5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 399/28


Αναίρεση που άσκησαν στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 οι Brugg Kabel AG και Kabelwerke Brugg AG Holding κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2018 στην υπόθεση T-441/14, Brugg Kabel AG και Kabelwerke Brugg AG Holding κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-591/18 P)

(2018/C 399/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Brugg Kabel AG, Kabelwerke Brugg AG Holding (εκπρόσωποι: A. Rinne και M. Lichtenegger, Rechtsanwälte)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των αναιρεσειουσών

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

1.

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2018 στην υπόθεση T-441/14 και να ακυρώσει την απόφαση της αναιρεσίβλητης της 2ας Απριλίου 2014 (υπόθεση AT.39610 — Ηλεκτρικά καλώδια), στο μέτρο που αφορά τις αναιρεσείουσες·

2.

επικουρικώς, να αναιρέσει την προαναφερθείσα στο σημείο 1 απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να ακυρώσει την προαναφερθείσα στο σημείο 1 απόφαση της αναιρεσίβλητης, στο μέτρο που

α)

επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες πρόστιμο ύψους 8 490 000 ευρώ, και

β)

η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα,

και να μειώσει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το ύψος του προστίμου, σύμφωνα με τα αιτήματα που υπέβαλαν οι αναιρεσείουσες στον πρώτο βαθμό·

3.

όλως επικουρικώς, να αναιρέσει την προαναφερθείσα στο σημείο 1 απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο·

4.

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν έξι λόγους αναιρέσεως.

Πρώτος λόγος αναιρέσεως: προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθότι οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών και οι αιτιάσεις κοινοποιήθηκαν στην αγγλική γλώσσα

Όσον αφορά τις γλωσσικές αποδόσεις των αιτήσεων παροχής πληροφοριών και της ανακοινώσεως των αιτιάσεων που τέθηκαν στη διάθεση των αναιρεσειουσών, το Γενικό Δικαστήριο, υπέπεσε σε νομική πλάνη, θεωρώντας επαρκή έναν υπερβολικά χαμηλό βαθμό κατανόησης. Για τον σκοπό της αποτελεσματικότερης άμυνας, το ορθό θα ήταν ο εκάστοτε αποδέκτης, επιλέγοντας μια κατανοητή σε αυτόν γλωσσική απόδοση, να έχει τη δυνατότητα να κατανοεί πλήρως τις εις βάρος του κατηγορίες. Δεν αρκεί να μπορεί αυτός να κατανοεί «επαρκώς» μόνον τη φύση και την έκταση των κατηγοριών, «προκειμένου να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του επ’ αυτών».

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν έχει συναφώς σημασία η λυσιτέλεια των απαντήσεων για την Επιτροπή, αλλά μόνον το εάν η εμπλεκόμενη επιχείρηση, παρά την άρνηση της Επιτροπής να απευθυνθεί σε αυτήν σε άλλη γλώσσα, ήταν σε θέση να αμυνθεί πλήρως κατά των κατηγοριών.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθότι [η Επιτροπή] αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση στις παρατηρήσεις των λοιπών επιχειρήσεων επί των αιτιάσεων

Το Γενικό Δικαστήριο θέτει υπερβολικά αυστηρούς όρους, όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εμπλεκόμενη επιχείρηση μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στις μη εμπιστευτικές απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Το ορθό θα ήταν να παρέχεται πρόσβαση σε αποδέκτη της ανακοίνωσης αιτιάσεων, όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση, λαμβανομένων υπόψη των κατηγοριών που διατυπώθηκαν, προβάλλει εύλογες περιστάσεις της συλλογικής διαδικασίας, οι οποίες καθιστούν απολύτως πιθανό το ενδεχόμενο να περιλαμβάνονται στις μη εμπιστευτικές απαντήσεις άλλου αποδέκτη της ανακοίνωσης αιτιάσεων χωρία ή παραρτήματα τα οποία περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία.

Το Γενικό Δικαστήριο παραβλέπει ότι το να μπορεί μόνον η Επιτροπή να εξετάσει κατά πόσον υφίστανται, στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοίνωσης αιτιάσεων, χωρία και παραρτήματα τα οποία περιέχουν (ενδεχομένως) απαλλακτικά στοιχεία, αντιβαίνει στις αρχές του κράτους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θα ενεργούσε ταυτόχρονα ως ανακριτικό/διωκτικό όργανο, ως αποφασίζον όργανο καθώς και ως όργανο υπερασπίσεως στην ίδια υπόθεση, χωρίς ωστόσο να έχει γνώση του αντικειμενικού πλαισίου που απαιτείται συναφώς.

Τρίτος λόγος αναιρέσεως: παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, καθότι ως ημερομηνία έναρξης της συμμετοχής στην παράβαση καθορίστηκε η 14η Δεκεμβρίου 2001

Όσον αφορά την απόδειξη της ημερομηνίας έναρξης της συμμετοχής σε μια μοναδική και διαρκή παράβαση, το Γενικό Δικαστήριο εφαρμόζει κριτήριο αποδείξεως υπερβολικά χαμηλών απαιτήσεων. Το ορθό θα ήταν η Επιτροπή να πρέπει να προσκομίσει ακριβή, σοβαρά και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία, στηρίζοντα την ακλόνητη πεποίθηση ότι το χρονικό σημείο που επελέγη ως ημερομηνία έναρξης της συμμετοχής επιφέρει περιορισμό του ανταγωνισμού. Οιεσδήποτε αμφιβολίες θα πρέπει να αποβαίνουν προς όφελος των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, σύμφωνα με την αρχή in dubio pro reo.

Το Γενικό Δικαστήριο παραβλέπει ότι, για την ανατροπή των ενδείξεων, αρκεί αυτές να κλονιστούν με αντίθετες ενδείξεις. Προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της ισότητας των όπλων, δεν είναι δυνατόν, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας για την επιβολή κυρώσεων, να αναμένεται από τον εμπλεκόμενο πλήρης απόδειξη περί απαλλαγής του.

Τέταρτος λόγος αναιρέσεως: παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων και παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, καθόσον έγινε δεκτή η αδιάλειπτη συμμετοχή στην παράβαση μεταξύ 12ης Μαΐου 2005 και 8ης Δεκεμβρίου 2005

Το Γενικό Δικαστήριο παραμορφώνει τα αποδεικτικά στοιχεία, όσον αφορά την απόδειξη της αδιάλειπτης συμμετοχής των αναιρεσειουσών στην παράβαση, καθόσον, παρά την πληθώρα αμφιλεγόμενων, αντιφατικών ενδείξεων, καταλήγει στην ακλόνητη και αδιαμφισβήτητη πεποίθηση περί αδιάλειπτης διάρκειας της παραβάσεως.

Και στην περίπτωση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο παραβλέπει το ορθό κριτήριο για την ανατροπή των ενδείξεων.

Πέμπτος λόγος αναιρέσεως: παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον καταλογίστηκε ευθύνη για συμφωνίες με αντικείμενο τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια, τις εθνικές αγορές και τα έργα μεγάλης κλίμακας

Όσον αφορά την ευθύνη των αναιρεσειουσών για αυτοτελή και διακριτά στοιχεία της παραβάσεως –όπως είναι για παράδειγμα τα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια, οι εθνικές αγορές και τα έργα μεγάλης κλίμακας–, στα οποία οι αναιρεσείουσες δεν συμμετείχαν και για τα οποία δεν ενδιαφέρονταν, το Γενικό Δικαστήριο εφαρμόζει κριτήριο αποδείξεως υπερβολικά χαμηλών απαιτήσεων και παραμορφώνει τα αποδεικτικά στοιχεία.

Το Γενικό Δικαστήριο παραβλέπει τους μη εύλογους και αντίθετους προς την αρχή της αναλογικότητας κινδύνους τους οποίους συνεπάγεται μια τέτοια ευρεία ερμηνεία της νομικής έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως για επιχειρήσεις οι οποίες, ενώ δεν συμμετείχαν σε όλα τα στοιχεία της παραβάσεως, μπορούν να καταστούν εις ολόκληρον υπεύθυνες, δυνάμει του εθνικού δικαίου, για τις απορρέουσες από αυτήν ζημίες.

Λαμβανομένου υπόψη του υφισταμένου σταδίου της ευρωπαϊκής εναρμονίσεως του δικαίου περί αποζημιώσεως, η λύση της εις ολόκληρον ευθύνης και της αναγωγής κατά των συνοφειλετών δεν αποτελεί, σε εθνικό επίπεδο, κατάλληλο μέσο το οποίο να αντισταθμίζει επαρκώς την ευρεία ευθύνη στις εξωτερικές σχέσεις.

Έκτος λόγος αναιρέσεως: παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (1) και παραβίαση των αρχών της νομιμότητας, της αναλογικότητας και ne bis in idem κατά τον υπολογισμό του προστίμου

Το Γενικό Δικαστήριο κακώς επιβεβαίωσε, με την επιλογή του 2004 ως έτους αναφοράς για την αξία των πωλήσεων, την επιλογή ενός έτους το οποίο δεν ήταν αντιπροσωπευτικό για τις αναιρεσείουσες και δεν αντικατόπτριζε ούτε το πραγματικό μέγεθος ούτε την οικονομική ισχύ τους.

Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη ότι η Επιτροπή, δεν μπορεί, αφενός, για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης, να επιλέγει μια ενιαία και διαρκή παράβαση, δηλαδή μια ενιαία σύμπραξη, η οποία περιλαμβάνει τόσο τον «μηχανισμό A/R» όσο και τον «μηχανισμό R», και, αφετέρου, για τον υπολογισμό του προστίμου, να διαχωρίζει ξανά τεχνητά τα διάφορα δήθεν άρρηκτα συνδεδεμένα στοιχεία της παραβάσεως.


(1)  ΕΕ 2003, L 1, σ. 1.