25.4.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 145/21


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Βέλγιο) στις 12 Φεβρουαρίου 2016 — A. Κ. κ.λπ. κατά Belgische Staat

(Υπόθεση C-82/16)

(2016/C 145/28)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Raad voor Vreemdelingenbetwistingen

Διάδικοι στις υποθέσεις της κύριας δίκης

Προσφεύγοντες και/ή αιτούντες: Α. Κ., Z. M., J. M., N. N. N., I. O. O., I. R. και A. B.

Καθού: Belgische Staat

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 5 και 11 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ (1) σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2), να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία αίτηση άδειας διαμονής στο πλαίσιο οικογενειακής επανενώσεως με πολίτη της Ένωσης, υποβληθείσα εντός του κράτους μέλους όπου ζει ο ενδιαφερόμενος πολίτης της Ένωσης, ο οποίος δεν άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκαταστάσεως και ο οποίος έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους (στο εξής: στατικός πολίτης της Ένωσης), από υπήκοο τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας του ανωτέρω πολίτη της Ένωσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, ανεξαρτήτως του αν συνοδεύεται με την έκδοση αποφάσεως απομακρύνσεως, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, αποτελεί το αντικείμενο εφαρμοστέας απαγορεύσεως εισόδου, έχουσας ευρωπαϊκή διάσταση;

α)

Για την αξιολόγηση τέτοιων περιστάσεων έχει σημασία να υπάρχει μεταξύ του στατικού πολίτη της Ένωσης και του υπηκόου τρίτου κράτους ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας του στατικού πολίτη της Ένωσης σχέση εξαρτήσεως η οποία βαίνει πέραν του απλώς και μόνον οικογενειακού δεσμού; Σε καταφατική περίπτωση, ποιοι παράγοντες ασκούν επιρροή για την απόδειξη της υπάρξεως σχέσεως εξαρτήσεως; Είναι εν προκειμένω χρήσιμη η παραπομπή στη νομολογία σχετικά με την ύπαρξη οικογενειακής ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 7 του Χάρτη;

β)

Όσον αφορά ειδικά τα ανήλικα τέκνα, απαιτεί το άρθρο 20 ΣΛΕΕ κάτι περισσότερο από έναν βιολογικό δεσμό μεταξύ του γονέα-υπηκόου τρίτου κράτους και του τέκνου-πολίτη της Ένωσης; Έχει συναφώς σημασία η απόδειξη συγκατοικήσεως, ή αρκούν σχέσεις στοργής και οικονομικοί δεσμοί, όπως συμφωνίες σχετικά με τη στέγαση ή την επίσκεψη και η καταβολή διατροφής; Είναι εν προκειμένω χρήσιμη η παραπομπή στο σκεπτικό των αποφάσεων Ogieriakhi (C-244/13, EU:C:2014:2068, σκέψεις 38 και 39)· Singh κ.λπ. (C-218/14, EU:C:2015:476, σκέψη 54), και O. κ.λπ. (C-356/11 και C-357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 56); Βλ., συναφώς, επίσης την εκκρεμή αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-133/15.

γ)

Για την αξιολόγηση τέτοιων περιστάσεων έχει σημασία το στοιχείο ότι η οικογενειακή ζωή άρχισε σε χρονικό σημείο στο οποίο ο υπήκοος τρίτου κράτους ήταν ήδη το αντικείμενο απαγορεύσεως εισόδου και ως εκ τούτου γνώριζε ότι διαμένει παράνομα στο κράτος μέλος; Δύναται να γίνει λυσιτελώς επίκληση του στοιχείου αυτού για την εναντίωση σε ενδεχόμενη καταστρατήγηση των διαδικασιών διαμονής στο πλαίσιο οικογενειακής επανενώσεως;

δ)

Έχει σημασία για την αξιολόγηση τέτοιων περιστάσεων το στοιχείο ότι ουδέν ένδικο βοήθημα, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, ασκήθηκε κατά της αποφάσεως απαγορεύσεως εισόδου ή το στοιχείο ότι απορρίφθηκε ένα τέτοιο ένδικο βοήθημα;

ε)

Ασκεί επιρροή το στοιχείο ότι η απαγόρευση εισόδου επιβλήθηκε για λόγους δημοσίας τάξεως ή λόγω παράνομης διαμονής; Σε καταφατική περίπτωση, πρέπει επίσης να εξεταστεί αν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτου κράτους συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας; Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία στα μέλη της οικογένειας στατικών πολιτών της Ένωσης τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (3), τα οποία μεταφέρθηκαν με τα άρθρα 43 και 45 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί προσβάσεως στην ημεδαπή, διαμονής, εγκαταστάσεως και απομακρύνσεως αλλοδαπών, καθώς και η αντίστοιχη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη δημόσια τάξη (βλ. τις εκκρεμείς αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις C-165/14 και C-304/14);

2)

Πρέπει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ και τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία εφαρμοστέα απαγόρευση εισόδου τυγχάνει επικλήσεως κατά αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως με στατικό πολίτη της Ένωσης, η οποία υποβλήθηκε στο έδαφος κράτους μέλους μετά την επιβολή της εν λόγω απαγορεύσεως εισόδου, προκειμένου να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση χωρίς να ληφθούν υπόψη η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ούτε το συμφέρον των συγκεκριμένων τέκνων των οποίων έγινε μνεία στην αίτηση αυτή;

3)

Πρέπει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ και τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία απόφαση απομακρύνσεως εκδίδεται κατά υπηκόου τρίτου κράτους, ο οποίος ήδη αποτελεί το αντικείμενο εφαρμοστέας απαγορεύσεως εισόδου, χωρίς να ληφθούν υπόψη η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ούτε το συμφέρον των συγκεκριμένων τέκνων, των οποίων έγινε μνεία σε αίτηση οικογενειακής επανενώσεως με στατικό πολίτη της Ένωσης, υποβληθείσα μετά την επιβολή της εν λόγω απαγορεύσεως εισόδου;

4)

Συνεπάγεται το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ ότι υπήκοος τρίτου κράτους πρέπει, κατ’ αρχήν, να υποβάλει εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αίτηση για την άρση ή αναστολή οριστικής και εφαρμοστέας απαγορεύσεως εισόδου ή υπάρχουν περιστάσεις υπό τις οποίες αυτός μπορεί επίσης να υποβάλει εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αίτηση αυτή;

α)

Πρέπει το άρθρο 11, παράγραφος 3, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ να νοηθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η δυνατότητα άρσεως ή αναστολής απαγορεύσεως εισόδου μπορεί να εξεταστεί μόνο αν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτου κράτους αποδεικνύει ότι εγκατέλειψε το σύνολο του εδάφους σε πλήρη συμφωνία με την απόφαση επιστροφής, πρέπει να τηρείται ανεπιφύλακτα σε κάθε επιμέρους περίπτωση ή σε όλες τις κατηγορίες περιπτώσεων;

β)

Αντιτίθενται τα άρθρα 5 και 11 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ σε ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής στο πλαίσιο οικογενειακής επανενώσεως με στατικό πολίτη της Ένωσης, ο οποίος δεν άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκαταστάσεως, δύναται να εξομοιωθεί με σιωπηρή (προσωρινή) αίτηση για την άρση ή αναστολή της οριστικής και εφαρμοστέας απαγορεύσεως εισόδου η οποία παράγει τα αποτελέσματά της αν προκύπτει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις διαμονής;

γ)

Ασκεί επιρροή το στοιχείο ότι η υποχρέωση υποβολής, εντός της χώρας καταγωγής, αιτήσεως άρσεως ή αναστολής συνεπάγεται ενδεχομένως προσωρινό χωρισμό μεταξύ του υπηκόου τρίτου κράτους και του στατικού πολίτη της Ένωσης; Υπάρχουν περιστάσεις υπό τις οποίες όμως τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη αντιτίθενται στον προσωρινό χωρισμό;

δ)

Ασκεί επιρροή το στοιχείο ότι η υποχρέωση υποβολής, εντός της χώρας καταγωγής, αιτήσεως άρσεως ή αναστολής έχει ως συνέπεια μόνο ότι ο πολίτης της Ένωσης πρέπει, εν ανάγκη, να εγκαταλείψει το σύνολο του εδάφους της Ένωσης μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα; Υπάρχουν περιστάσεις υπό τις οποίες όμως το άρθρο 20 ΣΛΕΕ αντιτίθεται στο να υποχρεωθεί στατικός πολίτης της Ένωσης να εγκαταλείψει το σύνολο του εδάφους της Ένωσης για περιορισμένο χρονικό διάστημα;


(1)  Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348, σ. 98).

(2)  ΕΕ 2000, C 364, σ. 1.

(3)  Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77).