EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52014DC0002

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Κοινή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής («οδηγία για τη φυλετική ισότητα») και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία («οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση»)

/* COM/2014/02 final */

52014DC0002

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Κοινή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής («οδηγία για τη φυλετική ισότητα») και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία («οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση») /* COM/2014/02 final */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Κοινή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής («οδηγία για τη φυλετική ισότητα») και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία («οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση»)

1. εισαγωγή

Η προστασία από τις διακρίσεις αποτελεί έναν τομέα στον οποίο το ενωσιακό δίκαιο επηρεάζει σημαντικά την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στην ΕΕ. Το συνολικό πλαίσιο που προβλέπεται με τις δύο οδηγίες της ΕΕ κατά των διακρίσεων[1] έχει διαμορφώσει το τοπίο του ευρωπαϊκού δικαίου κατά των διακρίσεων εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Σε ορισμένα κράτη μέλη δεν υπήρχε σχεδόν καμία νομοθετική πράξη στον εν λόγω τομέα πριν από τη μεταφορά των δύο οδηγιών στο εθνικό τους δίκαιο, ενώ οι οδηγίες εισήγαγαν καινοτόμα στοιχεία, όπως η προστασία από τις διακρίσεις λόγω ηλικίας, στο δίκαιο όλων των κρατών μελών.

Οι οδηγίες κατά των διακρίσεων: - απαγορεύουν τις διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής (οδηγία 2000/43/ΕΚ) καθώς και λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού (οδηγία 2000/78/ΕΚ)· - παρέχουν προστασία σε διάφορους βασικούς τομείς της ανθρώπινης ζωής: απασχόληση και επαγγελματική κατάρτιση (αμφότερες οι οδηγίες)· εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση και υγειονομική περίθαλψη, καθώς και πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και στην παροχή τους, περιλαμβανομένης της στέγασης (οδηγία 2000/43/ΕΚ)· - απαγορεύουν διάφορες μορφές διακρίσεων: τις άμεσες και τις έμμεσες διακρίσεις, την παρενόχληση, την εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης και τα αντίποινα· - απαιτούν από τα κράτη μέλη να προβλέπουν αποτελεσματικές κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας.

Οι πρώτες εκθέσεις εφαρμογής εκδόθηκαν το 2006[2] και το 2008[3] αντίστοιχα. Δεδομένου ότι για αμφότερες τις οδηγίες κατά των διακρίσεων[4] πρέπει να υποβάλλονται τακτικά εκθέσεις, το παρόν έγγραφο συνιστά κοινή έκθεση, διότι η κανονιστική προσέγγιση και το περιεχόμενο των περισσοτέρων διατάξεων είναι πανομοιότυπα. Επιπλέον, τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν μεταφέρει τις δύο οδηγίες στο δίκαιό τους με μία ενιαία εθνική νομική πράξη. Οι πρώτες εκθέσεις εγκρίθηκαν σε μία εποχή που πολλά κράτη μέλη είχαν μόλις πρόσφατα μεταφέρει τις οδηγίες κατά των διακρίσεων στο εθνικό τους δίκαιο και δεν διέθεταν επομένως εμπειρία ως προς την εφαρμογή τους.

Σήμερα, και τα 28 κράτη μέλη έχουν μεταφέρει τις οδηγίες στο εθνικό τους δίκαιο και έχουν αποκομίσει εμπειρία ως προς την εφαρμογή τους. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ανέπτυξε με τη σειρά του την ερμηνεία των οδηγιών μέσω της νομολογίας του. Η παρούσα έκθεση παρέχει την ευκαιρία να εξεταστεί η εφαρμογή των οδηγιών, να καταγραφούν οι ερμηνείες του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων και να προσδιοριστούν οι μελλοντικές προκλήσεις[5].

Σύμφωνα προς τις οδηγίες[6], όλα τα κράτη μέλη υπέβαλαν στην Επιτροπή πληροφορίες προς συμπερίληψη στην παρούσα έκθεση. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με εθνικούς φορείς ισότητας[7], με το ευρωπαϊκό δίκτυο φορέων για την ισότητα [European Network of Equality Bodies (Equinet)], τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, κοινωνικούς εταίρους[8], οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών[9], καθώς και με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο νομικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων[10].

2. Η κατασταση οσον αφορα τη μεταφορα των οδηγιων και οι διαδικασιεσ επι παραβασει

Αμφότερες οι οδηγίες έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο και στα 28 κράτη μέλη[11] και η συμμόρφωση όλων των συναφών νόμων με τις οδηγίες έχει ελεγχθεί από την Επιτροπή. Διαδικασίες επί παραβάσει λόγω μη συμμόρφωσης με αμφότερες τις οδηγίες κινήθηκαν, κυρίως μεταξύ 2005 και 2007, κατά 25 κρατών μελών[12]. Το γεγονός ότι πολλά κράτη μέλη αντιμετώπισαν αρχικά δυσκολίες με τη μεταφορά μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι δύο αυτές οδηγίες εισήγαγαν καινοτομίες στην εποχή τους. Τα συνηθέστερα προβλήματα αφορούσαν τους ορισμούς των άμεσων και των έμμεσων διακρίσεων, της παρενόχλησης, της προστασίας έναντι αντιποίνων, της νομικής υπόστασης των συναφών φορέων, τους περιορισμούς του πεδίου εφαρμογής και την υπέρμετρα εκτενή ερμηνεία των παρεκκλίσεων που επιτρέπονται δυνάμει των οδηγιών. Σχεδόν όλες οι διαδικασίες επί παραβάσει «πρώτης γενεάς» έχουν πλέον περατωθεί, διότι τα κράτη μέλη ευθυγράμμισαν τη νομοθεσία τους με τις οδηγίες[13]. Σε μία περίπτωση, η διαδικασία επί παραβάσει που κίνησε η Επιτροπή είχε ως αποτέλεσμα απόφαση του ΔΕΕ σύμφωνα με την οποία το κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να εφαρμόζει ορθά την οδηγία 2000/78/ΕΚ όσον αφορά την παροχή εύλογων προσαρμογών για άτομα με αναπηρία στον χώρο εργασίας[14].

Η Επιτροπή εξακολουθεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις στα κράτη μέλη και, κατά περίπτωση, κινεί διαδικασίες επί παραβάσει[15].

Η Επιτροπή δέχεται αρκετές καταγγελίες ετησίως σχετικά με τις εν λόγω οδηγίες (περίπου 20-30 κατά μέσο όρο), αλλά η πλειονότητα αυτών αφορά επιμέρους περιπτώσεις διακρίσεων και όχι την πλημμελή μεταφορά ή εφαρμογή των οδηγιών, με αποτέλεσμα να μην κινούνται διαδικασίες επί παραβάσει. Πολύ μεγαλύτερος αριθμός καταγγελιών εξετάζονται σε εθνικό επίπεδο. Μολονότι τα μέσα νομικής προστασίας για τις επιμέρους περιπτώσεις διακρίσεων παρέχονται μόνο δυνάμει του εθνικού δικαίου και δίνουν δυνατότητα προσφυγής μόνο στα εθνικά δικαστήρια, ο ρόλος της Επιτροπής είναι να εξετάζει ενδελεχώς εάν πίσω από μια προσφυγή κρύβεται πλημμελής μεταφορά ή εφαρμογή των οδηγιών από τα οικεία κράτη μέλη. Επί του παρόντος εκκρεμούν διαδικασίες επί παραβάσει για τρεις υποθέσεις που βασίζονται σε καταγγελία δυνάμει της οδηγίας 2000/78/ΕΚ[16].

3. εκτελεση και εφαρμογη των οδηγιων

Αμφότερες οι οδηγίες έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, αλλά μια επισκόπηση των εμπειριών σε εθνικό επίπεδο αποκαλύπτει ότι ακόμη τίθενται ζητήματα ως προς την εκτέλεση και εφαρμογή τους.

Η Επιτροπή, το ευρωπαϊκό δίκτυο φορέων για την ισότητα [European Network of Equality Bodies (Equinet)], ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΟΘΔ/FRA) και επιμέρους κράτη μέλη δημοσίευσαν στη συνέχεια κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή των δύο οδηγιών για την αντιμετώπιση των εν λόγω ζητημάτων[17]. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέχει χρηματοδότηση για την κατάρτιση δικαστών και άλλων ασκούντων νομικά επαγγέλματα με στόχο την προώθηση της ορθής εφαρμογής των οδηγιών μέσω της αναβάθμισης των γνώσεών τους σχετικά με την ενωσιακή νομοθεσία στον τομέα της ίσης μεταχείρισης[18].

3.1 Επίγνωση των δικαιωμάτων

Αμφότερες οι οδηγίες[19] τονίζουν τη σημασία της διάδοσης των πληροφοριών ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν τα δικαιώματά τους για ίση μεταχείριση. Όλοι οι Ευρωπαίοι, όχι μόνο οι μειονοτικές ομάδες, συνήθως έχουν ανεπαρκή επίγνωση των δικαιωμάτων τους[20]. Για παράδειγμα, μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό ότι οι διακρίσεις στην εργασία απαγορεύονται ακόμη και κατά το στάδιο της αίτησης για εύρεση εργασίας[21]. Πολλά κράτη μέλη θεωρούν την εν λόγω έλλειψη επίγνωσης ως σημαντικό ζήτημα και έχουν αναφέρει τρόπους με τους οποίους το αντιμετωπίζουν, όπως μέσω εγγράφων ενημέρωσης και καθοδήγησης, εκστρατειών ευαισθητοποίησης και ενημερωτικών δικτυακών πυλών, μεταξύ άλλων για ειδικές ομάδες στόχους (μειονότητες, νέους)[22]. Η στοχοθέτηση των ατόμων που κινδυνεύουν περισσότερο, καθώς και των ατόμων που είναι, λόγω θέσης, πιθανόν να παραβιάσουν τη νομοθεσία, όπως είναι οι εργοδότες, φαίνεται ότι συνιστά αποτελεσματική χρήση των πόρων[23].

Στον τομέα της απασχόλησης, επιφυλάσσεται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στους κοινωνικούς εταίρους καίριος ρόλος για τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης τόσο των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών[24]. Πολλά κράτη μέλη παρέχουν επίσης χρήσιμη πρακτική καθοδήγηση σχετικά με τους νόμους τους για την καταπολέμηση των διακρίσεων οι οποίοι καλύπτουν καταστάσεις στον χώρο εργασίας[25].

3.2. Έλλειψη στοιχείων σχετικά με την ισότητα

Στις οδηγίες δεν απαιτείται από τα κράτη μέλη να συλλέγουν στοιχεία σχετικά με την ισότητα[26]. Εντούτοις, η συλλογή και ανάλυση τέτοιων στοιχείων, καθήκον που αποτελεί ευθύνη των κρατών μελών, συμβάλλει στην καταπολέμηση των διακρίσεων και προάγει την ισότητα, παρέχοντας αποδεικτικά στοιχεία για υφιστάμενα κρούσματα διακρίσεων, προσδίδοντάς τους διαφάνεια και εκφράζοντάς τα ποσοτικά. Αντιθέτως, η έλλειψη στοιχείων σχετικά με την ισότητα καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την αξιολόγηση καταστάσεων και την απόδειξη της ύπαρξης διακρίσεων[27]. Αυτό αφορά, ειδικότερα, τις έμμεσες διακρίσεις, στις οποίες τα στατιστικά στοιχεία συχνά διαδραματίζουν καίριο ρόλο προκειμένου να αποδειχθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις ενός φαινομενικά ουδέτερου μέτρου για μια συγκεκριμένη ομάδα. Στην πρώτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2000/43/ΕΚ εκφράζονταν ανησυχίες ότι «η ανεπάρκεια των εθνικών στοιχείων στα περισσότερα κράτη μέλη ενδέχεται να εμποδίσει την ορθή παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας.» Η κατάσταση ουσιαστικά δεν έχει μεταβληθεί και αφορά αμφότερες τις οδηγίες. Το πρόβλημα αναδείχθηκε από πολλούς ερωτηθέντες (εθνικοί φορείς ισότητας[28], ΟΘΔ/FRA, ΜΚΟ) και η Επιτροπή συμμερίζεται τις ανησυχίες τους.

Τα περισσότερα κράτη μέλη αποδέχονται στατιστικά στοιχεία για την απόδειξη κρουσμάτων διακρίσεων και επίσης αποδέχονται ως απόδειξη το «situation testing»[29]. Εντούτοις, πολλά κράτη μέλη δεν συλλέγουν στοιχεία σχετικά με την ισότητα ή τα συλλέγουν σε πολύ περιορισμένο βαθμό, με αιτιολογία, για παράδειγμα, τις απαιτήσεις της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων. Πρέπει να τονιστεί ότι το ενωσιακό δίκαιο, ειδικότερα η οδηγία σχετικά με την προστασία των δεδομένων[30], δεν εμποδίζει τη συλλογή δεδομένων από τα κράτη μέλη για την κατάρτιση στατιστικών, υπό τον όρο ότι τυγχάνουν σεβασμού οι διασφαλίσεις που προβλέπονται από την οδηγία[31]. Η παροχή πρακτικής καθοδήγησης ή η θέσπιση προτύπων για τη συλλογή δεδομένων σχετικά με την ισότητα σε εθνικό επίπεδο συνιστούν ορθές πρακτικές που φαίνεται να αποτελούν τουλάχιστον ένα σημείο εκκίνησης για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος[32].

3.3 Περιορισμένη καταγγελία κρουσμάτων

Από όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες επιβεβαιώνεται ότι τα επίπεδα καταγγελίας κρουσμάτων διακρίσεων είναι χαμηλά. Τούτο αφορά τόσο την αρχική αναφορά, για παράδειγμα σε φορέα ισότητας ή στις αστυνομικές αρχές, όσο και την άσκηση προσφυγής μέσω της δικαστικής οδού. Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα, σε όλες τις εθνοτικές ομάδες και ομάδες μεταναστών που εξετάστηκαν, το 82 % των ατόμων που υπήρξαν θύματα διακρίσεων δεν το κατήγγειλαν[33]. Ως συνηθέστεροι λόγοι αναφέρονται: η πεποίθηση ότι τίποτα δεν θα αλλάξει εάν καταγγείλουν το γεγονός, η έλλειψη γνώσης σχετικά με το πώς και σε ποιον πρέπει να γίνει η καταγγελία, καθώς και οι αρνητικές εμπειρίες λόγω της αναστάτωσης, της γραφειοκρατίας ή της μεγάλης διάρκειας της διαδικασίας. Αντίθετα προς ορισμένες ανησυχίες που εκφράστηκαν πριν την έγκριση των οδηγιών, είναι σαφές ότι δεν έχει υπάρξει ουσιαστική αύξηση των δικαστικών προσφυγών για περιπτώσεις διακρίσεων. Ο αριθμός των κρουσμάτων που καταγγέλλονται είναι εν γένει χαμηλός και εκτιμάται ότι αποτελεί μόνο ένα μικρό ποσοστό των πραγματικών κρουσμάτων διακρίσεων σε ολόκληρη την ΕΕ. Σε ορισμένα, μάλιστα, κράτη μέλη τα σχετικά αριθμητικά στοιχεία είναι εξαιρετικά χαμηλά, καθώς δεν καταγγέλλονται ούτε διώκονται δικαστικά προφανή κρούσματα διακρίσεων. Τούτο αναδεικνύει την ανάγκη να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες στα θέματα της ευαισθητοποίησης και των καταγγελιών και να εξασφαλιστεί καλύτερη πρόσβαση σε μηχανισμούς καταγγελιών και προσφυγής στη δικαιοσύνη. Οι εθνικοί φορείς ισότητας θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο[34] ώστε οι διαδικασίες καταγγελιών να καταστούν πιο «φιλικές προς τον χρήστη» και η καταγγελία της διάκρισης πιο εύκολη για τα θύματα.

3.4 Πρόσβαση στη δικαιοσύνη

Η πρόσβαση σε αποτελεσματική και ταχεία απονομή δικαιοσύνης είναι θεμελιώδους σημασίας για τα θύματα διακρίσεων. Μεταξύ των φραγμών στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι η βραχεία προθεσμία υποβολής καταγγελίας διακρίσεων, η διάρκεια και το κόστος της προσφυγής, καθώς και ο μάλλον ανασταλτικός, για τα θύματα, αντίκτυπος της αρχής «ο ηττηθείς διάδικος πληρώνει» και η περιορισμένη διαθεσιμότητα του ευεργετήματος πενίας[35].

Το παράρτημα Ι της παρούσας έκθεσης παρέχει συγκεκριμένη καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο υποβολής καταγγελίας κρούσματος διάκρισης, με σκοπό την εξήγηση των δικαιωμάτων των θυμάτων σε απλή γλώσσα και απλό μορφότυπο, καθώς και την παροχή πρακτικών συμβουλών για τις απαιτούμενες ενέργειες σε περίπτωση διάκρισης.

3.5 Κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας

Οι δύο οδηγίες δεν επιφέρουν εναρμόνιση των κυρώσεων και των μέσων έννομης προστασίας όσον αφορά τις διακρίσεις, αλλά απαιτούν από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις και να μεριμνήσουν ότι προβλέπονται δικαστικές διαδικασίες για την επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις εν λόγω οδηγίες, και ενδεχομένως μια διοικητική διαδικασία που προηγείται της άσκησης προσφυγής. Τα αρχικά προβλήματα που αντιμετώπισαν πολλά κράτη μέλη σχετικά με την ορθή μεταφορά των κανόνων περί κυρώσεων[36] έχουν πλέον επιλυθεί και οι κυρώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία είναι εν γένει οι δέουσες. Ωστόσο, ακόμη υπάρχουν περιθώρια ανησυχίας όσον αφορά τη διάθεση μέσων έννομης προστασίας στην πράξη και το κατά πόσον οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις συμμορφώνονται πλήρως με τις απαιτήσεις των οδηγιών[37]. Φαίνεται ότι τα εθνικά δικαστήρια τείνουν να επιβάλλουν την κατώτερη κλίμακα κυρώσεων που προβλέπει η νομοθεσία όσον αφορά το επίπεδο και το ύψος της αποζημίωσης που επιδικάζεται[38]. Στην υπόθεση ACCEPT, το ΔΕΕ επεσήμανε ότι η οδηγία 2000/43/ΕΚ αποκλείει την εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας οι κυρώσεις είναι αμιγώς συμβολικές και ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις συνιστά παραβίαση της οδηγίας εάν προβλέπεται μόνο η δυνατότητα προειδοποίησης σε περίπτωση διακριτικής μεταχείρισης[39]. Υπό το πρίσμα αυτών των ζητημάτων, η Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά τα πρότυπα που εφαρμόζονται κατά τη χρήση των κυρώσεων και των μέσων έννομης προστασίας στα κράτη μέλη.

3.6 Ερμηνεία από τα δικαστήρια

Το ΔΕΕ στη νομολογία του έχει αποσαφηνίσει την ερμηνεία αμφότερων των οδηγιών. Οι περισσότερες υποθέσεις αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78/ΕΚ σχετικά με τις διακρίσεις λόγω ηλικίας, και ειδικότερα το άρθρο 6 παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δικαιολογείται εφόσον υπάρχει ένας θεμιτός στόχος και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Η νομολογία στον τομέα των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, αναπηρίας και φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής είναι λιγότερο ανεπτυγμένη, διότι είναι λιγότερες οι υποθέσεις που παραπέμπονται. Στις υποθέσεις που αφορούν αυτούς τους λόγους διάκρισης, το ΔΕΕ έχει εξετάσει βασικά ζητήματα, όπως η απαγόρευση της γενικής ανακοίνωσης εργοδότη σχετικά με πρόθεση διακριτικής μεταχείρισης, ο ορισμός της αναπηρίας ή ο αποκλεισμός ομόφυλων συντρόφων από παροχές στον εργασιακό τομέα που παρέχονται μόνο σε ετερόφυλα ζευγάρια. Το ΔΕΕ δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί επί διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων.

Τα κράτη μέλη αναφέρουν διάφορα επίπεδα εθνικής νομολογίας. Σε ορισμένα κράτη μέλη έχει προκύψει σημαντική νομολογία[40] χάρη στις οδηγίες και τακτικά παραπέμπονται υποθέσεις στο ΔΕΕ[41]. Άλλα κράτη μέλη αναφέρουν μικρό αριθμό υποθέσεων.[42]

Στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας έκθεσης παρέχεται επισκόπηση της σημαντικότερης νομολογίας του ΔΕΕ και αναδεικνύονται ορισμένες ενδιαφέρουσες υποθέσεις που εξετάστηκαν από εθνικά δικαστήρια.

4. ΚΟΙΝΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΟΔΗΓΙΩΝ

Εξαιρώντας ορισμένα στοιχεία που αφορούν επιμέρους λόγους διακριτικής μεταχείρισης[43], η διάρθρωση αμφότερων των οδηγιών και οι βασικές έννοιες είναι παρεμφερείς (ορισμοί, θετική δράση, ελάχιστες προϋποθέσεις, προάσπιση δικαιωμάτων, βάρος της απόδειξης, διάδοση των πληροφοριών, διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους και τις ΜΚΟ, κυρώσεις).

4.1 Έμμεσες διακρίσεις

Συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένου χαρακτηριστικού σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Η έννοια της έμμεσης διάκρισης είναι σύνθετη και πολλά κράτη μέλη δυσκολεύτηκαν στην αρχή προκειμένου να τη μεταφέρουν ορθά. Πλέον κατοχυρώνεται στη νομοθεσία, αλλά η εφαρμογή της στην πράξη εξακολουθεί να συνιστά πρόκληση. Ορισμένα κράτη μέλη[44], για να αποτυπώσουν τη διάσταση του προβλήματος, αναφέρουν ότι έχουν εκφραστεί ανησυχίες σχετικά με την έλλειψη σαφήνειας ή τη μη κατανόηση της έννοιας της έμμεσης διάκρισης στα εθνικά δικαστήρια. Άλλα κράτη μέλη[45] επισημαίνουν ότι ακόμη δεν διαθέτουν νομολογία που να παρέχει ερμηνεία της έμμεσης διάκρισης[46]. Στο Παράρτημα Ι της παρούσας έκθεσης παρέχονται παραδείγματα χαρακτηριστικών καταστάσεων έμμεσης διάκρισης.

4.2 Βάρος της απόδειξης

Ένα καίριο στοιχείο απαραίτητο για τη διασφάλιση της ορθής εξέτασης καταγγελιών διακρίσεων είναι η μετατόπιση του βάρους της απόδειξης ενώπιον των δικαστηρίων ή άλλων αρμόδιων αρχών[47]. Αυτό σημαίνει ότι όταν ένα άτομο που διατείνεται ότι υπήρξε θύμα διακριτικής μεταχείρισης μπορεί να θεμελιώσει τα γεγονότα ώστε να συνάγεται ότι υπήρξε διακριτική μεταχείριση, εναπόκειται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε διακριτική μεταχείριση. Αρχικά οκτώ κράτη μέλη αντιμετώπιζαν προβλήματα κατά την ορθή μεταφορά της έννοιας του βάρους της απόδειξης[48]. Ορισμένα κράτη μέλη[49] αναφέρουν ότι η ορθή εφαρμογή της αντιστροφής του βάρους της απόδειξης εξακολουθεί να συνιστά πρόκληση και είναι κάτι που δεν γνωρίζουν επαρκώς τα εθνικά δικαστήρια. Ένα κράτος μέλος, εν είδει παραδείγματος τρόπου αντιμετώπισης του εν λόγω προβλήματος, αναφέρει ότι εξετάζει το ενδεχόμενο συμπερίληψης της αντιστροφής του βάρους της απόδειξης στον κώδικα πολιτικής δικονομίας (και όχι μόνο στη νομοθεσία περί ίσης μεταχείρισης)[50]. Η Επιτροπή προάγει την ορθή εφαρμογή αυτής της έννοιας μέσω της παροχής κατάρτισης σε εθνικούς δικαστές και ασκούντες νομικά επαγγέλματα[51].

4.3 Θετική δράση

Οι οδηγίες ρητά επιτρέπουν στα κράτη μέλη, αλλά δεν τα υποχρεώνουν, να διατηρούν ή να θεσπίζουν ειδικά μέτρα για την πρόληψη ή αποζημίωση της δυσμενούς μεταχείρισης η οποία οφείλεται σε κάποιον από τους λόγους που καλύπτονται από τις οδηγίες[52]. Η θετική δράση πρέπει εξ ορισμού να ωφελεί τις ομάδες-στόχους. Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει κάποιου είδους θετική δράση εντός του πεδίου εφαρμογής των δύο οδηγιών[53], για παράδειγμα υπέρ ατόμων με αναπηρία ή υπέρ των Ρομά[54].

4.4 Πολλαπλές διακρίσεις

Στις οδηγίες δεν περιέχεται συγκεκριμένη διάταξη σχετικά με τις πολλαπλές διακρίσεις, αλλά αμφότερες αναφέρονται στο γεγονός ότι «οι γυναίκες είναι συχνά θύματα πολλαπλών διακρίσεων»[55]. Εντούτοις, οι οδηγίες ήδη επιτρέπουν την εξέταση του συνδυασμού δύο ή περισσοτέρων λόγων διακριτικής μεταχείρισης στην ίδια περίπτωση, μολονότι ενδέχεται να προκύψουν προβλήματα λόγω των διαφορετικών επιπέδων προστασίας που παρέχονται για κάθε λόγο διάκρισης δυνάμει των δύο οδηγιών, διότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΚ περιορίζεται μόνο σε ζητήματα απασχόλησης. Η Επιτροπή προσπάθησε να γεφυρώσει αυτό το κενό με την πρότασή της για νέα οδηγία το 2008[56].

4.5 Διακρίσεις λόγω σχέσης, εικασίας και αντίληψης

Το ΔΕΕ έχει ήδη αποφανθεί ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε διακρίσεις λόγω αναπηρίας μπορεί να εμπεριέχεται διάκριση λόγω σχέσης του ενάγοντα με άτομο που έχει αναπηρία, μολονότι ο ίδιος ο ενάγων δεν έχει αναπηρία[57]. Το σκεπτικό αυτό φαίνεται να είναι γενικής φύσεως και να ισχύει και για τους άλλους λόγους διακρίσεων που καλύπτονται από τις δύο οδηγίες.

Όπως υποδεικνύεται από την υφιστάμενη εθνική νομολογία[58], η Επιτροπή θεωρεί ότι οι οδηγίες επίσης απαγορεύουν καταστάσεις όπου το άτομο υπόκειται σε άμεση διάκριση βάσει εσφαλμένης αντίληψης ή εικασίας περί προστατευόμενων χαρακτηριστικών, για παράδειγμα, όταν δεν επιλέγεται ένας υποψήφιος σε μια θέση εργασίας διότι ο εργοδότης εσφαλμένα πιστεύει ότι ο υποψήφιος έχει συγκεκριμένη εθνοτική καταγωγή ή ότι είναι ομοφυλόφιλος.

4.6 Προστασία για όλους στην ΕΕ

Οι δύο οδηγίες καθιστούν σαφές ότι η απαγόρευση διακρίσεων ισχύει και για τους υπηκόους τρίτων χωρών, αλλά δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω εθνικότητας, και ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν την είσοδο και την παραμονή στη χώρα[59]. Πρόκειται για σημαντικό στοιχείο των οδηγιών, που υπογραμμίζει το γεγονός ότι η απαγόρευση των διακρίσεων προστατεύει όλους τους ανθρώπους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο τους πολίτες της ΕΕ. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, περιλαμβανομένων των απατρίδων[60], συχνά είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε διακρίσεις λόγω της κατάστασής τους[61]. Εντούτοις, ορισμένα προβλήματα δεν απορρέουν άμεσα από τη νομοθεσία, αλλά από τον τρόπο εφαρμογής της συναφούς νομοθεσίας επιτόπου. Η νομοθεσία θα πρέπει να συνδυάζεται και με τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής και χρηματοδότησης[62]. Τα κράτη μέλη αναφέρουν ότι η προστασία από διακρίσεις ισχύει για όλους στην επικράτειά τους βάσει των λόγων που τυγχάνουν προστασίας από τις δύο οδηγίες. Ορισμένα κράτη μέλη περιγράφουν τις πολιτικές τους για την ένταξη των μεταναστών και των υπηκόων τρίτων χωρών ως μέτρα πρόληψης των διακρίσεων.

5. πτυχεσ που αφορουν συγκεκριμενα την οδηγια περι φυλετικησ ισοτητασ (2000/43/ΕΚ)

5.1 Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής

Η οδηγία 2000/43/ΕΚ δεν ορίζει τις έννοιες της φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα ορίσουν τις εν λόγω έννοιες στο εθνικό τους δίκαιο[63]. Ορισμένα κράτη μέλη αναφέρονται μόνο σε «εθνοτική καταγωγή» ή «εθνότητα» και δεν χρησιμοποιούν καθόλου την έννοια της «φυλής» ή της «φυλετικής καταγωγής» στην εθνική τους νομοθεσία. Κατ’ αρχήν, η Επιτροπή δεν θεωρεί προβληματική αυτή την προσέγγιση της εφαρμογής της οδηγίας, στον βαθμό που είναι σαφές ότι δεν συνεπάγεται περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σε σύγκριση προς την οδηγία.

Ενίοτε υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής με διακρίσεις για άλλες αιτίες, ειδικότερα για την εθνικότητα, τη θρησκεία και τη γλώσσα. Η οδηγία 2000/43/ΕΚ δεν καλύπτει αυτή καθαυτή τη διάκριση βάσει εθνικότητας (εκτός εάν η διαφοροποίηση λόγω εθνικότητας ή γλώσσας αποδεικνύεται έμμεση διάκριση βάσει εθνοτικής καταγωγής) και η θρησκεία τυγχάνει προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2000/78/ΕΚ[64].

5.2 Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο η), απαγορεύονται οι διακρίσεις όσον αφορά την «πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό, και στην παροχή αυτών, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης». Η οδηγία εφαρμόζεται τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά ορισμένες ενέργειες των κρατών μελών (π.χ. των αστυνομικών αρχών) ενδέχεται να ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας χωρίς στοιχείο παροχής «υπηρεσίας» κατά την έννοια που αποδίδεται σε αυτό τον όρο στις Συνθήκες και στη νομολογία του ΔΕΕ.

Μια άλλη έννοια που ενίοτε εγείρει ερωτηματικά είναι η αναφορά σε αγαθά και υπηρεσίες «που είναι διαθέσιμα στο κοινό». Η απαίτηση να είναι «διαθέσιμα στο κοινό» μπορεί να ερμηνευθεί ότι αποκλείει καταστάσεις κατά τις οποίες η προσφορά παροχής ορισμένων αγαθών ή υπηρεσιών δεν πραγματοποιείται στη δημόσια σφαίρα (π.χ. μέσω διαφήμισης σε εφημερίδα ή σε δημόσια προσβάσιμο ιστότοπο), αλλά μόνο στον περιορισμένο κύκλο των μελών μιας οικογένειας.

5.3 Ο ρόλος των φορέων ισότητας

Δυνάμει της οδηγίας απαιτείται από τα κράτη μέλη να καταρτίσουν έναν φορέα ή φορείς με καθήκον την παροχή ανεξάρτητης συνδρομής σε θύματα διακρίσεων και να καταρτίζουν ανεξάρτητες εκθέσεις και έρευνες: όλα τα κράτη μέλη το έπραξαν[65]. Η υποχρέωση αυτή αφορά μόνο τις διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής (και λόγω φύλου, δυνάμει των οδηγιών περί ισότητας των φύλων[66]), αλλά όχι τις διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού. Ωστόσο, στα περισσότερα κράτη μέλη η εντολή των εθνικών φορέων ισότητας επεκτείνεται σε όλους αυτούς τους λόγους[67], και σε 15 κράτη μέλη επεκτείνεται πέραν όσων καλύπτει η ενωσιακή νομοθεσία (π.χ. εθνικότητα, γλώσσα, πολιτικό φρόνημα). Σε πολλά κράτη μέλη, ο φορέας ισότητας διαθέτει επίσης ευρύτερες εξουσίες από αυτές που απαιτούνται από την οδηγία ή, όσον αφορά τις διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού, διαθέτει αρμοδιότητες και πέραν του τομέα της απασχόλησης.

Υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αρμοδιότητες και τους πόρους αυτών των φορέων καθώς και τον τρόπο διάρθρωσής τους. Ορισμένοι φορείς ισότητας διαθέτουν συμβουλευτικό και παραινετικό ρόλο, ενώ άλλοι έχουν οιονεί δικαστικές αρμοδιότητες. Η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ότι οι φορείς ισότητας διαθέτουν τις εξουσίες και τους πόρους που απαιτούνται για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένου του καίριου στοιχείου της βοήθειας σε θύματα διακρίσεων. Καθώς πυκνώνουν οι σχετικοί προβληματισμοί, η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος διεξοδικά και ευρύτερα τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας (και των οδηγιών περί ισότητας των φύλων) στο θέμα των εθνικών φορέων ισότητας. Μεταξύ άλλων ελέγχεται εάν κάθε εθνικός φορέας ισότητας διαθέτει την απαιτούμενη εντολή και εξουσία, αλλά και αν πράγματι εκτελεί ουσιαστικά όλα τα καθήκοντα που περιγράφονται στην οδηγία[68].

5.4 Προστασία των Ρομά δυνάμει της οδηγίας

Η οδηγία 2000/43/ΕΚ εξετάζει συνολικά κάθε μορφή διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Οι Ρομά, ως ιδιαίτερα ευμεγέθης και ευάλωτη εθνοτική ομάδα, εμπίπτουν σαφέστατα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Η Επιτροπή έχει ήδη ασχοληθεί με προβλήματα που προκύπτουν άμεσα από τις εθνικές διατάξεις, κινώντας και διαδικασίες επί παραβάσει όταν κρίθηκε απαραίτητο[69]. Εντούτοις, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα οι Ρομά σπάνια οφείλονται άμεσα στη νομοθεσία[70], αλλά συνήθως απορρέουν από τον τρόπο της κατά τόπον εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας[71]. Αναδεικνύεται συνεπώς η ανάγκη να διευρυνθεί ο έλεγχος της Επιτροπής, κατά περίπτωση, ώστε να συμπεριλαμβάνει τις εθνικές πρακτικές που επιδρούν στην εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Μολονότι τα επιμέρους κρούσματα διακρίσεων πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου και από τα εθνικά δικαστήρια, η Επιτροπή παρακολουθεί εάν η διοικητική πρακτική των κρατών μελών συνεπάγεται συστηματική συμμόρφωση με την οδηγία.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι δεν αρκεί η νομοθεσία για την επίλυση του βαθιά ριζωμένου κοινωνικού αποκλεισμού των Ρομά και των προκαταλήψεων που ακόμη υπάρχουν εις βάρος τους. Η νομοθεσία πρέπει να συνδυάζεται με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Καίριο στοιχείο της προσπάθειας για την καταπολέμηση των διακρίσεων κατά των Ρομά σε επίπεδο ΕΕ στάθηκε η έγκριση του πλαισίου της ΕΕ για εθνικές στρατηγικές ένταξης των Ρομά έως το 2020.[72] Ακολούθησε η ετήσια παρακολούθηση από την Επιτροπή των εθνικών στρατηγικών που καταρτίστηκαν από τα κράτη μέλη. Οι τέσσερις βασικοί τομείς των εθνικών στρατηγικών για τους Ρομά (εκπαίδευση, απασχόληση, υγειονομική περίθαλψη και στέγαση) καλύπτονται στο σύνολό τους από την οδηγία. Η επίτευξη πλήρους ισότητας στην πράξη ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να προϋποθέτει θετική δράση συγκεκριμένα υπέρ των Ρομά, ειδικότερα στους ανωτέρω τέσσερις καίριους τομείς.

Παράλληλα, η Επιτροπή εξακολουθεί να αναπτύσσει περαιτέρω τη νομική προστασία μέσω της πρότασης σύστασης του Συμβουλίου για τους Ρομά, η οποία εκδόθηκε από το Συμβούλιο στις 9 Δεκεμβρίου 2013[73]. Προωθεί ένα ευρύ φάσμα ειδικών μέτρων στους τέσσερις βασικούς τομείς, καθώς και τη λήψη οριζόντιων μέτρων για τη βελτίωση της κατάστασης των πληθυσμών Ρομά και αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αποτελεσματική κατά τόπον πρακτική εφαρμογή της οδηγίας, συγκεκριμένα ενθαρρύνοντας τα κράτη μέλη να λάβουν περαιτέρω μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι εθνικοί, περιφερειακοί και τοπικοί διοικητικοί κανονισμοί τους δεν εισάγουν διακρίσεις και δεν οδηγούν σε πρακτικές κοινωνικού διαχωρισμού[74]. Η εν λόγω σύσταση θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της προστασίας από τις διακρίσεις και θα προαγάγει προδραστικά μέτρα.

Το ΔΕΕ ακόμη δεν έχει εκδώσει αποφάσεις σε υποθέσεις που αφορούν Ρομά[75], αλλά ενδιαφέρουσα νομολογία απαντάται σε εθνικό επίπεδο (βλέπε το Παράρτημα ΙΙ).

6. πτυχεσ που αφορουν συγκεκριμενα την οδηγια περι ισοτητασ στην απασχοληση (2000/78/ΕΚ)

6.1 Ηλικία

Κατά τη χρονική στιγμή έγκρισης της οδηγίας, η έννοια της διάκρισης λόγω ηλικίας στην απασχόληση και στον επαγγελματικό βίο ήταν νέα σε πολλά κράτη μέλη και προϋπέθετε αλλαγή της προσέγγισης των ζητημάτων της ηλικίας εκ μέρους των εργοδοτών. Η διάκριση λόγω ηλικίας στην απασχόληση εις βάρος ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας καθίσταται ολοένα και σημαντικότερο μέγεθος, λόγω των δημογραφικών αλλαγών στην Ευρώπη, οι οποίες είναι και το θεμέλιο των περισσότερων πρόσφατων νόμων που θέτουν θέμα ηλικίας, όπως η κατάργηση ή η αύξηση της ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, η θέσπιση αντικινήτρων για την πρόωρη συνταξιοδότηση και άλλα μέτρα ώστε να διατηρηθούν οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι στην αγορά εργασίας.

Το άρθρο 6 της οδηγίας προβλέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, αιτιολόγηση για τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας[76]. Εντούτοις, τυχόν παρέκκλιση πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο – συμπεριλαμβανομένων των στόχων της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης– και πρέπει τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Δεδομένου ότι η εν λόγω παρέκκλιση επιτρέπει σημαντικό βαθμό ευελιξίας στα κράτη μέλη, έχει αποτελέσει αντικείμενο σημαντικού αριθμού αποφάσεων-οροσήμων του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων, που φώτισαν περαιτέρω ορισμένες από τις προϋποθέσεις προκειμένου η διαφορετική μεταχείριση να είναι παραδεκτή.

Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας και της πρακτικής συνάφειας του εν λόγω πεδίου, στο παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας έκθεσης παρατίθεται επισκόπηση των ζητημάτων που άπτονται της ηλικίας[77].

6.2 Αναπηρία

Το ΔΕΕ έχει ήδη εκδώσει ορισμένες αποφάσεις ορόσημα σχετικά με διακρίσεις λόγω αναπηρίας. Στην υπόθεση Chacon Navas[78], το ΔΕΕ προέβη σε ορισμό της έννοιας της αναπηρίας και απεφάνθη ότι η ασθένεια καθαυτή δεν εμπίπτει στον εν λόγω ορισμό. Πιο πρόσφατα ωστόσο, στις υποθέσεις Ring and Skouboe Werge[79], το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η έννοια της αναπηρίας ενδέχεται να περιλαμβάνει και καταστάσεις που προκαλούνται από ανίατες ή ιάσιμες μακροχρόνιες ασθένειες. Το ΔΕΕ επίσης ενέταξε στην ερμηνεία του την έννοια της αναπηρίας όπως ορίζεται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία.

Η εν λόγω σύμβαση αποτελεί το πρώτο νομικά δεσμευτικό διεθνές νομικό μέσο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστη συμβαλλόμενο μέρος[80]. Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται από τη Σύμβαση εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της[81] και η οδηγία 2000/87/ΕΚ πρέπει, στον βαθμό του δυνατού, να ερμηνεύεται κατά τρόπο που συνάδει με τη Σύμβαση[82].

Η παροχή εύλογων προσαρμογών από τον εργοδότη για άτομα με αναπηρία[83] συνιστά ένα από τα βασικά στοιχεία της οδηγίας και η Επιτροπή έχει προβεί σε αυστηρή παρακολούθηση της ορθής μεταφοράς της στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο. Ορισμένα κράτη μέλη αρχικά αντιμετώπισαν προβλήματα εν προκειμένω[84]. Το ΔΕΕ απεφάνθη στις 4 Ιουλίου 2013[85] ότι ένα κράτος μέλος παραβίαζε την οδηγία λόγω μη ορθής μεταφοράς της διάταξης, διότι δεν καλύπτονταν όλα τα άτομα με αναπηρία, αλλά μέχρι τούδε έχουν περατωθεί όλες οι άλλες υποθέσεις.

6.3 Γενετήσιος προσανατολισμός

Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού συνιστούσε νέο στοιχείο για σχεδόν όλα τα κράτη μέλη κατά τη χρονική στιγμή της μεταφοράς της οδηγίας. Η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά ορισμένων κρατών μελών[86] λόγω ανεπαρκούς προστασίας από συναφείς διακρίσεις. Όλες οι υποθέσεις αυτές έχουν πλέον περατωθεί και όλα τα κράτη μέλη παρέχουν την απαιτούμενη προστασία.

Το ΔΕΕ έχει προβεί σε ερμηνεία των ορίων της διάκρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού σε ορισμένες αποφάσεις ορόσημα, όπως στις υποθέσεις Maruko και Römer[87], στις οποίες το ΔΕΕ κατέληξε ότι όταν το εθνικό δίκαιο θέτει τα πρόσωπα του ίδιου φύλου σε παρεμφερή κατάσταση με τους συζύγους, οι εθνικοί κανόνες που αρνούνται την καταβολή επιδομάτων σε σύντροφο του ίδιου φύλου ισοδύναμων με αυτών που χορηγούνται σε επιζώντα σύζυγο εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Η πρόσφατη υπόθεση ACCEPT[88] παρουσιάζει με σαφήνεια τις εναπομείνασες προκλήσεις στον εν λόγω τομέα, καθώς και την ανάγκη διαρκούς επαγρύπνησης ως προς την επιβολή της απαγόρευσης των διακρίσεων[89]. Στην εν λόγω υπόθεση το ΔΕΕ έκρινε ότι οι δημόσιες δηλώσεις του ιδιοκτήτη επαγγελματικής ομάδας ποδοσφαίρου στη Ρουμανία συνιστούσαν παραβίαση της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, όταν δήλωσε ότι δεν θα προσελάμβανε ποτέ ομοφυλόφιλο παίκτη.

6.4 Θρησκεία ή πεποιθήσεις

Η οδηγία απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων στον τομέα της απασχόλησης και παρέχει συναφή προστασία σε όλα τα άτομα που ασπάζονται οποιαδήποτε θρησκεία ή πεποίθηση. Εντούτοις, το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας επιτρέπει παρέκκλιση για τις εκκλησίες ή τις θρησκευτικές οργανώσεις ή τις οργανώσεις που εδράζονται σε πεποιθήσεις όταν πρόκειται για την ιδιότητά τους ως εργοδοτών. Επιτρέπεται στις εν λόγω οργανώσεις, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να θεσπίζουν ειδικές απαιτήσεις με γνώμονα τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις των απασχολούμενων σε αυτές. Οι εν λόγω απαιτήσεις (αποκαλούνται «επαγγελματικές απαιτήσεις») πρέπει να είναι ουσιώδεις, θεμιτές και δικαιολογημένες και δεν πρέπει να βασίζονται σε άλλα κριτήρια (για παράδειγμα στον γενετήσιο προσανατολισμό του απασχολούμενου). Η Επιτροπή έχει προβεί στην παρακολούθηση της συνοχής των εθνικών εκτελεστικών νόμων με την εν λόγω παρέκκλιση, η οποία πρέπει να τυγχάνει περιοριστικής ερμηνείας, εφόσον αφορά εξαίρεση. Αρχικά, έξι κράτη μέλη[90] αντιμετώπισαν προβλήματα κατά την ορθή εφαρμογή της παρέκκλισης, αλλά όλες οι διαδικασίες επί παραβάσει έχουν πλέον περατωθεί.

7. Συμπεράσματα και μελλοντική πορεία

Μέχρι σήμερα, όλα τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά των δύο οδηγιών στην εκάστοτε εγχώρια έννομη τάξη τους και για τη θέσπιση των διαδικασιών και των φορέων που είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή αυτών των οδηγιών. Οι διοικητικές και δικαστικές αρχές των κρατών μελών, καθώς και οι οικείοι φορείς ισότητας, βρίσκονται τώρα στην πρώτη γραμμή, όσον αφορά τη συστηματική εξασφάλιση πλήρους προστασίας για κάθε πρόσωπο σε κάθε τόπο. Εν προκειμένω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφενός θα παρακολουθεί στενά την εφαρμογή, αφετέρου θα παρέχει στήριξη στις αρχές των κρατών μελών. Η Επιτροπή θα συνεχίσει επίσης την παρακολούθησή της στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής της σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Η βασική πρόκληση είναι τώρα να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση σχετικά με την ήδη παρεχόμενη προστασία και να εξασφαλιστεί η καλύτερη πρακτική εφαρμογή και υλοποίηση των οδηγιών. Η Επιτροπή, από κοινού με τα κράτη μέλη και τους οικείους φορείς ισότητας, θα καταβάλλει συντονισμένη προσπάθεια για την πραγμάτωση όλων των δυνατοτήτων των οδηγιών όσον αφορά την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος για ίση μεταχείριση στην ΕΕ. Στόχος των τριών παραρτημάτων της παρούσας έκθεσης είναι να αποτελέσουν μια συμβολή σε αυτές τις προσπάθειες. Εντούτοις, δεν αρκεί μόνο η νομοθεσία για να διασφαλίσει την πλήρη ισότητα, επομένως πρέπει να συνδυαστεί με τη δέουσα δράση στον τομέα της πολιτικής. Ήδη διατίθεται χρηματοδότηση για δράσεις ευαισθητοποίησης και κατάρτισης στο πλαίσιο του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απασχόληση και την κοινωνική αλληλεγγύη (Progress), αλλά το εν λόγω έργο πρέπει να τύχει περαιτέρω ενίσχυσης από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, ώστε να εξασφαλίζονται απτές βελτιώσεις όσον αφορά την επίγνωση των δικαιωμάτων παντού στην ΕΕ.

Η ενίσχυση του ρόλου των εθνικών φορέων ισότητας ως ελεγκτικών μηχανισμών για την ισότητα μπορεί να συνεισφέρει καίρια στην αποτελεσματικότερη εφαρμογή και υλοποίηση των οδηγιών. Αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα των φορέων ισότητας και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να πραγματώσουν πλήρως τις δυνατότητές τους, θα ενισχυθεί σημαντικά η προώθηση της ίσης μεταχείρισης με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμη από τον καθένα στην ΕΕ, και μάλιστα ταχύτερα και λιγότερο δαπανηρά σε σύγκριση με την επιβολή δικαστικών αποφάσεων, για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (περιλαμβανομένων των κρατών μελών).

[1]               Οδηγία 2000/43/EΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180 της 19.7.2000, σ. 22) και οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303 της 2.12.2000, σ. 16).

[2]               COM(2006) 643 τελικό της 30.10.2006, σχετικά με την οδηγία 2000/43/EΚ.

[3]               COM(2008) 225 τελικό/2 της 8.7.2008, σχετικά με την οδηγία 2000/78/EΚ.

[4]               Άρθρο 17 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ και άρθρο 19 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.

[5]               Δυνάμει του άρθρου 25 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση ανά τριετία σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τη «Μη εισαγωγή διακρίσεων και την ιθαγένεια της Ένωσης», βλέπε COM(2013) 270 της 8.5.2013 σχετικά με την περίοδο υποβολής εκθέσεων 2011-2013. Η έκθεση που συντάχθηκε δυνάμει του άρθρου 25 περιέχει αναφορά στην παρούσα έκθεση, στο θέμα της απαγόρευσης των διακρίσεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 της ΣΛΕΕ.

[6]               Σύμφωνα με τα άρθρα που αναφέρονται στην υποσημείωση 4.

[7]               Οι φορείς ισότητας του Βελγίου, της Δανίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Αυστρίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησαν ξεχωριστά.

[8]               Ευρωπαϊκό Κέντρο Εργοδοτών και Επιχειρήσεων Παροχής Δημόσιων Υπηρεσιών (CEEP), BusinessEurope, Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (ΕΣΣΟ/ETUC), EUROCADRES και Ευρωπαϊκή Ένωση Βιοτεχνικών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΕΕΒΜΜΕ/UEAPME).

[9]               Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών, Πλατφόρμα Ευρωπαϊκών Κοινωνικών ΜΚΟ (Κοινωνική Πλατφόρμα), Ευρωπαϊκό Δίκτυο Θρησκείας και Πεποιθήσεων (ENORB), Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά του Ρατσισμού (ENAR), Διεθνής Ένωση Λεσβιών και Ομοφυλοφίλων – Παράρτημα Ευρώπης (ILGA-Europe), Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την τρίτη ηλικία (AGE Platform Europe), Ευρωπαϊκό Φόρουμ ατόμων με αναπηρία (EDF), Ανοικτή Κοινωνία, Διεθνής Αμνηστία και Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα δικαιώματα των Ρομά (ERRC). Επιπλέον, η Πλατφόρμα Διεθνούς Συνεργασίας για τους παράτυπους μετανάστες (PICUM) και το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Μουσουλμάνων Γυναικών απέστειλαν συνεισφορές ιδία πρωτοβουλία.

[10]             Το εν λόγω δίκτυο επικουρεί την Επιτροπή στον τομέα του δικαίου για την απαγόρευση των διακρίσεων.

[11]             Η οδηγία 2000/43/ΕΚ έπρεπε να έχει μεταφερθεί έως τις 19 Ιουλίου 2003 από την ΕΕ-15, έως την 1η Μαΐου 2004 από την ΕΕ-10, έως την 1η Ιανουαρίου 2007 από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και έως την 1η Ιουλίου 2013 από την Κροατία· η οδηγία 2000/78/ΕΚ έπρεπε να έχει μεταφερθεί έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 από την ΕΕ-15 και ως ανωτέρω για τα νέα κράτη μέλη. Ωστόσο, η οδηγία 2000/78/ΕΚ προέβλεπε έως και τρία επιπλέον έτη για τη μεταφορά των διατάξεων σχετικά με την ηλικία και την αναπηρία.

[12]             Δεν έχουν κινηθεί διαδικασίες επί παραβάσει κατά του Λουξεμβούργου· η εξέταση της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας και της Κροατίας είναι ακόμη εν εξελίξει.

[13]             Εκκρεμούν ακόμη διαδικασίες επί παραβάσει για μη συμμόρφωση κατά του Βελγίου και της Ρουμανίας (κατά του Βελγίου και για τις δύο οδηγίες, κατά της Ρουμανίας για την οδηγία 2000/78/ΕΚ).

[14]             Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013 στην υπόθεση C-312/11, Επιτροπή κατά Ιταλίας.

[15]             Τούτο καταδεικνύεται από τις πιο πρόσφατες διαδικασίες επί παραβάσει κατά δύο κρατών μελών (κατά της Ουγγαρίας σχετικά με την οδηγία 2000/78/ΕΚ το 2012 και κατά της Φινλανδίας σχετικά με την οδηγία 2000/43/ΕΚ το 2013). Η πρώτη περίπτωση αφορά τη μείωση της υποχρεωτικής ηλικίας συνταξιοδότησης για δικαστές, εισαγγελείς και συμβολαιογράφους· η δεύτερη αφορά την ανεπάρκεια των αρμοδιοτήτων του εθνικού φορέα ισότητας δυνάμει της οδηγίας 2000/43/ΕΚ. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ουγγαρία δεν συμμορφώθηκε με την οδηγία 2000/78/ΕΚ λόγω της σημαντικής μείωσης της ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης για δικαστές, εισαγγελείς και συμβολαιογράφους (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012 στην υπόθεση C-286/12, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας). Κατόπιν της απόφασης, η Ουγγαρία ενέκρινε τον νόμο T-9598 στις 11.3.2013 προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με την οδηγία και κατέστη δυνατή η περάτωση της υπόθεσης στις 20.11.2013.

[16]             Δύο υποθέσεις αφορούν την Ελλάδα και όρια ηλικίας στον δημόσιο τομέα που εισάγουν διακρίσεις, μία υπόθεση αφορά την Τσεχική Δημοκρατία και την ανεπαρκή προστασία από τις διακρίσεις για άτομα με αναπηρία που αναζητούν απασχόληση.

[17]             Οι δημοσιεύσεις της Επιτροπής καταρτίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο νομικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων και διατίθενται στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/justice/discrimination/document/index_en.htm#h2-7, οι εκθέσεις του Equinet διατίθενται στη διεύθυνση http://www.equineteurope.org και οι εκθέσεις του ΟΘΔ/FRA στη διεύθυνση http://fra.europa.eu.

[18]             Η χρηματοδότηση παρέχεται από το πρόγραμμα PROGRESS 2007-2013, απόφαση αριθ. 1672/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, για τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για την απασχόληση και την κοινωνική αλληλεγγύη – Ρrogress, ΕΕ L 315 της 15.11.2006. Η κατάρτιση επί του παρόντος διοργανώνεται από την Ακαδημία Ευρωπαϊκού Δικαίου στην Τεργέστη δυνάμει σύμβασης με την Επιτροπή, βλέπε στη διεύθυνση http://www.era.int.

[19]             Άρθρο 10 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ και άρθρο 12 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.

[20]             Σύμφωνα με την έρευνα EU-MIDIS του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων το 2010, μόνο το 25 % των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι γνώριζαν ότι υπάρχει νομοθεσία κατά των διακρίσεων, διαθέσιμη στην διεύθυνση http://fra.europa.eu/en/publications-and-resources.

[21]             Η αναγγελία θέσεων εργασίας δεν πρέπει να περιέχει προϋποθέσεις που εισάγουν διακρίσεις και που αφορούν, για παράδειγμα, την ηλικία ή την εθνοτική καταγωγή των αιτούντων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν δοκιμάσει να επιβάλουν τη χρήση ανώνυμων βιογραφικών σημειωμάτων κατά την υποβολή αίτησης για μια θέση εργασίας, ώστε να αποφεύγονται τυχόν προκαταλήψεις κατά την επιλογή υποψηφίων για συνέντευξη, όπως π.χ. το γερμανικό πιλοτικό έργο:

http://www.antidiskriminierungsstelle.de/DE/ThemenUndForschung/anonymisierte_bewerbungen/anonymisierte_bewerbungen_node.html

[22]             Για παράδειγμα η Βουλγαρία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Ισπανία. Επιπλέον, οι φορείς ισότητας της Αυστρίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Πολωνίας παρείχαν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά. Αρκετά κράτη μέλη αναφέρουν ότι για τα έργα ευαισθητοποίησης έχουν χρησιμοποιηθεί ενωσιακοί πόροι από το πρόγραμμα Progress.

[23]             Αυτή ήταν και μία από τις συστάσεις του ΟΘΔ/FRA στη γνωμοδότησή του 1/2013 σχετικά με τις δύο οδηγίες, η οποία διατίθεται στη διεύθυνση: http://fra.europa.eu/en/opinion/2013/fra-opinion-situation-equality-european-union-10-years-initial-implementation-equality.

[24]             Τα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ και τα άρθρα 13 και 14 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ τονίζουν τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων και των ΜΚΟ για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης.

[25]             Π.χ. η διαδικτυακή καθοδήγηση προς εργοδότες και εργαζόμενους που παρέχεται από την Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Equality and Human Rights Commission), διατίθεται στη διεύθυνση: http://www.equalityhumanrights.com/advice-and-guidance/new-equality-act-guidance/

[26]             Δεδομένα σχετικά με την ισότητα είναι τα δεδομένα που συλλέγονται σχετικά με ζητήματα ισότητας και διακρίσεων.

[27]             Τούτο δεν αφορά μόνο δεδομένα για τομείς που καλύπτονται από τις δύο οδηγίες, αλλά και δεδομένα που αφορούν το φύλο. Εάν τα κράτη μέλη δεν συλλέγουν δεδομένα ανάλογα με το φύλο, δεν θα είναι σε θέση να διαπιστώσουν εάν οι γυναίκες είναι συχνότερα θύματα ορισμένων ειδών διακρίσεων από ό,τι οι άνδρες.

[28]             Βλέπε επίσης την έκθεση του Equinet «Statistics on Discrimination and Database on Complaints. A contribution from national equality bodies» (Στατιστικά στοιχεία για τις διακρίσεις και βάση δεδομένων σχετικά με τις καταγγελίες. Μια συνεισφορά των εθνικών φορέων ισότητας), Δεκέμβριος 2009, διατίθεται στη διεύθυνση: http://www.equineteurope.org.

[29]             Το «situation testing» (εξακρίβωση της κατάστασης σε πραγματικές συνθήκες) είναι μια μέθοδος που συμβάλλει στην αποκάλυψη των κρουσμάτων διακρίσεων βάσει δοκιμής σύγκρισης ζευγών, π.χ. ενός δοκιμαστικού ζεύγους αιτήσεων για θέση εργασίας, χρησιμοποιώντας πανομοιότυπη αίτηση με μόνη διαφορά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που εξετάζεται ανά περίπτωση (π.χ. την ηλικία).

[30]             Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31-50. Η επικείμενη μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου της ΕΕ σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως έχει παρουσιαστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν θα επιφέρει τροποποιήσεις εν προκειμένω.

[31]             Όλες οι αναφορές σε δεδομένα σχετικά με την ισότητα στην παρούσα έκθεση πρέπει να νοούνται ως ανώνυμα δεδομένα που εξυπηρετούν στατιστικούς σκοπούς και σκοπούς απόδειξης, αποκλείοντας την ταυτοποίηση των φυσικών προσώπων στα οποία αναφέρονται.

[32]             Π.χ. η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Γαλλία, η Κροατία και η Ουγγαρία έχουν δημοσιεύσει έρευνες, εκθέσεις ή εγχειρίδια για τη συλλογή δεδομένων σχετικά με την ισότητα.

[33]             Έρευνα EU-MIDIS του 2010 από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, διατίθεται στη διεύθυνση http://fra.europa.eu/en/publications-and-resources.

[34]             Βλέπε την έκθεση του Equinet «Tackling the “Known Unknown” How Equality Bodies Can Address Under-Reporting of Discrimination through Communications» (Αντιμετωπίζοντας το «γνωστό άγνωστο»: πώς μπορούν οι φορείς ισότητας να καταπολεμήσουν την υποτονική καταγγελία κρουσμάτων μέσω της επικοινωνίας), διατίθεται στη διεύθυνση: http://www.equineteurope.org.

[35]             Τα εν λόγω προβλήματα διαπιστώνονται στο πλαίσιο σχετικών μελετών, π.χ. στη μελέτη του 2011 για λογαριασμό της Επιτροπής με τίτλο «Comparative study on access to justice in gender equality and anti-discrimination law» (Συγκριτική μελέτη σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη δυνάμει του δικαίου ισότητας των φύλων και καταπολέμησης των διακρίσεων), η ποία διατίθεται στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/justice/gender- equality/files/conference_sept_2011/final_report_access_to_justice_final_en.pdf και στην έκθεση του ΟΘΔ/FRA με τίτλο «Access to justice in cases of discrimination in the EU – Steps to further equality» (Πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε υποθέσεις διακρίσεων στην ΕΕ – Ανοδική κλιμάκωση της ισότητας), διατίθεται στη διεύθυνση: http://fra.europa.eu/en/publications-and-resources.

[36]             Π.χ. ορισμένα κράτη μέλη είχαν επιβάλει, εσφαλμένα, ανώτατο όριο για την αποζημίωση που επιδικάζεται σε περίπτωση διακρίσεων.

[37]             Μελέτες που αναφέρονται στην υποσημείωση 35, καθώς και εθνικές εκθέσεις ανεξάρτητων νομικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων, εθνικών φορέων ισότητας και του Equinet.

[38]             Π.χ. δεδομένα που έχουν συλλέξει ανεξάρτητοι νομικοί εμπειρογνώμονες από όλα τα κράτη μέλη, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο σύγκρισης και σύνοψης στην έκθεση «Developing Anti-Discrimination Law in Europe» (Ανάπτυξη της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων στην Ευρώπη), Οκτώβριος 2012, διατίθεται στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/justice/discrimination/document/index_en.htm#h2-7.

[39]             Απόφαση της 25ης Μαρτίου 2013 στην υπόθεση C-81/12 Asociatia Accept κατά Consiliul National pentru Combaterea Discriminarii. Το ΔΕΕ έκρινε ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει εάν ίσχυε κάτι τέτοιο.

[40]             Π.χ. στη Γερμανία.

[41]             Π.χ. στη Δανία και τη Γερμανία.

[42]             Π.χ. η Εσθονία αναφέρει ότι το διάστημα 2007-2011 τα εσθονικά δικαστήρια απεφάνθησαν επί μόνο τριών υποθέσεων σχετικά με διακρίσεις στον τομέα της απασχόλησης· η Φινλανδία αναφέρει ότι δεν υπάρχει αξιόλογη νομολογία σχετική με τον νόμο κατά των διακρίσεων και σπάνια κάποια υπόθεση διακριτικής μεταχείρισης εξετάζεται από ανώτερα δικαστήρια. Η Λετονία αναφέρει ότι δεν υπήρξαν ποινικές υποθέσεις το διάστημα 2009-2012 και ότι υπάρχουν από 44 έως 57 υποθέσεις ετησίως που άπτονται γενικότερα διακρίσεων και διαφορετικής μεταχείρισης. Η Μάλτα αναφέρει ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει συναφής νομολογία.

[43]             Όπως η έννοια των εύλογων προσαρμογών που αφορά μόνο τον τομέα της αναπηρίας.

[44]             Π.χ. η Ιρλανδία και η Δανία.

[45]             Π.χ. η Εσθονία, η Σλοβενία και η Φινλανδία.

[46]             Οι φορείς ισότητας επεσήμαναν στην κοινή τους παρέμβαση ότι υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη παρακολούθησης ώστε να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή της ερμηνείας της έμμεσης διάκρισης. Βλέπε την έκθεση του Equinet «Equality law in Practice – Report on the Implementation of the Race and General Framework Directives» (Η νομοθεσία περί ισότητας στην πράξη – έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας περί φυλετικών διακρίσεων και της γενικής οδηγίας πλαίσιο), Μάιος 2013, διατίθεται στη διεύθυνση: http://www.equineteurope.org.

[47]             Αυτό ισχύει μόνο στις αστικές υποθέσεις και όχι στις ποινικές.

[48]             Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Ιταλία, Κύπρος, Λιθουανία, Ουγγαρία, Μάλτα και Ρουμανία.

[49]             Βέλγιο, Μάλτα και Σλοβακία.

[50]             Σλοβακία.

[51]             Βλέπε υποσημείωση 18. Ένα από τα ζητήματα που εξετάζονται συγκεκριμένα στο πλαίσιο της κατάρτισης είναι το βάρος της απόδειξης στις υποθέσεις διακριτικής μεταχείρισης.

[52]             Άρθρο 5 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ και άρθρο 7 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ. Προβλέπουν ότι «Προκειμένου να πραγματωθεί η πλήρης ισότητα, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν ειδικά μέτρα με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής ή θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού αντίστοιχα.»

[53]             Μόνο η Λιθουανία ανέφερε ότι δεν έχουν εγκριθεί τέτοιου είδους μέτρα.

[54]             Αναφορικά με τη θετική δράση για τα άτομα με αναπηρία, τα κράτη μέλη αναφέρουν ότι έχουν τεθεί στόχοι ως προς την απασχόλησή τους στον δημόσιο τομέα. Η θετική δράση που αναφέρεται υπέρ των Ρομά εμφανίζει μεγαλύτερη διαφοροποίηση και καλύπτει τους τέσσερις βασικούς τομείς των εθνικών στρατηγικών για τους Ρομά (απασχόληση, στέγαση, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη). Στη σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με αποτελεσματικά μέτρα ένταξης των Ρομά στα κράτη μέλη, η οποία εκδόθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2013, έγγρ. του Συμβουλίου αριθ. 16970/13 διαθέσιμο στη διεύθυνση http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/en/lsa/139979.pdf (τα στοιχεία δημοσίευσης στην ΕΕ δεν είναι ακόμη διαθέσιμα) διατυπώνεται η σύσταση προς τα κράτη μέλη «αποσκοπώντας στην προώθηση της πλήρους ισότητας των Ρομά στην πράξη, να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα πολιτικής για την εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισής τους και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση, την απασχόληση, την υγειονομική περίθαλψη και τη στέγαση» (σημείο 1.1).

[55]             Αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ και αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ. Αμφότερες οι οδηγίες επίσης αναφέρουν την ανάγκη αξιολόγησης (σύμφωνα με την αρχή της ενσωμάτωσης της διάστασης του φύλου) του αντικτύπου στις γυναίκες και στους άνδρες των μέτρων που λαμβάνονται (άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ και άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ). Πολλά κράτη μέλη ισχυρίζονται ότι δεν διαθέτουν συναφείς πληροφορίες εν προκειμένω, αλλά η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και η Πολωνία παρείχαν ολοκληρωμένη πληροφόρηση.

[56]             Πρόταση οδηγίας για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, COM(2008) 426 τελικό.

[57]             Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση C-303/06 Coleman, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία 2000/78/ΕΚ παρέχει προστασία σε μητέρα τέκνου με αναπηρία από την παρενόχληση και τη διάκριση στον χώρο εργασίας, όπου τα προβλήματα οφείλονταν στο γεγονός ότι η μητέρα έχρηζε αυξημένων δικαιωμάτων απουσίας από την εργασία προκειμένου να φροντίσει το τέκνο της.

[58]             Βλέπε το παράρτημα II, σημείο 2γ.

[59]             Άρθρο 3 παράγραφος 2 αμφότερων των οδηγιών, αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ και αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.

[60]             Ως «υπήκοος τρίτης χώρας» νοείται πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, για παράδειγμα στην οδηγία 2011/98/ΕΕ.

[61]             Ακολουθούν υπό τύπον παραδείγματος οδηγίες που θεσπίζουν συγκεκριμένα το δικαίωμα των υπηκόων τρίτων χωρών σε ίση μεταχείριση, σε σύγκριση με τους υπηκόους του εκάστοτε κράτους μέλους: Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ L 16 της 23.1.2004, σ. 44), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2011/51/ΕΕ (ΕΕ L 132 της 19.5.2011, σ. 1) ώστε να καλύπτει τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας και οδηγία 2011/98/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους υπηκόους τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος μέλος (ΕΕ L 343 της 23.12.2011, σ. 1). Η τελευταία οδηγία περιέχει ρητή παραπομπή στις οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ στην αιτιολογική σκέψη 29.

[62]             Οι κοινές βασικές αρχές που διέπουν την ένταξη παρέχουν ένα πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ για την πολιτική συνεργασίας με σκοπό την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβάνοντας τον σεβασμό για την ισότητα και τη μη διάκριση. Το εν λόγω πλαίσιο έχει τύχει περαιτέρω ανάπτυξης μέσω της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την ένταξη, μέσω διαμοιβών μεταξύ των κρατών μελών και μέσω διαβουλεύσεων με ενδιαφερόμενα μέρη. Κοινές βασικές αρχές όσον αφορά την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ένταξη των μεταναστών, οι οποίες εγκρίθηκαν στις 19 Νοεμβρίου 2004, Doc 14615/04· Κοινό πρόγραμμα για την ένταξη, COM(2005) 389 τελικό· Ευρωπαϊκή ατζέντα για την ένταξη, COM(2011) 455 τελικό.

[63]             Το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρει έναν ορισμό της «φυλής» στην ενότητα 9 παράγραφος 1 του νόμου περί ισότητας του 2010 (Equality Act) (η διατύπωση είναι η ακόλουθη: «Race includes (a) colour; (b) nationality; (c) ethnic or national origins [Η έννοια της φυλής περιλαμβάνει α) το χρώμα το δέρματος· β) την εθνικότητα· γ) την εθνοτική ή εθνική καταγωγή], ενώ η έννοια της «εθνοτικής ή εθνικής καταγωγής» εμπεριέχεται στον ορισμό της «φυλής» και δεν διευκρινίζεται περαιτέρω. Η Σουηδία αναφέρει έναν ορισμό της «εθνοτικής ταυτότητας» ως «εθνική ή εθνοτική καταγωγή, χρώμα του δέρματος ή άλλα παρεμφερή στοιχεία» στον νόμο της περί διακρίσεων. Κάποια κράτη μέλη αναφέρονται στην ερμηνεία που περιέχεται σε εθνικές προπαρασκευαστικές πράξεις, στην εθνική νομολογία ή στις διεθνείς συμβάσεις, ειδικότερα στη Διεθνή Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικής διάκρισης, η οποία επίσης αναφέρεται στο προοίμιο της οδηγίας.

[64]             Η έκθεση του Equinet με τίτλο «Equality Law in Practice – Comparative analysis of discrimination cases in Europe» (Το δίκαιο περί ισότητας στην πράξη – Συγκριτική ανάλυση υποθέσεων διακρίσεων στην Ευρώπη) αποδεικνύει με μια περιπτωσιολογική μελέτη που αξιολογήθηκε από εθνικούς φορείς ισότητας πόσο δυσδιάκριτο μπορεί να είναι το όριο μεταξύ διαφορετικών λόγων διάκρισης. Διατίθεται στη διεύθυνση http://www.equineteurope.org.

[65]             Εντούτοις, εκκρεμούν διαδικασίες επί παραβάσει κατά του Βελγίου και της Φινλανδίας αναφορικά με ανεπαρκείς αρμοδιότητες του εθνικού φορέα ή των εθνικών φορέων ισότητας, αλλά στο Βέλγιο σύντομα αναμένεται να διευθετηθεί το ζήτημα.

[66]             Οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών, ΕΕ L 373 της 21.12.2004, σ. 37 και οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση), ΕΕ L 204 της 26.7.2006, σ. 23.

[67]             Όλα τα κράτη μέλη εκτός Δανίας, Ιταλίας, Μάλτας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Φινλανδίας. Στη Δανία, ωστόσο, το Δανικό Συμβούλιο Ίσης Μεταχείρισης, ένας ανεξάρτητος διοικητικός φορέας καταγγελιών, διαθέτει αρμοδιότητες επί ευρέος φάσματος λόγων διακρίσεων, περιλαμβανομένου του συνόλου των λόγων που αναφέρονται στην οδηγία 2000/78/ΕΚ.

[68]             Κατά τη διάρκεια της εν λόγω εξέτασης ζητήθηκε από αρκετά κράτη μέλη να παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συνδρομή σε θύματα διάκρισης και ως προς τις καταρτισθείσες εκθέσεις και τις διενεργηθείσες έρευνες. Μέχρι τούδε, έχει κινηθεί διαδικασία επί παραβάσει κατά της Φινλανδίας (σχετικά με την απουσία αρμόδιου φορέα ισότητας στον τομέα της απασχόλησης, όπως ορίζει η οδηγία 2000/43/ΕΚ).

[69]             Για παράδειγμα, η Επιτροπή αμφισβήτησε μια διάταξη της ρουμανικής νομοθεσίας η οποία φαινόταν να επιτρέπει μια ειδική κατηγορία έμμεσης διάκρισης στον τομέα της διαχείρισης της γης και της χωροταξίας. Η διατύπωση της διάταξης ήταν ουδέτερη μεν, αλλά φαινόταν να θίγει συγκεκριμένα τους Ρομά.

[70]             Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν υφίσταται νομοθεσία ή μέτρα που εισάγουν διακρίσεις συγκεκριμένα κατά των Ρομά δεν έχει σημασία εάν υπάρχει ρητή αναφορά στους Ρομά ή εάν χρησιμοποιείται διαφορετική ορολογία (π.χ. «νομάδες»), εάν είναι προφανές ότι τα μέτρα στοχοποιούν τους Ρομά.

[71]             Όχι απαραίτητα μόνο της νομοθεσίας περί ίσης μεταχείρισης, αλλά και άλλων νόμων που θίγουν την ίση μεταχείριση στους τομείς που καλύπτει η οδηγία (π.χ. νομοθεσία περί κοινωνικής στέγασης όσον αφορά την πρόσβαση στη στέγαση).

[72]             COM(2011) 173 τελικό της 5.4.2011.

[73]             Έγγρ. του Συμβουλίου αριθ. 16970/13 διαθέσιμο στη διεύθυνση http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/en/lsa/139979.pdf (τα στοιχεία δημοσίευσης της σύστασης στην ΕΕ δεν είναι ακόμη διαθέσιμα).

[74]             Σημείο 2.1 της σύστασης.

[75]             Η υπόθεση C-394/11 Belov, η πρώτη υπόθεση διάκρισης κατά Ρομά που παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο, χαρακτηρίστηκε «μη παραδεκτή» από το Δικαστήριο στις 31 Ιανουαρίου 2013, εφόσον ο βουλγαρικός φορέας ισότητας (που παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο) δεν θεωρήθηκε δικαστήριο κατά την έννοια της Συνθήκης.

[76]             Ειδικές συνθήκες για νεότερους και μεγαλύτερους εργαζόμενους, καθορισμός ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας και καθορισμός ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη.

[77]             Βασίζεται σε στοιχεία που συνεισέφεραν τα κράτη μέλη καθώς και συναφή ενδιαφερόμενα μέρη, και σε έκθεση που δημοσίευσε η Επιτροπή το 2011, με τίτλο «Age and Employment» (Ηλικία και απασχόληση), στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/justice/discrimination/document/index_en.htm#h2-7

[78]             Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-13/05, Chacοn Navas.

[79]             Απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-335/11 και C-337/11, Ring and Skouboe Werge.

[80]             Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέγραψε τη Σύμβαση στις 30 Μαρτίου 2007 και η Σύμβαση άρχισε να ισχύει ως προς την ΕΕ στις 22 Ιανουαρίου 2011. Η πρώτη περιοδική έκθεση της ΕΕ σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία προβλέπεται να εκδοθεί το 2014.

[81]             Αναφέρονται ρητά στο Παράρτημα ΙΙ της απόφασης 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΕΕ L 23 της 27.1.2010, σ. 35).

[82]             Βλέπε τις σκέψεις 28-32 της απόφασης Ring and Skouboe Werge που αναφέρεται ανωτέρω στην υποσημείωση 79.

[83]             Οι εύλογες προσαρμογές συνεπάγονται την υποχρέωση για τον εργοδότη να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με αναπηρία να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.

[84]             Βέλγιο, Εσθονία, Κύπρος, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία.

[85]             Ιταλία. Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013 στην υπόθεση C-312/11, Επιτροπή κατά Ιταλίας. Σε συνέχεια της απόφασης, η Ιταλία τροποποίησε τη νομοθεσία της και η τροποποίηση αυτή εξετάζεται επί του παρόντος από την Επιτροπή.

[86]             Τσεχική Δημοκρατία, Λετονία, Πολωνία, Σλοβακία, Φινλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.

[87]             Απόφαση της 1ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-267/06 Maruko κατά Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen και απόφαση της 10ης Μαΐου 2011 στην υπόθεση C-147/08 Römer κατά Freie und Hansestadt Hamburg.

[88]             Απόφαση της 25ης Μαρτίου 2013 στην υπόθεση C-81/12 Asociatia Accept κατά Consiliul National pentru Combaterea Discriminarii.

[89]             Βλέπε την πρόσφατη έρευνα του ΟΘΔ/FRA σε ολόκληρη την ΕΕ σχετικά με τις εμπειρίες διακρίσεων, βίας και παρενόχλησης εις βάρος λεσβιών, αμφιφυλόφιλων, ομοφυλόφιλων, διεμφυλικών και μετεμφυλικών (ΛΟΑΔΜ), που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2013, και διατίθεται στη διεύθυνση: http://fra.europa.eu/en/publication/2013/eu-lgbt-survey-european-union-lesbian-gay-bisexual-and-transgender-survey-results, και την έκθεση προοπτικής του 2013 του δικτύου Equinet με τίτλο «Equality bodies promoting equality & non-discrimination for LGBTI people» (Φορείς ισότητας που προάγουν την ισότητα και την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των ΛΟΑΔΜ), που διατίθεται στη διεύθυνση www.equineteurope.org και αποσκοπεί στην αναβάθμιση του έργου των φορέων ισότητας για την προαγωγή της ισότητας και την καταπολέμηση των διακρίσεων εις βάρος των ΛΟΑΔΜ.

[90]             Γερμανία, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Σλοβενία, Φινλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.

Top