28.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 138/10


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (Βουλγαρία) στις 13 Δεκεμβρίου 2021 — «OGL-Food Trade Lebensmittelvertrieb» GmbH κατά Direktor na Teritorialna Direktsia «Mitnitsa Plovdiv» pri Agentsia «Mitnitsi»

(Υπόθεση C-770/21)

(2022/C 138/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Administrativen sad Sofia-grad

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα:«OGL-Food Trade Lebensmittelvertrieb» GmbH

Καθού: Direktor na Teritorialna Direktsia «Mitnitsa Plovdiv» pri Agentsia «Mitnitsi»

Προδικαστικά ερωτήματα

1.

Πρέπει να γίνει δεκτό, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 75, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, και, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/891 (2) της Επιτροπής, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών, ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η συνδρομή της προϋποθέσεως του άρθρου 70, παράγραφος 3, στοιχείο δ', του τελωνειακού κώδικα, κατά την οποία «ο αγοραστής και ο πωλητής δεν [πρέπει να] συνδέονται μεταξύ τους», στο πλαίσιο εφαρμογής της συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων για δασμολογικούς σκοπούς όσον αφορά συγκεκριμένη τελωνειακή διασάφηση σχετική με την εισαγωγή κηπευτικών, κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία:

οι πληροφορίες που παρέχονται σχετικά με τις έννομες σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων στην εισαγωγή και πώληση των ίδιων εμπορευμάτων στο πρώτο επίπεδο εμπορίου εντός της Ένωσης, και μάλιστα με μακροχρόνιες και επαναλαμβανόμενες παραδόσεις εμπορευμάτων ίδιου τύπου, σε μεγάλες ποσότητες και σημαντικής αξίας, οι οποίες αποκλείουν το συμπέρασμα ότι η σχέση στο πλαίσιο της υπό κρίση συγκεκριμένης εισαγωγής ήταν τυχαίο γεγονός·

οι πληροφορίες που παρέχονται σχετικά με τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για τις παραδόσεις, την πληρωμή του τιμήματος, την καταχώριση των τιμολογίων στο λογιστικό σύστημα και στα βιβλία καταχωρίσεως του ΦΠΑ του εισαγωγέα, και το δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ που ασκήθηκε για τη συγκεκριμένη εισαγωγή·

ότι η δηλωθείσα συναλλακτική αξία της συγκεκριμένης, υπό αξιολόγηση, εισαγωγής υπερβαίνει κατά πολύ την κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής που υπολογίσθηκε από την Επιτροπή με σκοπό την εφαρμογή εισαγωγικών δασμών στον τομέα των κηπευτικών για το ίδιο εμπόρευμα, ενώ το ίδιο εμπόρευμα πωλείται εντός της Ένωσης με ζημία·

ότι, σε σχέση με τη συγκεκριμένη εισαγωγή, ο εισαγωγέας δεν έχει προσκομίσει ούτε την εμπορική σύμβαση που απαιτείται από τις τελωνειακές αρχές ούτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει άλλου είδους έννομη σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων;

Σε περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά είναι κρίσιμα, καθιστούν οι ανωτέρω περιστάσεις δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι εμπλεκόμενοι επιχειρηματίες, εισαγωγέας και εξαγωγέας, αντιστοίχως, συγκεκριμένα δε εισαγωγέας και αγοραστής στο πρώτο επίπεδο εμπορίου εντός της Ένωσης, «έχουν από νομική άποψη την ιδιότητα των επιχειρηματικών εταίρων» ή ότι είναι συνδεόμενα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο β', και του άρθρου 142, παράγραφος 4, στοιχείο β', του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 (3) της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα;

Αν οι ανωτέρω παρατιθέμενες περιστάσεις συντρέχουν μεν, δεν είναι όμως επαρκείς ώστε οι έμποροι να θεωρηθούν «συνδεόμενα πρόσωπα», για τους σκοπούς του ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 75, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/891, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον η σχέση μεταξύ των εμπόρων επηρεάζει τον καθορισμό της υψηλότερης τιμής των συγκεκριμένων εισαγόμενων εμπορευμάτων, προκειμένου να αποτρέπεται η αποφυγή δασμών και η απώλεια φορολογικών εσόδων για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη και της εν συνεχεία πωλήσεως με ζημία στο πρώτο επίπεδο εμπορίου εντός της Ένωσης;

2.

Συνάγεται από το άρθρο 47, παράγραφος 1, και το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ', του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το δικαίωμα προσφυγής του εισαγωγέα κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, από την, κατά το άρθρο 29 σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 7, του τελωνειακού κώδικα, υποχρέωση των τελωνειακών αρχών για αιτιολόγηση της αποφάσεως, καθώς και από τις περιστάσεις της υποθέσεως, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής κατά της αποφάσεως, να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα αυτής ακόμη και υπό το πρίσμα λόγων που δεν προβάλλονται με την προσφυγή, να συλλέξει νέες αποδείξεις και να ορίσει εμπειρογνώμονες, ότι:

η προϋπόθεση του άρθρου 70, παράγραφος 3, στοιχείο δ', του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ότι «ο αγοραστής και ο πωλητής δεν συνδέονται μεταξύ τους ή η σχέση […] δεν [επηρέασε] την τιμή», μπορεί να διαπιστωθεί το πρώτον στη διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ή η τελωνειακή αρχή οφείλει να αξιολογήσει το ζήτημα αυτό ήδη στο πλαίσιο αιτιολογήσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως;

αν ο εισαγωγέας είχε μεν τη δικονομική δυνατότητα, δεν δήλωσε όμως ρητά ότι θα προσδιορίσει την τιμή των εισαγόμενων εμπορευμάτων βάσει της επαγωγικής μεθόδου που προβλέπει το άρθρο 74, παράγραφος 2, στοιχείο γ', του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, λόγω της ρητής αποκλειστικής προθεσμίας για την προαναφερόμενη διαπίστωση, θα υφίστατο παράβαση του άρθρου 75, παράγραφοι 5 και 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/891 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών, αν η επίμαχη αξία είχε διαπιστωθεί το πρώτον στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής κατά της αποφάσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη και των ενστάσεων του εισαγωγέα οι οποίες στηρίζονται στο ότι η τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων στην Ένωση δεν απέχει από τη δηλωθείσα συναλλακτική αξία;

3.

Προκύπτει από το άρθρο 75, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/891 της Επιτροπής, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών, κατά το οποίο «ο εισαγωγέας οφείλει να υποβάλει […] όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη διεξαγωγή των προβλεπόμενων τελωνειακών ελέγχων σχετικά με την πώληση και τη διάθεση κάθε προϊόντος της παρτίδας», υπό το πρίσμα της ερμηνείας που παρατίθεται στο σημείο 1 του διατακτικού της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2020, BV, С-160/18, EU:C:2020:190, για την απόδειξη της δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας κατά το άρθρο 70, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ότι:

οι τελωνειακές αρχές και, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, το εθνικό δικαστήριο, οφείλουν να θεωρούν το γεγονός ότι το εισαγόμενο εμπόρευμα, εν προκειμένω τα κηπευτικά, πωλείται εντός της Ένωσης με ζημία, ως σοβαρή ένδειξη για το ότι η δηλωθείσα τιμή εισαγωγής ήταν τεχνητά αυξημένη, ακόμη και σε σχέση με την αξιολόγηση του συνδέσμου μεταξύ των προσώπων ο οποίος επηρέασε τη συναλλακτική αξία, και μάλιστα, μεταξύ άλλων, προκειμένου να αποτραπεί η αποφυγή δασμών και η απώλεια φόρων;

ο εισαγωγέας υποχρεούται να υποβάλει σύμβαση ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο προς απόδειξη της καταβλητέας τιμής για τα εμπορεύματα που πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, ή αρκεί η απόδειξη πληρωμής της αξίας των εμπορευμάτων που δηλώθηκε κατά την εισαγωγή; ή

ο εισαγωγέας οφείλει να υποβάλει μόνον τα έγγραφα που προβλέπονται ρητά στο άρθρο 75, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/891, ως απόδειξη της συναλλακτικής αξίας που δηλώθηκε κατά την εισαγωγή των κηπευτικών, με αποτέλεσμα οι περιστάσεις που αφορούν την επακολουθήσασα πώληση των ίδιων εμπορευμάτων εντός της Ένωσης με ζημία να είναι άνευ σημασίας για την κατά το άρθρο 75, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού αξιολόγηση η οποία αφορά τη μη αναγνώριση της συναλλακτικής αξίας και τον καθορισμό του ποσού των προς είσπραξη δασμών;

4.

Συνάγεται από το άρθρο 75, παράγραφοι 5 και 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/891 της Επιτροπής, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών, καθώς και από την ερμηνεία που παρατίθεται στην απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary, С-291/15, EU:C:2016:455, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που συντρέχουν στην κύρια δίκη, ότι η δασμολογητέα αξία κατά την εισαγωγή κηπευτικών από τρίτες χώρες δεν καθορίζεται με βάση τη δηλωθείσα συναλλακτική αξία, αν:

η δηλωθείσα συναλλακτική αξία υπερβαίνει κατά πολύ την κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής που υπολογίσθηκε από την Επιτροπή με σκοπό την εφαρμογή εισαγωγικών δασμών στον τομέα των κηπευτικών για τα ίδια εμπορεύματα·

η τελωνειακή αρχή δεν αρνείται ούτε αμφισβητεί με άλλο τρόπο τη γνησιότητα του τιμολογίου και του αποδεικτικού πληρωμής του τιμήματος των εμπορευμάτων, τα οποία υποβάλλονται με σκοπό να αποδειχθεί η πράγματι καταβληθείσα τιμή εισαγωγής·

ο εισαγωγέας, παρά την απαίτηση της τελωνειακής αρχής, δεν υπέβαλε τα εξής: σύμβαση ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο ως αποδεικτικό πληρωμής της καταβλητέας τιμής των εμπορευμάτων που πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων και πρόσθετων αποδεικτικών για τα οικονομικά στοιχεία των εμπορευμάτων, τα οποία δικαιολογούν την υψηλότερη τιμή αγοράς τους από τον εξαγωγέα, [επειδή] πρόκειται για βιολογικά προϊόντα ή λόγω της εξαιρετικής ποιότητας της συγκεκριμένης παρτίδας κηπευτικών;


(1)  ΕΕ 2013, L 269, σ. 1.

(2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/891 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών και τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις κυρώσεις που πρέπει να επιβληθούν στους εν λόγω τομείς, καθώς και για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ) αριθ. 543/2011 (ΕΕ 2017, L 138, σ. 4).

(3)  ΕΕ 2015, L 343, σ. 558.