23.4.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 142/26


Αναίρεση που άσκησε στις 22 Ιανουαρίου 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) στις 10 Νοεμβρίου 2017 στην υπόθεση T-180/15, Icap plc κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-39/18 P)

(2018/C 142/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Θ. Χριστοφόρου, V. Bottka, M. Farley, B. Mongin)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Icap plc, Icap Management Services Ltd, Icap New Zealand Ltd (ICAP)

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (σκέψεις 281-299 και διατακτικό), στο μέτρο που με αυτή ακυρώνονται τα πρόστιμα του άρθρου 2 της προσβληθείσας απόφασής της·

να απορρίψει τον πέμπτο και τον έκτο λόγο που προέβαλε η ICAP με την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίοι αφορούσαν τα πρόστιμα, και να επιβάλει τα προσήκοντα πρόστιμα στην ICAP, κατ’ ενάσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του·

να καταδικάσει την ICAP στο σύνολο των δικαστικών εξόδων και να προσαρμόσει τα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης απόφασης βάσει της έκβασης της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλει τον ακόλουθο μοναδικό λόγο αναιρέσεως:

Υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση T-180/15 Icap plc κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2017:795, εφάρμοσε εσφαλμένα τη νομολογία του Δικαστηρίου για την αιτιολογία που πρέπει να έχουν οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου διαφοροποιείται από τη βασική απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό, που εκδόθηκε στην υπόθεση C-194/14 P, AC Treuhand κατά Επιτροπής, EU:C:2015:717, σκέψεις 66-68, και επιβάλλει στην Επιτροπή αυστηρότερη υποχρέωση, απαιτώντας λεπτομερέστερη αιτιολόγηση της μεθοδολογίας που εφαρμόζει κατά τον υπολογισμό των προστίμων για παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ειδικά σε περίπτωση εφαρμογής του σημείου 37 των Κατευθυντήριων Γραμμών. Με την αίτηση αναιρέσεως η Επιτροπή επιδιώκει τη διόρθωση των σοβαρών νομικών σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, τα οποία θεωρεί ότι αν δεν διορθωθούν θα πλήξουν σοβαρά την ικανότητά της να επιβάλλει επαρκή πρόστιμα που θα μπορούν να λειτουργούν αποτρεπτικά. Για να επιτυγχάνεται ο σκοπός αυτός απαιτείται να ερμηνεύεται ορθά η υποχρέωση αιτιολόγησης, με τρόπο σύμφωνο προς τις απαιτήσεις της νομολογίας που υπομνήσθηκαν στην απόφαση C-194/14 P, AC Treuhand, σκέψη 68. Τυχόν αυστηρότερη υποχρέωση αιτιολόγησης των προστίμων, η οποία θα εκτεινόταν και τις εσωτερικές συζητήσεις και τους υπολογισμούς ενδιάμεσων σταδίων, θα έθιγε τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής κατά τον καθορισμό των προστίμων, η οποία ισχύει και στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή στηρίζεται στο σημείο 37 των Κατευθυντήριων Γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Σκοπός του σημείου αυτού ήταν ακριβώς να δίνεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να αποκλίνει από τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων σε ιδιάζουσες περιπτώσεις, όπως όταν επιβάλλει πρόστιμα σε όσους διευκολύνουν μια παράβαση. Όπως έχουν αναγνωρίσει τα δικαστήρια της Ένωσης, πρέπει να διατηρηθεί η εξουσία εκτίμησης και η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής κατά τον καθορισμό των κατάλληλων προστίμων.