), της 6ης Δεκεμβρίου 2000 (καταχωρήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2000 υπό τον αριθ. Α/40422) και της 2ας Φεβρουαρίου 2001 (καταχωρήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2001 υπό τον αριθ. Α/30985). Περαιτέρω διευκρινίσεις δόθηκαν σε συνεδρίαση της 5ης Ιανουαρίου 2000 και 5ης Δεκεμβρίου 2000. Οι τρίτοι απέστειλαν περαιτέρω πληροφορίες με επιστολές στις 21 Μαρτίου 2000 (καταχωρήθηκε στις 28 Μαρτίου 2000 υπό τον αριθ. Α/32654), στις 4 Μαΐου 2000 (καταχωρήθηκε στις 18 Μαΐου 2000 υπό τον αριθ. Α/34095), στις 28 Ιουνίου 2000 (καταχωρήθηκε στις 10 Ιουλίου 2000 υπό τον αριθ. Α/35646) και στις 12 Σεπτεμβρίου 2000 (καταχωρήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2000 υπό τον αριθ. Α/37630).

2. ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.1. Η δικαιούχος εταιρεία

(6) Η SCI είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος κατασκευαστής ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ο οποίος παρέχει, βάσει σύμβασης, τις υπηρεσίες του σε εταιρείες όπως η Hewlett-Packard και η Apple Computers. Κατασκευάζει υποσυστήματα που χρησιμοποιούνται στους τομείς των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των τηλεπικοινωνιών, της ιατρικής, των καταναλωτικών ηλεκτρονικών και της άμυνας. Επιπλέον, κατασκευάζει εκατοντάδες τελικά προϊόντα που περιλαμβάνουν PC, τερματικά, καθώς και συστήματα επικοινωνίας για στρατιωτικά αεροπλάνα και μετατροπείς/αποκωδικοποιητές για πρόσβαση στο Internet μέσω της τηλεόρασης(5). Η SCI επελέγη από την Hewlett-Packard ως εταίρος για την παραγωγή των PC της στην Ολλανδία. Η Hewlett-Packard είναι ένας από τους παγκοσμίως μεγαλύτερους οργανισμούς ηλεκτρονικών υπολογιστών(6).

(7) Η νέα εγκατάσταση SCI στο Heerenveen αναμενόταν να παράγει PC μέχρι τα τέλη του 1999. Καθόσο χρονικό διάστημα εκκρεμούσε η ολοκλήρωση της νέας εγκατάστασης, η ISC άρχισε την παραγωγή PC σε προσωρινές εγκαταστάσεις στο Leek (περίπου 30 χιλιόμετρα από το Heerenveen).

2.2. Επενδυτική ενίσχυση

(8) Με την επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 1998 το ολλανδικό Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων χορήγησε επενδυτική ενίσχυση στην SCI σύμφωνα με το καθεστώς IPR αντίστοιχη προς το 20 % του επιλέξιμου επενδυτικού κόστους, με ανώτατο όριο το ποσό των 5,67 εκατ. ευρώ [12,5 εκατ. ολλανδικά φιορίνια (NLG)]. Την εποχή εκείνη, το αναμενόμενο επενδυτικό κόστος ανερχόταν σε 31,1 εκατ. ευρώ [68,5 εκατ. NLG(7)], και περιελάμβανε την ανέγερση εργοστασίου και κέντρου διανομής PC στο Heerenveen.

(9) Οι ολλανδικές αρχές συμφώνησαν ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε σύmφωνα με το καθεστώς IPR. Η Επιτροπή ενέκρινε το συγκεκριμένο καθεστώς(8). Η μέγιστη ένταση ενίσχυσης σύμφωνα με το καθεστώς αυτό είναι ίση με το ανώτατο όριο περιφερειακής ενίσχυσης ύψους 20 % του ακαθάριστου ισοδύναμου επιδότησης. Η τελική απόφαση για το επιλέξιμο κόστος, στην οποία βασίζεται το ακριβές ποσό της επιδότησης, θα ληφθεί ένα έτος μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου. Σύμφωνα με τις ισχύουσες προβλέψεις το πραγματικό επενδυτικό κόστος θα είναι σημαντικά κατώτερο από το αρχικά κοινοποιηθέν. Οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν ότι ο νέος υπολογισμός ανέρχεται σε 18 εκατ. ευρώ (40 εκατ. NLG). Στη βάση του ανώτατου ορίου του 20 %, η επιδότηση σύμφωνα με το καθεσ IPR θα μειωθεί περίπου στα 3,6 εκατ. ευρώ (8 εκατ. NLG). Ως μέρος κανονικής διαδικασίας, η δήλωση της επιχείρησης για το επιλέξιμο κόστος συνοδεύεται από δήλωση ανεξάρτητου λογιστή. Η τελική δήλωση θα εξετασθεί από το τμήμα λογιστικού ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων(9). Οι ολλανδικές αρχές δήλωσαν την επιθυμία τους να ανακοινώσουν εν ευθέτω χρόνω την τελική απόφαση.

(10) Οι ολλανδικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι όλες οι δαπάνες στον προϋπολογισμό αποτελούν επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες σύμφωνα με καθεστώς IPR και ότι τηρείται το ανώτατο όριο ενίσχυσης του καθεστώτος. Επιβεβαίωσαν ότι τα στοιχεία δαπάνης, όπως οι κεντρικές εγκαταστάσεις και ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ήταν σύμφωνα με το καθεστώς IPR και με εσωτερικές κατευθυντήριες για την εφαρμογή του καθεστώτος, οι οποίες βασίζονταν, μεταξύ άλλων, σε προηγούμενη νομολογία όσον αφορά το καθεστώς. Όσον αφορά το σχετικά υψηλό κόστος των αποθηκών, οι ολλανδικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι αυτό οφειλόταν στον ειδικό χαρακτήρα επιχείρησης. Δεδομένου ότι η επιχείρηση είναι εργολάβος κατασκευαστής η διοικητική υποστήριξη και ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός της έχουν μεγάλη σημασία.

(11) Όσον αφορά το κόστος υποδομής, οι ολλανδικές αρχές επιβεβαίωσαν στη βάση πρωτότυπων εγγράφων ότι δεν υπήρχαν διπλές εγγραφές με δαπάνες αγροτικής ανάπτυξης που καταβλήθηκαν από την IBF που είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη της υποδομής προκειμένου να καταστεί προσβάσιμη η βιομηχανική γη και να παρασχεθούν υπηρεσίες, όπως σύστημα αποχέτευσης, ηλεκτροδότη εξωραϊσμός του δημόσιου χώρου, κ.λπ. Ο ενημερωμένος λειτουργικός προϋπολογισμός 1999 της IBF δείχνει ότι το κόστος υποδομής ανήλθε 9,1 εκατ. ευρώ (20,1 εκατ. NLG). Σύμφωνα με τις ολλανδικές αρχές, οι ετήσιες εκθέσεις της IBF και όλες οι αιτήσεις της για προκαταβολές σύμφωνα με τους διακανονισμούς επιδότησης ERDF (συνοδευόμενοι όλοι από δηλώσεις λογιστών) αποδεικνύουν ότι αυτές οι δαπάνες περιλαμβάνουν μόνο τις δαπάνες υποδομές εκτός των ορίων του ατομικού οικοπέδου που αποκτήθηκε από την SCI, δεν έχουν σχέση με την εγκατάσταση της SCI και δεν υπάρχουν διπλές εγγραφές με τις δηλώσεις σύμφωνα με το καθεστώς IPR.

2.3. Το "πρόγραμμα δημιουργίας 2000 θέσεων απασχόλησης"

(12) Η SCI είναι ο κύριος δικαιούχος του προγράμματος δημιουργίας 2000 θέσεων ("2000-banenplan")(10), το οποίο έχει σχεδιασθεί από το περιφερειακό γραφείο απασχόλησης [Regionaal Bureau voor de Arbeidsvoorziening Friesland (στο εξής καλούμενο "RBA")] και προβλέπει διακανονισμούς για μακροχρόνιους άνεργους και άλλες μειονεκτούσες ομάδες. Οι κενές θέσεις σε επιχειρήσεις που επενδύουν στην Friesland (είτε νέα σχέδια είτε επενδύσεις για επέκταση) κοινοποιούνται στα τοπικά γραφεία απασχόλησης. Ως μέρος των κανονικών δραστηριοτήτων τους, αυτά τα γραφεία ψάχνουν για αναζητούντες εργασία και εξασφαλίζουν ότι αυτοί λαμβάνουν την απαραίτητη κατάρτιση ή ότι διαθέτουν την απαιτούμενη εμπειρία. Προκειμένου να εξασφαλισθεί απασχόληση στους αναζητούντες εργασία, μπορεί να χορηγηθεί άμεση επιδότηση μισθού.

(13) Το πρόγραμμα δημιουργίας 2000 θέσεων απασχόλησης εγκρίθηκε και χρηματοδοτήθηκε από την επαρχία Friesland. Καλύπτει μόνο αυτή την επαρχία και έχει συνολικό προϋπολογισμό για την περίοδο 1998 έως 2000 ύψους 18,6 εκατ. ευρώ (41 εκατ. NLG), εκ των οποίων 11,2 εκατ. ευρώ (24,8 εκατ. NLG) για άμεσες επιδοτήσεις μισθών. Το πρόγραμμα άρχισε τον Μάρτιο του 1998 και αποτελεί επέκταση του προηγούμενου προγράμματος για τη δημιουργία 700 θέσεων απασχόλησης, που χρονολογείται από το 1997. Το RΒΑ είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή του. Για χρόνια, η ανεργία στην επαρχία Friesland ήταν κατά 3 % υψηλότερη από του εθνικό μέσο όρο. Αυτό το χάσμα μειώθηκε σε 2 % το 1997. Εντούτοις, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων υπερέβη το 60 %.

(14) Η κανονική διοικητική διαδικασία προβλέπει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ του RΒΑ και της νέας υπό επέκταση επιχείρησης για την προβλεπόμενη χρήση του καθεστώτος. Η συμφωνία μεταξύ του RΒΑ και της SCI υπεγράφη στις 3 Νοεμβρίου 1998. Συμφωνήθηκε ότι η SCI θα προσλάμβανε έναν μέγιστο αριθμό 1200 ανέργων στο πλαίσιο του σχεδίου για την απασχόληση και ότι η SCI θα είχε δικαίωμα για το σκοπό αυτό να λάβει μέγιστη επιδότηση για τις άμεσες μισθολογικές δαπάνες ύψους 7620000 ευρώ (16800000 NLG). Το οριστικό ποσό της επιδότησης θα καθορισθεί σε συνάρτηση με τον πραγματικό αριθμό ανέργων που θα προσληφθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του σχεδίου για την απασχόληση. Προβλέφθηκε ότι η SCI λαμβάνει 4900 ευρώ (10800 NLG), 6500 ευρώ (14400 NLG) ή 8200 ευρώ (18000 NLG) για κάθε αιτούντα απασχόληση που προσλαμβάνει. Το πιο χαμηλό ποσό ισχύει για τους "κανονικούς" ανέργους, το δεύτερο για ανέργους που ανήκουν σε μειονότητες, μειονεκτούντα άτομα, γυναίκες που επανέρχονται στην αγορά εργασίας, ανέργους νέους, άνεργους της "φάσης 2" και της "φάσης 3" (δηλαδή που βρίσκονται στην ανεργία ήδη από έξι και εννέα μήνες αντίστοιχα) και το πιο υψηλό ποσό ισχύει για τους μακροχρόνια άνεργους (οι οποίοι είναι άνεργοι ήδη για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους). Η επιδότηση χορηγείται αυστηρά στα πρόσωπα που έχουν προηγουμένως καταχωρηθεί ως "αιτούντες απασχόληση" και υπό τον όρο ότι κατείχαν διαρθρωτική θέση για τουλάχιστον δώδεκα μήνες εργαζόμενοι τουλάχιστον δεκαοκτώ ώρες ανά εβδομάδα. Η συμφωνία ισχύει από τον Μάιο 1998 έως τον Μάιο 2001. Κατεβλήθησαν προκαταβολές μέχρι το 80 % της ανώτατης επιδότησης: 2,3 εκατ. ευρώ (5107180 NLG) το 1998 και, 3,8 εκατ. ευρώ (8332830 NLG) το 1999.

(15) Εντούτοις, το πραγματικό ποσό της ενίσχυσης θα είναι σαφώς κατώτερο από το ανώτατο συμφωνηθέν ποσό. Μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2000, είχαν προσληφθεί μόνο 954 εργαζόμοι σε συμφωνία με τους όρους του προγράμματος για την απασχόληση(11). Επιπλέον, μεγάλος αριθμός εξ αυτών είχαν εργασθεί τουλάχιστον ένα έτος για την επιχείρηση: η SCI θα δικαιούται επιδοτήσεις μόνο για 252 από αυτούς τους εργαζόμενους, δηλαδή για ποσό 1,7 εκατ. ευρώ (3,7 εκατ. NLG). Το οριστικό ποσό της επιδότησης θα καθορισθεί μόνο μετά την τελική δήλωση, το αργότερο τον Μάιο του 2002. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία, οι ολλανδικές αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση να περιορίσουν την συνολική ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος IPR και του προγράμματος για την απασχόληση(12) στο 20 % της επιλέξιμης βάσης δαπανών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 55). Στο εν τω μεταξύ, ανακτήθηκε μέρος των προκαταβολών. θα ζητηθεί αντίστοιχα η ανάκτηση των υπολοίπων αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

(16) Στην απόφασή της της 6ης Φεβρουαρίου 1999 να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή δήλωσε ότι αμφιβάλλει για το κατά ποσόν οι επιδοτήσεις για τις άμεσες μισθολογικές δαπάνες μπορούν να θεωρηθούν ως γενικό μέτρο, όπως ισχυρίζονται οι ολλανδικές αρχές. Δεδομένου ότι το καθεστώς εφαρμόζεται μόνο στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην επαρχία Friesland, δεν επρόκειτο προφανώς για γενικό μέτρο. Εξάλλου, φαίνεται ότι η SCI είναι ο κύριος δικαιούχος, ενώ το προηγούμενο καθεστώς, το πρόγραμμα 700 θέσεων απασχόλησης, προοριζόταν ουσιαστικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

2.4. Τιμή της γης

(17) Η SCI αγόρασε έκταση από την IBF, δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με την ανάπτυξη της ζώνης δραστηριοτήτων. Για να εξασφαλίσει χώρους πρασίνου και την υψηλή ποιότητα της ζώνης, η IBF έθεσε σαν όρο ότι το 70 % μόνο του οικοπέδου θα χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή κτιρίων και βοηθητικών οδών. Αυτό είναι ο λόγος για τον οποίο η SCI χρειαζόταν 14 εκτάρια για να πραγματοποιήσει τις προβλεπόμενες επενδύσεις. Εν τούτοις, σύμφωνα με το πολεοδομικό σχέδιο, στο οποίο βασίστηκε η επαρχία Friesland για να καθορίσει το χαρακτήρα και τους όρους χρησιμοποίησης του οικοπέδου, μόνο μέγιστη επιφάνεια 15 % του οικοπέδου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή κτιρίων και 10 % το πολύ από την υπολειπόμενη επιφάνεια για την κατασκευή βοηθητικών οδών. Κατόπιν αιτήσεως της SCI και της IBF, η κοινότητα αύξησε τα ποσοστά αυτά, αντίστοιχα σε 30 και 20 %, με συνδυασμένο ποσοστό 40 %. Για να αυξήσει αυτό το συνδυασμένο ποσοστό σε 70 % (40 % για τα κτίρια και 30 % για τις βοηθητικές οδούς), η επαρχία χρειάστηκε να τροποποιήσει το πολεοδομικό σχέδιο. Οι σχετικές διαδικασίες απαιτούν πολύ χρόνο και η έκβασή τους είναι αβέβαιη για λόγους πολιτικούς και νομικούς. Για να τηρήσει το ισχύον πολεοδομικό σχέδιο, η SCI θα έπρεπε νόμιμα να αποκτήσει 24 εκτάρια.

(18) Κατά συνέπεια, η SCI αγόρασε 24 εκτάρια από την ΙΒF(13) και της μεταπώλησε ταυτόχρονα δέκα εκτάρια. Η επαναπώληση των δέκα εκταρίων στην IBF θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων μετά την τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου. Η τιμή πώλησης και η τιμή εξαγοράς ήταν 2,27 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο (5 NLG ανά τετραγωνικό μέτρο), συγκεκριμένα συνολικό ποσό αντίστοιχα 544000 ευρώ (1,2 εκατ. NLG) και 227000 ευρώ (500000 NLG), εξαιρουμένου του ΦΠΑ. Το ποσό της πώλησης και αυτό της εξαγοράς καταβλήθηκαν την ίδια ημέρα.

(19) Η τιμή των 2,27 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο καθορίστηκε στη βάση εμπειρογνωμοσύνης που έγινε από εμπειρογνώμονα στις 18 Μαΐου 1998. Για να εξαλείψουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής, οι ολλανδικές αρχές ανέθεσαν σ' έναν άλλο εμπειρογνώμονα να πραγματοποιήσει δεύτερη εμπειρογνωμοσύνη για την τιμή του οικοπέδου. Η τιμή που ορίστηκε από αυτή τη δεύτερη εμπειρογνωμοσύνη, που έγινε στις 7 Απριλίου 1999, ήταν παρόμοια με την πρώτη, δηλαδή 2,54 ευρώ (5,60 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο.

(20) Στην απόφασή της της 6ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη έκθεση εμπειρογνωμοσύνης. Αυτές οι αμφιβολίες αφορούσαν κυρίως τη μικρή επιφάνεια γης για την οποία καταβλήθηκε πραγματικά τίμημα, τις διευθετήσεις που έγιναν για το κόστος προετοιμασίας του εδάφους για να δοθεί η δυνατότητα οικοδόμησης, και ο τρόπος με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη θετικοί παράγοντες, όπως η εγγύτητα αυτοκινητοδρόμων. Με βάση το αρχικό κόστος που θα έπρεπε να επωμισθεί η IBF για την ανάπτυξη της ζώνης δραστηριοτήτων, η Επιτροπή υπολόγισε τιμή πολύ υψηλότερη (24,80 ευρώ ή 54,70 NLG ανά τετραγωνικό μέτρο). Η τιμή των 2,27 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο φαίνεται να αντιστοιχεί στην τιμή που υπολογίστηκε το 1996 για την μη αξιοποιημένη έκταση. Επιπλέον, δεν ήταν σαφές το νομικό καθεστώς της σύμβασης επαναγοράς.

2.5. Ενίσχυση για προσωρινές εγκαταστάσεις παραγωγής, ασφάλεια και μεταφορά (ταμείο SEBB)

(21) Ενώ η SCI δεν είχε ακόμη αρχίσει την κατασκευή του εργοστασίου στο Heerenveen, επιθυμούσε παρά ταύτα να ξεκινήσει την παραγωγή. Η δημόσια εταιρεία ανάπτυξης Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij, στο εξής αποκαλούμενη "NOM", βοήθησε την SCI στην εξεύρεση της κατάλληλης τοποθεσίας για την εγκατάσταση του εργοστασίου. Επρόκειτο για μία εγκατάσταση στο Leek, περίπου 30 χιλιόμετρα από το Heerenveen. Η NOM νοίκιασε (ένα τμήμα) εγκατάστασης από τον Δεκέμβριο του 1997. Προκειμένου να μπορέσει να ενοικιάσει το οικοδόμημα η NOM επένδυσε 270000 ευρώ (600000 NLG) για την ανακαίνιση του κτιρίου. Ο μισθωτής του άλλου τμήματος του κτιρίου κατέβαλε την ίδια επένδυση, έτσι ώστε το συνολικό κόστος της ανακαίνισης ανήλθε σε 540000 ευρώ (1,2 εκατ. NLG). Η NOM ζήτησε από την SCI ενοίκιο συνολικού ύψους 749000 ευρώ (1,65 εκατ. NLG) για την περίοδο από τον Μάιο 1998 έως και Φεβρουάριο 2000 (75000 NLG ανά μήνα), όταν η SCI μετακόμισε στη νέα εγκατάσταση στο Heerenveen. Γι' αυτή την ίδια περίοδο, η NOM κατέβαλε στον ιδιοκτήτη, Brivec B.V. συνολικό ενοίκιο 880000 ευρώ (1939496 NLG). Η διαφορά ανέρχεται σε 131000 ευρώ (289496 NLG). Μηνιαίο ποσό 11300 ευρώ (25000 NLG) καταβλήθηκε για τον εφοδιασμό σε ενέργεια.

(22) Η NOM έλαβε χρηματοδότηση από τον κοινωνικο-οικονομικό προϋπολογισμό για βιομηχανική περιβαλλοντική πολιτική (sociaal-economisch budget voor bedrijfsomgevingsbeleid, στο εξής "ταμείο SEBB"). Το ταμείο αυτό δημιουργήθηκε από την επαρχία Friesland τον Δεκέμβριο του 1998 με προϋπολογισμό 4,5 εκατ. ευρώ (10 εκατ. NLG). Θεωρείτο ως συμπληρωματικό μέτρο, με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων σε περιφερειακή κλίμακα, προσδίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για ελάχιστα ειδικευμένους εργαζόμενους.

(23) Στην απόφασή της της 6ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες για τις προσωρινές εγκαταστάσεις παραγωγής, καθώς και για τις ενδεχόμενες συμβάσεις που υπεγράφησαν μεταξύ των δημοσίων αρχών και της επιχείρησης.

(24) Το ταμείο SEBB χρησιμοποιήθηκε επίσης για τη χρηματοδότηση της μεταφοράς των εργαζομένων της SCI μεταξύ Heerenveen και των προσωρινών εγκαταστάσεων παραγωγής στο Leek. Το κόστος των δημόσιων μέσων μεταφοράς θα εμπόδιζε τους ανέργους να επωφεληθούν από το σχέδιο για την απασχόληση. Κατά συνέπεια, η NOM ανέθεσε σε δημόσια εταιρεία μεταφορών να θέσει δωρεάν μεταφορικά μέσα στη διάθεση των νέων εργαζομένων της SCI. Οι δαπάνες ανήλθαν σε 812000 ευρώ (1789017 NLG), εξαιρουμένου του ΦΠΑ. Για την κάλυψη αυτών των δαπανών, η NOM έλαβε χρηματοδότηση από το ταμείο SEBB. Δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκαν οι υπάρχουσες διαδρομές των δημόσιων μέσων μεταφοράς, δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν συμπληρωματικά μέσα μεταφοράς.

(25) Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η NOM ανέλαβε επίσης την ασφάλεια των εγκαταστάσεων που νοίκιαζε στην SCI. Το συνολικό κόστος ανήρχετο σε 353000 ευρώ (778552 NLG), εξαιρουμένου του ΦΠΑ.

(26) Άρθρα εφημερίδων αναφέρουν ενίσχυση που χορηγήθηκε για τις δαπάνες μεταφοράς των δραστηριοτήτων της SCI από το Leek προς το νέο εργοστάσιο στο Heerenveen. Εν τούτοις, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι αυτές οι δαπάνες χρηματοδοτήθηκαν μέσω του ταμείου SEBB ή άλλων κρατικών πόρων.

2.6. Στέγαση του προσωπικού

(27) Η κοινότητα του Heerenveen πλήρωσε 100000 ευρώ (περίπου 220000 NLG) για τη στέγαση πέντε εκπατρισμένων συνεργατών της SCI, οι οποίοι απεστάλησαν στο Heerenveen κατά την εναρκτήρια φάση του σχεδίου. Αρχικά είχε αναφερθεί ένα ποσό που υπερέβαινε τις 159000 ευρώ (350000 NLG).

3. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(28) Μετά τη δημοσίευση της έναρξης της διαδικασίας(14), η Επιτροπή έλαβε δύο παρατηρήσεις. Οι δύο ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν την επιθυμία να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.

(29) Η πρώτη παρατήρηση αφορούσε τις δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν μέσω του ταμείου SEBB. Τόνιζε ότι ποσό ύψους 2,7 έως 3,2 εκατ. ευρώ (6 έως 7 εκατ. NLG) χορηγήθηκε στη NOM. Αυτή θα έπρεπε να φροντίσει ώστε οι δαπάνες της SCI για τις προσωρινές εγκαταστάσεις στο Leek να είναι ανύπαρκτες ή μειωμένες. Οι πόροι χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθεί η ενοικίαση και ο εφοδιασμός σε ενέργεια, η ασφάλεια των εγκαταστάσεων και τα έξοδα μεταφοράς του προσωπικού στις προσωρινές εγκαταστάσεις (μετάβαση/επιστροφή).

(30) Η δεύτερη παρατήρηση αφορούσε τα ακόλουθα:

(31) Σύμφωνα με το πολεοδομικό σχέδιο και το σχέδιο εκμετάλλευσης που επισυνάφθηκε, όλες οι επιχειρήσεις όφειλαν να καταβάλουν 6,81 ευρώ (15 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο για την σύνδεσή τους με το δίκτυο ενέργειας. Η SCI απαλλάχθηκε από αυτά τα έξοδα, γεγονός που δεν συνέβη με άλλες επιχειρήσεις που εγκαταστάθηκαν σε βιομηχανική ζώνη.

(32) Η SCI δεν χρειάστηκε να πληρώσει φόρους για τη μεταβίβαση του οικοπέδου στην IBF, όπως θα έπρεπε να συμβεί κανονικά.

(33) Εκφράστηκαν αμφιβολίες σχετικά με την ανεξαρτησία του εμπειρογνώμονα ο οποίος υπολόγισε την τιμή του οικοπέδου, καθώς και για ορισμένα στοιχεία υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της αξίας του οικοπέδου.

(34) Επισυνάφθηκε άρθρο εφημερίδας(15) το οποίο ανέφερε ότι η SCI έλαβε ενίσχυση για απασχόληση, βάσει του προγράμματος απασχόλησης, για την πρόσληψη εργαζομένων που είχαν ήδη εργασία, γεγονός που αποτελούσε παραβίαση των όρων επιλεξιμότητας του σχεδίου.

(35) Τέλος, ένα άλλο άρθρο εφημερίδας(16) εξηγούσε ότι η επαρχία Friesland ανησυχούσε για την πιθανή υπέρβαση του ορίου ενίσχυσης που καθορίστηκε για τη συγκεκριμένη επένδυση. Όσον αφορά αυτό το ζήτημα, ο ίδιος ενδιαφερόμενος τρίτος απέστειλε δεύτερη επιστολή η οποία περιελάμβανε τα πρακτικά μιας συνεδρίασης της διοίκησης της επαρχίας Friesland, στα οποία αναφέρεται αυτή η ανησυχία.

(36) Οι τρίτοι που διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους δεν είναι ανταγωνιστές της SCI ούτε της Hewlett-Packard.

4. ΣΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ

4.1. Ενίσχυση για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης

(37) Κατά πρώτον, οι ολλανδικές αρχές επέμειναν στη σημασία της αύξησης των θέσεων απασχόλησης και απέδειξαν ότι η κατάσταση της απασχόλησης στην επαρχία Friesland ήταν πολύ κατώτερη από τη γενική εξέλιξη στο συγκεκριμένο τομέα στις Κάτω Χώρες. Το 1997, η ανεργία στις Κάτω Χώρες ανερχόταν σε 5,5 %, ενώ στην επαρχία Friesland σε 7,5 %. Η αύξηση των θέσεων απασχόλησης ήταν πολύ πιο χαμηλή και το επίπεδο κατάρτισης κατώτερο από τον εθνικό μέσο όρο. Ποσοστό ανώτερο του 60 % των ανέργων ήταν ελάχιστα ειδικευμένοι. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων είχε ανέλθει σε 65 %. Αυτή η κατάσταση επέβαλε ιδιαίτερα μέτρα.

(38) Οι ολλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι το πρόγραμμα απασχόλησης αποτελούσε γενικό μέτρο που δεν αποτελούσε σε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, δεδομένου ότι η επιδότηση χορηγείται αυτομάτως για κάθε θέση απασχόλησης που δημιουργείται στην επαρχία Friesland και επειδή το ποσό της επιδότησης ανά δημιουργούμενη θέση απασχόλησης καθορίζεται σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια. Συμβαίνει ώστε η SCI να είναι ο πρώτος και πιο σημαντικός δικαιούχος του προγράμματος απασχόλησης. Δεν είναι όμως ο μόνος δικαιούχος. Το RΒΑ συνήψε συμφωνίες σχετικά με το πρόγραμμα απασχόλησης με δύο άλλες επιχειρήσεις. Είχε επαφές με διάφορους άλλους ενδιαφερόμενους. Ο διαθέσιμος προϋπολογισμός των 18,6 εκατ. ευρώ (41 εκατ. NLG) υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό τις επιδοτήσεις που προβλέπονται υπέρ της SCI. Εξάλλου, το RΒΑ δεν είχε καμία διακριτική εξουσία όσον αφορά την εφαρμογή του καθεστώτος.

(39) Οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν επίσης ότι το πρόγραμμα απασχόλησης παρείχε σχεδόν τα ίδια κίνητρα με αυτά τα οποία παρέχονται στις επιχειρήσεις στο πλαίσιο του νόμου για την επαγγελματική ένταξη τω αιτούντων απασχόληση, (Wet Inschakeling Werkzoekenden), στο εξής "WIW"(17). Αυτό το εθνικό μέτρο για την απασχόληση θεωρήθηκε ως γενικό μέτρο. Δυνάμει αυτού του καθεστώτος, μία επιχείρηση μπορεί να λάβει μέγιστο ποσό 7700 ευρώ (17000 NLG) για κάθε προσλαμβανόμενο νέο άνεργο, μακροχρόνια άνεργο ή μειονεκτούντα. Η SCI μπορούσε να λάβει επιδοτήσεις δυνάμει αυτού του καθεστώτος, αλλά δεδομένου ότι η σώρευση με τις επιδοτήσεις που χορηγούνται δυνάμει του "προγράμματος δημιουργίας 2000 θέσεων απασχόλησης" δεν επιτρέπεται, δεν προσέφυγε στο WIW. Οι ολλανδικές αρχές ανέφεραν επίσης το νόμο για τη μείωση των συνεισφορών, στο εξής "WVA". Πρόκειται για μέτρο φορολογικού χαρακτήρα για την πρόσληψη μακροχρόνια ανέργων, που παρέχει παρόμοια προνόμια. Αυτό το μέτρο επιτρέπει μέγιστη απαλλαγή από τις κοινωνικές συνεισφορές ύψους 8168 ευρώ (18000 NLG) για περίοδο τεσσάρων ετών ανά αιτούντα απασχόληση που προσλαμβάνεται σε εργασία με πλήρες ωράριο (2092 ευρώ ή 4610 NLG ανά ημερολογιακό έτος)(18).

4.2. Η τιμή της γης

(40) Οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν ότι σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, η πώληση και η μεταβίβαση αποτελούν δύο χωριστές νομικές πράξεις. Η επαναγορά δεν υπόκειται σε όρους και είναι νομικά δεσμευτική για τα μέρη. Αντιθέτως, η μεταβίβαση του οικοπέδου εξαρτάται από την τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου. Αν το σχέδιο τροποποιηθεί, η μεταβίβαση θα λάβει χώρα εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων. Ως εκ τούτου, η συναλλαγή θα έχει πλήρως πραγματοποιηθεί. Αν το πολεοδομικό σχέδιο δεν τροποποιηθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2008, τόσο η SCI όσο και η IBF μπορούν να καταγγείλουν τη σύμβαση επαναγοράς. Σε αυτή την περίπτωση, η SCI θα πρέπει εκ νέου να αγοράσει τα δέκα εκτάρια, προκειμένου να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του πολεοδομικού σχεδίου. Η SCI και η IBF θα πρέπει να συμφωνήσουν μια νέα τιμή για αυτή την αγορά.

(41) Οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν ότι οι δύο εμπειρογνωμοσύνες για την αξία της γης πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την πώληση οικοπέδων από τις δημόσιες αρχές. Κατά συνέπεια, οι τιμές που υπολογίστηκαν πρέπει να θεωρηθούν ως τιμές της αγοράς.

(42) Οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν ότι η IBF είχε λάβει επιδοτήσεις της κοινότητας, της επαρχίας, του γραφείου συνεργασίας Βορείου Ολλανδίας (samenwerkingsverband Noord-Nederland), το οποίο είναι υπεύθυνο για τη χρηματοδότηση του συνολικού διαρθρωτικού σχεδίου για τη Βόρειο Ολλανδία (integraal structuurplan Noord-Nederland) και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης [πρόγραμμα στόχος 5β)]. Σύμφωνα με τις ολλανδικές αρχές, αυτές οι επιδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για τις γενικές δημόσιες υποδομές στη βιομηχανική ζώνη και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1. Οι ολλανδικές αρχές δήλωσαν ότι είναι διατεθειμένες να αναθέσουν σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα τον έλεγχο της τελικής δήλωσης της IBF, κατά τρόπο ώστε να κατοχυρωθεί ότι η IBF δεν επιβαρύνθηκε με καμμία δαπάνη σχετικά με το οικόπεδο που αγοράστηκε από την SCI και ότι η IBF δεν έλαβε καμία επιδότηση προς το σκοπό αυτό.

(43) Όσον αφορά τις δαπάνες σύνδεσης με το ενεργειακό δίκτυο οι οποίες δεν επιβάρυναν την SCI, όπως αναφέρθηκε στις παρατηρήσεις ενός εκ των ενδιαφερομένων μερών, οι ολλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι η SCI ήταν υπεύθυνη για όλες τις υποδομές που έπρεπε να εγκατασταθούν στο δικό της οικόπεδο και ότι η IBF είχε την ευθύνη των υποδομών πρόσβασης στο οικόπεδο.

(44) Όσον αφορά το φόρο μεταβίβασης, οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν ότι η SCI απαλλάχθηκε από το φόρο μεταβίβασης δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 1 στοιχείο α) του νόμου για τη φορολόγηση των νομικών συναλλαγών (Wet ορ belastingen rechtsverkeer), επειδή είχε καταβάλει το ΦΠΑ (17,5 %) για τη συναλλαγή. Η SCI όφειλε να πληρώσει το ΦΠΑ, επειδή το οικόπεδο θεωρήθηκε προς οικοδόμηση οικόπεδο λόγω της κατεδάφισης των υφιστάμενων κτιρίων [άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α)] του νόμου για τον ΦΠΑ. Μπορεί κανονικά να αφαιρέσει αυτό το φόρο σύμφωνα με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία.

4.3. Ενίσχυση για προσωρινές εγκαταστάσεις, ταμείο SEBB

(45) Οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν την ύπαρξη και τη χρήση του ταμείου SEBB.

(46) Η NOM είχε νοικιάσει τις εγκαταστάσεις στο Leek λόγω της αυξημένης ζήτησης προσωρινών και κατάλληλων εγκαταστάσεων παραγωγής. Το μίσθωμα που ζήτησε η NOM για την ενοικίαση των προσωρινών εγκαταστάσεων παραγωγής στο Leek βασίστηκε σε εκτίμηση που έγινε από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Αυτή η εκτίμηση πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια συγκρίσεων με άλλες πρόσφατες συμβάσεις μίσθωσης και πώλησης σχετικά με εγκαταστάσεις παραγωγής στην περιοχή. Ο εμπειρογνώμονας τονίζει επίσης την πρόσφατη ανακαίνιση και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του κτιρίου, τη διαθέσιμη επιφάνεια για τη στάθμευση αυτοκινήτων και τη σχετικά μεγάλη επιφάνεια του οικοπέδου, παράγοντες που οδηγούν σε μικρή ζήτηση γι' αυτό το είδος κτιρίου. Οι ολλανδικές αρχές συνέκριναν επίσης αυτό το ενοίκιο με το ενοίκιο που καταβάλλεται από τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τα άλλα μέρη του κτιρίου. Ενώ το ενοίκιο της SCI ανέρχεται περίπου σε 27 ευρώ (60 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο, μια άλλη εταιρεία πληρώνει 19 ευρώ (42 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο και δύο άλλες 25 ευρώ (55 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο. Αυτές οι δύο τελευταίες επιχειρήσεις νοικιάζουν ένα πολύ μικρότερο μέρος του κτιρίου από την πρώτη. Τέλος, οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν ότι όταν η SCI μετακόμισε στο Heerenveen, οι εγκαταστάσεις προτάθηκαν σε τρεις άλλες επιχειρήσεις. Αυτές επρόκειτο να εξετάσουν την προσφορά. Οι ολλανδικές αρχές δεν ανεκοίνωσαν κατά πόσον αυτές οι επιχειρήσεις έχουν εν τω μεταξύ νοικιάσει πραγματικά κάποιο τμήμα των εγκαταστάσεων.

(47) Οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν από την NOM και τον ενοικιαστή του άλλου τμήματος του κτιρίου στο Leek ήταν γενικά έξοδα συντήρησης. Ήταν υποχρεωμένοι να προβούν σε αυτές τις επενδύσεις δυνάμει του άρθρου 1586 του βιβλίου 7Α του αστικού κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι ο ενοικιαστής είναι υποχρεωμένος να συντηρεί το οικοδόμημα σε κατάσταση που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς για τους οποίους ενοικιάστηκε. Δεδομένου ότι το ενοίκιο βασίστηκε στην εκτίμηση ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, οι ολλανδικές αρχές έκριναν ότι οι επενδύσεις δεν μπορούσαν να περιλαμβάνουν κρατική ενίσχυση. Εξάλλου, το οικοδόμημα τέθηκε στη διάθεση όλων των επιχειρήσεων υπό ανάλογους όρους. Τοιουτοτρόπως, η NOM αναζητεί επί του παρόντος άλλες επιχειρήσεις, που επιθυμούν να ενοικιάσουν προσωρινές εγκαταστάσεις.

(48) Τα έξοδα μεταφοράς του προσωπικού μεταξύ Leek και Heerenveen πρέπει να θεωρηθούν ως ενίσχυση σε ιδιώτες. Έπρεπε να εξαλειφθούν όλα τα εμπόδια ώστε οι μακροχρόνια άνεργοι να μπορούν να επωφεληθούν του προγράμματος απασχόλησης. Δεδομένου ότι κατά γενικό κανόνα αυτά τα πρόσωπα δεν διαθέτουν πολλά οικονομικά μέσα, τα έξοδα μεταφοράς θα μπορούσαν εύκολα να τους εμποδίσουν από το να δηλώσουν ενδιαφέρον για μια θέση απασχόλησης στο Leek. Αυτή η πρωτοβουλία ταιριάζει επίσης άριστα με την πολιτική της επαρχίας να παροτρύνει τον πληθυσμό να χρησιμοποιεί τα δημόσια μέσα μεταφοράς. Τέλος, η SCI δεν είναι υποχρεωμένη να θέσει στη διάθεση του προσωπικού της κανένα είδος δημόσιου μεταφορικού μέσου, ούτε δυνάμει συλλογικής σύμβασης εργασίας ισχύουσας στο συγκεκριμένο τομέα ούτε δυνάμει των ατομικών συμβάσεων εργασίας.

(49) Οι ολλανδικές αρχές έκριναν ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν για τα μέτρα ασφάλειας δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση, επειδή αν δεν είχαν ληφθεί αυτά τα μέτρα, η SCI θα μπορούσε να στραφεί κατά της NOM σε περίπτωση κλοπής. Πέρα από τα προαναφερθέντα, το άρθρο 1586 του βιβλίου 7Α του αστικού κώδικα προβλέπει ότι ο εκμισθωτής είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίζει την "αδιατάρακτη επικαρπία" (rustig genot) του κτιρίου καθόλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Απουσία μέτρων ασφάλειας, το κτίριο δεν θα ήταν πρόσφορο για τους σκοπούς για τους οποίους ενοικιάστηκε και δεν θα πληρούσε τους όρους της "αδιατάρακτης επικαρπίας". Δεδομένου ότι το σύνολο των ηλεκτρονικών υπολογιστών προϋποθέτει την ύπαρξη αποθεμάτων μεγάλης αξίας, οι κίνδυνοι ασφάλειας θεωρούνται ουσιαστικοί. Η NOM είχε την ίδια υποχρέωση έναντι άλλων επιχειρήσεων και κατά συνέπεια, τα μέτρα ασφάλειας θα πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως γενικό μέτρο.

4.4. Στέγαση μελών του προσωπικού

(50) Η ολλανδική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε για τη διαμονή πέντε εκπατρισμένων συνεργατών των εταιρειών ΗΡ-SCI, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Heerenveen κατά την εναρκτήρια φάση του σχεδίου, πρέπει να θεωρηθεί ως ενίσχυση de minimis(19).

4.5. Αντιδράσεις στις παρατηρήσεις τρίτων

(51) Σε σχέση με τις παρατηρήσεις που ανακοινώθηκαν από τους τρίτους, οι ολλανδικές αρχές διατύπωσαν τη γενική παρατήρηση ότι σύμφωνα με τις ενδείξεις που διαθέτουν, οι παρατηρήσεις δεν κοινοποιήθηκαν από ανταγωνίστριες εταιρείες ούτε από παρόμοιους ή άλλους αγοραστές της βιομηχανικής ζώνης. Κατά συνέπεια, αυτά τα μέρη μπορούν να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο η) του κανονισμού ΕΚ αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(20). Εξάλλου, οι ειδικές παρατηρήσεις που περιγράφονται ανωτέρω κοινοποιήθηκαν.

5. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

5.1. Το "πρόγραμμα για τη δημιουργία 2000 θέσεων απασχόλησης"

5.1.1. Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1

(52) Δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις για τις άμεσες μισθολογικές δαπάνες που προβλέπονται στο σχέδιο απασχόλησης εφαρμόζονται μόνο στην επαρχία Friesland, οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αυτήν την επαρχία (ή πλησίον της) εννοούνται ειδικότερα. Ο ειδικός χαρακτήρας της ενίσχυσης απορρέει επίσης από το γεγονός ότι μόνον οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν νέες επενδύσεις ή σημαντικές επενδύσεις επέκτασης είναι επιλέξιμες για επιδοτήσεις. Εξάλλου, η άφιξη της SCI συμπίπτει με τη μετάβαση από το προηγούμενο πρόγραμμα για τη δημιουργία 700 θέσεων απασχόλησης στο πρόγραμμα για τη δημιουργία 2000 θέσεων απασχόλησης. Αυτό το τελευταίο είναι πιο γενναιόδωρο. Παρά το γεγονός ότι αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν (ορισμένες) διαφορές, είναι ελάχιστα πιθανόν να πρόκειται για απλή σύμπτωση. Δεδομένου ότι το καθεστώς χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους και ότι τα προϊόντα των δικαιούχων πωλούνται κανονικά (είναι σίγουρα η περίπτωση των προϊόντων της SCI), η ενίσχυση θα επηρεάσει κατά πάσα πιθανότητα τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και εμπίπτει συνεπώς στον ορισμό που αναφέρεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι οι ολλανδικές αρχές παρέλειψαν να συμμορφωθούν με την αξίωση να κοινοποιήσουν την ενίσχυση που χορηγείται στην SCI σύμφωνα με το πρόγραμμα απασχόλησης στη βάση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ.

5.1.2. Εκτίμηση

(53) Η επιδότηση για τις άμεσες μισθολογικές δαπάνες υπέρ της SCI συνδέονται με την επένδυση που πραγματοποιείται από την εταιρεία, επειδή το καθεστώς χορηγεί ενίσχυση μόνο στις επιχειρήσεις που επενδύουν για πρώτη φορά στην Friesland και στις επιχειρήσεις που επενδύουν σε σημαντική επέκταση. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει την επιδότηση υπέρ της SCI ως επενδυτική ενίσχυση δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις(21), στο εξής "κατευθυντήριες περιφερειακής ενίσχυσης" και οι δυνάμει των κατευθυντηρίων που αφορούν τις ενισχύσεις για την απασχόληση(22). Το ανώτατο όριο της σχετικής περιφερειακής ενίσχυσης για την επαρχία Friesland ισούται με το 20 % του ακαθάριστου ισοδύναμου επιδότησης.

(54) Οι επιδοτήσεις για τις μισθολογικές δαπάνες σωρεύονται με την επενδυτική ενίσχυση που χορηγείται δυνάμει του καθεστώτος IPR, όπως περιγράφεται στο σημείο 2.2 ανωτέρω. Ο τρόπος με τον οποίο αξιολογείται αυτή η σώρευση εξηγείται στα σημεία 4.18 έως 4.21 των κατευθυντηρίων για τις περιφερειακές ενισχύσεις.

(55) Δεδομένου ότι οι οριστικές επιδοτήσεις εναπομένει ακόμη να προσδιορισθούν, το ποσό της επενδυτικής ενίσχυσης και της ενίσχυσης για την απασχόληση δεν είναι ακόμη γνωστό. Αυτό το ποσό θα είναι σαφώς ανώτερο από το αποτέλεσμα που προκύπτει μετα την εφαρμογή του ανώτατου ορίου της περιφερειακής ενίσχυσης (20 % του ακαθάριστου ισοδύναμου επιδότησης) επί των επενδυτικών δαπανών που εναπομένει να καθορισθούν, ακόμα και αν η δαπάνη για την αγορά οικοπέδου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 9 και 62) συμπεριλαμβάνεται στις επιλέξιμες δαπάνες. Είναι πιθανό ότι το ποσό υπερβαίνει επίσης το αποτέλεσμα που προκύπτει μετά την εφαρμογή του ανώτατου ορίου της περιφερειακής ενίσχυσης επί των αναμενόμενων μισθολογικών δαπανών για τα προσλαμβανόμενα πρόσωπα, υπολογισμένων για περίοδο δύο ετών. Αρχικά, προβλεπόταν ότι η επένδυση θα δημιουργούσε 1200 θέσεις απασχόλησης. Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις, ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε 700 θέσεις απασχόλησης. Οι μέσες μηνιαίες ακαθάριστες μισθολογικές δαπάνες υπολογίζονται σε 1967 ευρώ (4335 NLG). Κατά συνέπεια, οι επιλέξιμες δαπάνες υπολογίζονται σε 33 εκατ. ευρώ (72,8 εκατ. NLG), γεγονός που συνεπάγεται μέγιστη ενίσχυση 6,6 εκατ. ευρώ (14,6 εκατ. NLG). Όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 15, οι ολλανδικές αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση να περιορίσουν την συνδυασμένη επενδυτική ενίσχυση και ενίσχυση για την απασχόληση στο ανώτατο όριο του 20 % της βάσης των επιλέξιμων δαπανών που υπολογίζονται σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο(23). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η ενίσχυση για την απασχόληση που καλύπτεται από αυτή την υποχρέωση είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Δεδομένου ότι οι οριστικές επιδοτήσεις δεν έχουν ακόμη καθορισθεί και ότι οι δημιουργηθείσες θέσεις απασχόλησης πρέπει να διατηρηθούν για πέντε έτη, η Επιτροπή ζητεί να της αποσταλούν λεπτομερείς εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του επενδυτικού σχεδίου και τις χορηγούμενες επιδοτήσεις.

5.2. Πώληση του οικοπέδου

5.2.1. Το στοιχείο της ενίσχυσης στην τιμή του οικοπέδου

(56) Η πώληση οικοπέδων και κτιρίων από τις δημόσιες αρχές μπορεί να περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ υπέρ των αγοραστών. Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα στοιχεία κρατικής ενίσχυσης στις πωλήσεις οικοπέδων και κτιρίων από τις δημόσιες αρχές περιγράφει τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της ύπαρξης τέτοιων στοιχείων ενίσχυσης(24). Η Επιτροπή αξιολογεί την παρούσα υπόθεση υπό το φως αυτής της ανακοίνωσης.

(57) Δυνάμει του άρθρου 2 στοιχείο α) της προαναφερόμενης ανακοίνωσης, οι δημόσιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να αναθέσουν σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα να εκτιμήσει την τιμή του οικοπέδου, πριν από τις διαπραγματεύσεις που προηγούνται της πώλησης, για να καθορισθεί η τιμή αγοράς. Η τιμή αγοράς που καθορίζεται κατ' αυτό τον τρόπο αντιπροσωπεύει την ελάχιστη τιμή αγοράς που πρέπει να συμφωνηθεί, ώστε να μην γίνεται λόγος για κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι μια πρώτη αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου 1998, δηλαδή μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Η εταιρεία SCI είχε ήδη καταστήσει γνωστή την απόφασή της να εγκαταστήσει τα εργοστάσιά της στο Heerenveen τον Νοέμβριο του 1997 και οι δημόσιες αρχές είχαν αρχικά ανακοινώσει μια τιμή 1,36 ευρώ (3 NLG) ανά τεταγωνικό μέτρο. Επίσης, η Επιτροπή έκρινε ότι η τιμή των 2,27 ευρώ (5 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο, που ορίστηκε από την πρώτη εκτίμηση, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τιμή της αγοράς. Λαμβάνοντας υπόψη τους συλλογισμούς που περιγράφονται κάτωθι, η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατ' αυτή την αξιολόγηση, η αξία του οικοπέδου που χρησιμοποιήθηκε ως πράσινη ζώνη καθώς και οι προβλέψεις αύξησης της αξίας λόγω της τροποποίησης του πολεοδομικού σχεδίου έχουν υποτιμηθεί σημαντικά.

(58) Το άρθρο 2 στοιχείο δ) της προαναφερόμενης ανακοίνωσης ορίζει ότι το αρχικό κόστος αγοράς από τις δημόσιες αρχές οικοπέδου ή κτιρίου αποτελεί παράμετρο της τιμής αγοράς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η "τιμή κόστους" ανέρχεται σε 7,42 ευρώ (16,36 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο(25).

(59) Επίσης, η τιμή των 2,54 ευρώ (5,60 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο, που υπολογίστηκε στην δεύτερη έκθεση εμπειρογνωμοσύνης, μπορεί δύσκολα να χαρακτηρισθεί ως τιμή αγοράς. Δεδομένου ότι το οικόπεδο που πωλήθηκε στην SCI είναι σχετικά μεγάλο, δεν υπάρχει παρόμοια συναλλαγή σχετικά με την πώληση οικοπέδων στα περίχωρα του Heerenveen και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν συγκρίσιμες τιμές. Κατά συνέπεια, ο εμπειρογνώμονας προέβη σε θεωρητικό υπολογισμό των προτερημάτων που θα μπορούσε να έχει εργολάβος του ιδιωτικού τομέα, αν το οικόπεδο πωλείτο υπό τη μορφή μικρότερων τμημάτων (για τα οποία υπάρχουν συγκρίσιμες τιμές). Δεδομένου ότι δεν υπήρχε σημείο σύγκρισης για το οικόπεδο που πωλήθηκε στην SCI, έγιναν διάφορες διορθώσεις, γεγονός που κατέληξε σε καθαρή τιμή πώλησης ύψους 620318 ευρώ (1370000 NLG) για επιφάνεια 24 εκταρίων, δηλαδή σε τιμή 2,54 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.

(60) Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι η "τιμή αγοράς " δεν ισούται με την τιμή που θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει κάποιος ιδιώτης εργολάβος αλλά μάλλον με την τιμή στην οποία αυτός ο εργολάβος θα ήταν διατεθειμένος να πωλήσει το ίδιο οικόπεδο σε αγοραστή όπως η SCI. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν ορισμένες εκπτώσεις, επειδή κάποιος ιδιώτης εργολάβος θα μετέφερε αυτά τα έξοδα στους πελάτες του. Εξάλλου, ο υπολογισμός θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις προβλέψεις αύξησης της αξίας που οφείλονται στην προβλεπόμενη τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου.

(61) Στο επεξηγηματικό υπόμνημα της κοινότητας Heerenveen, διατυπώνονται πολλές παρατηρήσεις σχετικά με τις διαδικασίες που απαιτούνται για την τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου(26). Το υπόμνημα συμπεραίνει ότι μετά την αναθεώρηση, θα εναπομένει ακόμα ένας μικρός χώρος για οικοδόμηση και για πράσινη ζώνη. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, δεν θα είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι αυτό το συμπέρασμα μπορεί να τροποποιηθεί λόγω του θορύβου του οφειλόμενου στην κυκλοφορία. Το υπόμνημα δεν αναφέρει κανέναν άλλο ειδικό κίνδυνο και συμπεραίνει ότι η τροποποίηση θα μπορούσε να εγκριθεί εντός προθεσμίας δύο ετών. Στην επιστολή τους της 6ης Δεκεμβρίου 2000, οι ολλανδικές αρχές δήλωσαν εντούτοις ότι το 1998 δεν κινήθηκε σχετικά με το θέμα αυτό καμιά διαδικασία σχετικά με την IBF ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας. Αυτή η υπόθεση διευθετήθηκε μόνο τον Ιανουάριο του 1999. Τον Νοέμβριο του 2000, η κοινότητα του Heerenveen χρειαζόταν ακόμα να αποφασίσει επίσημα για την προτεινόμενη τροποποίηση. Σύμφωνα με τις ολλανδικές αρχές, υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες, η τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί πριν από το 2005 ή το 2006. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κανένας ιδιώτης εργολάβος δεν ενδιαφέρθηκε να εκμεταλλευθεί αυτή την τροποποίηση το 1998. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το 1998 επικρατούσε μεγάλη ανασφάλεια γύρω από την μελλοντική τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου.

(62) Βασιζόμενη στη δεύτερη έκθεση εμπειρογνωμοσύνης, η Επιτροπή υπολόγισε τιμή 6,58 ευρώ έως 14,51 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο(27), στην οποία ένας υποθετικός εργολάβος θα ήταν διατεθειμένος να πωλήσει το οικόπεδο σε κάποιον αγοραστή όπως η SCI. Η τιμή των 7,42 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο είναι χαμηλή σε σχέση με τα αναφερόμενα όρια, γεγονός που συνεπάγεται σχετικά μεγάλη ανασφάλεια όσον αφορά την τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή μπορεί, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 στοιχείο σημείο δ) της προαναφερόμενης ανακοίνωσής της σχετικά με τις πωλήσεις οικοπέδων από τις δημόσιες αρχές, να θεωρήσει το αρχικό κόστος της αγοράς ως παράμετρο της αξίας αγοράς. Η αξία του οικοπέδου των 14,4 εκταρίων που αγοράστηκε από την SCI είναι συνεπώς 1,07 εκατ. ευρώ (2359000 NLG). Η SCI πλήρωσε 318000 ευρώ (700000 NLG). Κατά συνέπεια, το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στη συναλλαγή ανέρχεται σε 753000 ευρώ (1659000 NLG).

(63) Φαίνεται ότι το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού της τιμής αγοράς, δηλαδή 7,42 ευρώ είναι λογικό, παρά το γεγονός ότι είναι κατώτερο από την τιμή των 12,25 ευρώ (27 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο, το οποίο η IBF παρουσίαζε το 1998 ως το ποσό που θα της επέτρεπε να καλύψει τις δαπάνες της. Αυτή η διαπίστωση δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι η SCI είναι σημαντικός "αρχικός πελάτης προβολής". Εξάλλου, στον υπολογισμό της τιμής που καλύπτει τις δαπάνες, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της βιομηχανικής ζώνης, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών των υποδομών. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ακόμη και αν μελλοντικά προβλέπεται αύξηση των τιμών της αγοράς, καμία άλλη επιχείρηση δεν εγκατέστησε νέο εργοστάσιο στη ζώνη των δραστηριοτήτων της IBF μέχρι τον Νοέμβριο του 2000. Αυτή η κατάσταση επιβεβαιώνει τη δυσκολία προσέλκυσης σημαντικών επενδύσεων στο βόρειο τμήμα της Ολλανδίας, όπως αποδεικνύεται επίσης από το μικρό αριθμό επενδύσεων σε άλλες μεγάλες ζώνες δραστηριοτήτων, όπως αυτή του Eemshaven.

(64) Η τιμή της αγοράς που υπολογίστηκε (7,42 ευρώ) μπορεί να θεωρηθεί ως τιμή που περιλαμβάνει το κόστος σύνδεσης με το δίκτυο ενέργειας. Όπως αναφέρεται στο σημείο 31, αυτό το κόστος ανερχόταν σε 6,81 ευρώ (15 NLG) ανά τετραγωνικό μέτρο, αλλά η SCI απαλλάχθηκε από αυτό. Το γεγονός ότι η IBF επιβαρύνθηκε με το κόστος σύνδεσης μόνον πέρα από το οικόπεδο τη SCI και ότι η SCI πλήρωσε το σύνολο του κόστους σύνδεσης για το δικό της οικόπεδο, όπως ισχυρίζονται οι ολλανδικές αρχές (αιτιολογική σκέψη 42), δεν ενδιαφέρει, επειδή αυτό το κόστος μπορεί να θεωρηθεί ως η συνεισφορά του αγοραστή στις γενικές υποδομές. Αυτή η συνεισφορά δεν μπορεί εντούτοις να ανεβάσει την τιμή της αγοράς.

(65) Όσον αφορά την εκτίμηση της συναλλαγής σχετικά με το οικόπεδο, οι ολλανδικές αρχές απέδειξαν ότι αντίθετα από αυτό που ισχυρίζεται κάποιος τρίτος, το γεγονός ότι η SCI δεν όφειλε να πληρώσει φόρους για τη μεταβίβαση είναι σύμφωνο με την ολλανδική φορολογική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, αυτή η συναλλαγή δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο ενίσχυσης.

(66) Η πώληση και η επαναγορά δέκα εκταρίων δεν περιλαμβάνουν στοιχείο ενίσχυσης, επειδή οι δύο αυτές πράξεις πραγματοποιήθηκαν στην ίδια τιμή. Εντούτοις, αν δεν τροποποιηθεί το πολεοδομικό σχέδιο, η SCI θα πρέπει "εκ νέου" να αγοράσει τα δέκα εκτάρια από την IBF. Η Επιτροπή υπενθυμίζει στις ολλανδικές αρχές ότι σε αυτή την περίπτωση πρέπει να εφαρμοσθεί η ενημερωμένη τιμή της αγοράς.

(67) Υπό το φως των προαναφερομένων, η Επιτροπή συμπέρανε ότι το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στη συναλλαγή μεταξύ IBF και SCI ανέρχεται σε 753000 ευρώ (1659000 NLG).

5.2.2. Συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά

(68) Δεδομένου ότι πρόκειται για ad hoc μέτρο, η παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) που προβλέπεται στις κατευθυντήριες περιφερειακής ενίσχυσης, δεν εφαρμόζεται εκτός αν αποδειχθεί ότι μπορεί να κατοχυρωθεί η ισορροπία μεταξύ των νοθεύσεων του ανταγωνισμού και των προτερημάτων της ενίσχυσης για την ανάπτυξη μειονεκτούσας ζώνης. Αυτό δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή η συναρμολόγηση ηλεκτρονικών υπολογιστών αποτελεί δραστηριότητα που υπόκειται στο διεθνή ανταγωνισμό και πριν να ληφθεί απόφαση επένδυσης στο Heerenveen, άλλες ολλανδικές κοινότητες επιδόθηκαν σε μεγάλο ανταγωνισμό. Το μεγαλύτερο μέρος (και όχι το σύνολο) των ανταλλακτικών θα χορηγείται από επιχειρήσεις άλλων περιφερειών και οι δραστηριότητες χρειάζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους εργατικό δυναμικό ελάχιστα ειδικευμένο. Εξάλλου, οι ολλανδικές αρχές δεν προσκόμισαν κανένα επιχείρημα για να υποστηρίξουν αυτή τη θέση. Η Επιτροπή έλεγξε το κατά πόσον μπορούν να ισχύσουν άλλες παρεκκλίσεις που αναφέρει στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ, στο στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στην πώληση του οικοπέδου. Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ θα μπορούσαν να επιτρέψουν να θεωρηθεί η ενίσχυση ως συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Δεν πρόκειται εντούτοις για μέτρα ενίσχυσης α) κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε επιμέρους καταναλωτές· β) προοριζόμενα να επανορθώσουν ζημιές που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές ή άλλα έκτακτα γεγονότα, ούτε γ) απαραίτητες για να αντισταθμίσουν οικονομικά μειονεκτήματα οφειλόμενα στη διαίρεση της Γερμανίας. Δεν ισχύουν επίσης οι παρεκκλίσεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και δ) της συνθήκης ΕΚ, οι οποίες αναφέρονται στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών όπου το επίπεδο ζωής είναι αφύσικα χαμηλό ή όπου παρατηρείται σοβαρή υποαπασχόληση, σε σχέδια κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και στην προώθηση του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

(69) Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, σχετικά κυρίως με τις ενισχύσεις που προορίζονται να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, δεν μπορεί εξίσου να εφαρμοσθεί, όπως εξηγείται ανωτέρω. Επιπλέον, οι στόχοι της ενίσχυσης δεν αφορούν την έρευνα και ανάπτυξη, το περιβάλλον ούτε τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

(70) Οι ολλανδικές αρχές δεν επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την ενίσχυση επικαλούμενες τα προαναφερόμενα στοιχεία.

(71) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στην πώληση του οικοπέδου δεν είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά.

5.3. Προσωρινές εγκαταστάσεις παραγωγής, ασφάλεια και μεταφορά (ταμείο SEBB)

5.3.1. Ενοικίαση προσωρινών εγκαταστάσεων παραγωγής

(72) Η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης σχετικά με την ενοικίαση προσωρινών εγκαταστάσεων παραγωγής παρουσιάζει πολλές σοβαρές ελλείψεις. Καταρχάς, το μίσθωμα σε συνήθεις τιμές της αγοράς καθορίζεται σε σχέση με το μίσθωμα που αναφέρεται σε πρόσφατες συμβάσεις που έχουν συναφθεί στις μεγάλες πόλεις της επαρχίας του Groningen και του Drenthe. Όμως πολλές εξ αυτών των πόλεων δεν θα είχαν ασφαλώς επιλεγεί από την SCI, επειδή είναι πολύ απομακρυσμένες από το Heerenveen. Το γεγονός ότι η NOM επέλεξε εγκατάσταση η οποία όφειλε να ανακαινιστεί σημαντικά, πριν να μπορέσει αν χρησιμοποιηθεί από την SCI, αποδεικνύει την απουσία κατάλληλων προσωρινών εγκαταστάσεων παραγωγής. Είναι επίσης εντυπωσιακό το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα ενοίκια που ισχύουν στην επαρχία Friesland. Στη συνέχεια, η έκθεση δεν λαμβάνει υπόψη το ενοίκιο που πληρώνει η ίδια η NOM. Για αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το προτεινόμενο αποτέλεσμα είναι η συνήθης τιμή της αγοράς.

(73) Η σύγκριση με το μίσθωμα που καταβάλλεται από άλλες επιχειρήσεις στο ίδιο κτίριο δεν αποτελεί εξίσου χρήσιμη ένδειξη. Σε τρεις περιπτώσεις, το μίσθωμα ανά τετραγωνικό μέτρο είναι κατώτερο από την τιμή που καταβάλλει η SCI, αλλά οι ολλανδικές αρχές δεν υπολόγισαν το συνολικό μίσθωμα που καταβάλλεται από τις άλλες επιχειρήσεις. Πράγματι, αυτές οι επιχειρήσεις καταβάλλουν μεγαλύτερο μίσθωμα. Εξάλλου, ο τωρινός ιδιοκτήτης του σχετικού τμήματος του κτιρίου δηλώνει ότι παλαιός ιδιοκτήτης δεν έλαβε υπόψη τις συνήθεις τιμές αγοράς για να καθορίσει αυτά τα ενοίκια, επειδή όλες αυτές οι επιχειρήσεις έπρεπε να αναλάβουν μόνες τους τα έξοδα διευθέτησης των ενοικιαζόμενων χώρων. Για μια από τις επιχειρήσεις, αυτά τα έξοδα ανήλθαν σε 360000 ευρώ περίπου (800000 NLG). Εντούτοις, όλες αυτές οι συγκρίσεις καθίστανται πολύπλοκες λόγω των ποιοτικών διαφορών μεταξύ των εγκαταστάσεων που ενοικιάζονται και των διαφόρων ιδιαιτεροτήτων της σύμβασης, για παράδειγμα της διάρκειας της σύμβασης.

(74) Μικρό χρονικό διάστημα παρήλθε μεταξύ των συμφωνιών για το καταβαλλόμενο από τη NOM μίσθωμα στην Brivec και το μίσθωμα που ζητήθηκε από την SCI. Η NOM ενοικίαζε τις εγκαταστάσεις από τον Δεκέμβριο του 1997, ενώ η SCI είχε ήδη επιλέξει να εγκατασταθεί στο Heerenveen. Εντούτοις, στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης, το ενοίκιο υπολογίζεται από τις 26 Ιανουαρίου 1998. Οι ολλανδικές αρχές παρατήρησαν επίσης ότι δεν τίθεται θέμα στοιχείου ενίσχυσης υπέρ της Brivec, επειδή η NOM είχε συμφέρον να συμφωνήσει τη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι η καταβαλλόμενη από την ίδια τη NOM τιμή ανταποκρινόταν στη συνήθη τιμή της αγοράς, γεγονός που συνεπάγεται ότι χορηγήθηκε στην SCI κρατική ενίσχυση ύψους 131000 ευρώ (289496 NLG).

(75) Το ποσό των 272000 ευρώ (600000 NLG) που καταβλήθηκε από την NOM ως επένδυση για προσωρινές εγκαταστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνήθης συναλλαγή. Αντιθέτως, οι ολλανδικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η NOM είχε επενδύσει σε αυτές τις προσωρινές εγκαταστάσεις παραγωγής, επειδή η αγορά παρουσίαζε μεγάλο έλλειμμα εγκαταστάσεων αυτού του είδους. Από τότε που η SCI μετακόμισε στη νέα της εγκατάσταση, η NOM δεν έχει (ακόμα) μπορέσει να ενοικιάσει τις εγκαταστάσεις σε άλλες επιχειρήσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή αμφιβάλλει ότι υπήρχε πραγματική έλλειψη προσωρινών εγκαταστάσεων, τουλάχιστον σχετικά μεγάλης επιφάνειας. Επιπλέον, η NOM δεν θα αναλάμβανε τέτοιες δραστηριότητες αν δεν προέβλεπε τη συνήθη απόδοση της αγοράς. Είτε η NOM θα έπρεπε να αυξήσει το ενοίκιο κατά το αντίστοιχο ποσό, είτε η SCI θα έπρεπε να πληρώσει για την ανακαίνιση, έτσι όπως έκαναν οι άλλες επιχειρήσεις για τους χώρους που καταλαμβάνουν στο κτίριο. Αυτό όμως δεν συνέβη. Δεδομένου ότι αυτές οι δαπάνες χρηματοδοτήθηκαν μέσω του ταμείου SEBB, το συνολικό ποσό πρέπει να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(76) Τόσο το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στο μίσθωμα όσο και η ενίσχυση που χορηγήθηκε για τη διευθέτηση του κτιρίου μπορούν να θεωρηθούν ως επιμέρους ad hoc μέτρα. Για τους ίδιους λόγους που ισχύουν όσον αφορά το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στην τιμή του οικοπέδου, όπως περιγράφεται στα σημεία 68 και 69, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης.

(77) Η Επιτροπή έλεγξε τις πραγματικές δαπάνες ενέργειας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αντιστοιχούσαν στο μηνιαία καταβαλλόμενο ποσό, δηλαδή 13000 ευρώ (25000 NLG), και ότι δεν περιελάμβαναν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης.

5.3.2. Ασφάλεια των προσωρινών εγκαταστάσεων

(78) Όσον αφορά τις δαπάνες στις οποίες προέβη η NOM για την ασφάλεια, η Επιτροπή εξετάζει εκ νέου αυτό που θα έκανε ένας εμπορικός εκμισθωτής ενεργώντας σύμφωνα με τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις διευκρινίσεις που δόθηκαν από τις ολλανδικές αρχές. Ακόμα και αν η NOM όφειλε να καταβάλλει τα έξοδα της ασφάλειας για να αποφύγει τις καταγγελίες της SCI, ένας εμπορικός εκμισθωτής θα είχε μεταφέρει αυτά τα έξοδα στην επιχείρηση που ενοικιάζει τις εγκαταστάσεις ή δεν θα είχε απλά ενοικιάσει, γιατί αυτό θα αντιπροσώπευε σημαντική ζημία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το συνολικό ποσό των δαπανών ασφάλειας, δηλαδή 353000 ευρώ (778552 NLG), αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Το ποσό πρέπει να θεωρηθεί ως επιμέρους ad hoc μέτρο. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αναφέρονται για το στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στην τιμή του οικοπέδου, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 69, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3.

5.3.3. Έξοδα μεταφοράς

(79) Η Επιτροπή συμμερίζεται τη γνώμη των ολλανδικών αρχών, σύμφωνα με την οποία η δωρεάν μεταφορά αποβαίνει απευθείας εις όφελος των επιμέρους εργαζομένων. Η SCI δεν είχε καμία υποχρέωση να θέσει στη διάθεση των εργαζομένων της δωρεάν μεταφορικά μέσα, ούτε δυνάμει συλλογικής σύμβασης ούτε δυνάμει των ατομικών συμβάσεων εργασίας.

(80) Ακόμα και αν η πληρωμή των εξόδων μεταφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κανονική δαπάνη για την SCI, η Επιτροπή οφείλει ακόμη να εξετάσει το κατά πόσον υπήρξε έμμεσο όφελος για την επιχείρηση. Θα ήταν, για παράδειγμα, πιο δύσκολο να προσλάβει νέους εργαζόμενους, αν τα μεταφορικά μέσα δεν ήταν δωρεάν. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της σχετικά μικρής απόστασης, του προσωρινού χαρακτήρα της εγκατάστασης παραγωγής, της σχετικά υψηλής ανεργίας στην επαρχία Friesland και του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των δικαιούχων ήταν άνεργοι που είχαν προσληφθεί στο πλαίσιο του προγράμματος απασχόλησης, φαίνεται ότι αυτά τα έμμεσα οφέλη είναι αμελητέα. Η Επιτροπή συμπεραίνει, συνεπώς, ότι οι δαπάνες μεταφοράς που βάρυναν τη NOM δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση κατα την έννοια του άρθρου 87 παραγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

5.4. Διαμονή του προσωπικού

(81) Η κοινότητα του Heerenveen κατέβαλε 100000 ευρώ (περίπου 220000 NLG) για τη στέγαση μελών του προσωπικού. Οι ολλανδικές αρχές δεν αρνήθηκαν ποτέ αυτή την ενίσχυση αλλά ισχυρίστηκαν ότι αυτή η επιδότηση δεν υπερέβαινε το de minimis ανώτατο όριο. Αυτή η θέση μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον οι ολλανδικές αρχές τηρούν όλες τις προϋποθέσεις του κανόνα de minimis, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη σώρευση με άλλες de minimis ενισχύσεις.

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(82) Η επενδυτική ενίσχυση σύμφωνα με το καθεστώς IPR, η οποία θα καθορισθεί πιθανόν σε 3600000 ευρώ περίπου (8000000 NLG) χορηγήθηκε σύμφωνα με το καθεστώς ενίσχυσης περιφερειακού χαρακτήρα που εγκρίθηκε από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση.

(83) Το επενδυτικό σχέδιο της SCI αφορά μια περιφέρεια επιλέξιμη για περιφερειακή ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο γ), με ανώτατο όριο 20 % του ακαθάριστου ισοδύναμου επιδότησης. Οι ολλανδικές αρχές διαβεβαίωσαν ότι η ένταση της ενίσχυσης δυνάμει του καθεστώτος IPR, καθώς και οι επιδοτήσεις για τις μισθολογικές δαπάνες δεν θα υπερέβαιναν αυτό το ανώτατο όριο. Λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών προβλέψεων σχετικά με τη σημασία του επενδυτικού σχεδίου και τον αριθμό των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης, το καθεστώς IPR και οι επιδοτήσεις για τις μισθολογικές δαπάνες θα περιορισθούν πιθανόν σε 6600000 ευρώ περίπου (14600000 NLG). Αν η ενίσχυση δυνάμει του καθεστώτος IPR ανέλθει σε 3600000 ευρώ, οι επιδοτήσεις για τις μισθολογικές δαπάνες θα περιορισθούν σε 3000000 ευρώ περίπου (6600000 NLG). Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιδοτήσεις για τις μισθολογικές δαπάνες δυνάμει του προγράμματος για τη δημιουργία 2000 θέσεων απασχόλησης, όπως περιορίζονται από τη δέσμευση που ανελήφθη από τις ολλανδικές αρχές, είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(84) Τα ακόλουθα μέτρα αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και δεν θεωρούνται συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά: στοιχείο ενίσχυσης περιλαμβανόμενο στην τιμή του οικοπέδου: 753000 ευρώ (1659000 NLG), ενίσχυση που περιλαμβάνεται στο μίσθωμα για προσωρινές εγκαταστάσεις: 131000 ευρώ (289496 NLG), ενίσχυση σε συνδυασμό με την επένδυση της NOM στις προσωρινές εγκαταστάσεις: 272000 ευρώ (600000 NLG), μέτρα ασφάλειας για τις προσωρινές εγκαταστάσεις: 353000 ευρώ (778552 NLG), Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι Κάτω Χώρες εφάρμοσαν παράνομα αυτά τα ενισχυτικά μέτρα κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ.

(85) Τα έξοδα μεταφοράς των εργαζομένων της SCI για να μεταβούν στις προσωρινές εγκαταστάσεις στο Leek (μετάβαση/επιστροφή), δηλαδή 812000 ευρώ (1789017 NLG), δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η ενίσχυση για τη διαμονή του προσωπικού, συγκεκριμένα 100000 (220000 NLG), είναι κατώτερη από το de minimis ανώτατο όριο.

(86) Αν η ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, η Επιτροπή οφείλει σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 70/72(28), επιβεβαιωμένη από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στις υποθέσεις 310/85(29) και C-5/89(30), να αναθέσει στο κράτος μέλος να αξιώσει από τον δικαιούχο το σύνολο της παρανόμως χορηγηθείσας ενίσχυσης. Αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για να αποκαταστήσει την προηγούμενη κατάσταση και να ακυρώσει όλα τα οικονομικά οφέλη από τα οποία επωφελήθηκε ο δικαιούχος της παρανόμως χορηγηθείσας ενίσχυσης από την ημερομηνία της χορήγησης. Η ανάκτηση της ασυμβίβαστης ενίσχυσης αποτελεί υποχρέωση που επιβάλλεται από την Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(87) Η ενίσχυση πρέπει να επιστραφεί χωρίς καθυστέρηση και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το ολλανδικό δίκαιο, στο μέτρο που αυτές οι τελευταίες επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Η προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνει τόκους που προσμετρώνται από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της. Αυτοί οι τόκοι υπολογίζονται στη βάση του εμπορικού επιτοκίου, με αναφορά στο επιτόκιο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιδότησης της περιφερειακής ενίσχυσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι υπηρεσίες μεταφοράς προς όφελος των εργαζομένων της SCI προς τις προσωρινές εγκαταστάσεις της στο Leek δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 2

Η ενίσχυση σύμφωνα με το "πρόγραμμα για τη δημιουργία 2000 θέσεων απασχόλησης", που χορηγήθηκε από τις Κάτω Χώρες στην SCI, και περιορίστηκε με τη δέσμευση που ανελήφθη από τις ολλανδικές αρχές, είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά στο μέτρο που το συνολικό ποσό της ενίσχυσης δυνάμει του καθεστώτος IPR και του σχεδίου απασχόλησης δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 20 % του ακαθόριστου εισοδήματος επιδότησης που καθορίζεται για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Οι Κάτω Χώρες οφείλουν να φροντίσουν ώστε να μην υπάρξει υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 20 % κατά την τελική δήλωση των επιλέξιμων δαπανών.

Άρθρο 3

Το στοιχείο ενίσχυσης που περιέχεται στην τιμή του οικοπέδου, η ενίσχυση που περιέχεται στο μίσθωμα που ζητήθηκε για την ενοικίαση προσωρινών εγκαταστάσεων και την επένδυση που πραγματοποιήθηκε από την NOM στις εν λόγω εγκαταστάσεις, καθώς και η ενίσχυση που περιέχεται στα μέτρα ασφάλειας που αφορούν τις προσωρινές εγκαταστάσεις δεν είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

Άρθρο 4

1. Οι Κάτω Χώρες λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανακτήσουν από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 3 και η οποία έχει τεθεί ήδη παράνομα στη διάθεσή του.

2. Η ανάκτηση λαμβάνει χώρα χωρίς καθυστέρηση σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, στο βαθμό που αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους που προσμετρώνται από την ημερομηνία κατά την οποία οι ενισχύσεις αυτές τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής τους. Οι τόκοι υπολογίζονται στη βάση του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιδότησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

Άρθρο 5

Οι Κάτω Χώρες παρακολουθούν προσεχτικά την εξέλιξη του επενδυτικού σχεδίου και απευθύνουν στην Επιτροπή εκθέσεις σχετικά με τις οριστικές επιδοτήσεις δυνάμει του καθεστώτος IPR, τον πραγματικό αριθμό των εργαζομένων που είναι επιλέξιμοι για επιδότηση, καθώς και τις αντίστοιχες μισθολογικές δαπάνες, τις οριστικές επιδοτήσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του προγράμματος απασχόλησης 2000, καθώς και τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης που δημιουργούνται στο πλαίσιο των προαναφερόμενων ενισχύσεων για περίοδο πέντε ετών από την ολοκλήρωση της επένδυσης. Όσον αφορά την ενίσχυση για τη διαμονή μελών του προσωπικού, οι ολλανδικές οφείλουν να τηρήσουν τις προϋποθέσεις του κανόνα de minimis, και κυρίως εκείνες που αφορούν τη σώρευση με άλλες de minimis ενισχύσεις.

Άρθρο 6

Οι Κάτω Χώρες ενημερώνουν την Επιτροπή εντός προθεσμίας 2 μηνών από την ημερομηνία ανακοίνωσης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβαν για να συμμορφωθούν με τη συγκεκριμένη απόφαση.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 13 Φεβρουαρίου 2001.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 144 της 22.5.1999, σ. 4.

(2) Το καθεστώς καλείται τώρα "Besluit Subsidieregeling Regionale Investeringsprojecten".

(3) Απόφαση της 16ης Αυγούστου 1991 (ΕΕ L 254 της 11.9.1991, σ. 14).

(4) ΕΕ C 144 της 22.5.1999, σ. 4.

(5) www.sci.com.

(6) www.hp.nl.

(7) Το επενδυτικό κόστος είχε αρχικά υπολογισθεί σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Το διάστημα που εξεταζόταν η αίτηση επιδότησης σύμφωνα με το καθεστώς IPR τον Σεπτέμβριο του 1998, η τιμή συναλλάγματος ήταν 1 USD για 1,96 NLG.

(8) Επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 1995, SG(95) D/12907. Τροποποιήσεις εγκρίθηκαν με την επιστολή SG(97) D/8903, της 29ης Οκτωβρίου 1997.

(9) Οι ολλανδικές αρχές εξήγησαν επίσης το λόγο για τον οποίο αναφέρθηκε ένα ποσοστό 40 % μέγιστης έντασης ενίσχυσης στις πληροφορίες που δόθηκαν στη δημοσιότητα για το IPR, ενώ το ανώτατο όριο περιφερειακής ενίσχυσης ήταν 20 %. Το ανώτατο όριο του 40 % μπορεί να ισχύσει σε μέρος του κόστους σε περιπτώσεις σώρευσης με άλλες επιδοτήσεις, π.χ. ορισμένες γενικές φορολογικές πριμοδοτήσεις επενδύσεων που υπήρχαν το 1980. Μία τέτοια επιδότηση είχε κανονικά σχέση με τμήμα ενός επενδυτικού σχεδίου. Για το συνολικό επενδυτικό σχέδιο ισχύει το ανώτατο όριο του 20%. Η διάταξη που αφορούσε ανώτατη ένταση ενίσχυσης 40 % διαγράφηκε το 1999 και δεν ισχύει πλέον.

(10) Ο αριθμός αναφέρεται στον αριθμό θέσεων απασχόλησης που θα δημιουργηθούν και όχι στο έτος 2000.

(11) Αυτός ο αριθμός περλαμβάνει 391 μακροχρόνια ανέργους, 105 νέους αιτούντες απασχόληση και 246 αιτούντες απασχόληση που ανήκουν σε μειονότητες. Μεταξύ αυτών 701 άνδρες και 253 γυναίκες.

(12) Η διαδικασία που αφορά τις προκαταβολές περιλαμβάνει συμπληρωματικό στοιχείο ενίσχυσης. Η SCI λαμβάνει προκαταβολές μέχρι το 80 % της μέγιστης ενίσχυσης την οποία θα εδικαιούτο. Όλα τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά θα επιστραφούν, αλλά το καθεστώς δεν προβλέπει την πληρωμή τόκων επ' αυτών των ποσών.

(13) 244190 m2 σύμφωνα με τη δεύτερη εμπειρογνωμοσύνη.

(14) ΕΕ C 144 της 22.5.1999.

(15) Het Financieele Dagblad της 29ης Μαΐου 1999.

(16) Leeuwarder Courant της 1ης και της 3ης Ιουνίου 1999.

(17) Αρχεία του επιμελητηρίου (Kamerstukken) ΙΙ, 1996-1997, 25122, αριθ. 3. Το άρθρο 5 του WIW προβλέπει τη δυνατότητα των κοινοτήτων να χορηγούν επιδοτήσεις στους εργοδότες που προτείνουν εργασία υπό τη μορφή άσκησης για την απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας σε νέους ανέργους ή μακροχρόνια ανέργους. Οι προϋποθέσεις χορήγησης είναι λίγο πολύ οι ίδιες. Τοιουτοτρόπως, η ελάχιστη διάρκεια μιας τέτοιας σύμβασης εργασίας είναι έξι μήνες. Η μέγιστη επιδότηση χορηγείται για τις συμβάσεις δώδεκα μηνών. Αν η διάρκεια είναι μικρότερη, το ποσό της επιδότησης μειώνεται ανάλογα.

(18) Το RΒΑ εξασφάλισε ότι μεταξύ των προσώπων που θα πρότεινε στην SCI, 150 τουλάχιστον, δηλαδή 12,5 % του συνολικού αριθμού θα πληρούσε τα κριτήρια που ορίζονται στο νόμο WVA. Ένα από αυτά τα κριτήρια είναι η υποχρέωση χορήγησης σε μακροχρόνια άνεργο σύμβασης τουλάχιστον δώδεκα εβδομάδων ή τουλάχιστον δώδεκα ωρών ανά εβδομάδα. Ο νόμος WVA εφαρμόζεται αποκλειστικά για την πρόσληψη προσώπων των οποίων ο μισθός είναι κατώτερος ενός ορισμένου ορίου. Στόχος ως εκ τούτου ήταν να υπάρξει συνολικό κέρδος 1,2 εκατ. ευρώ (2,7 εκατ. NLG) χάρη στις απαλλαγές που προβλέπονται από το νόμο WVA. Κατόπιν αιτήσεις της η SCI έλαβε 28 δηλώσεις που επέτρεπαν τη μείωση του φόρου επί των μισθών. Οι ολλανδικές αρχές δεν γνωρίζουν κατά πόσον η SCI χρησιμοποίησε πράγματι αυτές τις δηλώσεις. Η σώρευση με τις επιδοτήσεις δυνάμει του WIW ή του προγράμματος απασχόλησης επιτρέπεται. Η Επιτροπή είχε επιβεβαιώσει ότι το καθεστώς μπορούσε να θεωρηθεί ως γενικό μέτρο και όχι ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, για παράδειγμα στην απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 σχετικά με την ενίσχυση που χορηγήθηκε στη Reebok (ΕΕ C 233 της 14.8.1999, σ. 42).

(19) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον κανόνα de minimis για τις κρατικές ενισχύσεις, (ΕΕ C 68 της 6.3.1996, σ. 9).

(20) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(21) ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

(22) ΕΕ C 334 της 12.12.1995, σ. 4. Το σημείο 10 αυτών των κατευθυντηρίων προβλέπει ότι η ενίσχυση για την απασχόληση είναι αποκλειστικά ενίσχυση που δεν έχει σχέση με επένδυση.

(23) Συμπεριλαμβανομένου του στοιχείου ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στο σύστημα των προκαταβολών (βλέπε υποσημείωση 12).

(24) ΕΕ C 209 της 10.7.1997, σ. 3.

(25) Στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η ενδεικτική τιμή κόστους μπορεί να υπολογισθεί στη βάση του κόστους της αγοράς του οικοπέδου των 60 εκταρίων. Η IBF αγόρασε 80 εκτάρια, για τα οποία καταχωρήθηκε τιμή 13090000 NLG στον τροποποιημένο προϋπολογισμό του 1998. Επιφάνεια 20 εκταρίων ήταν απαραίτητη για την κατασκευή των υποδομών. Το κόστος που αντιστοιχεί τα υπόλοιπα 60 εκτάρια ανέρχεται σε 60/80 * 13090000 NLG = 9,8 εκατ. NLG, δηλαδή τιμή 16,36 NLG ανά τετραγωνικό μέτρο. Η τιμή των υποδομών, δηλαδή 9,1 εκατ. ευρώ (20,1 εκατ. NLG), που καταχωρήθηκε στον αναθεωρημένο προϋπολογισμό του 1999 της IBF, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

(26) Κοινότητα Heerenveen 00-22-03/03-05-00, επεξηγηματικό υπόμνημα σχετικά με τς δυνατότητες και, συνέπειες της αναθεώρησης του πολεοδομικού σχεδίου για την IBF.

(27) Αυτός ο αριθμός είναι ενδεχομένως ιδιαίτερα υψηλός, επειδή στο προκείμενο δεν γίνεται διάκριση μεταξύ του προς οικοδόμηση οικοπέδου και του οικοπέδου που προορίζεται για βοηθητικούς δρόμους. Το ανώτατο όριο του 70 % που ορίζεται για τη συνδυασμένη οικοδόμηση/κατασκευή δρόμων περιλαμβάνει ένα χαμηλό ποσοστό (40 %) για τα κτίρια και, ένα υψηλό ποσοστό (30 %) για την προετοιμασία του εδάφους. Στην περίπτωση της SCI, η Επιτροπή θεωρεί εν τούτοις ότι αυτή η διάκριση έχει μικρή σημασία. Πράγματι, δεδομένου ότι η SCI χρειάζεται μεγάλο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, το ανώτατο συνδυασμένο όριο του 70 % μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτική προϋπόθεση που πρέπει να τηρηθεί στα σχέδιά της.

(28) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973 στην υπόθεση 70/72, Επιτροπή/Γερμανία, Συλλογή 1973, σ. 813.

(29) Απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987 στην υπόθεση 310/85, Deufil GmbH und Cο. KG/Επιτροπή, Συλλογή 1987, σ. 901.

(30) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-5/89, Επιτροπή/Γερμανία, Συλλογή 1990, σ. Ι-3437.

Top