30.4.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 152/8


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Audiencia Nacional (Ισπανία) στις 29 Ιανουαρίου 2018 — Federación de Servicios de Comisiones Obreras (CCOO) κατά Deutsche Bank SAE

(Υπόθεση C-55/18)

(2018/C 152/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Audiencia Nacional

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Federación de Servicios de Comisiones Obreras (CCOO)

Εναγομένη: Deutsche Bank SAE

Παρεμβαίνουσες: Federación Estatal de Servicios de la Unión General de Trabajadores (FES-UGT), Confederación General del Trabajo (CGT), Confederación Solidaridad de Trabajadores Vascos (ELA), Confederación Intersindical Galega (CIG)

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Βασίλειο της Ισπανίας έχει θεσπίσει με τα άρθρα 34 και 35 του Estatuto de los Trabajadores (εργατικού κώδικα), όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία, τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των χρονικών ορίων εργασίας και των περιόδων εβδομαδιαίας και ημερήσιας ανάπαυσης που προβλέπουν τα άρθρα 3, 5 και 6 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003 (1), για τους εργαζόμενους πλήρους απασχολήσεως για τους οποίους δεν ισχύει ρητή ατομική ή συλλογική συμφωνία για την πραγματοποίηση υπερωριών και οι οποίοι δεν είναι μετακινούμενοι εργαζόμενοι ή εργαζόμενοι στην εμπορική ναυτιλία ή στους σιδηροδρόμους;

2)

Έχει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 3, 5, 6, 16 και 22 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4, παράγραφος 1, 11, παράγραφος 3, και 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989 (2), την έννοια ότι αντιτίθενται σε μία εθνική ρύθμιση όπως τα άρθρα 34 και 35 του Estatuto de los Trabajadores, από τα οποία, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί υποχρέωση των επιχειρήσεων να εφαρμόζουν σύστημα καταγραφής του πραγματικού ημερήσιου χρόνου εργασίας για τους εργαζόμενους πλήρους απασχολήσεως για τους οποίους δεν ισχύει ρητή ατομική ή συλλογική συμφωνία για την πραγματοποίηση υπερωριών και οι οποίοι δεν είναι μετακινούμενοι εργαζόμενοι ή εργαζόμενοι στην εμπορική ναυτιλία ή στους σιδηροδρόμους;

3)

Μπορεί να γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση των κρατών μελών για περιορισμό της μέγιστης διάρκειας εργασίας όλων εν γένει των εργαζομένων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα άρθρα 3, 5, 6, 16 και 22 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4, παράγραφος 1, 11, παράγραφος 3, και 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, εκπληρώνεται για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης με την εθνική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στα άρθρα 34 και 35 του Estatuto de los Trabajadores από τα οποία, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί υποχρέωση των εργοδοτών να εφαρμόζουν σύστημα καταγραφής του πραγματικού ημερήσιου χρόνου εργασίας για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης για τους οποίους δεν ισχύει ρητή ατομική ή συλλογική συμφωνία για την πραγματοποίηση υπερωριών, σε αντίθεση με ο, τι ισχύει για τους μετακινούμενους εργαζόμενους ή τους εργαζόμενους στην εμπορική ναυτιλία ή στους σιδηροδρόμους;


(1)  Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (EE 2003, L 299, σ. 9).

(2)  Οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (EE 1989, L 183, σ. 1).