11.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 7/12


Αναίρεση που άσκησε την 13η Νοεμβρίου 2015 ο Αλέξιος Αναγνωστάκης κατά της αποφάσεως του Γενικό Δικαστήριου (Πρώτο τμήμα) που εκδόθηκε την 30η Σεπτεμβρίου 2015 στην υπόθεση T-450/12, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-589/15 P)

(2016/C 007/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Αλέξιος Αναγνωστάκης (εκπρόσωπος: Α. Αναγνωστάκης, Δικηγόρος)

Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Να αναιρεθεί ολικά ή με στοιχεία T-450/12 απόφαση, επί της από 11/10/2012 προσφυγής κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περί ακύρωσης της, από 6/9/2012 Πράξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία απορρίπτει την καταχώρηση προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών, με τίτλο «ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ».

Να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της άνω Προσφυγής.

Να ακυρωθεί η από 6/9/2012 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία απορρίπτει την καταχώρηση της προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ».

Να υποχρεωθεί να καταχωρήσει νόμιμα την άνω πρωτοβουλία η Επιτροπή και να διαταχθούν τα λοιπά νόμιμα.

Να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1.

Πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά την εκτίμηση της εν λόγω προσφυγής, παρέβλεψε εντελώς ότι η Πρόταση ΕΠΠ αφορούσε αποκλειστικά το μέρος του δημοσίου χρέους που θεωρείται «απεχθές».

Η αναιρεσιβαλλόμενη, στο σκεπτικό αυτής εκλαμβάνει εσφαλμένα πως η Πρόταση αφορά το σύνολο του δημοσίου χρέους, άνευ άλλης διαφοροποίησης ή προϋπόθεσης.

Κατά αυτή τη έννοια, η αναιρεσιβαλλόμενη δεν εκτίμησε ορθά το αντικείμενο της Δίκης.

Εξέδωσε απόφαση επί εσφαλμένου υπολογισμού του περιεχομένου και των αιτημάτων της προσφυγής.

2.

Παραβίαση ενωσιακού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο, κακή ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών και του Ευρωπαϊκού Νόμου

Α)

Η αναιρεσιβαλλόμενη, κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, έκρινε πως δεν υφίσταται, στα επικαλούμενα δια της προσφυγής άρθρα 122 και 136 ΣΛΕΕ, η «προσήκουσα νομική βάση για την εκ μέρους της Ένωσης ενδεχόμενη παροχή χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ή διατρέχουν τον κίνδυνο να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, μέσω της καθιερώσεως μηχανισμού χρηματοδοτήσεως».

Κατά το άρθρο 136 ΣΛΕΕ, όπως τροποποιήθηκε διά της απόφασης 2011/199/ΕΕ (1) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 2011, και των άρθρων 4 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 5, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, για τη σύναψη μεταξύ τους συμφωνίας σχετικά με τη θέσπιση μηχανισμού σταθερότητας και χρηματοοικονομικής συνδρομής είναι απόλυτη. Η Επιτροπή έχει συγκεκριμένη δοτή αρμοδιότητα και ευχέρεια για πρόταση προς θέσπιση τέτοιου μηχανισμού δυνάμει του άρθρου 352 ΣΛΕΕ, ως απαραίτητη δράση προς επίτευξη των στόχων των Συνθηκών, περί σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ.

Β)

Κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών και του ενωσιακού δικαίου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε, πως από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ή αποδεικνύεται πως η καθιέρωση της αρχής της κατάστασης ανάγκης «θα είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει τον συντονισμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή ότι θα καταλεγόταν μεταξύ των προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής τους οποίους το Συμβούλιο, είναι εξουσιοδοτημένο να καθορίζει, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης».

Αντίθετα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή, το αιτούμενο μέτρο μη πληρωμής του απεχθούς χρέους σκοπεί αποκλειστικά, να ενισχύσει τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών-μελών και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (άρθρο 136 παρ. 1 ΣΛΕΕ).

Γ)

Κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών και του ενωσιακού δικαίου, η αναιρεσιβαλλόμενη απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 122 ΣΛΕΕ, ως προσήκουσας νομικής βάσης για την καθιέρωση στη νομοθεσία της Ένωσης της αρχής της κατάστασης ανάγκης.

Η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα, κατ’ άρθρο 352 ΣΛΕΕ, να υποβάλλει πρόταση προς το Συμβούλιο να συστήσει είτε στα κράτη-μέλη την αλληλέγγυα συνδρομή του άρθρου 122 παρ. 1 ΣΛΕΕ είτε τη χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης του άρθρου 122 παρ. 2 ΣΛΕΕ προς το κράτος-μέλος που αντιμετωπίζει έντονες δυσκολίες, που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του.

Δ).

Κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών και του ενωσιακού δικαίου, η αναιρεσιβαλόμενη, έκρινε, πως πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης όσον αφορά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, περί της απόρριψης της αίτησης καταχώρησης και προτάσεως ΕΠΠ. Η αιτιολογία απόρριψης της προσβαλλόμενης πράξης, είναι ελλιπής και πλημμελής. Έρχεται σε αντίθεση προς την υποχρέωση πλήρους αιτιολόγησης, εκ του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού 211/2011.

Ε)

Κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, διατείνεται η αναιρεσιβαλλόμενη ότι η τυχόν ύπαρξη της αρχής της κατάστασης ανάγκης ως κανόνα του διεθνούς δικαίου, δεν αρκεί για να στηρίξει νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους της Επιτροπής. Το διεθνές δίκαιο και οι αρχές αυτού αποτελούν πηγές δικαίου για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως τέτοιες τυγχάνουν άμεσης ενσωμάτωσης και εφαρμογής στο ενωσιακό δίκαιο, άνευ άλλου. Η Επιτροπή έχει δικαίωμα πρότασης για την εφαρμογή των άνω υπέρτερου δικαίου αρχών, και άνευ συγκεκριμένης πρόβλεψης των Συνθηκών, αν τυχόν θεωρηθεί ότι ελλείπει τέτοια.

ΣΤ)

Κατά κακή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, η αναιρεσιβαλλόμενη καταδίκασε τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής. Εάν έκρινε ορθά το νόμο, κατά τα παραπάνω, θα δέχονταν την προσφυγή και θα καταδίκαζε την Επιτροπή στα σχετικά έξοδα.


(1)  ΕΕ L 91, σ. 1.