EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010DC0286

Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της ΕΕ της σύστασης 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (Σύσταση σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του 2009) {COM(2010) 284 τελικό} {COM(2010) 285 τελικό} {SEC(2010) 671}

/* COM/2010/0286 τελικό */

52010DC0286




[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 2.6.2010

COM(2010) 286 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της ΕΕ της σύστασης 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (Σύσταση σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του 2009)

{COM(2010) 284 τελικό}{COM(2010) 285 τελικό}{SEC(2010) 671}

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της ΕΕ της σύστασης 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (Σύσταση σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του 2009)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Αν και το επίπεδο των αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αποτελεί εδώ και καιρό αντικείμενο πολλών συζητήσεων, έως πρόσφατα δεν είχε δοθεί παρά ελάχιστη προσοχή στο βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό και στην ανεπαρκή προσαρμογή των ετήσιων πρόσθετων αποδοχών/μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών προς τους κινδύνους στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών[1].

Όμως, υπάρχει πλέον ευρεία συναίνεση ότι η ίδια η φιλοσοφία των ετήσιων πρόσθετων αποδοχών (bonus) ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου καθώς, λόγω της απουσίας ρητρών περί «ποινής» (malus) ή ανάκτησης «clawback», οι εισπράττοντες μπορούν απλώς να ενθυλακώνουν μέρος των κερδών που αποφέρουν στην επιχείρηση χωρίς να επωμίζονται τις συνέπειες οποιωνδήποτε ζημιών σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου.

Αυτά τα προβλήματα της πολιτικής αποδοχών στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν περιορίζονται στις αμοιβές των διευθυντικών και διοικητικών στελεχών, αλλά εκτείνονται και σε καθεστώτα αποδοχών σε άλλα επίπεδα, που αφορούν κυρίως πρόσωπα για τα οποία η ανάληψη κινδύνου είναι μέρος της δουλειάς τους (π.χ. χρηματιστές), και των οποίων το μεταβλητό μέρος της αμοιβής αποτελεί συνάρτηση των επιδόσεών τους.

Στην από 4ης Μαρτίου ανακοίνωσή της, με θέμα «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης»[2], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι θα ενισχύσει τη σύστασή της του έτους 2004 σχετικά με τις αποδοχές των διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών και θα παρουσιάσει και νέα σύσταση σχετικά με τις αποδοχές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ώστε να αντιμετωπιστούν τα κίνητρα εκτροπών στο σύνολο των επιχειρήσεων.

Υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής της ομάδας G-20 στο Λονδίνο[3], η σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών εγκρίθηκε στις 30 Απριλίου 2009[4]. Η Επιτροπή υπήρξε το πρώτο μέλος της ομάδας G-20 που εφάρμοσε τα συμπεράσματα της ομάδας σχετικά με την πολιτική αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ο κύριος στόχος της νέας σύστασης είναι να εξασφαλίζεται ότι οι πολιτικές αποδοχών των χρηματοπιστωτικών οργανισμών δεν ενθαρρύνουν την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων και εναρμονίζονται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η σύσταση καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα σε τέσσερις βασικούς τομείς: (i) διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών, (ii) διακυβέρνηση, (iii) κοινοποίηση της πολιτικής αποδοχών, (iv) εποπτεία[5].

Πρόθεση της Επιτροπής ήταν να ενεργήσει ταχέως και να στείλει στα κράτη μέλη και στους παράγοντες της αγοράς το σθεναρό και άμεσο πολιτικό μήνυμα ότι είναι ανάγκη να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο χάραξης και υλοποίησης της πολιτικής αποδοχών.

Επίσης, η Επιτροπή τάχθηκε υπέρ της εφαρμογής της σύστασης στο σύνολο του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του κάθε χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η περιορισμένη εφαρμογή των νέων αρχών (παραδείγματος χάρη μόνο σε τράπεζες και σε επιχειρήσεις επενδύσεων) δεν θα κάλυπτε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που επίσης μπορεί να έχουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενώ η εφαρμογή εσφαλμένων πολιτικών για κίνητρα που προκαλούν την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου σε αυτούς τους οργανισμούς θα μπορούσε να έχει τις ίδιες επιπτώσεις όπως στην περίπτωση των τραπεζών και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Επιπλέον, η εφαρμογή αρχών για ορθές πρακτικές αποδοχών σε περιορισμένο τμήμα του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων τομέων που ανταγωνίζονται για την προσέλκυση στελεχών με παρεμφερή προσόντα στην ίδια αγορά εργασίας.

Ο στόχος της παρούσας έκθεσης, την εκπόνηση της οποίας η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ολοκληρώσει εντός ενός έτους από την έγκριση της σύστασής της, είναι η εκτίμηση του βαθμού στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει το πλαίσιο που απαιτείται για την εφαρμογή των βασικών αρχών της σύστασης του έτους 2009σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προώθηση της εφαρμογής της παρούσας σύστασης έως την 31η Δεκεμβρίου 2009.

Η παρούσα έκθεση βασίζεται στις απαντήσεις των κρατών μελών σε ερωτηματολόγιο της Επιτροπής. Η έκθεση συμπληρώνεται από έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, το οποίο συνοδεύει την έκθεση και περιέχει πίνακες στους οποίους αποτυπώνεται ο βαθμός στον οποίο τα κράτη μέλη εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύσταση.

2. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

16 κράτη μέλη (BE, BG, CY, DE, ES, FR, HU, IT, LT, LV, LU, MT, NL, RO, SE, UK) θέσπισαν εθνικά μέτρα σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής. Από τα υπόλοιπα 11 κράτη μέλη (AT, CZ, DK, EE, EL, FI, IE PL, PT, SI, SK) τα έξι ανέφεραν ότι βρίσκονται σε διαδικασία εκπόνησης ή θέσπισης σχετικών εθνικών μέτρων σε αυτόν τον τομέα.

Σε έξι κράτη μέλη (DE, FR, IT, MT, NL, UK) εφαρμόστηκαν ήδη αρχές ορθής πολιτικής αποδοχών για τις πρόσθετες αποδοχές του έτους 2009. Σε άλλα κράτη μέλη οι αρχές αυτές προβλέπεται ότι θα εφαρμοστούν από τους σχετικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς εντός του έτους 2010.

Μόνο επτά κράτη μέλη (BE, FR, HU, LT, LV, NL, SE) θέσπισαν εθνικά μέτρα που καλύπτουν όλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Στα υπόλοιπα εννέα κράτη μέλη το πεδίο εφαρμογής των εθνικών μέτρων διαφοροποιείται σημαντικά, ωστόσο σε όλα καλύπτει τα πιστωτικά ιδρύματα.

Και τα 16 κράτη μέλη θέσπισαν εθνικά μέτρα που αποβλέπουν στην προσαρμογή των πολιτικών για τις αποδοχές προς τους κινδύνους και την εναρμόνισή τους με το μακροπρόθεσμο συμφέρον των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Πάντως, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στο περιεχόμενο και στο βαθμό λεπτομέρειας των εθνικών διατάξεων που διέπουν τη διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών.

Μικρό πλήθος κρατών μελών εφάρμοσαν πλήρως σημαντικές συστάσεις που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση, όπως αυτές που αφορούν τον ρόλο των (εποπτικών) συμβουλίων ή τα προσόντα και την πείρα των μελών των επιτροπών καθορισμού αποδοχών.

Το περιεχόμενο των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Σε αρκετά κράτη μέλη έχει ανακοινωθεί ότι επίκειται η θέσπιση νομοθεσίας που αποβλέπει στην επέκταση των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης.

3. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ

3.1. Αντικείμενο και γενικά θέματα

16 κράτη μέλη (BE, BG, CY, DE, ES, FR, HU, IT, LT, LV, LU, MT, NL, RO, SE, UK) θέσπισαν εθνικά μέτρα σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής. 11 κράτη μέλη (AT, CZ, DK, EE, EL, FI, IE PL, PT, SI, SK) δεν είχαν ακόμη θεσπίσει συγκεκριμένα εθνικά μέτρα κατά τη στιγμή της σύνταξης της παρούσας έκθεσης. Ωστόσο, από αυτά τα 11 κράτη μέλη, τα έξι (CZ, DK, EE, FI, IE και PT) ανέφεραν ότι βρίσκονται σε διαδικασία εκπόνησης ή θέσπισης σχετικών εθνικών μέτρων[6], ιδίως ενόψει της μελλοντικής αναθεώρησης της οδηγίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων[7].

Από τα κράτη μέλη που δεν έχουν λάβει ακόμη συγκεκριμένα μέτρα και δεν βρίσκονται σε διαδικασία να το πράξουν, η AT και η EL προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι διαθέτουν ήδη αρκετές εθνικές διατάξεις σχετικά με τις αποδοχές. Όμως οι διατάξεις αυτές αφορούν το γενικό εταιρικό δίκαιο ή την εταιρική διακυβέρνηση και δεν καλύπτουν ειδικά τα θέματα που θίγει η σύσταση της επιτροπής σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Η SK ανέφερε ότι, κατά την εκτίμησή της, η κανονιστική ρύθμιση των αποδοχών δεν είναι απαραίτητη, εάν ληφθούν υπόψη τα χαμηλά επίπεδα των αποδοχών των διευθυντικών στελεχών των σλοβακικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, η περιορισμένη επίπτωσή τους στη σταθερότητα και το περιορισμένο μέγεθος του κλάδου της επενδυτικής τραπεζικής και των επενδυτικών υπηρεσιών.

Η PL δεν κρίνει σκόπιμο να παρέμβει στην παρούσα φάση στα καθεστώτα αποδοχών των ιδιωτικών εταιρειών, και επαφίεται στη σύνεση και στην υπευθυνότητα των αρμόδιων οργάνων των επιχειρήσεων όσον αφορά την ένταξη αρχών της σύστασης στους κανόνες τους για την εταιρική διακυβέρνηση και στις βέλτιστες επιχειρηματικές πρακτικές τους. Πάντως, η PL προγραμματίζει να θέσει σε εφαρμογή εθνικές αρχές σχετικά με την πολιτική αποδοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων μετά την αναθεώρηση της οδηγίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων.

Με την εξαίρεση έξι κρατών μελών (DE, FR, IT, MT, NL, UK) στα οποία έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή αρχές ορθής πολιτικής αποδοχών στις πρόσθετες αμοιβές που δόθηκαν το 2009, οι σχετικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί των περισσοτέρων κρατών μελών πρόκειται να εφαρμόσουν αρχές ορθής πολιτικής αποδοχών εντός του 2010.

Αν και το σύνολο των 16 κρατών μελών που θέσπισαν συγκεκριμένα εθνικά μέτρα σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής συμπεριέλαβαν τα πιστωτικά ιδρύματα στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω μέτρων, μόνο επτά κράτη μέλη (BE, FR, HU, LT, LV, NL, SE) θέσπισαν εθνικά μέτρα που καλύπτουν όλες τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Στα υπόλοιπα εννέα κράτη μέλη το πεδίο εφαρμογής των εθνικών μέτρων διαφοροποιείται σημαντικά:

- σε έξι κράτη μέλη (BU, CY, ES, IT[8], MT, RO) τα μέτρα καλύπτουν μόνο τα πιστωτικά ιδρύματα·

- σε ένα κράτος μέλος (UK) τα μέτρα καλύπτουν επίσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων·

- σε ένα κράτος μέλος (DE) τα μέτρα καλύπτουν επίσης τον τομέα των ασφαλίσεων και τις επιχειρήσεις επενδύσεων·

- σε ένα κράτος μέλος (LU) τα μέτρα καλύπτουν όλες τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις πλην εκείνων του τομέα των ασφαλίσεων.

Σε αρκετά κράτη μέλη έχει τεθεί κατώφλι ή όρος μεγέθους πέραν των οποίων ενεργοποιείται η εφαρμογή του συνόλου των κανόνων ή ορισμένων πιο αυστηρών κανόνων. Στην IT, τον Οκτώβριο του 2009, η Τράπεζα της Ιταλίας όρισε τους έξι μεγάλους τραπεζικούς ομίλους οι οποίοι, πέραν των κανονισμών που ισχύουν για όλες τις τράπεζες, οφείλουν να συμμορφώνονται με τα πρότυπα εφαρμογής που θέσπισε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) το Σεπτέμβριο του 2009. Στο UK, ο κώδικας αποδοχών (Remuneration Code) που είναι ενσωματωμένος στο εγχειρίδιο (Handbook) της Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (FSA) εφαρμόζεται σε περίπου 26 από τις μεγαλύτερες τράπεζες, στεγαστικές τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες που εδρεύουν στο UK.

Σε δύο κράτη μέλη (DE, ES), οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που καλύπτονται καλούνται να καθορίσουν μόνοι τους το βαθμό κάλυψής τους (αυτοαξιολόγηση). Στη DE, όλοι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που καλύπτονται οφείλουν να συμμορφώνονται προς γενικές υποχρεώσεις που συνδέουν τις πολιτικές αποδοχών με την ορθή διαχείριση της επικινδυνότητας και με μακροπρόθεσμους στόχους. Ωστόσο, κάθε χρηματοπιστωτικός οργανισμός καθορίζει μόνος του, βάσει ανάλυσης επικινδυνότητας, εάν πρέπει να εφαρμόσει ειδικές απαιτήσεις. Όπως διατείνεται η DE, «η ανάλυση πρέπει να χαρακτηρίζεται από πειστικότητα, πληρότητα και διαφάνεια έναντι των τρίτων.».

Και τα 16 κράτη μέλη εφαρμόζουν τις αρχές σε εκείνες τις κατηγορίες προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. Ωστόσο, αρκετά κράτη μέλη (BG, CY, HU, IT, MT, NL, RO, SE, UK), ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (CEBS), προχώρησαν περισσότερο και συμπεριέλαβαν όλες τις κατηγορίες προσωπικού, με ιδιαίτερη έμφαση σε υψηλόβαθμα και άλλα στελέχη που αναλαμβάνουν κινδύνους. Μερικά κράτη μέλη (BE, DE, IT[9], SE) ζήτησαν από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να καταρτίσουν μόνοι τους κατάλογο με τις κατηγορίες προσωπικού που επηρεάζουν σημαντικά τα χαρακτηριστικά επικινδυνότητας στην επιχείρησή τους. Πέραν της παράθεσης παραδειγμάτων (π.χ. υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη ή ελεγκτικές λειτουργίες), κανένα κράτος μέλος δεν παρέθεσε ορισμό για τις κατηγορίες προσωπικού που επηρεάζει ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά επικινδυνότητας[10],[11].

Στα περισσότερα κράτη μέλη (εκτός της FR), οι εθνικές διατάξεις για τις αποδοχές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θεσπίστηκαν μέσω πράξης της εποπτικής αρχής. Η πράξη μπορεί να έχει τη μορφή σύστασης ή δεσμευτικής νομικής πράξης στις περιπτώσεις που στην εποπτική αρχή έχει δοθεί η εξουσία να θεσπίζει υποχρεωτικούς κανόνες και αρχές. Στη FR εκδόθηκε κανονισμός (Arrêté) από το υπουργείο οικονομικών. Αρκετά κράτη μέλη διευκρίνισαν ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού με τις υποχρεώσεις αυτές, οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν εποπτικά μέτρα, π.χ. να απαιτούν τη διόρθωση των συστημάτων αποδοχών («ποιοτικά μέτρα») ή να ζητούν κεφαλαιακές προσαυξήσεις («ποσοτικά μέτρα»). Σε ορισμένα κράτη μέλη οι συστάσεις για θέματα εποπτείας εφαρμόζονται μέσω νομοθετικής ρύθμισης, επειδή εντάσσονται στις γενικές εξουσίες/δικαιώματα που εκχωρούνται στις αρμόδιες αρχές. Σε κάποιες περιπτώσεις οι υποχρεώσεις δημοσιοποίησης ενσωματώνονται σε κώδικες εταιρικής διακυβέρνησης (κυρίως όταν αφορούν διοικητικά στελέχη εισηγμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών).

Αρκετά κράτη μέλη (BG, DE, ES, UK) διευκρίνισαν ότι τα ισχύοντα εποπτικά μέτρα τελούν υπό την επιφύλαξη επικείμενης εθνικής νομοθεσίας. Σε τρία κράτη μέλη (DE, FR και NL) τα εθνικά μέτρα συνοδεύονταν από πρόσθετες δεσμεύσεις του κλάδου, ενσωματωμένες σε επαγγελματικό κώδικα.

Στις περιπτώσεις όπου θεσπίστηκαν εθνικά μέτρα, όλα τα κράτη μέλη ανέφεραν ότι τα μέτρα θα ισχύουν για τους οικείους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς μεμονωμένα και σε ενοποιημένη βάση[12]. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΕ, τα μέτρα δεν καλύπτουν παραρτήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών του ΕΟΧ που λειτουργούν στην επικράτεια κράτους μέλους της ΕΕ.

Όλα τα κράτη μέλη που θέσπισαν εθνικά μέτρα συμπεριέλαβαν σε αυτά κάποια «δοκιμασία αναλογικότητας», ώστε να λαμβάνονται υπόψη η φύση, το μέγεθος, καθώς και το συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Επίσης, σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής, και τα 16 κράτη μέλη εξαίρεσαν από το πεδίο εφαρμογής των εθνικών μέτρων τους τα τέλη και τις προμήθειες.

3.2. Διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών

Και τα 16 κράτη μέλη εφάρμοσαν τις γενικές υποχρεώσεις που περιέχονται στα σημεία 3.1 και 3.2 της σύστασης της Επιτροπής. Στο σημείο 3.1 διατυπώνεται η γενική υποχρέωση σύνδεσης της πολιτικής αποδοχών με την ορθή διαχείριση κινδύνου ενώ το σημείο 3.2 αποβλέπει στην εναρμόνιση των πολιτικών για τις αποδοχές με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του κάθε χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Ωστόσο, η ES περιόρισε το πεδίο εφαρμογής του σημείου 3.2 στα εκτελεστικά στελέχη και τα μέλη διοικητικών συμβουλίων[13]. Το UK ανέφερε ότι εφάρμοσε «υπόρρητα» το σημείο 3.2 (λόγω του συνολικότερου κώδικά του).

Αν και το σύνολο των 16 κρατών μελών εφάρμοσαν το σημείο 4.1, που αφορά την ανάγκη για ισόρροπη σχέση μεταξύ των σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών (με την εξαίρεση της ES, η οποία συμπεριέλαβε τον προαναφερόμενο περιορισμό), μόνο σε τέσσερα κράτη μέλη (BE, LU, MT, NL) θεσπίστηκε υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να ορίζουν ανώτατο όριο για τη μεταβλητή συνιστώσα.

15 κράτη μέλη (εξαιρουμένης της RO) εφάρμοσαν το σημείο 4.2 που αφορά την πολιτική πρόσθετων αποδοχών. Η HU εφάρμοσε εν μέρει μόνο τη σύσταση, καθώς δεν θέσπισε κάποιον κανόνα που να προβλέπει τη δυνατότητα περιστολής των πρόσθετων αποδοχών.

Αν και το σύνολο των 16 κρατών μελών εφάρμοσαν το σημείο 4.3, που αφορά την αναστολή καταβολής της μεταβλητής συνιστώσας, έξι κράτη μέλη (BG, CY, HU, LV, MT, και RO), δεν συμπεριέλαβαν καμία πρόβλεψη για την ελάχιστη περίοδο αναστολής. Η IT συμπεριέλαβε σχετική πρόβλεψη μόνο για τις έξι μεγαλύτερες τράπεζες. Η LT δεν εφάρμοσε αυτή τη διάταξη στον τομέα των ασφαλίσεων.

Και τα 16 κράτη μέλη εφάρμοσαν το σημείο 4.4, που αφορά την προσαρμογή της υπό αναστολή μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών προς τους κινδύνους, αλλά η LT δεν συμπεριέλαβε τον τομέα των ασφαλίσεων στο πεδίο εφαρμογής των μέτρων που θέσπισε.

Δύο από τα 16 κράτη μέλη (RO και MT) δεν εφάρμοσαν το σημείο 4.5, που αφορά τις πληρωμές τις σχετιζόμενες με τη λύση σύμβασης. Η LT περιόρισε το πεδίο εφαρμογής, εξαιρώντας τον κλάδο των ασφαλίσεων. Η FR περιόρισε το πεδίο εφαρμογής στα διοικητικά και διευθυντικά στελέχη των εισηγμένων εταιρειών.

Μόνο έξι κράτη μέλη (BE, DE, ES, LU, MT, NL) εφάρμοσαν το σημείο 4.6, που αφορά την επιστροφή αποδοχών οι οποίες καταβλήθηκαν βάσει στοιχείων που αποδείχθηκαν ανακριβή και τη δυνατότητα επανείσπραξης μέρους (ή του συνόλου) της μεταβλητής συνιστώσας. Οι BG, CY και HU περιόρισαν την επιστροφή αποδοχών μόνο σε περιπτώσεις απάτης. Η IT περιόρισε το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που θέσπισε μόνο στις έξι σημαντικότερες τράπεζες. Η LT δεν την εφάρμοσε στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας. Πέντε χώρες (FR, LV, RO, SE, UK) δεν εφάρμοσαν της σύστασης.

Τρία κράτη μέλη (BG, MT και RO) δεν εφάρμοσαν το σημείο 4.7, που αφορά την ανάγκη επικαιροποίησης της διάρθρωσης της πολιτικής αποδοχών με την πάροδο του χρόνου.

Και τα 16 κράτη μέλη εφάρμοσαν το σημείο 5.1, που αφορά τη μέτρηση των επιδόσεων.

Οκτώ κράτη μέλη (BE, DE, ES, FR, IT, LU, NL, UK) εφάρμοσαν το σημείο 5.2, που αφορά τον καθορισμό πολυετούς πλαισίου για την αξιολόγηση των επιδόσεων. Η LV εφάρμοσε τη σύσταση, αλλά προέβλεψε παρέκκλιση για τις συμβάσεις εργασίας διαρκείας συντομότερης από την περίοδο που καλύπτουν οι επιδόσεις. Η RO δεν εφάρμοσε τη σύσταση. Οι BG, CY, HU, LT, MT και SE εφάρμοσαν εν μέρει τη σύσταση, καθώς δεν προέβλεψαν συγκεκριμένο πολυετές πλαίσιο, αλλά αρκέστηκαν να ζητήσουν να λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμες επιδόσεις και οι τρέχοντες και οι μελλοντικοί κίνδυνοι.

Και τα 16 κράτη μέλη εφάρμοσαν το σημείο 5.3, που αφορά την προσαρμογή της μέτρησης των επιδόσεων στους κινδύνους. Ωστόσο, οι NL δεν όρισαν ειδικώς ότι η προσαρμογή στους κινδύνους πρέπει να λαμβάνει υπόψη το κόστος των απασχολούμενων κεφαλαίων και τη ρευστότητα που απαιτείται. Η LT δεν εφάρμοσε τη σύσταση αυτή στον τομέα των ασφαλίσεων.

Και τα 16 κράτη μέλη εφάρμοσαν το σημείο 5.4, που αφορά τη συνεκτίμηση μη χρηματοοικονομικών κριτηρίων κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων.

Οι ουσιώδεις διαφοροποιήσεις στην εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο μιας τόσο θεμελιώδους παραμέτρου, όπως η διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών, αποτελούν ανησυχητικό στοιχείο. Οι διαφοροποιήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες στις περιπτώσεις των κρατών μελών (FR, DE, IT, NL, SE, UK) που έχουν εφαρμόσει τους αυστηρότερους κανόνες των προτύπων εφαρμογής του FSB[14].

3.3. Διακυβέρνηση

Όσον αφορά το σημείο 6.1, σχετικά με την ανάγκη πρόβλεψης μέτρων για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων και με τη θέσπιση υποχρεώσεων επί των διαδικασιών για τον καθορισμό των αποδοχών, η μόνη χώρα που δεν την εφάρμοσε είναι η ES. Επίσης, η MT και οι NL την εφάρμοσαν εν μέρει, καθώς είτε δεν συμπεριέλαβαν καμία ειδική πρόβλεψη για τις συγκρούσεις συμφερόντων (ΣΣ - MT) είτε περιόρισαν το πεδίο εφαρμογής στα μέλη του συμβουλίου και προέβλεψαν περιοριστικό κατάλογο πιθανών περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων (NL).

Και τα 16 κράτη μέλη θέσπισαν εθνικά μέτρα για την εφαρμογή του σημείου 6.2, που αφορά τον ρόλο του συμβουλίου. Ωστόσο, δύο κράτη μέλη (BE και MT) εφάρμοσαν εν μέρει μόνο τη σύσταση καθώς δεν θέσπισαν πρόβλεψη για τον καθορισμό των αποδοχών των διοικητικών στελεχών από το (εποπτικό) συμβούλιο. Επίσης, στη FR, το συμβούλιο καθορίζει τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών μόνο σε επιχειρήσεις που λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις.

Μόνο η RO δεν εφάρμοσε το σημείο 6.3, που αφορά τη συμμετοχή των λειτουργιών ελέγχου και, κατά περίπτωση, των τμημάτων ανθρώπινων πόρων ή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων στο σχεδιασμό της πολιτικής αποδοχών. Εξάλλου, η DE και η LT δεν την εφάρμοσαν στον τομέα των ασφαλίσεων. Επιπλέον, η LT εξαίρεσε και τις τράπεζες από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που θέσπισε.

Από τα 16 κράτη μέλη, μόνο επτά (BE, FR, LV, LU, NL, SE, UK) εφάρμοσαν πλήρως το σημείο 6.4, που αφορά την εμπειρογνωμοσύνη και τα προσόντα του (εποπτικού) συμβουλίου και των μελών της επιτροπής αποδοχών. Η LT δεν εφάρμοσε τη σύσταση στα πιστωτικά ιδρύματα και στις ασφαλιστικές εταιρείες. Σε άλλα κράτη μέλη (BG, CY, DE, ES, IT) υπάρχουν μόνο γενικές διατάξεις για τα προσόντα και την ανεξαρτησία των μελών της επιτροπής αποδοχών ή των λειτουργιών ελέγχου.

Όσον αφορά το σημείο 6.5, που αφορά την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών από τις υπηρεσίες ελέγχου, η μόνη χώρα που δεν την εφάρμοσε είναι η ES.

13 κράτη μέλη (BE, BU, CY, ES, FR, IT, LV, LU, MT, NL, RO, SE, UK) εφάρμοσαν τη σύσταση 6.6, που αφορά τα μέλη του προσωπικού τα οποία συμμετέχουν σε ελεγκτικές διαδικασίες. Η DE την εφάρμοσε στα πιστωτικά ιδρύματα και στις εταιρίες επενδύσεων, αλλά μόνο εν μέρει στον τομέα των ασφαλίσεων (δεν θέσπισε διατάξεις για τις αποδοχές του ελεγκτικού προσωπικού). Στη LT δεν καλύπτεται πλήρως το περιεχόμενο της σύστασης στον τομέα των ασφαλίσεων. Η HU επίσης εφάρμοσε μόνο εν μέρει τη σύσταση, καθώς δεν πρόβλεψε συγκεκριμένους κανόνες για τις αποδοχές όσον αφορά τις λειτουργίες ελέγχου, πέραν εκείνων που αφορούν την ανεξαρτησία τους από τις επιχειρηματικές μονάδες.

Συνολικά, το επίπεδο της εφαρμογής των σημείων 6.2 και 6.4 δεν είναι ικανοποιητικό και, λαμβανόμενης υπόψη της σημασίας τους, κρίνεται προβληματικό.

3.4. Δημοσιοποίηση της πολιτικής αποδοχών

Όσον αφορά το σημείο 7, που περιέχει γενική υποχρέωση δημοσιοποίησης, η μόνη χώρα που δεν την εφάρμοσε ήταν η ES, η οποία όμως ενημέρωσε ότι καταρτίζει νομοθεσία επί του θέματος. Η LT την εφάρμοσε εν μέρει, καθώς δεν θέσπισε ειδικές διατάξεις για τον τομέα των ασφαλίσεων.

Το σημείο 8 εξειδικεύει περαιτέρω το περιεχόμενο των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης. Επτά κράτη μέλη (BE, FR, IT, LV, LU, SE, UK) εφάρμοσαν πλήρως τη σύσταση. Η DE την εφάρμοσε πλήρως στα πιστωτικά ιδρύματα και στις εταιρίες επενδύσεων, αλλά μόνο εν μέρει στον τομέα των ασφαλίσεων (δεν υπάρχει πρόβλεψη για αναλυτική δημοσιοποίηση). Οι χώρες BG, CY, LT, MT, NL και RO την εφάρμοσαν εν μέρει, καθώς είτε κάποιες υποχρεώσεις απουσιάζουν είτε το πεδίο εφαρμογής δεν καλύπτει το σύνολο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών ή των κατηγοριών προσωπικού (π.χ. μόνο τα διοικητικά στελέχη)/μορφών νομικής υπόστασης (π.χ. μόνο τις εισηγμένες εταιρίες). Η ES και η HU δεν εφάρμοσαν τη σύσταση.

3.5. Εποπτεία

Το σημείο 11 καλεί τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης μιας ένδειξης συμμόρφωσης. Από τα 16 κράτη μέλη, μόνο η ES δεν συμμορφώθηκε με αυτή τη σύσταση. Η LT δεν προέβλεψε ειδικό κανόνα για τις ασφαλιστικές εταιρείες.

Το σημείο 12 καλεί τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να ζητούν / να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που κρίνουν απαραίτητες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Από τα 16 κράτη μέλη που θέσπισαν εθνικά μέτρα, μόνο η HU δεν εφάρμοσε αυτή τη σύσταση.

4. ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Στην ανακοίνωση[15] που συνοδεύει τις προαναφερθείσες συστάσεις, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι αποτελούν μόνο το πρώτο στάδιο στη στρατηγική της Επιτροπής για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, και ότι θα ακολουθήσει η θέσπιση νομοθεσίας σε επίπεδο ΕΕ.

Τον Ιούλιο του 2009 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων[16], η οποία επιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, των πολιτικών για τις αποδοχές στα πιστωτικά ιδρύματα. Εν μέσω κρίσης, η Επιτροπή δίνει προτεραιότητα στα νομοθετικά μέτρα στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι εκεί εμφανίστηκαν οι ισχυρότερες ενδείξεις για τις αρνητικές επιπτώσεις των κινήτρων με εσφαλμένη στόχευση.

Στην πρότασή της, η Επιτροπή επιδιώκει να μετουσιώσει σε νομοθετικές απαιτήσεις της ΕΕ τις αρχές που περιέχονται στη Σύστασή της σχετικά με την πολιτική αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι αρχές τραπεζικής εποπτείας επιφορτίζονται με την επιτήρηση των πολιτικών για τις αποδοχές και τους εκχωρείται η εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις σε τράπεζες που δεν συμμορφώνονται με τις νέες απαιτήσεις. Θα έχουν στη διάθεσή τους αρκετά μέτρα για τον κολασμό της μη συμμόρφωσης, π.χ. θα μπορούν να υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να περιορίσουν τους εγγενείς κινδύνους συγκεκριμένων συστημάτων αποδοχών, να επιβάλλουν κυρώσεις ή, ως έσχατο μέτρο, κεφαλαιακές προσαυξήσεις.

Η γενική συμφωνία που εγκρίθηκε κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών (ECOFIN) το Νοέμβριο του 2009 αποδεικνύει την αποφασιστικότητα της ΕΕ να αναλάβει δράση επί του θέματος. Λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσθετα πρότυπα εφαρμογής του FSB σχετικά με τις αποδοχές που εγκρίθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2009, τα κράτη μέλη συμφώνησαν να τα αποτυπώσουν πιστά στην πρόταση για την αναθεώρηση της οδηγίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων[17].

Εν τω μεταξύ, παρόμοιες διατάξεις σχετικά με την πολιτική αποδοχών προωθήθηκαν από κράτη μέλη στην πρόταση οδηγίας που αφορά τους Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων («αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου»)[18].

Επί του παρόντος και οι δύο προτάσεις τελούν υπό συζήτηση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5. Συμπερασματα

Παρόλο που, λόγω της κρίσης, αναπτύχθηκε δυναμική προς την πραγματοποίηση ουσιαστικής μεταρρύθμισης στον τομέα των πολιτικών για τις αποδοχές, μόνο 16 κράτη μέλη εφάρμοσαν πλήρως ή εν μέρει τη σύσταση της Επιτροπής. Ενώ σε έξι κράτη μέλη προχωρεί η διαδικασία θέσπισης μέτρων για την προώθηση της εφαρμογής της σύστασης, σχετικά σημαντικό πλήθος κρατών μελών δεν έχουν δρομολογήσει ακόμη τη λήψη μέτρων, ή τα μέτρα που έλαβαν δεν είναι ικανοποιητικά. Μόνο επτά κράτη μέλη εφαρμόζουν σχετικά μέτρα σε ολόκληρο τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι ουσιώδεις διαφορές της εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο ενός στοιχείου τόσο θεμελιώδους σημασίας όπως η διάρθρωση της πολιτικής για τις αποδοχές προκαλούν ανησυχίες.

Ως εκ τούτου, για την αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες. Απαραίτητη προϋπόθεση για επιτυχημένη μεταρρύθμιση είναι να υπάρξει πραγματική αλλαγή νοοτροπίας στον τρόπο που με τον οποίο ο τομέας χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προκρίνει τα κίνητρα που παρέχει στο προσωπικό του (από τους υπαλλήλους έως τα στελέχη). Ορισμένοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εξέφρασαν ήδη την αντίθεσή τους σε μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον τομέα και εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται την παροχή πρόσθετων αμοιβών με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και ως τον πλέον επικερδή τρόπο για την παροχή κινήτρων στο προσωπικό τους. Όντως, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν ζωτικό συμφέρον στην παγίωση της νοοτροπίας της παροχής πρόσθετων αμοιβών με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα προκειμένου να διατηρούν έναν ιδιαίτερα ευέλικτο χώρο εργασίας[19]. Οι εργαζόμενοι στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα αλλάξουν τη στάση τους ως προς την ανάληψη κινδύνου μόνο εάν ξέρουν ότι η χρονική περίοδος που θα καλύπτει η αξιολόγησή τους θα είναι αρκετά μακρά, και ότι το ύψος των αποδοχών τους θα μειώνεται σημαντικά όταν αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους.

Εκτός από την επικείμενη νομοθεσία, για να εξασφαλιστεί η τήρηση κοινής προσέγγισης εντός της ΕΕ απαιτείται εποπτική καθοδήγηση. Επίσης, για να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, θα απαιτηθεί εποπτική σύγκλιση στο πλαίσιο της Επιτροπής της Βασιλείας.

Όσον αφορά τις πρακτικές που ακολουθούν οι ίδιοι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, στο παρόν στάδιο δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί εάν και σε ποιο βαθμό εφαρμόζονται εκ μέρους τους στην πράξη ορθές πολιτικές αποδοχών. Είναι πολύ νωρίς, και οι περισσότερες κανονιστικές αλλαγές βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Αν και κάποιοι χρηματοπιστωτικοί κανονισμοί έχουν αρχίσει να τροποποιούν τις πρακτικές τους για τις αποδοχές, δεδομένων των ανησυχιών που εκφράζουν για τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η μετάβαση για τις επιχειρήσεις που θα υιοθετήσουν πρώτες τις νέες πρακτικές, δεν θεωρείται πιθανό ότι θα αναλάβουν τη δέσμευση να προβούν σε μακροπρόθεσμη, συνολική μεταρρύθμιση της πολιτικής αποδοχών μέχρι τη θέσπιση της επικείμενης νομοθεσίας σε αυτόν τον τομέα[20]. Παρά το γεγονός ότι από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ανακοινώνονται προς τα έξω και «προβάλλονται μεθοδευμένα» κάποιες αλλαγές στην πολιτική αποδοχών τους, ιδίως όσον αφορά τα διοικητικά στελέχη τους[21], οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή δημοσιοποιούνται σχετικά με τις ατομικές αποδοχές σε πιο χαμηλόβαθμο επίπεδο και σχετικά με τη διάρθρωση των αποδοχών αυτών είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες.

Από την πλευρά της, η Επιτροπή σχεδιάζει:

- να προτείνει τη θέσπιση παρόμοιων νομοθετικών μέτρων για τις αποδοχές στον τομέα των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ασφαλίσεις, ΟΣΕΚΑ) εντός του 2010 ή στις αρχές του 2011·

- να μεριμνήσει ώστε τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταλήξουν σύντομα σε συμφωνία επί των εκκρεμών νομοθετικών προτάσεων που αφορούν θέματα αποδοχών και να αναλάβει την αυστηρή παρακολούθηση της μελλοντικής εφαρμογής τους από τα κράτη μέλη·

- να διασφαλίσει, μέσω της συμμετοχής της στο Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και στην ομάδα χωρών G-20, την αποτελεσματική εφαρμογή παρόμοιων μέτρων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για το θέμα αυτό·

- να επανεξετάζει την κατάσταση σε τακτική βάση, και να διατηρήσει το δικαίωμα λήψης πρόσθετων μέτρων, εάν και όταν είναι ανάγκη.

[1] Το έτος 2008 η τρίτη ομάδα για τη χάραξη πολιτικής σε θέματα διαχείρισης κινδύνου του αντισυμβαλλομένου (Counterparty Risk Management Policy Group III - CRMPG III), που συγκροτήθηκε στις ΗΠΑ με αντικείμενο την ανάλυση της κρίσης της πιστωτικής αγοράς, στην έκθεσή της καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα καθεστώτα αποδοχών του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών συγκαταλέγονται στους πέντε βασικούς παράγοντες που συνετέλεσαν στη χρηματοπιστωτική κρίση. Η CRMPG III υπογράμμισε την ανάγκη της ορθής εναρμόνισης των κινήτρων όσον αφορά τις αμοιβές προς τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κάθε χρηματοπιστωτικού οργανισμού καθώς και της αποθάρρυνσης βραχυπρόθεσμων υπερβολών στην ανάληψη κινδύνου. Σε επίπεδο ΕΕ, η έκθεση Larosière κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, συνιστώντας την επικέντρωση της προσοχής στη διάρθρωση της πολιτικής αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και «την εναρμόνιση των κινήτρων όσον αφορά τις αμοιβές με τα συμφέροντα των μετόχων και τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία μιας επιχείρησης συνολικά» .

[2] Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 4ης Μαρτίου 2009, στο εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» - COM(2009) 114 τελικό.

[3] Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ομάδας G-20, Λονδίνο, 2 Απριλίου 2009, παράγραφος 15.

[4] Σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, (ΕΕ L 120 της 15.05.2009, σ. 22).

[5] Αναλυτική περιγραφή του περιεχομένου της σύστασης παρέχεται στο έγγραφο εργασίας SEC(2010) 671 των υπηρεσιών της Επιτροπής, που συμπληρώνει την παρούσα έκθεση.

[6] Για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης, η ανάλυση περιορίζεται στα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει εθνικά μέτρα σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής.

[7] COM(2009) 362. Περισσότερες πληροφορίες παρατίθενται στο κεφάλαιο 4 της παρούσας έκθεσης.

[8] Από την Ιταλία αναφέρθηκε ότι στο κράτος αυτό υπάρχουν ορισμένες γενικές αρχές σχετικά με τις αμοιβές για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και τις επενδυτικές δραστηριότητες, οι οποίες θα μπορούσε να εφαρμοστούν και στις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (κοινός κανονισμός της Τράπεζας της Ιταλίας και της Consob, που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2007).

[9] Μόνο για τις 6 μεγαλύτερες ιταλικές τράπεζες.

[10] Σημειώνεται πάντως ότι η SE διευκρίνισε πως «οι εργαζόμενοι ενέργειες των οποίων μπορεί να έχουν σημαντική επίπτωση στην έκθεση της επιχείρησης σε κίνδυνο ορίζονται ως: οι εργαζόμενοι που ανήκουν σε κατηγορία προσωπικού τα μέλη της οποίας, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, επηρεάζουν ή μπορούν να επηρεάσουν σε βαθμό όχι αμελητέο την έκθεση της επιχείρησης σε κινδύνους.

[11] Στο UK θεωρείται ότι οι καλυπτόμενοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί περιλαμβάνουν «πρόσωπα που επιτελούν ρόλους με σημαντική επιρροή σε μια επιχείρηση (και τα οποία ως εκ τούτου πρέπει να είναι εγκεκριμένα για να ασκούν τους συγκεκριμένους ρόλους) και εργαζομένους οι δραστηριότητες των οποίων έχουν, ή θα μπορούσε να έχουν, σημαντική επιρροή στα χαρακτηριστικά επικινδυνότητας για την επιχείρηση.». Εργαζόμενος που ανήκει στην δεύτερη κατηγορία θεωρείται ότι καλύπτεται από τα μέτρα, εάν οι συνολικές απολαβές του για το 2009 αναμένεται ότι θα υπερβούν το 1 εκατομμύριο αγγλικές λίρες.

[12] Με την επιφύλαξη, σε ορισμένες περιπτώσεις, των ειδικών κανόνων του εργασιακού και/ή του φορολογικού δικαίου των τρίτων χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις του ομίλου.

[13] Η Ισπανία προέβαλε το επιχείρημα ότι. λαμβάνοντας υπόψη i) ότι η πολιτική αποδοχών δεν έχει αναδειχθεί σε πρόβλημα στην Ισπανία, και ii) την ανάγκη για την εξασφάλιση συνοχής με τις ευρωπαϊκές νομοθετικές εξελίξεις, τελεί εν αναμονή της έκδοσης των σχετικών οδηγιών της ΕΕ, προκειμένου να τις εφαρμόσει.

[14] Υπάρχουν και άλλες διαφορές, που οφείλονται σε συγκεκριμένες εθνικές διατάξεις ή σε περιπτώσεις διάσωσης χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αλλά είναι πιο εξειδικευμένες και πιο περιορισμένου αντικειμένου.

[15] COM(2009) 211 της 30.04.2009.

[16] COM(2009) 362.

[17] Βλ. συμφωνία που επιτεύχθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2009 κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών.

[18] COM(2009) 207 της 30.04.2009.

[19] Οι πρόσθετες αποδοχές με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα συνεπάγονται βραχυπρόθεσμες συμβάσεις εργασίας. Έχοντας τη δυνατότητα να μειώνουν το πλήθος των εργαζομένων τους οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του έτους, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ενισχύουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών του προσωπικού και διατηρούν τα αποθεματικά πρόσθετων αποδοχών στα συγκεκριμένα επίπεδα σύμφωνα με το πνεύμα αυτής της νοοτροπίας της κινητικότητας.

[20] Στην πρόσφατη έκθεση του IIF αναφέρεται ότι αν και «έχει σημειωθεί πρόοδος προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης των αποδοχών με τις αρχές των IIF/FSB, θα χρειαστεί να γίνουν ακόμη πολύ περισσότερα. Ενώ η πλειονότητα των επιχειρήσεων που εξετάστηκαν συνδέουν τις αποδοχές με τις επιδόσεις και χρησιμοποιούν την πρακτική της αναστολής της καταβολής αποδοχών, οι περισσότερες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εναρμόνιση των αποδοχών με τον χρονικό ορίζοντα κατά τον οποία ενέχεται κίνδυνος για τα έσοδα, και στην ενσωμάτωση του κεφαλαιουχικού κόστους και των παραγόντων κινδύνου στην αξιολόγηση των επιδόσεων» .

[21] Εδώ περιλαμβάνονται εθελούσιοι περιορισμοί ή οροφές στις πρόσθετες αμοιβές ή στις αποζημιώσεις τύπου «χρυσού αλεξίπτωτου» για τα κορυφαία εκτελεστικά στελέχη, η δωρεά σημαντικών ποσών για φιλανθρωπικού σκοπούς, κλπ.

Top