7.12.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 406/14


Αναίρεση που άσκησε στις 3 Σεπτεμβρίου 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 24 Ιουνίου 2015, στην υπόθεση T-527/13, Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-467/15 P)

(2015/C 406/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: V. Di Bucci και P. Němečková)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ιταλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 24ης Ιουνίου 2015, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή την ίδια ημέρα, στην υπόθεση Τ-527/13, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής·

να απορρίψει την προσφυγή που ασκήθηκε πρωτοδίκως και να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε παράνομη επανερμηνεία και σε νέο χαρακτηρισμό του δεύτερου λόγου που προβλήθηκε πρωτοδίκως. Με αυτό τον τρόπο, παραβίασε την αρχή της διαθέσεως και την απαγόρευση της αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, ο οποίος δεν είχε προβληθεί εγκαίρως από την προσφεύγουσα με την προσφυγή της.

2)

Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 108 ΣΛΕΕ και το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (1), ως προς τις έννοιες της νέας και της υφισταμένης ενισχύσεως. Ειδικότερα, δέχτηκε εσφαλμένως ότι ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί υφιστάμενη, παρά την παράβαση όρου που επιβλήθηκε με την απόφαση που την κήρυξε συμβατή. Με αυτό τον τρόπο, δεν έλαβε υπόψη πάγια νομολογία κατά την οποία η παράβαση και μόνον των όρων αυτών αρκεί, αυτή καθεαυτήν, για να θεωρηθεί ότι υφίσταται νέα ενίσχυση και, ελλείψει νέων πραγματικών περιστατικών που να επιδέχονται διαφορετική εκτίμηση, δικαιολογεί τη λήψη νέας αποφάσεως περί ασυμβιβάστου.

Περαιτέρω, αφού ορθώς απέρριψε τις αιτιάσεις σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εν λόγω εκτίμηση, επικρίνοντας την Επιτροπή διότι δεν απέδειξε ότι η παράβαση του όρου επηρέασε την ουσία του καθεστώτος που είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο, και σε αυτή τη βάση έκρινε εσφαλμένως ότι μπορούσε να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση για πλάνη περί το δίκαιο.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τη θεσμική ισορροπία μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ. Όταν το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, ασκεί την εξουσία του να κηρύξει μια ενίσχυση κατ’ εξαίρεση συμβατή με την εσωτερική αγορά, αλλά εξαρτά την εν λόγω κήρυξη από την τήρηση ορισμένων όρων, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να καθορίσει εάν οι όροι αυτοί είναι πράγματι ουσιώδεις ή εάν η παράβασή τους μπορεί να είναι συγγνωστή.

3)

Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 108 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 4, 6, 7, 14 και 16 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, όσον αφορά τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στις νέες ενισχύσεις και στις ενισχύσεις που έχουν εφαρμοστεί καταχρηστικά.

Αφού δέχτηκε ότι η μη τήρηση από κράτος μέλος των όρων που επιβάλλονται για την έγκριση της ενισχύσεως συνιστά μορφή καταχρηστικής εφαρμογής τής εν λόγω ενισχύσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη λυσιτέλεια των διατάξεων σχετικά με τη διαδικασία ελέγχου των ενισχύσεων που έχουν εφαρμοστεί καταχρηστικά, για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν στήριξε την απόφασή της σε αυτές και βάσει της εκτιμήσεως ότι οι έννοιες της νέας ενισχύσεως και της ενισχύσεως που έχει εφαρμοστεί καταχρηστικά αποκλείονται αμοιβαία. Ωστόσο, οι διατάξεις που αφορούν τις ενισχύσεις που έχουν εφαρμοστεί καταχρηστικά είναι πανομοιότυπες, καθόσον ενδιαφέρει εν προκειμένω, με τις διατάξεις που αφορούν τις νέες ενισχύσεις. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον προέβη στη μερική ακύρωση της αποφάσεως λόγω σφάλματος κατά τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως, το οποίο δεν είχε έννομες συνέπειες.


(1)  ΕΕ L 83, της 27.3.1999, σ. 1.