EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0669

20ή Ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2002)

/* COM/2003/0669 τελικό */

52003DC0669

20ή Ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2002) /* COM/2003/0669 τελικό */


20η ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (2002)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Πρόλογος

2. Κατάσταση στους διάφορους τομείς

2.1. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

2.2. EΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

2.2.1. Χημικές ουσίες

2.2.2. Φαρμακευτικά προϊόντα

2.2.3. Καλλυντικά

2.2.4. Κεφαλαιουχικά αγαθά

2.2.5. Μηχανοκίνητα οχήματα, ελκυστήρες, μοτοσικλέτες

2.2.6. Σκάφη αναψυχής και εγκαταστάσεις με συρματόσχοινα

2.2.7. Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών

2.2.8. Κανόνες πρόληψης που προβλέπονται από την οδηγία 98/34/ΕΚ

2.3. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

2.3.1. Tηλεπικοινωνίες

2.3.2. Εναέριες μεταφορές

2.3.3. Κρατικές ενισχύσεις

2.4. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

2.5. ΓΕΩΡΓΙΑ

2.6. ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

2.6.1. Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

2.6.2. Ενεργειακή απόδοση

2.6.3. Οδικές μεταφορές

2.6.4. Μεταφορές μέσω του πλωτού δικτύου

2.6.5. Ασφάλεια των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων.

2.6.6. Σιδηροδρομικές μεταφορές

2.6.7. Εναέριες μεταφορές

2.6.8. Θαλάσσιες μεταφορές

2.7. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

2.8. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

2.8.1. Εισαγωγή

2.8.2. Ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση

2.8.3. Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

2.8.4. Aτμοσφαιρικός αέρας

2.8.5. Ύδατα

2.8.6. Φύση

2.8.7. Θόρυβος

2.8.8. Χημικές ουσίες και βιοτεχνολογία

2.8.9. Απόβλητα

2.8.10. Περιβάλλον και βιομηχανία

2.8.11. Προστασία από τις ακτινοβολίες

2.9. ΑΛΙΕΙΑ

2.10. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

2.10.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

2.10.2. Ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και δικαίωμα εγκατάστασης

2.10.3. Επιχειρηματικό περιβάλλον

2.10.4. Νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα προσόντα

2.11. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

2.11.1. Ανάλυση των αιτίων

2.11.2. Επιπτώσεις των παραβάσεων

2.12. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ

2.12.1. Τελωνειακή ένωση

2.12.2. Άμεση φορολογία

2.12.3. Φόρος προστιθέμενης αξίας

2.12.4. Άλλοι έμμεσοι φόροι

2.12.5. Aμοιβαία συνδρομή

2.13. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

2.13.1. Εκπαίδευση

2.13.2. Οπτικοακουστικός τομέας (Οδηγίες 97/36/ΕΚ της 30ης Ιουνίου 1997 και 89/552/ΕΟΚ της 3ης Οκτωβρίου 1989 (Tηλεόραση χωρίς σύνορα)

2.14. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

2.14.1. Κτηνιατρική νομοθεσία

2.14.2. Φυτοϋγειονομική νομοθεσία

2.14.3. Νομοθεσία για τους σπόρους προς σπορά και τα φυτά

2.14.4. Νομοθεσία για τα τρόφιμα

2.14.5. Νομοθεσία για τις ζωοτροφές

2.14.6. Προστασία των καταναλωτών

2.14.7. Δημόσια υγεία

2.14.8. Κοινοποίηση τεχνικών κανόνων και προτύπων

2.15. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

2.15.1. Η εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας στον τομέα του δικαιώματος διαμονής και των παραβάσεων του κώδικα οδικής κυκλοφορίας

2.15.2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

2.15.3. Δικαίωμα ψήφου στις κοινοτικές εκλογές

2.16. ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

2.16.1. Εξελίξεις στις διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως

2.16.2. Nέες διαδικασίες

2.17. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

2.18. ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

2.19. ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ : I-VI

Η έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου συντάσσεται κάθε χρόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως απάντηση στα διαδοχικά αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ψήφισμα της 9ης Φεβρουαρίου 1983) και των κρατών μελών (δήλωση αριθ. 19, σημείο 2, που προσαρτάται στη συνθήκη η οποία υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992). Η έκθεση αυτή ανταποκρίνεται επίσης στα αιτήματα που εκφράστηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου για συγκεκριμένους τομείς.

1. προλογοσ

Εδώ και είκοσι χρόνια [1], οι δράσεις τις οποίες αναλαμβάνει η Επιτροπή κατά την ενάσκηση του ρόλου της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών αποτελούν, κατόπιν αιτήματος που διατυπώθηκε με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [2], αντικείμενο ετήσιων εκθέσεων [3]. Αυτή η περιοδική ενημέρωση συμπληρώθηκε προοδευτικά με παραρτήματα αφιερωμένα αντιστοίχως στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και στην εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου, καθώς και με περισσότερο συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία.

[1] Η πρώτη ετήσια έκθεση αφορούσε το 1982 - COM(83) 181 τελικό της 10/04/1984

[2] Ψήφισμα της 9ης Φεβρουαρίου 1983.

[3] Οι ετήσιες εκθέσεις διατίθενται στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής http://europa.eu.int/comm/ secretariat_general/sgb/droit_com/index_fr.htm

infractions

Οι ετήσιες εκθέσεις για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιδιώκουν διπλό στόχο :

- να επιτρέψουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ασκήσει πλήρως τον πολιτικό του ρόλο έναντι της διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει των Συνθηκών.

- να προσφέρουν στα κράτη μέλη, στους πολίτες, καθώς και στο σύνολο των οικονομικών παραγόντων, έναν απολογισμό της υλοποίησης της Κοινότητας δικαίου.

Το ενδιαφέρον για αυτό το τακτικό δημοσίευμα αντικατοπτρίζεται τόσο στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις που απευθύνει συχνά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και στα διαβήματα των πολιτών προς την Επιτροπή, ιδίως μέσω καταγγελιών. Για να ικανοποιηθούν αυτές οι ανάγκες στα διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ της δημοσίευσης δύο εκθέσεων, η Επιτροπή εγκαινίασε δικτυακό τόπο [4] αφιερωμένο στις αποφάσεις που λαμβάνονται όσον αφορά τη συνέχιση των διαδικασιών παράβασης καθώς και στην εξέλιξη της κατάστασης κοινοποιήσεων για τις κοινοτικές οδηγίες ("hitlist"). Περισσότερο συγκεκριμένα στοιχεία για κάθε τομέα διατίθενται επίσης στους δικτυακούς τόπους που είναι αφιερωμένοι στη διαχείριση ορισμένων κοινοτικών πολιτικών.

[4] http://europa.eu.int/comm/ secretariat_general/sgb/droit_com/index_fr.htm

transpositions

Η δομή της 20ής ετήσιας έκθεσης προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με θέμα τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου απορρέει, όπως και στις προηγούμενες εκθέσεις, από την προσπάθεια να παρουσιαστούν τα χαρακτηριστικά γεγονότα που συνέβησαν το 2002 σε κάθε τομέα δραστηριότητας της Επιτροπής και να εκτεθούν, στον πρόλογο, ορισμένες σκέψεις σχετικά με τις δράσεις που ανελήφθησαν τα είκοσι τελευταία χρόνια.

Κυριότερες εξελίξεις

Η σύγκριση των στοιχείων που περιέχουν είκοσι ετήσιες εκθέσεις για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου θα μπορούσε να αποδειχθεί ριψοκίνδυνη, λαμβανομένων υπόψη των τροποποιήσεων που επήλθαν τόσο στην εσωτερική δομή της Επιτροπής όσο και στην εξέλιξη των κοινών πολιτικών ή στην υλοποίηση ειδικών δράσεων στο συγκεκριμένο τομέα. Η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, η οποία συμπλήρωσε επίσης το 2002 δέκα χρόνια ζωής, η ανάπτυξη της πολιτικής υγείας και προστασίας των καταναλωτών, το ενδιαφέρον των πολιτών, ιδίως για κοινωνικά ζητήματα ή ζητήματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, αποτελούν στοιχεία τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από κάθε ανάλυση των μη επεξεργασμένων δεδομένων που προκύπτουν από τις ετήσιες γραφικές παραστάσεις και στατιστικούς πίνακες.

Εντούτοις, ορισμένα βασικά στοιχεία επιτρέπουν να κριθεί η σημασία της δράσης της Επιτροπής, αλλά και να εξαχθούν ορισμένα διδάγματα σχετικά με τα μέτρα που οδήγησαν στη διαπιστωθείσα εξέλιξη.

Καταγγελίες

Ο συνολικός όγκος των καταγγελιών που απευθύνουν κάθε χρόνο στην Επιτροπή οι πολίτες σε μια προσπάθεια να συμβάλουν στην οικοδόμηση και στην ομαλή λειτουργία της Κοινότητάς τους καταγγέλλοντας μια συμπεριφορά την οποία κρίνουν αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, είτε τους αφορά άμεσα είτε όχι, συνεχίζει να αυξάνεται. Ο μέσος αριθμός καταγγελιών που καταχωρούνται κάθε χρόνο ουσιαστικά διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1990-1998 σε σχέση με την περίοδο 1983-1989. Πράγματι, ο μέσος αριθμός καταγγελιών αυξήθηκε από 536 σε 1047. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1999-2002, ο μέσος αριθμός καταγγελιών κυμαίνεται περί τις 1346. Η αύξηση αυτή, εκτός του ότι αποδεικνύει το όλο και εντονότερο ενδιαφέρον των πολιτών για την ομαλή λειτουργία των κοινοτικών μηχανισμών, επιτρέπει επίσης να επισημανθούν, μέσω της τομεακής ανάλυσης, οι τομείς που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε κάθε στάδιο εξέλιξης της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Γενικά, θα πρέπει να υπογραμμιστεί, εντούτοις, ότι οι καταγγελίες αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή ανίχνευσης των παραβάσεων. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή ενίσχυσε τα όργανα και τα μέσα που επιτρέπουν να διευκολυνθεί η κατάθεση των καταγγελιών και συγχρόνως να επιταχυνθεί η διεκπεραίωσή τους. Σχετικό ηλεκτρονικό έντυπο διατίθεται μέσω του Διαδικτύου [5] ενώ η Επιτροπή έχει αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις έναντι του καταγγέλλοντα [6], κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, ο οποίος, εφόσον του ζητείται απευθείας, εξετάζει συστηματικά τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή διερεύνησε την εικαζόμενη παράλειψη που καταγγέλλεται.

[5] http://europa.eu.int/comm/ secretariat_general/sgb/lexcomm/index_fr.htm

[6] Aνακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο μεσολαβητή όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου COM(2002) 141 τελικό.

Μεταφορά των οδηγιών

Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της μη ανακοίνωσης εθνικών μέτρων μεταφοράς των οδηγιών έως τη λήξη της σχετικής προθεσμίας αποτελεί άλλη μια σημαντική πηγή παραβάσεων με τις οποίες ασχολείται η Επιτροπή. Η κίνηση του πρώτου σταδίου της διαδικασίας του πρώην άρθρου 226 (προειδοποιητική επιστολή) διενεργείται εξάλλου, εδώ και πολλά χρόνια, σε περισσότερο αυτόματη βάση και με μεγάλη συχνότητα.

Στον τομέα αυτόν, ο αριθμός των εκκρεμούντων φακέλων αποτελεί συνάρτηση τόσο της εσωτερικής πειθαρχίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στις εθνικές αρχές ώστε να τηρούν τις προθεσμίες που τα ίδια έχουν δεχθεί στο επίπεδο του Συμβουλίου, αλλά και της αύξησης του αριθμού ισχυουσών οδηγιών. Έτσι, πίνακες αποτελεσμάτων ("scoreboards") [7] ή επιδόσεων [8] που δημοσιεύονται τακτικά μπορούν να παρουσιάζουν, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες μεταβλητές, διαφορετικά αποτελέσματα με την πάροδο των ετών, είτε όσον αφορά κάθε κράτος μέλος είτε όσον αφορά τον μέσο όρο μεταφοράς. Αποτελούν επίσης ισχυρό κίνητρο που ευνοεί τη βελτίωση του ποσοστού μεταφοράς.

[7] Πίνακας αποτελεσμάτων της Εσωτερικής αγοράς - http://europa.eu.int/comm/internal_market/ fr/update/score/, βλ. και Πίνακα αποτελεσμάτων του Περιβάλλοντος στις ετήσιες μελέτες για την υλοποίηση και τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος -http://europa.eu.int/comm/environment/law/ as01.htm

[8] Κατάσταση μεταφοράς των οδηγών στον εξυπηρετητή Europa, διεύθυνση http://europa.eu.int/comm/ secretariat_general/sgb/droit_com/index_fr.htm

transpositions

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Η γραφική παράσταση επιβεβαιώνει αυτή την αλληλεξάρτηση. Στα τέλη του 1982, ίσχυαν 640 οδηγίες με μέσο ποσοστό μεταφοράς 89,58%. Είκοσι χρόνια αργότερα, ίσχυαν 2240 οδηγίες με μέσο ποσοστό μεταφοράς 98,87%. Ασφαλώς, χρειάζεται να επιτευχθεί μεγαλύτερη πρόοδος, ιδίως για ορισμένα κράτη μέλη - και ο στόχος του 98,5% που τέθηκε κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης αρκεί για να αποδείξει τη σημασία που αποδίδεται σε αυτή τη συγκεκριμένη πτυχή του κοινοτικού δικαίου - αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι ο όγκος και η πολυπλοκότητα ενδέχεται να αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες. Η Επιτροπή δεν έμεινε αδρανής μπροστά σε αυτό το πρόβλημα και αποφάσισε να προσφέρει περισσότερο ενεργητική στήριξη στις εθνικές διοικήσεις που το επιθυμούσαν, για την υπερπήδηση ενδεχόμενων τεχνικών δυσχερειών κατά τη μεταφορά.

Εξέλιξη των διαδικασιών παράβασης

Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων για τα διάφορα στάδια της διαδικασίας παράβασης (προειδοποιητική επιστολή, αιτιολογημένη γνώμη, προσφυγή στο Δικαστήριο) προκύπτει ότι κάθε στάδιο εξελίσσεται, εδώ και είκοσι χρόνια, στο εσωτερικό μιας ψαλίδας. Ενώ το ποσοστό προειδοποιητικών επιστολών αποτελεί συνάρτηση του όγκου του εφαρμοστέου δικαίου και της επιμέλειας με την οποία μεριμνά για την ορθή εφαρμογή του η Επιτροπή, το ποσοστό αιτιολογημένων γνωμών και προσφυγών εξελίσσεται παράλληλα, με μια χρονική διαφορά που οφείλεται στις διαδικαστικές προθεσμίες. Έτσι, ένα ποσοστό αιχμής όσον αφορά τις προειδοποιητικές επιστολές για ένα δεδομένο έτος αντικατοπτρίζεται αναγκαστικά στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης το επόμενο έτος και στο στάδιο της προσφυγής δύο έτη αργότερα, όπως φαίνεται στην ακόλουθη γραφική παράσταση.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Η Επιτροπή έλαβε ορισμένα μέτρα για να περιορίσει τις καθυστερήσεις μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας ούτως ώστε να επιταχυνθεί η ρύθμιση των υποθέσεων και συγχρόνως για να ενισχύσει τις προληπτικές δράσεις, ιδίως μέσω συμπληρωματικών μεθόδων ή εναλλακτικών οδών, στην προοπτική μιας σύντομης εθελούσιας ρύθμισης [9].

[9] Λευκό βιβλίο για τη διακυβέρνηση - Επιχειρησιακά συμπεράσματα - SEC(2003) 1344

Στο πλαίσιο της ενίσχυσης της πρόληψης, αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη του δικτύου SOLVIT [10]. Η ανάπτυξη του πεδίου δράσης του εν λόγω δικτύου θα μπορούσε να αποδειχθεί μακροπρόθεσμα αποτελεσματικό μέσο ρύθμισης των συμπεριφορών που καταγγέλλουν οι πολίτες, χάρη στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών διοικήσεων και της ανταλλαγής ορθών πρακτικών.

[10] http://europa.eu.int/comm/internal_market/ solvit/index_fr.htm

Eκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου

Όπως και στην προηγούμενη ετήσια έκθεση που αφορούσε το 2001, έχει ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ο τρόπος με τον οποίο τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, καθώς και οι ενέργειες τις οποίες αναλαμβάνει η Επιτροπή σε αυτό το πλαίσιο δυνάμει του άρθρου 228. Η προβληματική αυτή αποτελεί εξάλλου τακτικά αντικείμενο κοινοβουλευτικών ερωτήσεων οι οποίες υποδηλώνουν μια σχετική ανησυχία. Πέραν της ανάλυσης των στατιστικών δεδομένων, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η παράβαση σχετικά με το βρετανικό βόειο κρέας έδωσε στην Επιτροπή την ευκαιρία να μελετήσει το ενδεχόμενο να προτείνει στο Δικαστήριο την επιβολή, επιπλέον της χρηματικής ποινής, κατ' αποκοπή προστίμου ως κίνητρο προς τα κράτη μέλη για την εκτέλεση των αποφάσεων κατά παράλειψης.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Υλοποίηση του Λευκού Βιβλίου "Διακυβέρνηση"

Το 2002 χαρακτηρίστηκε από την ολοκλήρωση της μελέτης που είχε αναλάβει η Επιτροπή στο πλαίσιο της συνέχειας που έδωσε στο Λευκό Βιβλίο "Διακυβέρνηση" [11], ειδικότερα στον τομέα της βελτίωσης του ελέγχου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε στις 20.12.2002 [12], η Επιτροπή χαράσσει τις κατευθύνσεις που θα ανταποκριθούν στους καθορισθέντες στόχους διακυβέρνησης : αφενός, ενίσχυση της προληπτικής συνεργασίας με τα κράτη μέλη και καλύτερη ενημέρωση του κοινού και, αφετέρου, αναζήτηση συμπληρωματικών οδών ή εναλλακτικών μεθόδων που θα διευκολύνουν την επίλυση των καταγγελλομένων παραλείψεων χωρίς προσφυγή στη διαδικασία του πρώην άρθρου 226, ενισχύοντας όμως την αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας εκεί όπου η εφαρμογή της καθίσταται απαραίτητη.

[11] Ανακοίνωση της Επιτροπής - Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση : Βελτίωση της νομοθεσίας COM(2002)275 τελικό της 06/06/2002.

[12] Ανακοίνωση της Επιτροπής - έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου COM(2002) 725 τελικό, της 20/12/2002.

Παράλληλα, η Επιτροπή ενέκρινε ορισμένα επιχειρησιακά μέτρα [13] για τη στήριξη της προαναφερομένης προσπάθειας, όπως η δημιουργία δικτυακού τόπου αφιερωμένου στον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ο πολλαπλασιασμός των επαφών με τα κράτη μέλη, χωρίς να ξεχνά και τα μέτρα εσωτερικής οργάνωσης και διαρθρωτικής μετατροπής που ενδέχεται να βελτιώσουν την παρακολούθηση των νομοθετικών ενεργειών, καθώς και τη συνεκτικότητα των δράσεων, τόσο πρόληψης όσο και ρύθμισης. Ένας πρώτος απολογισμός προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορέσει να γίνει με την ευκαιρία της προσεχούς ετήσιας έκθεσης για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

[13] SEC(2002) 1344 τελικό, της 12/12/2002.

Στόχος των δράσεων που πρόκειται να αναπτυχθούν είναι να ανταποκριθούν στο μόνιμο μέλημα της Επιτροπής να διαδραματίσει όσο το δυνατόν καλύτερα το ρόλο του θεματοφύλακα των συνθηκών, αλλά και στις προκλήσεις που θέτει η προσεχής διεύρυνση : αποφυγή της αναλογικής αύξησης του αριθμού των προς διερεύνηση υποθέσεων και τήρηση της σύντομης επίλυσης των διερευνούμενων υποθέσεων, ακόμα κι αν πολλαπλασιαστούν!

2. Κατασταση στουσ διαφορουσ τομεισ

2.1. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων

Γενικά, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εφαρμόζεται με ικανοποιητικό τρόπο στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς και στο πλαίσιο των συναλλαγών με τρίτες χώρες. Το 2002, ο συνολικός αριθμός εκκρεμών υποθέσεων παράβασης παρέμεινε σταθερός. Εντούτοις, ορισμένες από αυτές συνιστούν σοβαρά εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

Εδώ και μερικά χρόνια, οι πιο χαρακτηριστικές παραβάσεις αφορούν τους περιορισμούς των επενδύσεων που απορρέουν από ειδικά δικαιώματα ελέγχου τα οποία διατηρούν οι αρχές ορισμένων κρατών μελών. Στις 4 Ιουνίου 2002, το Δικαστήριο εξέδωσε τρεις αποφάσεις( [14]) σχετικές με τα ειδικά δικαιώματα ελέγχου («ειδικές μετοχές - golden shares») για υποθέσεις που αφορούσαν την ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων του τομέα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας ή στρατηγικού ενδιαφέροντος. Με την ευκαιρία αυτή, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι περιορισμοί που επηρεάζουν τις άμεσες επενδύσεις στις εν λόγω εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισής τους, συμβιβάζονται με τη Συνθήκη μόνον αν πληρούν πολύ συγκεκριμένες υποθέσεις που επιτρέπουν να αποφευχθεί, μεταξύ άλλων, η ανέλεγκτη διακριτική ευχέρεια ή η δημιουργία διακρίσεων. Οι εν λόγω αποφάσεις επιβεβαιώνουν και πάλι το βάσιμο των αρχών που είχε εκθέσει κατά το παρελθόν η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της για τις νομικές πτυχές των ενδοκοινοτικών επενδύσεων( [15]), όπως είχε ήδη κάνει και μια πρώτη απόφαση που δημοσιεύθηκε στις 23 Μαΐου 2000( [16]).

[14] C-367/98 (Eπιτροπή κατά Πορτογαλίας), C-483/99 (Eπιτροπή κατά Γαλλίας), και C-503/99 (Eπιτροπή κατά Bελγίου).

[15] ΕΕ C 220 της 19.7.1997 και Γενική έκθεση 1997, αριθ. 210.

[16] Υπόθεση C-58/99, Συλλογή 2000, σελ. I-3811.

Η σημαντική αυτή διευκρίνιση του κεκτημένου στον τομέα των περιορισμών των επενδύσεων θα πρέπει να επιτρέψει την επιτάχυνση της διεκπεραίωσης παρόμοιων υποθέσεων που ανέκυψαν κατά το πρόσφατο παρελθόν λόγω περιορισμών που επηρεάζουν διάφορες δραστηριότητες οι οποίες αναγνωρίζονται γενικά ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος. Δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές έχουν ενταχθεί σε μια διαδικασία αυξανόμενης ελευθέρωσης στο εσωτερικό της Κοινότητας, είναι σημαντικό να ληφθεί μέριμνα ώστε ο στόχος της προστασίας του γενικού συμφέροντος να μην χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τη θέσπιση περιορισμών που καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που προστατεύει η Συνθήκη.

Εξάλλου, οι περιορισμοί στην κτήση ακινήτων αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια τακτική πηγή παραβάσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων που πλήττουν ειδικότερα τους ευρωπαίους πολίτες. Στον τομέα αυτό, το Δικαστήριο εξέδωσε στις 5 Μαρτίου 2002 μια σειρά αποφάσεων( [17]) στις οποίες επιβεβαιώνεται ότι η διαδικασία υποβολής δήλωσης προ της κτήσεως ακινήτου συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Αντιθέτως, η θέσπιση διαδικασίας χορηγήσεως προηγούμενης άδειας κρίθηκε αντίθετη προς τις διατάξεις του κοινοτικού καθεστώτος. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο χρειάστηκε να αποφανθεί κατά το παρελθόν για ανάλογα θέματα αποδεικνύει και πάλι το σχετικό κατακερματισμό της κοινοτικής αγοράς ακινήτων, καθώς και τα όρια στα οποία προσκρούει η άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που αναγνωρίζει η Συνθήκη στους ευρωπαίους οικονομικούς παράγοντες. Πράγματι, οι εν λόγω περιορισμοί όσον αφορά την κτήση ακινήτων, πέραν των άμεσων επιπτώσεών τους, μπορούν να επηρεάσουν και το δικαίωμα εγκατάστασης των φυσικών και νομικών προσώπων και, εμμέσως, την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Μέχρι σήμερα, συνεχίζεται η διερεύνηση διαφόρων περιορισμών της κτήσης ακινήτων που ισχύουν σε ορισμένα κράτη μέλη.

[17] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-515/99, C-519/99 έως C-524/99 και C-526/99 έως C-540/99.

2.2. EΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Ο τομέας αυτός περιελάμβανε, στις 31 Δεκεμβρίου 2002, περισσότερες από 500 οδηγίες. Οι καταγγελίες και οι παραβάσεις που συνδέονταν με αυτές τις οδηγίες αποτελούσαν περίπου το 7,7% του συνόλου των περιπτώσεων παράβασης που χειρίστηκε η Επιτροπή το 2002, ποσοστό που αντιπροσωπεύει αύξηση του αριθμού αποφάσεων που εξέδωσε η ΓΔ Επιχειρήσεων το 2002 σε σχέση με το 2001.

Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως σε παραλείψεις μεταφοράς στον τομέα της χημείας, καθώς και στον τομέα των εγκαταστάσεων με συρματόσχοινα (καλωδιοκίνητοι και εναέριοι σιδηρόδρομοι).

Οι καθυστερήσεις μεταφοράς οφείλονται εν μέρει στις χρονοβόρες εσωτερικές διαδικασίες και στην πολυπλοκότητα των οδηγιών. Πράγματι, η τεχνική φύση των μεταφερομένων οδηγιών ή η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ περισσότερων υπουργείων στο εσωτερικό των εθνικών διοικήσεων μπορούν να προκαλέσουν καθυστερήσεις.

Εξάλλου, οι περιπτώσεις κακής εφαρμογής και κακής μεταφοράς παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο, όπως και το 2001. Οι περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις αφορούν τον τομέα των κεφαλαιουχικών αγαθών και των φαρμακευτικών προϊόντων.

Επισημαίνεται, τέλος, ότι αποφεύγεται η κίνηση σημαντικού αριθμού διαδικασιών παράβασης χάρη στην εφαρμογή της οδηγίας 98/34/ΕΚ η οποία συνεχίζει να διαδραματίζει ρόλο βασικού εργαλείου πρόληψης των εμποδίων στις συναλλαγές και αμοιβαίας πληροφόρησης. Η οδηγία αυτή θεσπίζει διαδικασία πληροφόρησης η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να υποβάλλουν στην Επιτροπή και στους εταίρους τους τα σχέδια τεχνικών κανόνων για τα προϊόντα, καθώς και τα σχέδια κανόνων για τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, προκειμένου να ελέγχεται, πριν από την οριστική τους έγκριση, αν πληρούν τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς.

2.2.1. Χημικές ουσίες

Στον τομέα των χημικών ουσιών, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των υποθέσεων μη μεταφοράς σε σχέση με το 2001. Κινήθηκαν 44 νέες διαδικασίες παράβασης, από τις οποίες 11 τέθηκαν στο αρχείο μετά την ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς. Η μεγάλη αύξηση των νέων υποθέσεων μη μεταφοράς συνδέεται με τον αριθμό των οδηγιών των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 2002, ο οποίος είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο αριθμό για το 2001 (4 και 1, αντιστοίχως) και συνεπώς δεν υποδεικνύει αντιστροφή της τάσης. Όπως και το 2001, ο κύριος λόγος μη μεταφοράς φαίνεται να είναι οι καθυστερήσεις τις οποίες σημειώνουν οι διαδικασίες μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο και όχι άλλοι παράγοντες, εκτός από τον τομέα των εκρηκτικών υλών (οδηγία 93/15/ΕΟΚ). Μία υπόθεση εξετάζεται σήμερα στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 228 της Συνθήκης, μετά από απόφαση του Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε το Μάρτιο 2000 [18] και διαπίστωνε την παράλειψη της Γαλλίας να μεταφέρει την οδηγία 93/15/ΕΟΚ.

[18] Υπόθεση C-327/98

Όσον αφορά τις περιπτώσεις κακής μεταφοράς ή κακής εφαρμογής, δεν κινήθηκε καμία νέα διαδικασία παράβασης.

2.2.2. Φαρμακευτικά προϊόντα

Κατά τη διάρκεια του 2002, η Επιτροπή κίνησε 16 διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών 2000/37/ΕΚ και 2000/38/ΕΚ, οι οποίες αφορούν τη φαρμακοεπαγρύπνηση στον ανθρώπινο και τον κτηνιατρικό τομέα. Η πλειοψηφία των διαδικασιών αυτών τέθηκε στο αρχείο, εξαιρουμένων ιδίως των διαδικασιών κατά της Ιταλίας και της Γερμανίας. Για την περίπτωση της Γερμανίας, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ για την περίπτωση της Ιταλίας, εκδόθηκαν δύο αιτιολογημένες γνώμες.

Συνεχίζουν να υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά την εφαρμογή και την ερμηνεία της προαναφερθείσας οδηγίας 89/105/ΕΟΚ για τη διαφάνεια του καθορισμού των τιμών των φαρμάκων και της συμπερίληψής τους στο πεδίο εφαρμογής των εθνικών συστημάτων ασφάλισης ασθενείας. Ορισμένα κράτη μέλη δεν τηρούν τις απαιτήσεις που επιβάλλει η οδηγία, ιδίως σχετικά με τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται για την έγκριση και την κοινοποίηση των αποφάσεων που αφορούν τον καθορισμό της τιμής φαρμάκου, την απαίτηση αιτιολόγησης των λαμβανομένων αποφάσεων βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων κριτηρίων, την εξασφάλιση διαδικασιών προσφυγής κατά των εκδιδομένων αποφάσεων ή τους όρους κατάρτισης των « θετικών καταλόγων » φαρμάκων τα οποία καλύπτει το εθνικό σύστημα ασφάλισης ασθενείας.

Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινήθηκαν εναντίον κρατών μελών λόγω παράβασης της οδηγίας 89/105/ΕΟΚ, η Επιτροπή απηύθυνε συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα λόγω μη ορθής μεταφοράς. Η απάντηση των ελληνικών αρχών στην εν λόγω συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη εξετάζεται. Όσον αφορά τη διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Αυστρίας λόγω μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας 89/105/ΕΚ, οι αυστριακές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα που θεσπίστηκαν κατόπιν της απόφασης του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2001 (υπόθεση C-99/424), με την οποία η Αυστρία καταδικάστηκε για παραβίαση της εν λόγω οδηγίας. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αξιολογούν προς το παρόν τη συμβατότητα των νέων μέτρων που κοινοποιήθηκαν.

Συνεχίζονται επίσης συζητήσεις με άλλα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή της ίδιας οδηγίας.

Εκτός από την εφαρμογή της οδηγίας « διαφάνεια », συνεχίζονται δυο σημαντικές διαδικασίες κατά του Βελγίου και της Ιταλίας. Οι εν λόγω υποθέσεις αφορούν αντιστοίχως την εφαρμογή της οδηγίας 89/381/ΕΟΚ για τα παράγωγα του αίματος φαρμακευτικά προϊόντα στο Βέλγιο και τους όρους αναστολής της έγκρισης κυκλοφορίας φαρμάκων στην Ιταλία. Στην πρώτη περίπτωση, οι βελγικές αρχές εξέδωσαν το 2002 διάταγμα με στόχο να τεθεί τέλος στην παράβαση, η συμμόρφωση του οποίου με την προαναφερθείσα οδηγία εξετάζεται. Στη δεύτερη περίπτωση, εξετάζεται η απάντηση των ιταλικών αρχών στην προειδοποιητική επιστολή.

Τέλος, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο μια διαδικασία κατά της Ισπανίας σχετικά με τα ακτινοφαρμακευτικά προϊόντα και μια διαδικασία κατά των Κάτω Χωρών σχετικά με την καταχώρηση των ομοιοπαθητικών προϊόντων.

2.2.3. Καλλυντικά

Το 2002, δεν έληξε η προθεσμία μεταφοράς κάποιας οδηγίας. Όσον αφορά τις ισχύουσες οδηγίες, μόνον οι οδηγίες 97/18/ΕΚ και 2000/41/ΕΚ για τη μετάθεση της ημερομηνίας από την οποία απαγορεύονται τα πειράματα σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων συνεχίζουν να γεννούν προβλήματα μεταφοράς, εφόσον δεν έχουν μεταφερθεί ακόμα από τρία κράτη μέλη. Εντούτοις, οι εν λόγω υποθέσεις παράβασης θα πρέπει να τακτοποιηθούν εντός του 2003, μετά την έκδοση της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για 7η τροποποίηση της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ.

Εξάλλου, η Επιτροπή δεν έλαβε καμία νέα καταγγελία όσον αφορά αυτόν τον τομέα κατά τη διάρκεια του 2002.

2.2.4. Κεφαλαιουχικά αγαθά

Γενικά, οι περισσότερες περιπτώσεις παραβάσεων στον τομέα των κεφαλαιουχικών αγαθών (εξοπλισμός υπό πίεση. μετρολογία. ιατροτεχνολογικά βοηθήματα. μηχανικά και ηλεκτρομηχανικά μέσα) που εκκρεμούσαν ακόμα στις 31 Δεκεμβρίου 2002 αφορούν κακή εφαρμογή ή κακή μεταφορά. Στον τομέα του εξοπλισμού υπό πίεση, όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον μεταφέρει την οδηγία 97/23/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας κατά της οποίας είχε ασκηθεί το προηγούμενο έτος προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου [19].

[19] Υπόθεση C-2002/135.

Στον τομέα της μετρολογίας και όσον αφορά την οδηγία 1999/103/ΕΚ για τις μονάδες μέτρησης, όλα τα κράτη μέλη ανακοίνωσαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς, εκτός της Γαλλίας, η οποία γνωστοποίησε ότι οι εργασίες συνεχίζονταν.

Στον τομέα των ιατροτεχνολογικών βοηθημάτων που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro (οδηγία 98/79/ΕΚ), η Γαλλία συνεχίζει να είναι η μόνη χώρα που δεν έχει ανακοινώσει πλήρη μέτρα μεταφοράς της οδηγίας και εξετάζεται το ενδεχόμενο συνέχισης της διαδικασίας παράβασης.

Διαπιστώθηκε πρόοδος όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών 2000/70/ΕΚ και 2001/104/ΕΚ που τροποποιούν την οδηγία 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα που ενσωματώνουν ως αναπόσπαστο μέρος τους ουσίες παράγωγες του ανθρωπίνου αίματος ή πλάσματος. Η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο πολλές διαδικασίες παράβασης που είχε κινήσει κατά κρατών μελών λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς. Εντούτοις, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Αυστρία και η Πορτογαλία δεν έχουν μεταφέρει ακόμα τις εν λόγω οδηγίες.

Στον τομέα των μηχανικών και ηλεκτρομηχανικών μέσων, μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο η τελευταία παράβαση λόγω μη μεταφοράς. Πρόκειται για την υπόθεση μη μεταφοράς από την Ελλάδα της οδηγίας 1999/5/ΕΚ σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις κακής εφαρμογής ή κακής μεταφοράς των οδηγιών για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα, τις συσκευές αερίου και τον εξοπλισμό υπό πίεση, σημειώθηκε πρόοδος το 2002 και ορισμένες παραβάσεις μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του έτους.

Έτσι, η Ιταλία τροποποίησε τη νομοθεσία της ώστε να συμμορφωθεί με την οδηγία 90/396/ΕΚ για τις συσκευές αερίου. Σε άλλες υποθέσεις, ανακοινώθηκε η έναρξη διαδικασιών τροποποίησης της εθνικής νομοθεσίας ώστε να συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις κακής εφαρμογής ή κακής μεταφοράς στον τομέα των μηχανολογικών και ηλεκτρομηχανικών μέσων, η αυστηρή εφαρμογή των μέσων που προσφέρει στην Επιτροπή το άρθρο 226 της Συνθήκης ΕΚ επέτρεψε να τεθούν στο αρχείο τέσσερις περιπτώσεις.

2.2.5. Μηχανοκίνητα οχήματα, ελκυστήρες, μοτοσικλέτες

Ο ρυθμός μεταφοράς οδηγιών που αφορούν την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων, γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων και μοτοσικλετών ήταν ικανοποιητικός. Σημειώνεται ότι το 2002, έληξε η προθεσμία μεταφοράς έξι οδηγιών έναντι ένδεκα το 2001.

Από τις έξι αυτές οδηγίες, για τρεις μόνον απεστάλησαν πέντε αιτιολογημένες γνώμες στις χώρες που δεν τις μετέφεραν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (δύο στην Πορτογαλία, μία στην Ελλάδα, μία στην Αυστρία και μία στη Σουηδία).

Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η οδηγία 2002/78/ΕΚ που αφορά τα συστήματα πέδησης ορισμένων κατηγοριών οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους, η προθεσμία μεταφοράς της οποίας έληξε στις 30 Δεκεμβρίου 2002, έχει μεταφερθεί μέχρι σήμερα μόνον από τη Γερμανία και τη Σουηδία.

Σε γενικότερο επίπεδο, η Επιτροπή άρχισε να εξετάζει τη μέθοδο αυτόματης μεταφοράς που χρησιμοποιούν ορισμένα κράτη μέλη για τη μεταφορά των οδηγιών στον τομέα των αυτοκινήτων. Σχετικά, εκκρεμούν ακόμα ορισμένες υποθέσεις παράβασης - οι οποίες αφορούν ιδίως τις Κάτω Χώρες - μέχρις ότου διευκρινιστεί σε ποιο βαθμό η εν λόγω μέθοδος προσφέρει επαρκή δημοσιότητα και ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες και τους οικονομικούς παράγοντες.

Η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας και η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας συμβάλλει στη δημιουργία προβλημάτων ερμηνείας στον τομέα της έγκρισης τύπου οχημάτων, τα οποία απαιτούν στενή και διαρκή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των ίδιων των αρχών που είναι αρμόδιες για την έγκριση τύπου.

2.2.6. Σκάφη αναψυχής και εγκαταστάσεις με συρματόσχοινα

Το 2002, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη προς το Βέλγιο για μη ορθή εφαρμογή της οδηγίας 94/25/ΕΚ για τα σκάφη αναψυχής.

Επίσης το 2002, εξέδωσε αιτιολογημένες γνώμες προς οκτώ κράτη μέλη (Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία και Ηνωμένο Βασίλειο) λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2000/9/EΚ σχετικά με τις εγκαταστάσεις με συρματόσχοινα για τη μεταφορά προσώπων.

2.2.7. Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2000/35/ΕΚ για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές έληξε τον Αύγουστο 2002. Μόνον οκτώ κράτη μέλη τήρησαν την προθεσμία μεταφοράς. Συνεπώς, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες παράβασης κατά επτά κρατών μελών. Κατόπιν αυτού, η Ιταλία, η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες ανακοίνωσαν τα εθνικά τους μέτρα στην Επιτροπή, ούτως ώστε η παράβαση αφορά πλέον τέσσερα κράτη μέλη.

2.2.8. Κανόνες πρόληψης που προβλέπονται από την οδηγία 98/34/ΕΚ

Η οδηγία 98/34/ΕΚ (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα από την οδηγία 98/48/ΕΚ) θεσπίζει διαδικασία πληροφόρησης η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή να ασκούν προληπτικό έλεγχο από την άποψη της συμμόρφωσης με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς στα σχέδια τεχνικών κανονισμών που αφορούν προϊόντα, καθώς και στα σχέδια κανονισμών που αφορούν τις υπηρεσίες και την κοινωνία της πληροφορίας.

Το 2002, η Επιτροπή έλαβε 508 σχέδια τεχνικών κανόνων (εκ των οποίων 30 αφορούσαν κανόνες σχετικούς με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας). Παρόλο που ο αριθμός κοινοποιήσεων παρέμεινε ουσιαστικά σταθερός σε σχέση με το 2001, ο αριθμός των υποθέσεων για τις οποίες εκδόθηκε αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία το σχεδιαζόμενο μέτρο έπρεπε να τροποποιηθεί ούτως ώστε να αρθούν τα μη αιτιολογημένα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών ή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκύψουν από το μέτρο αυτό, αυξήθηκε κατά τι. Εκτός από παραβάσεις της Συνθήκης ΕΚ, πολλές από τις αιτιολογημένες γνώμες που εξέδωσε η Επιτροπή επεσήμαιναν, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, ότι τα κοινοποιηθέντα σχέδια ενδέχεται να παραβιάζουν κοινοτικές οδηγίες σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων ή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

Η οδηγία διευκόλυνε επίσης, σε δέκα περίπου περιπτώσεις, τις εργασίες εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο, εμποδίζοντας την έγκριση εθνικών μέτρων που θα μπορούσαν να παγιώσουν τη στάση ορισμένων κρατών μελών σε ζητήματα όπου αναζητούνται κοινές λύσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις αφορούσαν τον τομέα των χημικών προϊόντων, καθώς και τον τομέα της γεωργίας και των τροφίμων.

Μετά τη διαπίστωση παράβασης της οδηγίας, είτε λόγω έγκρισης νομοθετικού κειμένου που περιέχει τεχνικούς κανονισμούς οι οποίοι δεν έχουν κοινοποιηθεί κατ' εφαρμογή της οδηγίας 98/34/ΕΚ, είτε λόγω μη τήρησης των περιόδων status quo που προβλέπει η ίδια οδηγία, η Επιτροπή αρχίζει διάλογο με το οικείο κράτος μέλος ενόψει της τακτοποίησης της κατάστασης (π.χ. μέσω της κοινοποίησης νέου σχεδίου και μεταγενέστερης έγκρισής του), ή της κίνησης διαδικασίας παράβασης. Έως τα τέλη του 2002, συγκεντρώνονταν στοιχεία για δεκαοκτώ διαδικασίες παράβασης. Η ελαφρά αύξηση των περιπτώσεων παράβασης σε σχέση με το 2001 οφείλεται ιδίως στην αύξηση του αριθμού των παραβάσεων στον τομέα των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Πρόκειται για ένα νέο και πολύπλοκο τομέα στον οποίο τα κράτη μέλη συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσχέρειες για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής της διαδικασίας. Τα κείμενα όπου σημειώνονται οι παραβάσεις αφορούν ιδίως την ηλεκτρονική υπογραφή, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, διοργανώθηκαν ενημερωτικά σεμινάρια με ορισμένα κράτη μέλη σχετικά με τη λειτουργία της διαδικασίας κοινοποίησης, κατά τα οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην πτυχή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

Το 2002, το Δικαστήριο εξέδωσε μια σημαντική απόφαση [20] με την οποία έκρινε ότι η εξαίρεση που θεσπίζει η οδηγία 83/189/ΕΟΚ (η οποία κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 98/34/ΕΚ), σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να κοινοποιούν σχέδια κανονισμών με τα οποία πρόκειται να συμμορφωθούν με κοινοτική πράξη αναγκαστικού δικαίου η οποία επιτάσσει τη θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών (για παράδειγμα, μεταφορά οδηγίας), πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

[20] Aπόφαση της 22.1.2002 στην υπόθεση C-390/99 ("Canal Satellite").

Για να ενταθεί ο διάλογος με τις επιχειρήσεις, δημιουργήθηκε δικτυακός τόπος ο οποίος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα κοινοποιηθέντα σχέδια, στη διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/enterprise/tris/ index_fr.htm

2.3. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Το 2002, η Επιτροπή εξέδωσε αποφάσεις σε τριάντα επτά υποθέσεις ανταγωνισμού [21]. Είκοσι έξι από τις υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο, ενώ σε τέσσερις περιπτώσεις η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρόλο που είναι δύσκολο να εξαχθούν συμπεράσματα ευρείας κλίμακας από αυτά τα στοιχεία, μπορεί να διαπιστωθεί ότι, γενικά, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού. Πράγματι, οι υποθέσεις ανταγωνισμού αντιπροσωπεύουν μικρό μόνον μέρος των εικαζομένων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου τις οποίες εξετάζει αυτή τη στιγμή η Επιτροπή. Οι περισσότερες από τις καταγγελίες που υποβάλλονται στην Επιτροπή αποδεικνύεται ότι είναι αβάσιμες, ότι δεν αποτελούν προτεραιότητα ελλείψει κοινοτικής διάστασης, ή μπορεί να απορριφθούν διότι το οικείο κράτος μέλος έλαβε τα ενδεδειγμένα μέτρα κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης της καταγγελίας. Πολλές υποθέσεις παράβασης αφορούν την εφαρμογή των οδηγιών περί ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ή της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεών τους.

[21] Σημειωτέον ότι η παρούσα έκθεση δεν καλύπτει την εξέταση από την Επιτροπή των εικαζομένων παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 88 ΕΚ.

2.3.1. Tηλεπικοινωνίες

Στα τέλη του 2001, υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία από τη γαλλική ένωση φορέων εκμετάλλευσης δικτύων πολλαπλών υπηρεσιών (AFORM), στην οποία μετέχει η πλειοψηφία των γαλλικών φορέων παροχής καλωδιακών υπηρεσιών. Η καταγγελία αυτή αφορά κατά κύριο λόγο εικαζόμενες διακρίσεις εις βάρος των φορέων παροχής καλωδιακών υπηρεσιών στο πλαίσιο των διαδικασιών χορήγησης αδειών εγκατάστασης και εκμετάλλευσης υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, καθώς και στη χορήγηση και την τιμολόγηση των δικαιωμάτων διέλευσης από το δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με την καταγγελία, τα χαρακτηριστικά της γαλλικής νομοθεσίας σαφώς ευνοούν λιγότερο τους φορείς παροχής καλωδιακών υπηρεσιών σε σχέση με άλλους φορείς παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, πράγμα που θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό μειονέκτημα σε μια εποχή όπου οι φορείς παροχής καλωδιακών υπηρεσιών προσπαθούν να αναπτύξουν στα δίκτυά τους υπηρεσίες τηλεφωνίας και πρόσβασης στο Διαδίκτυο. Στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή εκτιμά ότι η γαλλική νομοθεσία δεν φαίνεται να είναι σύμφωνη με την οδηγία 95/51/ΕΚ δυνάμει της οποίας ήρθησαν οι περιορισμοί για την παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών από δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης, καθώς και με τις διατάξεις της οδηγίας 96/19/ΕΚ για τα δικαιώματα διέλευσης. Συνεπώς, στις 25 Οκτωβρίου 2002, απεστάλη στις γαλλικές αρχές προειδοποιητική επιστολή.

Η Επιτροπή κίνησε επίσης διαδικασία παράβασης κατά της Πορτογαλίας όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης διακρίσεων στη χορήγηση δικαιωμάτων διέλευσης στο πλαίσιο της οδηγίας 1990/388/EΟΚ.

2.3.2. Εναέριες μεταφορές

Στις 16 Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία παράβασης που είχε κινήσει κατά της Πορτογαλίας λόγω μη συμμόρφωσης με την απόφαση της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 1999 (αριθ. 1999/199/ΕΚ).

Με την απόφαση αυτή, η οποία αφορά το σύστημα εκπτώσεων επί των τελών προσγείωσης και τη διακύμανσή τους ανάλογα με την προέλευση της πτήσης το οποίο εφαρμόζεται στους πορτογαλικούς αερολιμένες της Λισσαβώνας, του Πόρτο και του Φάρο (υπόθεση IV/35.703 - Πορτογαλικοί αερολιμένες), η Επιτροπή είχε αποφανθεί ότι το εν λόγω σύστημα αποτελεί μέτρο που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 86 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 της Συνθήκης (διάκριση που απορρέει από τις τιμές τις οποίες επιβάλλει η ANA-EP, δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διαχείριση των εν λόγω αερολιμένων).

Η Πορτογαλική Δημοκρατία προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 4 Μαΐου 1999. Με απόφαση που εξέδωσε στις 29 Μαρτίου 2001 [22], το Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή και οι πορτογαλικές αρχές έλαβαν μέτρα (νομοθετικό διάταγμα της 26ης Δεκεμβρίου 2001, διάταγμα εφαρμογής της 3ης Ιουλίου 2002) ούτως ώστε τα τέλη προσγείωσης στους αερολιμένες της Λισσαβώνας, του Πόρτο και του Φάρο να συμμορφωθούν με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1999.

[22] Υπόθεση C-163/99

2.3.3. Κρατικές ενισχύσεις

Αρκετά κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν ακόμα τις τροποποιήσεις της λεγόμενης οδηγίας "διαφάνεια" [23], σύμφωνα με τις οποίες οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να τηρούν χωριστούς λογαριασμούς για τη δημόσια αποστολή τους, αφενός, και για τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες, αφετέρου. Η χρησιμοποίηση δημόσιων πόρων για τη νόθευση του ανταγωνισμού παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή σύμφωνα με την οποία οι εταιρίες που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση για υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τους εν λόγω πόρους για να επιδοτούν δραστηριότητες ανοικτές στον ανταγωνισμό. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τους πρόσφατα ελευθερωθέντες τομείς, όπου ο αναδυόμενος ανταγωνισμός είναι ακόμα ευάλωτος. Εφόσον λοιπόν τα ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα ή η δημόσια χρηματοδότηση δεν επιτρέπεται να ευνοούν ως μη όφειλαν τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες της δημόσιας επιχείρησης, είναι απαραίτητη η οικονομική διαφάνεια στις σχέσεις μεταξύ του κράτους και των επιχειρήσεων που επιτελούν δημόσια υπηρεσία. Τα κράτη μέλη όφειλαν να μεταφέρουν την οδηγία "διαφάνεια" στην εθνική τους νομοθεσία έως τα τέλη Ιουλίου 2001. Στις 19 Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή απέστειλε υπενθύμιση σε ορισμένα κράτη μέλη που δεν είχαν θέσει σε εφαρμογή την οδηγία "διαφάνεια". Στις 26 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ στη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Σουηδία. Δεδομένου ότι κανένα από τα εν λόγω κράτη μέλη δεν είχε μεταφέρει την οδηγία "διαφάνεια" στην εθνική νομοθεσία, η Επιτροπή ζήτησε να συμμορφωθούν με τη σχετική υποχρέωσή τους εντός δύο μηνών. Στις περιπτώσεις των κρατών μελών που δεν ενημέρωσαν την Επιτροπή για τις διατάξεις που εξέδωσαν ώστε να συμμορφωθούν με τις νέες απαιτήσεις, η Επιτροπή προσέφυγε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Σε μία συναφή εξέλιξη, η Επιτροπή κίνησε νέα διαδικασία κατά του Βελγίου και του Λουξεμβούργου.

[23] Οδηγία της Επιτροπής της 26ης Ιουλίου 2000 για την τροποποίηση της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων.

Στην υπόθεση Maribel, το Βέλγιο καταδικάστηκε τον Ιούλιο 2001 από το Δικαστήριο επειδή δεν επεδίωξε την ανάκτηση ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στο πλαίσιο του εν λόγω φορολογικού καθεστώτος. Κρίνοντας ότι το Βέλγιο δεν έδωσε την ενδεδειγμένη συνέχεια στην απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή, αφού απηύθυνε στο εν λόγω κράτος μέλος προειδοποιητική επιστολή τον Απρίλιο 2002, εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη τον Ιούλιο 2002 στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 228 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ.

2.4. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ο τομέας καλύπτει διάφορες πτυχές της κοινωνικής πολιτικής (όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, οι συνθήκες εργασίας και η υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας) και διάφορα νομικά μέσα (όπως η Συνθήκη ΕΚ, κανονισμοί και πολυάριθμες οδηγίες).

Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η Επιτροπή καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα μη ορθής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ και των εφαρμοστέων κανονισμών, τα οποία της γνωστοποιούνται μέσω ατομικών καταγγελιών ιδιωτών, ενώ στους υπόλοιπους τομείς (ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, συνθήκες εργασίας και υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας) οι διαδικασίες παράβασης τροφοδοτούνται κυρίως από προβλήματα μη συμμόρφωσης και μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς των οδηγιών.

ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων συνεχίζουν να υπάρχουν προβλήματα μη ορθής εφαρμογής των συναφών διατάξεων της Συνθήκης (άρθρα 39 και 42 EΚ) και των κανονισμών αριθ. 1408/71 και 1612/68 [24]. Πολλές διαδικασίες που είχαν ήδη κινηθεί συνεχίστηκαν. Ως παράδειγμα, μπορεί να αναφερθεί η δυσκολία αναγνώρισης από τις δημόσιες υπηρεσίες πολλών κρατών μελών της εργασιακής εμπειρίας που έχει αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος. Οι διαδικασίες κατά του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας, της Αυστρίας και της Ιρλανδίας συνεχίζονται, παρά το γεγονός ότι επιτεύχθηκε κάποια πρόοδος όσον αφορά τη συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά του Βελγίου στην υπόθεση οικογενειακού επιδόματος ("allocation d'interruption de carriθre") για την καταβολή του οποίου τίθεται ως προϋπόθεση τα πρόσωπο να κατοικεί στο Βέλγιο. Απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη προς το Βέλγιο σε σχέση με παρόμοια προϋπόθεση κατοικίας που πρέπει να πληρούται για την καταβολή του επιδόματος σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης.

[24] Σχετικά, βλ. και την πρόσφατα εκδοθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής 'Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - πλήρης αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων', 11 Δεκεμβρίου 2002, COM (2002) 694 τελικό.

Συνεχίζεται η διαδικασία κατά της Ιταλίας λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την πραγματική συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου [25] η οποία την καταδίκασε λόγω της μη αναγνώρισης των κεκτημένων δικαιωμάτων πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών ('Lettori') από ορισμένα ιταλικά πανεπιστήμια, και η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης.

[25] Απόφαση του ΔΕΚ της 26ης Ιουνίου 2001 στην υπόθεση C-212/99.

Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία παράβασης κατά της Γαλλίας σχετικά με την έκπτωση της "contribution sociale gιnιralisιe" (γενικευμένης κοινωνικής εισφοράς) και της "contribution pour le remboursement de la dette sociale" (εισφοράς για την εξόφληση του κοινωνικού χρέους) από το εισόδημα των μεθοριακών εργαζομένων, η οποία συνεχίζεται στο πλαίσιο του άρθρο 228 της Συνθήκης, θα μπορούσε να τεθεί στο αρχείο μετά την έγκριση των απαραίτητων μέτρων για τη συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου [26].

[26] Αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2000 στις υποθέσεις C-169/98 και C-34/98.

Εξάλλου, δεδομένου ότι στις 25 Ιανουαρίου 2002 έληξε η προθεσμία ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 98/49/ΕΚ [27]- [28], κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης κατά των κρατών μελών δεν κοινοποίησαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

[27] Οδηγία 98/49/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης των μισθωτών και των μη μισθωτών που μετακινούνται εντός της Κοινότητας, ΕΕ L 209 της 25.7.1998, σελ. 46.

[28] Για την κατάσταση μεταφοράς της οδηγίας, βλ. παράρτημα IV - μέρος 2 της παρούσας έκθεσης.

ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών

Όσον αφορά τις υποθέσεις μη ανακοίνωσης εθνικών μέτρων μεταφοράς, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα λόγω μη μεταφοράς της οδηγίας 97/80/ΕΚ (βάρος αποδείξεως). Ωστόσο, η διαδικασία λόγω μη μεταφοράς της οδηγίας 96/97/ΕΚ [29], για την οποία η Ελλάδα είχε καταδικαστεί από το Δικαστήριο [30] και συνεχιζόταν σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης, τέθηκε στο αρχείο μετά την έγκριση των απαραίτητων μέτρων.

[29] Που τροποποιεί την οδηγία 86/378 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

[30] Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, υπόθεση C-457/98.

Κοινοποιήθηκε αιτιολογημένη γνώμη στην κυβέρνηση του Λουξεμβούργου λόγω μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας 96/34/ΕΚ για τη γονική άδεια, ενώ η υπόθεση κατά του Ηνωμένου Βασιλείου τέθηκε στο αρχείο μετά την έγκριση των απαραίτητων μέτρων για την ορθή μεταφορά της εν λόγω οδηγίας.

Η διαδικασία που αφορά την κακή εφαρμογή των οδηγιών 75/117 και 79/7 από την Ελλάδα (μη κατάργηση, με αναδρομική ισχύ, των διατάξεων των συλλογικών συμβάσεων που έθεταν προϋποθέσεις για τη χορήγηση επιδόματος γάμου και οικογενειακού επιδόματος στις γυναίκες εργαζόμενες οι οποίες δεν επιβάλλονται στους νυμφευμένους άνδρες εργαζομένους) [31] και συνεχιζόταν στο πλαίσιο του άρθρου 228 της Συνθήκης τέθηκε στο αρχείο.

[31] Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, υπόθεση C-187/98

Όσον αφορά την οδηγία 76/207/ΕΟΚ, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της γερμανικής κυβέρνησης λόγω του ότι η εθνική νομοθεσία αποκλείει τη δυνατότητα των εργαζομένων μερικής απασχόλησης του δημοσίου τομέα να συμμετέχουν σε επιτροπές που εκπροσωπούν το προσωπικό. Πράγματι, η Επιτροπή κρίνει ότι ο αποκλεισμός αυτός πλήττει στην πραγματικότητα περισσότερο τις γυναίκες εργαζόμενες και συνεπώς αποτελεί έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία είναι αντίθετη στην οδηγία 76/207/ΕΟΚ, και ιδίως στα άρθρα 1 και 2. Κοινοποιήθηκε αιτιολογημένη γνώμη στις αυστριακές αρχές όσον αφορά την απαγόρευση της εργασίας γυναικών σε υπερβαρικό περιβάλλον/ υψηλή ατμοσφαιρική πίεση, καθώς και σε υπόγεια ορυχεία. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η απαγόρευση αυτή είναι αντίθετη στο άρθρο 3 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ.

συνθήκες εργασίας

Όσον αφορά τον χρόνο εργασίας, συνεχίζεται η διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Ιταλίας δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ, λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων που έλαβε το εν λόγω κράτος μέλος ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση [32] του Δικαστηρίου με την οποία καταδικάστηκε λόγω μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/104/ΕΚ [33]. Δεδομένου ότι η Ιταλία δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για να συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει εκ νέου στο Δικαστήριο [34], ζητώντας να επιβληθεί στην Ιταλία χρηματική ποινή 238.950 EUR ανά ημέρα καθυστέρησης.

[32] Aπόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, Υπόθεση C-386/98.

[33] Οδηγία του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένες πτυχές της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, ΕΕ L 307 της 13.12.1993, σελ. 18.

[34] Υπόθεση C-2003/057.

Μετά τη λήψη αιτιολογημένης γνώμης (λόγω του ότι η μεταφορά της οδηγίας 93/104/ΕΚ στη Δανία πραγματοποιήθηκε με συλλογικές συμβάσεις που δεν καλύπτουν όλους τους εργαζομένους), η Δανία εξέδωσε στις 8 Μαΐου 2002 νόμο που συμπληρώνει τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η διαδικασία που είχε κινηθεί λόγω του ότι ορισμένοι εργαζόμενοι δεν καλύπτονται από τις συλλογικές συμβάσεις με τις οποίες μεταφέρθηκε η οδηγία θα πρέπει να μπορέσει να τεθεί στο αρχείο προσεχώς.

Μετά την έγκριση της έκθεσης για την πρόοδο της μεταφοράς της ίδιας οδηγίας [35], η Επιτροπή κίνησε επίσης πολυάριθμες άλλες διαδικασίες λόγω μη συμβατότητας των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας.

[35] Έκθεση της Επιτροπής "Κατάσταση προόδου της μεταφοράς της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993 σχετικά με ορισμένες πτυχές της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, ΕΕ L 307 της 13.12.1993, σελ. 18.

Όσον αφορά τον χρόνο εργασίας των ναυτικών, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 1999/63/ΕΚ [36] έληξε στις 30 Ιουνίου 2002 [37]. Κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης κατά των κρατών μελών που δεν κοινοποίησαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς εντός της προβλεπομένης προθεσμίας.

[36] Οδηγία 1999/63/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των ναυτικών, που συνήψαν η ένωση εφοπλιστών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ECSA) και η ομοσπονδία των ενώσεων εργαζομένων στις μεταφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση (FST) - Παράρτημα: Ευρωπαϊκή συμφωνία για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των ναυτικών, ΕΕ L 167 της 2.7.1999, σελ. 33.

[37] Για την κατάσταση μεταφοράς της οδηγίας, βλ. παράρτημα IV - μέρος 2 της παρούσας έκθεσης.

Τα προβλήματα μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας 77/187, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης, στην Ιταλία (όπου δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες περιπτώσεις κρίσης, όπως για παράδειγμα, ο προληπτικός δικαστικός πτωχευτικός συμβιβασμός και η διαδικασία έκτακτης διαχείρισης) συνεχίζονται. Η υπόθεση εκκρεμεί ακόμα [38] ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξάλλου, δεδομένου ότι η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 98/50/ΕΚ [39] έληξε στις 17 Ιουλίου 2001 [40], κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης κατά των κρατών μελών που δεν κοινοποίησαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς εντός της προβλεπομένης προθεσμίας. Μεταξύ άλλων, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία, ενώ αποφασίστηκε να ασκηθεί για το ίδιο θέμα προσφυγή κατά της Ιρλανδίας ενώπιον του Δικαστηρίου [41].

[38] Υπόθεση C-145/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας

[39] Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων, ΕΕ L 201 της 17.7.1998, σελ. 88.

[40] Για την κατάσταση μεταφοράς της οδηγίας, βλ. παράρτημα IV - μέρος 2 της παρούσας έκθεσης.

[41] Υπόθεση C-2003/075.

Όσον αφορά την οδηγία για την εργασία ορισμένου χρόνου [42], απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στις Κάτω Χώρες λόγω μη εμπρόθεσμης ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς. Όσον αφορά την Ιρλανδία, η διαδικασία λόγω μη εμπρόθεσμης μεταφοράς συνεχίστηκε και αποφασίστηκε να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

[42] Οδηγία 99/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP. ΕΕ L 175/43 της 13.07.99.

Τέλος, όσον αφορά την οδηγία 98/59/ΕΚ [43] για τις συλλογικές απολύσεις, οι διαδικασίες παράβασης που έχουν κινηθεί κατά της Ιταλίας και της Πορτογαλίας λόγω μη συμμόρφωσης βρίσκονται σε εξέλιξη ενώπιον του Δικαστηρίου [44]. Το ίδιο ισχύει και για την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της Γερμανίας [45] λόγω μη ορθής μεταφοράς από το εν λόγω κράτος της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων [46] στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο θα μπορέσει να αποφανθεί σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας του "ποσοστού κατώτατου μισθού".

[43] Οδηγία 98/59 ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Ιουλίου 1998 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, ΕΕ L 225/16 της 12.8.98,

[44] εκκρεμείς υποθέσεις C-32/02 και C-55/02, αντιστοίχως.

[45] Εκκρεμής υπόθεση C-341/02.

[46] Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, ΕΕ L 18/2 της 21.1.97,

υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας

Όσον αφορά την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στην εργασία, συνεχίστηκαν οι διαδικασίες παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων υλοποίησης των οδηγιών 98/24/ΕΚ [47] και 2000/39/ΕΚ [48] κατά των κρατών μελών που δεν έχουν μεταφέρει τις οδηγίες και αποφασίστηκε να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γαλλίας όσον αφορά την οδηγία 98/24, και κατά της Γαλλίας και της Ιταλίας όσον αφορά την οδηγία 2000/39/ΕΚ.

[47] Οδηγία του Συμβουλίου για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες.

[48] Οδηγία της Επιτροπής για θέσπιση πρώτου καταλόγου ενδεικτικών οριακών τιμών επαγγελματικής έκθεσης κατ' εφαρμογή της οδηγίας 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες.

Μετά την καταδίκη της Αυστρίας από το Δικαστήριο λόγω της μη ανακοίνωσης όλων των εθνικών μέτρων μεταφοράς των οδηγιών 95/30 [49], 97/59 [50] και 97/65 [51] (όσον αφορά τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία), οι διαδικασίες για τις δύο πρώτες οδηγίες συνεχίζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 228 της Συνθήκης. Εντούτοις, η διαδικασία όσον αφορά την οδηγία 97/65 τέθηκε στο αρχείο.

[49] Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2001, υπόθεση C-473/99.

[50] Απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2001, υπόθεση C-110/00.

[51] Απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2001, υπόθεση C-111/00.

Όσον αφορά τα προβλήματα μη συμβατότητας της μεταφοράς της οδηγίας-πλαίσιο 89/391/ΕΟΚ [52] και των ιδιαίτερων οδηγιών της, συνεχίστηκαν πολλές διαδικασίες που είχαν ήδη κινηθεί. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας-πλαίσιο 89/391/ΕΟΚ, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στην Αυστρία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Οι διαδικασίες κατά της Ιρλανδίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου συνεχίζονται επίσης, ενώ οι υποθέσεις που αφορούν τις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου [53]. Με απόφαση που εκδόθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2002 [54] καταδικάστηκε η Γερμανία λόγω μη ορθής μεταφοράς της υποχρέωσης που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία να υπάρχει ανά πάσα στιγμή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία υπό μορφή εγγράφου. Σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης, συνεχίζεται η συγκέντρωση στοιχείων για τη διαδικασία που κινήθηκε κατά της Ιταλίας μετά την απόφαση του Δικαστηρίου [55].

[52] Οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.

[53] Εκκρεμείς υποθέσεις C-441/01 και C-335/02, αντιστοίχως.

[54] Υπόθεση C-5/00.

[55] Aπόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-49/00.

Όσον αφορά τις ειδικές οδηγίες, πρέπει να υπογραμμιστεί, για παράδειγμα, ότι αποφασίστηκε να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ισπανίας λόγω μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας 89/655/ΕΟΚ (εξοπλισμός εργασίας), καθώς και ότι η Ιταλία καταδικάστηκε με απόφαση που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2002 [56] λόγω μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας 90/270/ΕΟΚ (εργασία με οθόνες τερματικών).

[56] Υπόθεση C-455/00.

2.5. ΓΕΩΡΓΙΑ

Στο γεωργικό τομέα, η δράση ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου αναπτύσσεται γύρω από δύο άξονες, εκ των οποίων ο ένας αποσκοπεί στην κατάργηση των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων και ο άλλος στην πραγματική και ορθή εφαρμογή των ειδικότερων μηχανισμών της γεωργικής νομοθεσίας.

Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων, θα πρέπει να παρατηρηθεί γενικά ότι επιβεβαιώθηκε η τάση μείωσης των κλασικών εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων, όπως οι συστηματικοί έλεγχοι κατά την εισαγωγή ή η απαίτηση πιστοποιητικών. Ορισμένες παρεμβάσεις των κρατών μελών προσανατολίστηκαν προς την επιφύλαξη της χρησιμοποίησης σημάτων ποιότητας στα εθνικά ή περιφερειακά προϊόντα, πράγμα που δικαιολογεί παρέμβαση της Επιτροπής.

Η Επιτροπή, παρόλο που ευνοεί πρωτοβουλίες οι οποίες αποσκοπούν στην πραγματική προώθηση της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων ώστε να δημιουργηθούν νέες δυνατότητες διάθεσης των προϊόντων, να βελτιωθεί το εισόδημα των παραγωγών και να δοθεί μεγαλύτερη επιλογή στους καταναλωτές, μεριμνά ανέκαθεν ώστε τα σήματα ποιότητας να μην επιφυλάσσονται de jure ή de facto σε εθνικά ή περιφερειακά προϊόντα τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν μια εγγενή ποιοτική ιδιαιτερότητα δεόντως αναγνωρισμένη ως τέτοια.

Η προσέγγιση αυτή, στόχος της οποίας είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο να δημιουργήσουν τα εν λόγω σήματα μια αυθαίρετη διάκριση εις βάρος των παραγωγών και επιχειρηματιών άλλων κρατών μελών, καθώς και αδικαιολόγητα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (βλ. νομολογία Eggers (απόφαση της 12.10.1978 - υπόθεση C-13/78) και Montagne (απόφαση της 07.05.1997 - υπόθεση C-321/94), επικυρώθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο. Πράγματι, το Δικαστήριο δέχθηκε με την απόφασή του στην υπόθεση C-325/00 την προσφυγή κατά παράλειψης που άσκησε η Επιτροπή όσον αφορά το γερμανικό σήμα « CMA » [57] . Το σήμα αυτό, το οποίο συνοδεύεται από τη μνεία "Markenqualitδt aus deutschen Landen", απαιτεί μερικό εντοπισμό στο κράτος μέλος της διαδικασίας μεταποίησης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που το φέρουν. Κρίνοντας ότι « ένα τέτοιο σύστημα που θεσπίστηκε για την προώθηση των πωλήσεων των γεωργικών προϊόντων διατροφής που παράγονται στη Γερμανία και των οποίων το διαφημιστικό μήνυμα υπογραμμίζει τη γερμανική τους προέλευση μπορεί να παρακινήσει τους καταναλωτές να αγοράζουν τα προϊόντα που έχουν την επισήμανση CMA, αποκλείοντας έτσι τα εισαγόμενα », το Δικαστήριο καταδίκασε τη Γερμανία. Στο ίδιο πλαίσιο, ασκήθηκε προσφυγή για 10 γαλλικά περιφερειακά σήματα [58]. Στις 5.12.2002, ο γενικός εισαγγελέας Mischo ανέπτυξε τις προτάσεις του, στις οποίες δέχεται τη θέση της Επιτροπής. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου και όσον αφορά δύο ιταλικά περιφερειακά σήματα ποιότητας [59] και δύο βελγικά περιφερειακά σήματα [60].

[57] Aπόφαση της 5/11/2002, Συλλογή 2000, σελ.0000

[58] Στην περίπτωση της Γαλλίας οι διαδικασίες παράβασης που κινήθηκαν αφορούν τα ακόλουθα περιφερειακά σήμερα ποιότητας: "Normandie", "Nord-Pas-de-Calais", "Ardennes de France", "Limousin", "Languedoc-Roussillon", "Lorraine", "Savoie", "Franche-Comtι", "Corse", "Midi-Pyrιnιes", "Salaisons d'Auvergne".

[59] Στην περίπτωση της Ιταλίας, οι διαδικασίες παράβασης που κινήθηκαν αφορούν τα περιφερειακά σήματα ποιότητας "Regione Siciliana-Marchio Qualitΰ", "Abruzzo Qualitΰ"

[60] Στην περίπτωση του Βελγίου, οι διαδικασίες παράβασης αφορούν τα σήματα « Label de qualitι wallon » και « Blanc bleu fermier »

Όσον αφορά την επανάληψη των βιαιοπραγιών που διαπράττονται από ιδιώτες στη Γαλλία κατά των οπωροκηπευτικών προέλευσης άλλων κρατών μελών, και ιδίως Ισπανίας, και το γεγονός ότι οι δημόσιες αρχές δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι με την απόφαση της 9/11/1997 στην υπόθεση C-265/95 [61] το Δικαστήριο αποφάνθηκε με ισχύ δεδικασμένου ότι "Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα προκειμένου να μην εμποδίζεται από ενέργειες ιδιωτών η ελεύθερη κυκλοφορία οπωροκηπευτικών, παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ (ήδη άρθρο 28 ΕΚ) σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της εν λόγω Συνθήκης (ήδη άρθρο 10 ΕΚ) και από την κοινή οργάνωση των αγορών των γεωργικών προϊόντων". Η ειρηνική εξέλιξη των περισσότερων περιόδων εμπορίας οπωροκηπευτικών προελεύσεως, μεταξύ άλλων, Ισπανίας μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, υποδηλώνει ότι τα μέτρα δημόσιας τάξης που έλαβε η γαλλική κυβέρνηση για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου υπήρξαν περισσότερο αποτελεσματικά σε σύγκριση με τις προηγούμενες καταστάσεις. Εντούτοις, το 2002 σηματοδοτήθηκε από εκστρατεία που αποσκοπούσε να επιβάλει στις υπεραγορές τροφίμων, με απειλές σε ορισμένες περιφέρειες, την προνομιακή διάθεση οπωροκηπευτικών προελεύσεως Γαλλίας ή της συγκεκριμένες περιφέρειας.

[61] Aπόφαση της 9.11.1997, Συλλογή1997, σελ.I-6959

Όσον αφορά τον έλεγχο εφαρμογής των ειδικών κανόνων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, η Επιτροπή συνέχισε να αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή των μηχανισμών συγκράτησης της παραγωγής, όπως το καθεστώς γαλακτοκομικών ποσοστώσεων ή το καθεστώς ολοκληρωμένης διαχείρισης και ελέγχου των κοινοτικών ενισχύσεων.

Έτσι, η καθυστέρηση που σημείωσε η Ελλάδα, κυρίως λόγω εσωτερικών διοικητικών δυσχερειών, στην εφαρμογή του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων, όπως αυτό καθορίστηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92, κρίθηκε ότι δικαιολογεί προσφυγή στο Δικαστήριο [62]. Ο εν λόγω κανονισμός αποβλέπει στην εναρμόνιση και στον εξορθολογισμό των μέτρων διαχείρισης και ελέγχου των καθεστώτων κοινοτικών ενισχύσεων, ιδίως στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών και του βοείου, προβείου και αιγείου κρέατος, με σκοπό να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητά τους μέσω μιας πολιτικής για την πρόληψη και καταστολή των παρατυπιών που ενδέχεται να προκύψουν στο πλαίσιο ενεργειών χρηματοδοτούμενων από το ΕΓΤΠΕ.

[62] Υπόθεση C-2002/328

Παρά την υποχρέωση εφαρμογής των συγκεκριμένων μέτρων του ολοκληρωμένου συστήματος ελέγχου πριν την 01/01/1997, οι ελληνικές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν πλήρως στις απαιτήσεις του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92 που προορίζονταν να εξασφαλίσουν τη νομιμότητα και την κανονικότητα των πληρωμών που καταβάλλονται από τις κοινοτικές αρχές.

Εκτός από τις προαναφερθείσες διαδικασίες, η Επιτροπή αναγκάστηκε επίσης να παρέμβει για να επιβάλει το σεβασμό της νομοθεσίας περί προστασίας της βιολογικής γεωργίας, για να αποτρέψει την είσπραξη τέλους επί των ποσών που χορηγούν τα διαρθρωτικά ταμεία και για να επιβάλει το σεβασμό του μηχανισμού εισαγωγής για τις μπανάνες τρίτων χωρών.

Έτσι, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με νέα ισπανική νομοθεσία που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση του όρου "Bio" στην ονομασία προϊόντων που δεν προέρχονται από βιολογική γεωργία κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/1991 του Συμβουλίου της 24/06/1991, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1999/1804, περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής. Eξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά της είσπραξης διοικητικού τέλους που επιβάλλει ο IFADAP, πορτογαλικός δημόσιος οργανισμός επιφορτισμένος να εξασφαλίζει τη λειτουργία των μηχανισμών στήριξης και κοινοτικών και εθνικών ενισχύσεων προς τους τομείς της γεωργίας και της αλιείας, επί των ποσών που χορηγούνται στους δικαιούχους ενισχύσεων συγχρηματοδοτούμενων από τα διαρθρωτικά ταμεία κατά παράβαση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 και (ΕΚ) αριθ. 2082/93. Τέλος, η Επιτροπή συνέχισε με την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης τη διαδικασία παράβασης που είχε κινηθεί κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας λόγω του ότι καθόρισε ποσότητες αναφοράς για τη χορήγηση πιστοποιητικών εισαγωγής μπανάνας σαφώς ανώτερες από τις ποσότητες που προκύπτουν βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 896/2001.

Σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 98/34/ΕΚ, που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στις χώρες ΕΖΕΣ τη γνωστοποίηση πριν από τη θέσπιση οποιουδήποτε σχεδίου νομοθεσίας που περιέχει τεχνικά πρότυπα και κανονισμούς, τα οποία ενδέχεται να δημιουργήσουν εμπόδια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές στο γεωργικό τομέα, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το 2002 υπήρξε, για άλλη μια φορά, καρποφόρο όσον αφορά την κοινοποίηση σχεδίων στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Έτσι, στο γεωργικό τομέα, εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια του 2002, σε σχέση με το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΚ και με το παράγωγο δίκαιο, 119 σχέδια νομοθετικών κειμένων που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη και τις χώρες ΕΖΕΣ.

2.6. ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Κατά τη διάρκεια του 2002, εξετάστηκαν 231 φάκελοι παραβάσεων, εκ των οποίων 119 αφορούσαν παραβάσεις λόγω μη ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς οδηγιών και 112 παραβάσεις λόγω μη ορθής μεταφοράς των οδηγιών ή μη ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η στασιμότητα του αριθμού φακέλων παραβάσεων, παρά το σημαντικό αριθμό φακέλων που τέθηκαν στο αρχείο κατά την εν λόγω περίοδο (111, εκ των οποίων 79 φάκελοι παραβάσεων λόγω μη ανακοίνωσης), οφείλεται στην ταχύτερη μεταφορά των οδηγιών « Μεταφορές », παρόλο που διαπιστώνεται ότι τα κράτη μέλη σπάνια τηρούν τις προθεσμίες μεταφοράς. Ανοίχτηκαν 100 νέοι φάκελοι παραβάσεων (εκ των οποίων 59 υποθέσεις μη ανακοίνωσης), ενώ εξετάστηκαν κατά την ίδια περίοδο 28 υποβληθείσες καταγγελίες. Τέλος, το Δικαστήριο εξέδωσε 15 αποφάσεις κατά παράλειψης.

Ενέργεια

2.6.1. Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

Η οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο όλων των κρατών μελών, εκτός του Βελγίου που δεν έχει εκδώσει ακόμα ορισμένα διατάγματα εφαρμογής και κατά του οποίου η Επιτροπή προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου [63].

[63] Υπόθεση C-2002/126

Η οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου έπρεπε να έχει μεταφερθεί το αργότερο μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000. Η Γαλλία, η οποία δεν έχει μεταφέρει μέχρι σήμερα την εν λόγω οδηγία, καταδικάστηκε με απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2002 [64]. Εξάλλου, η Γερμανία μετέφερε μόνον εν μέρει την οδηγία και για το λόγο αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου.

[64] Υπόθεση C-2001/259 - Aπόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σελ.I-0000

2.6.2. Ενεργειακή απόδοση

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2000 σχετικά με τις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για τα στραγγαλιστικά πηνία που προορίζονται για τους λαμπτήρες φθορισμού έληξε στις 20 Νοεμβρίου 2001. Η οδηγία έχει μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη (εκτός της Γερμανίας, όπου τα μέτρα μεταφοράς θα πρέπει να εγκριθούν εντός του 2003).

Λόγω της μη υποβολής των εκθέσεων για την εφαρμογή της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (Save), συνεχίζονται οι διαδικασίες παράβασης κατά της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου, κατά του οποίου η Επιτροπή αποφάσισε [65] να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου.

[65] Υπόθεση C-2002/461

Πρέπει να επισημανθεί η καθυστέρηση κοινοποίησης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2002/31/ΕΚ της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 2002 για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών κλιματιστικών και της οδηγίας 2002/40/ΕΚ της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2002 για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών ηλεκτρικών φούρνων. Έως την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας μεταφοράς των δύο αυτών οδηγιών (31 Δεκεμβρίου 2002), ένα μόνον κράτος μέλος είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του.

Η οδηγία 98/93/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 68/414/ΕΟΚ περί υποχρεώσεως διατηρήσεως ενός ελαχίστου επιπέδου αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη, η οποία έπρεπε να έχει μεταφερθεί το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999, μεταφέρθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Εντούτοις, συνεχίζεται η διαδικασία λόγω κακής εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας κατά της Ελλάδας με την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης στις 23 Οκτωβρίου 2002.

Μεταφορές

Στον τομέα της κοινοτικής νομοθεσίας μεταφορών, κατά τη διάρκεια του 2002 έληξε η προθεσμία μεταφοράς 8 οδηγιών. Το ποσοστό μεταφοράς των οδηγιών "μεταφορές", το οποίο είχε παρουσιάσει σαφή βελτίωση φθάνοντας σε επίπεδο 98% τον Μάιο, επανήλθε σε επίπεδα κοντά σε εκείνα του 2001 (94,7%) λόγω της καθυστέρησης που σημείωσαν τα κράτη μέλη στην κοινοποίηση μέτρων μεταφοράς των τριών οδηγιών των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε τον Δεκέμβριο 2002. Ο αριθμός καταγγελιών που καταγράφηκαν (23) διπλασιάστηκε σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αντιθέτως, ο αριθμός διαδικασιών λόγω παράβασης για τις οποίες λαμβάνεται απόφαση άσκησης προσφυγής ενώπιον του ΔΕΚ εκ μέρους της Επιτροπής μειώθηκε στο μισό (11 προσφυγές έναντι 24 το 2001). Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί επίσης ότι ο αριθμός αποφάσεων που διαπιστώνουν παραλείψεις των κρατών μελών παρέμεινε σταθερός (14 έναντι 15 το 2001) και να υπογραμμιστεί η ιδιαίτερη περίπτωση των διμερών αεροπορικών συμφωνιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις οποίες εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις για 8 κράτη μέλη.

2.6.3. Οδικές μεταφορές

Στις 6 Ιουνίου 2002, εκδόθηκε απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράλειψη του Βελγίου να μεταφέρει την οδηγία 98/76/ΕΚ [66] η οποία έχει ως στόχο την ενίσχυση των κριτηρίων για την πρόσβαση στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα, καθώς και τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασης των οδικών μεταφορέων στον τομέα των εθνικών και διεθνών μεταφορών τροποποιώντας την οδηγία 96/26/ΕΚ περί προσβάσεως στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων και επιβατών. Οι διαδικασίες κατά της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου και της Σουηδίας τέθηκαν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 2002. Οι βελγικές αρχές κοινοποίησαν το βασιλικό διάταγμα της 7ης Μαΐου 2002 περί οδικής μεταφοράς αγαθών και η διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη θα μπορέσει να τεθεί στο αρχείο μόλις ανακοινωθεί το διάταγμα που αφορά τη μεταφορά επιβατών

[66] Υπόθεση C-2001/274 - Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 2002 - Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2000, σελ.I-5151

Η Ιρλανδία είναι το μόνο κράτος μέλος που δεν έχει μεταφέρει ακόμα την οδηγία 2001/9/ΕΚ της 12ης Φεβρουαρίου 2001 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 96/96/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους. Η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη στις 19 Δεκεμβρίου 2002. Στον ίδιο πάντα τομέα, επισημαίνεται η καθυστέρηση έξι κρατών μελών όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 2000/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2000 σχετικά με τον οδικό τεχνικό έλεγχο των οχημάτων επαγγελματικής χρήσεως που κυκλοφορούν στην Κοινότητα. Η σχετική προθεσμία έληξε στις 9 Αυγούστου 2002.

Όσον αφορά το φάκελο των αδειών οδήγησης, η συμμόρφωση της μεταφοράς της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ εξακολουθεί να είναι ανησυχητική σε ορισμένα κράτη μέλη, και ιδίως στη Γαλλία, την Ισπανία και τις Κάτω Χώρες. Μεταξύ των σημείων που επισημαίνονται επανειλημμένα στις καταγγελίες των πολιτών επισημαίνονται οι μη συμβατές εθνικές διατάξεις, όπως η ελάχιστη ηλικία για μια κατηγορία οχημάτων, η ανανέωση της άδειας οδήγησης πολιτών που δεν κατοικούν πλέον στο κράτος μέλος έκδοσής της, τα κριτήρια των οχημάτων που χρησιμοποιούνται για την εξέταση, η διάρκεια της πρακτικής δοκιμασίας και οι ελάχιστοι κανόνες σχετικά με την ικανότητα για οδήγηση.

2.6.4. Μεταφορές μέσω του πλωτού δικτύου

Το σύνολο των διαδικασιών παράβασης που είχε κινήσει η Επιτροπή κατά της Φινλανδίας λόγω μη μεταφοράς 5 οδηγιών σχετικά με την εσωτερική ναυσιπλοΐα [67] μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο μετά την ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς. Εξάλλου, η Γαλλία εκτέλεσε την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 20 Σεπτεμβρίου 2001 [68] ανακοινώνοντας το διάταγμα της 29ης Αυγούστου 2002 περί πληρώματος και πλοήγησης σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας.

[67] Οδηγία 96/50/ΕΚ. οδηγία 91/672/ΕΟΚ. οδηγία 87/540/ΕΟΚ. οδηγία 82/714/ΕΟΚ και οδηγία 76/135/ΕΟΚ.

[68] Υπόθεση C-2000/468 - Aπόφαση του Δικαστηρίου της 20ης Σεπτεμβρίου 2001 - Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σελ.I-6337

2.6.5. Ασφάλεια των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων.

Τα τελευταία χρόνια, είχαν διαπιστωθεί σημαντικές καθυστερήσεις στη μεταφορά των οδηγιών [69] που αφορούν την ασφάλεια των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων. Είχαν κινηθεί πολλές διαδικασίες και το Δικαστήριο εξέδωσε καταδικαστικές αποφάσεις κατά της Ιταλίας και της Ιρλανδίας. Το 2002, σημειώθηκε θεαματική πρόοδος, δεδομένου ότι εκκρεμεί ακόμα μία μόνον διαδικασία κατά του Λουξεμβούργου λόγω μη μεταφοράς της οδηγίας 2001/26/ΕΚ [70]. Εντούτοις, δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα στην Επιτροπή όλα τα εθνικά μέτρα μεταφοράς των οδηγιών 2001/6/ΕΚ και 2001/7/ΕΚ, η προθεσμία μεταφοράς των οποίων έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2002. Όσον αφορά την οδηγία 1999/36/ΕΚ σχετικά με το μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση και την οδηγία 2001/2/ΕΚ για το ίδιο θέμα, η προθεσμία μεταφοράς των οποίων έληξε την 1η Ιουλίου 2001, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 19 Δεκεμβρίου 2002, να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας λόγω μη μεταφοράς.

[69] Οδηγία 94/55/ΕΚ ; οδηγία 95/50/ΕΚ ; οδηγία 96/49/ΕΚ ; οδηγία 96/86/ΕΚ ; οδηγία 96/87/ΕΚ ; οδηγία 99/47/ΕΚ ; οδηγία 99/48/ΕΚ και οδηγία 2001/26/ΕΚ

[70] Απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στις 27 Ιουνίου 2002

2.6.6. Σιδηροδρομικές μεταφορές

Η κατάσταση της οδηγίας 96/48/ΕΚ για τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, της οποίας ο στόχος έγκειται στην προώθηση της διασύνδεσης και της διαλειτουργικότητας των εθνικών δικτύων τρένων μεγάλης ταχύτητας στα διάφορα στάδια σχεδιασμού, κατασκευής και θέσης σε λειτουργία, καθώς και εκμετάλλευσης και πρόσβασης στα δίκτυα, εξομαλύνθηκε πλήρως στη διάρκεια του 2002, εφόσον όλα τα κράτη μέλη ανακοίνωσαν τελικά τα μέτρα μεταφοράς στην Επιτροπή, μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της 30ης Μαΐου 2002 με την οποία διαπιστώθηκε η σχετική παράλειψη του Ηνωμένου Βασιλείου [71].

[71] Υπόθεση C-2000/441, απόφαση της 30ης Μαΐου 2002 - Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2002, σελ.I-4699

2.6.7. Εναέριες μεταφορές

Στους τομείς δραστηριοτήτων των εναέριων μεταφορών, όλες οι οδηγίες έχουν μεταφερθεί από τα κράτη μέλη, εκτός της Ιρλανδίας, που δεν έχει ακόμα μεταφέρει τις οδηγίες 98/20/ΕΚ και 1999/28/ΕΚ που έχουν ως στόχο τον περιορισμό της χρησιμοποίησης ορισμένων τύπων πολιτικών υποηχητικών αεριωθουμένων αεροσκαφών. Στις 15 Οκτωβρίου 2002, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση κατά παράλειψης [72] για τις δύο αυτές οδηγίες.

[72] Υποθέσεις C-2001/327 και C-2001/328, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2002, σελ.I-0000

Αποφασίστηκε να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γερμανίας και της Ιταλίας όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 96/67/ΕΚ για την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους από τα δύο εν λόγω κράτη μέλη. Επίσης, συνεχίζονται οι διαπιστωθείσες παραβάσεις στον τομέα των αερολιμενικών τελών. Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικό τέλος ανάλογα με τον προορισμό των επιβατών (εσωτερικές πτήσεις / ενδοκοινοτικές ή/και διεθνείς αεροπορικές συνδέσεις), πράγμα που δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η οποία εφαρμόστηκε στον τομέα των εναέριων μεταφορών με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 και έρχεται σε αντίθεση με την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που παρέχεται στους πολίτες της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 18 της Συνθήκης. Οι εκκρεμείς διαδικασίες κατά των Κάτω Χωρών και της Πορτογαλίας συνεχίζονται, ενώ ο φάκελος που αφορά την Ιταλία μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο.

Στις 5 Νοεμβρίου 2002, το Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις [73] για τους φακέλους που αφορούν τις διμερείς συμφωνίες τις επονομαζόμενες « open skies » με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά 8 κρατών μελών (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο). Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συμφωνίες αυτές δεν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο και παραβιάζουν την αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

[73] Υπόθεση C-1998/466, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2002, σελ.I-0000 Υπόθεση C-1998/467, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 2002, σελ.I-0000 Υπόθεση C-1998/468, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Σουηδίας, Συλλογή 2002, σελ.I-0000 Υπόθεση C-1998/469, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Φινλανδίας, Συλλογή 2002, σελ.I-0000 Υπόθεση C-1998/471, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2002, σελ.I-0000 Υπόθεση C-1998/472, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2002, σελ.I-0000 Υπόθεση C-1998/475, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2002, σελ.I-0000 Υπόθεση C-1998/476, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002 - Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2002, σελ.I-0000

2.6.8. Θαλάσσιες μεταφορές

Στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας, η Επιτροπή διαπίστωσε βελτίωση του ποσοστού μεταφοράς, εφόσον όλα τα κράτη μέλη μετέφεραν όλες τις οδηγίες η προθεσμία των οποίων έληγε στις 30 Ιουνίου 2002. Συνεπώς, όλες οι εκκρεμείς διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών σχετικά με το σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη, μεταφέρθηκε από όλα τα κράτη μέλη [74], τον έλεγχο από το κράτος λιμένα [75] και την ασφάλεια της θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών [76] μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο.

[74] Οδηγία 99/35/ΕΚ

[75] Οδηγία 99/97/ΕΚ

[76] Οδηγία 98/18/ΕΚ και οδηγία 98/41/ΕΚ

Δυστυχώς, συνεχίζει να υπάρχει καθυστέρηση για τις τέσσερις οδηγίες [77] η προθεσμία μεταφοράς των οποίων έληξε το δεύτερο εξάμηνο 2002.

[77] Οδηγία 2001/53/ΕΚ. οδηγία 99/95/ΕΚ. οδηγία 2002/25/ΕΚ και οδηγία 2000/59/ΕΚ.

Όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 95/21/ΕΚ (έλεγχος από το κράτος λιμένα) που εναρμονίζει τα κριτήρια επιθεώρησης των σκαφών, τους όρους ακινητοποίησής τους ή/και άρνησης πρόσβασης στους κοινοτικούς λιμένες, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αποφάσισε [78] να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γαλλίας και της Ιρλανδίας για κακή εφαρμογή της οδηγίας λόγω μη τήρησης της υποχρέωσης επιθεώρησης του 25% τουλάχιστον των πλοίων με ξένη σημαία που καταπλέουν στους λιμένες τους ή πλέουν στα ύδατα δικαιοδοσίας τους.

[78] Υποθέσεις C-2002/439 και C-2002/436

Η τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τη νηολόγηση σκαφών και τη χορήγηση σημαίας συνεχίζει να γεννά δυσχέρειες στις Κάτω Χώρες, όπου οι όροι εγγραφής των σκαφών στα εθνικά νηολόγια και η χορήγηση της εθνικής σημαίας εξακολουθούν να εισάγουν διακρίσεις. Η διαδικασία παράβασης συνεχίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου [79].

[79] Υπόθεση C-2002/299

Στον τομέα του δικαιώματος εγκατάστασης, η Επιτροπή μπόρεσε να παραιτηθεί της διαδικασίας κατά της Ιταλίας [80] λόγω μη συμμόρφωσης της εθνικής της νομοθεσίας για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους οι ναυτιλιακές εταιρίες που είναι νόμιμα εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τις ιταλικές εταιρίες ως προς την πρόσβαση στην ιταλική ποσόστωση στη ναυτιλιακή ένωση, με τα άρθρα 43 και 48 της Συνθήκης, μετά την τροποποίηση της ιταλικής νομοθεσίας κατά την έννοια που είχε υποδείξει η Επιτροπή.

[80] Υπόθεση C-2002/337

Όσον αφορά το σεβασμό της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία εξασφαλίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4055/86 για τις συμφωνίες καταμερισμού φορτίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, τέθηκε στο αρχείο η διαδικασία κατά της Πορτογαλίας μετά την καταγγελία του πρωτοκόλλου που είχε υπογραφεί με τη Γιουγκοσλαβία, όπως και οι διαδικασίες για τις συμφωνίες του Βελγίου με το Ζαΐρ και με την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Σενεγάλη και το Μαλί. Συνεχίζεται η συγκέντρωση στοιχείων όσον αφορά τις διαδικασίες για τη συμφωνία καταμερισμού φορτίων μεταξύ του Βελγίου και το Τόγκο και για τη συμφωνία μεταξύ της Ιταλίας και της Κίνας.

Εξάλλου, η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4055/86 απετέλεσε επίσης αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής εκ μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τις πιθανές διακρίσεις ανάλογα με την εθνικότητα των μεταφορέων ή το είδος της πραγματοποιηθείσας μεταφοράς και των εμποδίων που μπορεί να προκύψουν από αυτές. Κατόπιν της τροποποίησης των εθνικών νομοθεσιών, μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο μια από τις διαδικασίες παράβασης (Ελλάδα) που αφορούσε διακρίσεις σχετικές με λιμενικά τέλη (λόγω του ότι το τέλος ποικίλλει ανάλογα με τον λιμένα προορισμού των πλοίων και είναι μικρότερο για τη μεταφορά μεταξύ δύο λιμένων της εθνικής επικράτειας από ό,τι εάν πρόκειται για διεθνή μεταφορά). Μια άλλη διαδικασία για το ίδιο θέμα (Ιταλία) θα μπορούσε να τεθεί στο αρχείο σε περίπτωση ρύθμισης.

Σχετικά με τις θαλάσσιες ενδομεταφορές, έχουν κινηθεί διαδικασίες παράβασης κατά πολλών κρατών μελών (Ισπανία, Δανία, Πορτογαλία, Γερμανία και Ελλάδα) λόγω της διατήρησης ή της θέσπισης εθνικών ρυθμίσεων που αντίκεινται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 για την ελευθέρωση των θαλάσσιων ενδομεταφορών για τους κοινοτικούς εφοπλιστές που εκμεταλλεύονται σκάφη νηολογημένα σε κράτος μέλος του οποίου τη σημαία και φέρουν.

Τέλος, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες παράβασης κατά των κρατών μελών που υπέγραψαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δήλωση αρχών στο πλαίσιο του σχεδίου εγγύησης της ασφάλειας των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών εμπορευμάτων ("Container Security Initiative"). Οι συμφωνίες αυτές προβλέπουν πιλοτική φάση κατά τη διάρκεια της οποίας η προβλεπόμενη δράση θα περιορίζεται σε ορισμένους σαφώς προσδιορισμένους λιμένες των εν λόγω κρατών μελών. Αυτή η επιλογή ορισμένων λιμένων κατ' απόλυτη διακριτική ευχέρεια θέτει πραγματικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας μεταξύ ευρωπαϊκών λιμένων. Πράγματι, μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπή των εμπορευματικών μεταφορών προς τους επιλεγόμενους λιμένες και συνεπώς να δημιουργήσει σοβαρές ανισορροπίες που δεν συμβιβάζονται με την κοινή πολιτική μεταφορών.

2.7. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

Μετά την ελευθέρωση που επετεύχθη το 1998, ο ανταγωνισμός στις ευρωπαϊκές αγορές τηλεπικοινωνιών απετέλεσε την κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη και την καινοτομία, καθώς και για την ευρεία προσπελασιμότητα των υπηρεσιών για το κοινό.

Όπως αναφέρθηκε και στην τελευταία έκθεση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας απετέλεσε σταθμό στη σύγκλιση του ευρωπαϊκού τομέα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων περιέβαλαν με την εξουσία τους τη στροφή της Ευρώπης προς μια ψηφιακή οικονομία βασιζόμενη στη γνώση, στόχος ο οποίος έκτοτε ενσωματώθηκε στο Σχέδιο Δράσης eEurope [81].

[81] Για περισσότερες πληροφορίες βλ: http://europa.eu.int/information_society/ eeurope/index_en.htm.

Τον Μάρτιο 2002, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενέκριναν τη νέα δέσμη ειδικής κλαδικής νομοθεσίας η οποία είναι σχεδιασμένη για περισσότερο ανταγωνιστικές αγορές και συγκλίνουσες τεχνολογίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών [82]. Το νέο πλαίσιο συνδέει τη νομοθετική επιβολή υποχρεώσεων με την έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού. Το νέο κανονιστικό περιβάλλον θα επιτρέψει στους ρυθμιστές να εστιάσουν τις δυνάμεις τους στην προώθηση του ανταγωνισμού, την προστασία του πολίτη και την παγίωση της ενιαίας αγοράς, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ανάγκη καινοτομίας και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του τομέα.

[82] Πρόκειται για τις οδηγίες 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας). Η οδηγία 2002/58/ΕΚ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες εκδόθηκε τον Ιούλιο 2002. Η απόφαση ραδιοφάσματος (676/2002/ΕΚ) δεν απαιτεί μεταφορά από τα κράτη μέλη. Βλ. επίσης: http://europa.eu.int/information_society/ topics/telecoms/regulatory/new_rf/index_en.htm.

Η Επιτροπή πιστεύει, ως γενική αρχή, ότι η επιτυχής μετάβαση στο νέο πλαίσιο εξαρτάται από την πλήρη υλοποίηση του ισχύοντος πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της καθολικής υπηρεσίας και των μέτρων προστασίας του καταναλωτή.

Όσον αφορά τη μεταφορά του εν λόγω κανονιστικού πλαισίου, το οποίο αποτελείται από δεκατρείς οδηγίες, έναν κανονισμό και τέσσερις αποφάσεις, στην Όγδοη έκθεση για την υλοποίηση της κανονιστικής δέσμης τηλεπικοινωνιών [83] αναφέρεται ότι τεσσεράμισι έτη μετά την ελευθέρωση των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, οι ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν σε εθνικό επίπεδο είναι ως επί το πλείστον συμβατές με το πλαίσιο της ΕΕ. Τα καθεστώτα αδειοδότησης και διασύνδεσης επέτρεψαν ευρείας κλίμακας είσοδο στην αγορά, η οποία συμπληρώθηκε από προεπιλογή του φορέα εκμετάλλευσης και φορητότητα των αριθμών. οι χρόνοι παράδοσης για τις μισθωμένες γραμμές συνέχισαν να μειώνονται. και σημειώθηκε πρόοδος στην ανάπτυξη κατάλληλων μεθοδολογιών κοστολόγησης για την επιβολή των τιμολογιακών αρχών της ΕΕ. Το έργο που έχει επιτελεστεί σχετικά αντιπροσωπεύει σημαντικό επίτευγμα των εθνικών ρυθμιστικών αρχών.

[83] COM(2002) 695 της 3ης Δεκεμβρίου 2002, το οποίο διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση http://europa.eu.int/information_society/ topics/telecoms/implementation/annual_report/8threport/index_en.htm .

Ειδικότερα, όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον ουσιαστικά υλοποιήσει την απόφαση UMTS [84], εφόσον σε όλα τα κράτη μέλη έχουν χορηγηθεί άδειες κινητών επικοινωνιών τρίτης γενεάς, κατανέμοντας τις συχνότητες που χρησιμοποιούνται για τις επικοινωνίες τρίτης γενεάς σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της European Radiocommunications Committee (ERC) [85], οι οποίες με τη σειρά τους εκδόθηκαν βάσει των εντολών που δόθηκαν στην Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (CEPT) στο πλαίσιο της απόφασης UMTS [86].

[84] Απόφαση 128/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με τη συντονισμένη εισαγωγή συστήματος τρίτης γενεάς κινητών και ασυρμάτων επικοινωνιών (UMTS) στην Κοινότητα (ΕΕ L 17, 22.1.1999, σελ. 1).

[85] Αποφάσεις της European Radiocommunications Committee ERC(97) 07 (ζώνη συχνοτήτων UMTS); ERC(00) 01 (επέκταση της ζώνης UMTS) και ERC(99) 25 (εναρμονισμένη χρήση).

[86] Λεπτομερέστερη έκθεση για την εφαρμογή της απόφασης UMTS στα κράτη μέλη περιέχεται στο Παράρτημα 2 της Όγδοης Έκθεσης Υλοποίησης: http://europa.eu.int/information_society/ topics/telecoms/implementation/annual_report/8threport/τελικόreport/annex2.pdf. Βλ. και τις ανακοινώσεις της Επιτροπής "Η εισαγωγή κινητών επικοινωνιών τρίτης γενιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Η τρέχουσα κατάσταση και η περαιτέρω πορεία, COM(2001) 141 της 20ης Μαρτίου 2001 και "Προς την πλήρη ανάπτυξη κινητών επικοινωνιών τρίτης γενιάς", COM(2002) 301 της 11ης Ιουνίου 2002.

Tο ως επί το πολύ θετικό ισοζύγιο επιβεβαιώνεται αν αναφερθούν οι διαδικασίες παράβασης που εκκρεμούν αυτή τη στιγμή, από τις οποίες προκύπτει ότι μόνον σε δύο τομείς, και συγκεκριμένα όσον αφορά το λογιστικό υπολογισμό του κόστους και τις υπηρεσίες γενικού καταλόγου, χρειάζεται να εξασφαλιστεί πλήρης συμμόρφωση σε περισσότερα κράτη μέλη. Κατά τα λοιπά, οι υποθέσεις που συνεχίζουν να εκκρεμούν αφορούν τη διευκρίνιση μάλλον λεπτομερειακών σημείων.

Συνεπώς, το 2002 αποφασίστηκε το κλείσιμο μεγάλου αριθμού υποθέσεων (38) ή η παραίτηση από προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου (δύο) λόγω των βελτιώσεων της υλοποίησης στα κράτη μέλη. Το περισσότερο αξιοσημείωτο παράδειγμα αφορά την υλοποίηση του κανονισμού 2887/2000 για τη αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο [87] σε οκτώ κράτη μέλη, μετά τη δράση που ανέλαβε η Επιτροπή [88]. Μία υπόθεση αφορά την υλοποίηση της απόφασης 710/97 [89]. Δεκαπέντε από τις υποθέσεις που έκλεισαν αφορούσαν ζητήματα μη ορθής εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων καταγγελιών. Από τις υποθέσεις μη συμμόρφωσης, επτά έκλεισαν και για μία έγινε παραίτηση από την προσφυγή που είχε ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (C-70/02). Από τις υποθέσεις μη ανακοίνωσης, τρεις διαδικασίες που αφορούσαν την οδηγία 95/47/ΕΚ (τηλεοπτικό σήμα) και την οδηγία 97/66/ΕΚ (προστασία δεδομένων στις τηλεπικοινωνίες), έκλεισαν μετά την κοινοποίηση μέτρων μεταφοράς για τη συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου λόγω παράλειψης μεταφοράς (C-319/99, C-151/00 και C-254/00), ενώ έγινε παραίτηση από μία προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου που αφορούσε την οδηγία 97/66/ΕΚ (C-267/02). Τέλος, τρεις υποθέσεις μη ανακοίνωσης έκλεισαν μετά την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ηλεκτρονική υπογραφή) από την Ιρλανδία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

[87] ΕΕ L 336, 30/12/2000, σελ. 4

[88] Βλ. IP/02/445.

[89] Απόφαση 710/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Μαρτίου 1997 για συντονισμένη μέθοδο χορήγησης αδειών στον τομέα των υπηρεσιών δορυφορικών προσωπικών επικοινωνιών στην Κοινότητα (S-PCS), ΕΕ L 105, 23/04/1997, σελ. 4.

Από την άλλη πλευρά, το 2002 η Επιτροπή παρέπεμψε στο Δικαστήριο πέντε υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν την παράλειψη μεταφοράς της οδηγίας 97/66/ΕΚ από το Λουξεμβούργο (μία προσφυγή για δύο διαδικασίες στην υπόθεση C-211/02) και τη μη πλήρη μεταφορά της ίδιας οδηγίας από τις Κάτω Χώρες (C-350/02), την παράλειψη της υλοποίησης της λεπτομερούς τιμολόγησης που επιτάσσει η οδηγία 98/10/ΕΚ (φωνητική τηλεφωνία) από την Αυστρία (C-411/02) και την παράλειψη να εξασφαλιστεί η δυνατότητα προεπιλογής του τοπικού φορέα σύμφωνα με την οδηγία 98/61 (φορητότητα των αριθμών) από τη Γερμανία (C-401/02).

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, το Δικαστήριο εξέδωσε νέες αποφάσεις σε δύο υποθέσεις που αφορούσαν τη μη μεταφορά της οδηγίας 98/10/ΕΚ από τη Γαλλία (C-286/01) και τη μη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία 97/33/ΕΚ (διασύνδεση) στο Βέλγιο (C-221/01). Η δεύτερη αυτή απόφαση διευκρίνισε ουσιαστικά διάφορες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. Λόγω της διογκούμενης νομολογίας για το θέμα, η ΓΔ Κοινωνίας της πληροφορίας ενημέρωσε πρόσφατα τον οδηγό "Guide to the Case Law of the European Court of Justice in the field of Telecommunications" που δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της [90].

[90] http://europa.eu.int/information_society/ topics/telecoms/implementation/infringement/doc/guidecaselaw.pdf

Στα τέλη του 2002, εκκρεμούσαν 62 διαδικασίες παράβασης. Είκοσι από αυτές αφορούσαν καταγγελίες υπό εξέταση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, πράγμα που σημαίνει αύξηση κατά 66% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ τρεις αφορούσαν τη μη υλοποίηση κανονισμού. Ο αριθμός διαδικασιών λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς οδηγίας μειώθηκε στο ήμισυ (7 εκκρεμούσες υποθέσεις), ενώ ο αριθμός των υποθέσεων μη συμμόρφωσης (11) και οι διαδικασίες λόγω μη ορθής εφαρμογής των μέτρων μεταφοράς (21) παραμένει υψηλός, παρόλο που μειώθηκε σημαντικά σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 33% για κάθε κατηγορία).

Σε πέντε διαδικασίες παράβασης (τρεις λόγω μη κοινοποίησης, μία λόγω μη συμμόρφωσης και μία λόγω μη ορθής εφαρμογής), η απόφαση της Επιτροπής να προσφύγει στο Δικαστήριο δεν είχε υλοποιηθεί ακόμα έως τα τέλη του έτους αναφοράς, ενώ ο σημαντικός αριθμός των 14 υποθέσεων (αύξηση άνω του 50% σε σύγκριση με το 2001) είχε φθάσει το στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης (10 από τις εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν μη ορθή εφαρμογή και τέσσερις μη συμμόρφωση). Το 2002, απεστάλη προειδοποιητική επιστολή για 11 εκκρεμούσες υποθέσεις.

Οι οδηγίες που απαρτίζουν τα κύρια στοιχεία του νέου κανονιστικού πλαισίου για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να μεταφερθούν στην εθνική νομοθεσία το αργότερο έως τις 24 Ιουλίου 2003. Το νέο πλαίσιο προβλέπει επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αρχίσουν να εφαρμόζουν τα εν λόγω εθνικά μέτρα μεταφοράς από τις 25 Ιουλίου 2003 [91], ημερομηνία κατά την οποία τα κοινοτικά μέσα που αποτελούν τμήμα του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου και τα οποία αντικαθίστανται από στοιχεία του νέου πλαισίου καταργούνται [92].

[91] Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 28 της οδηγίας πλαίσιο. Τα κράτη μέλη οφείλουν να μεταφέρουν στην εθνική τους νομοθεσία τις απαιτήσεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες έως τις 31 Οκτωβρίου 2003.

[92] Βλ. άρθρο 26 της οδηγίας πλαίσιο.

Όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή έχει πλέον τάξει ως προτεραιότητα να ενθαρρύνει την έγκαιρη μετάβαση στο νέο πλαίσιο, το οποίο, εκτός του ότι προσφέρει ασφάλεια δικαίου και ρυθμιστική ευελιξία που είναι απαραίτητη για τη συνέχιση των επενδύσεων στον τομέα, συμπληρώνει το στόχο του σχεδίου δράσης eEurope να επιτευχθεί ανταγωνιστική τοπική πρόσβαση σε υπηρεσίες Διαδικτύου μέσω ευρυζωνικών δικτύων όσο το δυνατόν φθηνότερα σε βιώσιμη βάση.

2.8. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

2.8.1. Εισαγωγή

Τα τελευταία πέντε χρόνια, παρουσιάζεται όλο και μεγαλύτερη δυσκολία στην έγκαιρη και ορθή υλοποίηση, καθώς και στην ενδεδειγμένη πρακτική εφαρμογή της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζεται στον όλο και μεγαλύτερο αριθμό καταγγελιών που λαμβάνει και διαδικασιών παράβασης που κινεί η Επιτροπή κάθε χρόνο. Όπως και τα προηγούμενα έτη, το 2002, ο τομέας του περιβάλλοντος κάλυψε ποσοστό μεγαλύτερο του ενός τρίτου όλων των υποθέσεων παράβασης που ερεύνησε η Επιτροπή. Η Επιτροπή άσκησε 65 προσφυγές κατά κρατών μελών ενώπιον του Δικαστηρίου και εξέδωσε 137 αιτιολογημένες γνώμες δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ.

Ο αριθμός των νέων καταγγελιών, οι οποίες αφορούν κυρίως εικαζόμενα κρούσματα κακής εφαρμογής του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου, παραμένει στα ίδια υψηλά επίπεδα που παρουσιάστηκαν μετά το 1996, όταν η Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση "Εφαρμογή του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου" [93]. Το 2002, κατατέθηκαν στην Επιτροπή 555 νέες καταγγελίες για εικαζόμενες παραβιάσεις του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου. Σημαντικός αριθμός από τις καταγγελίες αυτές προκάλεσε επίσης γραπτές ερωτήσεις και αναφορές προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

[93] COM(96)500 τελικό, 22.10.1996.

Η διαδικασία του άρθρου 228, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή χρηματικής ποινής, συνέχισε να χρησιμοποιείται ως το ύστατο μέσο εξαναγκασμού των κρατών μελών να συμμορφωθούν με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή εκδίδει κάθε χρόνο δυνάμει του άρθρου 228 αρκετές (17 το 2002) προειδοποιητικές επιστολές και αιτιολογημένες γνώμες (8 το 2002) προς τα κράτη μέλη. Το 2002, δεν κατατέθηκε νέα προσφυγή δυνάμει του άρθρου 228 ενώπιον του Δικαστηρίου. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Παράρτημα V της παρούσας έκθεσης.

Είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η υλοποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη. Ωστόσο, η προσπάθεια να βελτιωθεί η υλοποίηση με την άσκηση προσφυγών κατά των κρατών μελών ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι ο μόνος, και συχνά δεν είναι ο αποτελεσματικότερος, τρόπος για την επίλυση του υπάρχοντος προβλήματος. Για να επιτευχθεί ουσιαστική βελτίωση, είναι απαραίτητο η Επιτροπή να αναπτύξει νέες μεθόδους εργασίας με τα κράτη μέλη σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής της υλοποίησης. Αυτό ισχύει ιδίως όσον αφορά την προετοιμασία για τη διεύρυνση, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα νέα κράτη μέλη μεταφέρουν και εφαρμόζουν ορθώς το "κοινοτικό κεκτημένο" εντός των συμφωνηθεισών προθεσμιών.

Ευθυγραμμιζόμενη με την ανακοίνωση για την καλύτερη παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου [94], η Επιτροπή λαμβάνει ήδη μια σειρά πρακτικών μέτρων για να συνδράμει τα κράτη μέλη στην υλοποίηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας:

[94] COM(2002)725 τελικό, 13.12.2002.

- Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να προκαταλάβει τα προβλήματα υλοποίησης στο στάδιο της εκπόνησης της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η οποία πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπον ώστε να είναι "φιλική προς το χρήστη". Στο στάδιο μετά την έγκριση της νομοθεσίας, χρήσιμες μπορούν να αποδειχθούν οι κατευθυντήριες γραμμές και ερμηνευτικά κείμενα που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Για παράδειγμα, η Επιτροπή δημοσιεύει έγγραφα αναφοράς σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές στο πλαίσιο της οδηγίας 96/61 του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης. Tα έγγραφα αυτά εκπονούνται με ενεργό συμμετοχή των αρχών, των ενδιαφερομένων κλάδων και άλλων ομάδων συμφερόντων. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα [95] 2000/60/ΕΚ, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή, σε σύμπραξη με τα κράτη μέλη, δρομολόγησε διαδικασία στήριξης για την υλοποίηση, αμέσως μετά την έγκριση της οδηγίας. Αυτή η κοινή στρατηγική υλοποίησης αποτελεί παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη η καλή διακυβέρνηση.

[95] ΕΕ L 327, 22.12.2000, σελ.1

- Για να βελτιωθεί η αποτελεσματική και ουσιαστική υλοποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν ενεργητικά μέτρα μέσω διμερών επαφών και συναντήσεων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Το 2002, πραγματοποιήθηκαν διάφορα σεμινάρια σε ορισμένα κράτη μέλη, στα οποία εκτέθηκαν στις αρμόδιες αρχές οι απόψεις της Επιτροπής όσον αφορά την ορθή εφαρμογή ιδιαίτερα πολύπλοκων περιβαλλοντικών οδηγιών με στόχο να προληφθούν, και όχι να διορθωθούν, κρούσματα κακής εφαρμογής. Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε από την Επιτροπή στην προαναφερθείσα ανακοίνωσή της για την καλύτερη παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

- Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών υλοποίησης έχει ζωτική σημασία για τη βελτίωση της υλοποίησης. Το άτυπο δίκτυο της ΕΕ για την υλοποίηση του περιβαλλοντικού δικαίου (IMPEL), στο οποίο συμμετέχει η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, απετέλεσε από την ίδρυσή του το 1992 ζωτικής σημασίας όργανο για τη συζήτηση του σταδίου της πρακτικής εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας. Για τη βελτίωση των προδιαγραφών των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, η Επιτροπή παρακολουθεί στενά την υλοποίηση της σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ελάχιστα κριτήρια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων (2001/331/ΕΚ).

Επιπλέον, τα ακόλουθα μέτρα αναμένεται να προσφέρουν κίνητρα στα κράτη μέλη για την καλύτερη υλοποίηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας:

- Τα προγράμματα και σχέδια μπορούν να χρηματοδοτούνται μόνον αν συμμορφώνονται με τις κοινοτικές πολιτικές και μέσα, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και μέσων που αφορούν το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα διαρθρωτικά ταμεία μπορούν να δράσουν ως μοχλός για την υλοποίηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

- Είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η διαφάνεια και η ευαισθητοποίηση όσον αφορά το βαθμό υλοποίησης της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η Τρίτη Ετήσια ανασκόπηση της υλοποίησης και της επιβολής του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου [96] περιλαμβάνει πίνακα επιδόσεων, στον οποίο εκτίθενται λεπτομερώς οι επιδόσεις κάθε κράτους μέλους όσον αφορά την υλοποίηση σε κάθε τομέα του περιβάλλοντος. Η Επιτροπή διοργάνωσε εκδηλώσεις "Name, Shame and Fame" το διάστημα 2000-2002 για να δώσει πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις κάθε κράτους μέλους ονομαστικά όσον αφορά την υλοποίηση.

[96] Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, SEC(2002) 1041, 1.10.2002.

- Ζωτική σημασία για την παρακολούθηση της διαδικασίας υλοποίησης έχει η ουσιαστική υποβολή εκθέσεων. Η Επιτροπή αναθεωρεί αυτόν τον καιρό το ισχύον σύστημα υποβολής εκθέσεων για περιβαλλοντικά θέματα, με στόχο, μεταξύ άλλων, να εξασφαλιστεί η υποβολή περισσότερο συνεκτικών και ουσιαστικών εκθέσεων για την υλοποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

- Ο σχετικά υψηλός αριθμός καταγγελιών που λαμβάνει η Επιτροπή αντικατοπτρίζει την ανυπαρξία ή/και τη σχετική έλλειψη αποτελεσματικότητας των μηχανισμών καταγγελίας στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή εκπονεί μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο όσον αφορά τη δυνατότητα πρόβλεψης τρόπων φθηνότερης και αποτελεσματικότερης προσφυγής στη δικαιοσύνη στο επίπεδο των κρατών μελών, όπως επιτάσσει η Σύμβαση του Εrhus [97], καθώς και τη θέσπιση αξιόπιστων εθνικών/περιφερειακών μηχανισμών καταγγελίας και συστημάτων διαιτησίας για την επίλυση των προβλημάτων πρακτικής εφαρμογής επιτόπου.

[97] Σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη για την Πρόσβαση στην Ενημέρωση, τη Συμμετοχή του Κοινού στη Λήψη Αποφάσεων και την Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη σε Θέματα Περιβάλλοντος.

- Η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση βλαβών του περιβάλλοντος. Η προτεινόμενη οδηγία θα πρέπει να συμβάλει στην καλύτερη υλοποίηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενεργώντας ως αντικίνητρο για τη ρύπανση.

- Η μη συμμόρφωση με το περιβαλλοντικό δίκαιο αποδεικνύει ότι οι κυρώσεις τις οποίες επιβάλλουν σήμερα τα κράτη μέλη δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την πλήρη συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή παρουσίασε πρόταση οδηγίας που απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέψουν ποινικές κυρώσεις, διότι μόνον αυτό το είδος μέτρου κρίνεται ενδεδειγμένο και επαρκώς αποτρεπτικό για να επιτευχθεί η πρόσφορη υλοποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας [98].

[98] Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου, ΕΕ C 20 E, 28.1.2003, σελ.284. Βλ. και οδηγία πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου ΕΕ L 029 , 5.2.2003, σελ.55.

2.8.2. Ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση

Όσον αφορά την οδηγία 90/313/EΟΚ σχετικά με την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος, η Επιτροπή ασχολήθηκε το 2002 με δύο υποθέσεις μη συμμόρφωσης. Η Επιτροπή συνέχισε τη δικαστική διαδικασία κατά της Γαλλίας (υπόθεση C-233/00), λόγω του ότι τα μέτρα που έλαβε το εν λόγω κράτος μέλος δεν εξασφάλιζαν την επίσημη, ρητή και ορθή μεταφορά διαφόρων πτυχών της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να αιτιολογείται επισήμως η άρνηση πρόσβασης σε πληροφορίες. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή παραιτήθηκε της προσφυγής κατά της Aυστρίας (υπόθεση C-86/01) αφού το κράτος μέλος ανακοίνωσε τα απαραίτητα μέτρα μεταφοράς για το ομόσπονδο κράτος της Στυρίας.

Μεταξύ των πλέον κοινών θεμάτων των καταγγελιών που υποβάλλονται στην Επιτροπή σε σχέση με τη συγκεκριμένη οδηγία περιλαμβάνεται η άρνηση των εθνικών αρχών να παράσχουν τις αιτούμενες πληροφορίες, η καθυστέρηση απάντησης, η υπερβολικά ευρεία ερμηνεία εκ μέρους των εθνικών κυβερνητικών υπηρεσιών των εξαιρέσεων από την αρχή της ανακοίνωσης και οι υπέρογκες επιβαρύνσεις. Η οδηγία 90/313/ΕΟΚ απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν εθνικούς μηχανισμούς προσφυγής κατά των αποφάσεων καταχρηστικής απόρριψης ή αγνόησης των αιτήσεων πρόσβασης σε πληροφορίες ή της μη ικανοποιητικής απάντησης σε ανάλογες αιτήσεις εκ μέρους των αρχών. Όταν η Επιτροπή λαμβάνει καταγγελίες για τέτοιες καταστάσεις, συνήθως συνιστά στους καταγγέλλοντες να χρησιμοποιήσουν τις εθνικές οδούς προσφυγής που έχουν θεσπιστεί για να επιτρέπουν την πρακτική επίτευξη των στόχων της οδηγίας.

Στις 16 και 18 Νοεμβρίου 2002, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν μια νέα οδηγία για την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες που αφορούν το περιβάλλον. Η οδηγία αυτή θα αντικαταστήσει την οδηγία 90/313/ΕΟΚ, θα διορθώσει τις διαπιστωθείσες αδυναμίες στην πρακτική της εφαρμογή και θα την ευθυγραμμίσει με τις εξελίξεις στην τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών. Θα περιλάβει ιδίως τις πληροφορίες για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, στο μέτρο που αφορούν την είσοδό τους στη διατροφική αλυσίδα. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε ως προδικαστικό θέμα από το Πρωτοδικείο και ο Γενικός Εισαγγελέας Tizzano εξέφρασε την άποψη ότι πληροφορίες αυτού του είδους δεν πρέπει να θεωρούνται περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ (Πρόταση της 5ης Δεκεμβρίου 2002 στην υπόθεση C-316/01).

2.8.3. Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ, αποτελεί το κυριότερο νομικό μέσο για γενικά περιβαλλοντικά θέματα. Η οδηγία επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα περιβαλλοντικά θέματα σε πολυάριθμες αποφάσεις γενικότερης εμβέλειας.

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 97/11/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 85/337/ΕΟΚ έληξε στις 14 Μαρτίου 1999. Κατά τη διάρκεια του 2002, το Δικαστήριο καταδίκασε τα τελευταία τρία κράτη μέλη που δεν είχαν θέσει σε ισχύ εντός της ορισθείσας περιόδου τη νομοθεσία η οποία απαιτείται για τη συμμόρφωση με την οδηγία 97/11/ΕΚ (υπόθεση C-366/00 κατά του Λουξεμβούργου, υπόθεση C-319/01 κατά του Βελγίου και υπόθεση C-348/01 κατά της Γαλλίας). Η Επιτροπή ενδέχεται να παραιτηθεί της προσφυγής κατά της Ελλάδας λόγω μη ανακοίνωσης (υπόθεση C-374/00), αφού το κράτος μέλος ανακοίνωσε την απαραίτητη νομοθεσία.

Η συμμόρφωση των εθνικών μέτρων με την οδηγία 85/337/ΕΟΚ συνεχίζει να παρουσιάζει προβλήματα. Ειδικότερα, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης κατά της Ιρλανδίας λόγω μη συμμόρφωσης με προηγούμενη απόφαση που αφορούσε την ορθή μεταφορά του άρθρου 4 παράγραφος 2 της οδηγίας σχετικά με έργα που εμπίπτουν στα σημεία 1(δ) και 2(α) του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ και τη μερική μόνον μεταφορά του άρθρου 2 παράγραφοι 3, 5 και 7 (υπόθεση C-392/96). Tο Δικαστήριο καταδίκασε την Ισπανία λόγω παράλειψης να θεσπίσει νομοθεσία για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το Παράρτημα II, της οδηγίας (υπόθεση C-474/99). Επισκόπηση του σταδίου στο οποίο βρίσκονται άλλες υποθέσεις μη συμμόρφωσης παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 3.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενες Εκθέσεις για τον Έλεγχο της Εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου, πολλές από τις καταγγελίες που λαμβάνει η Επιτροπή, καθώς και προφορικές και γραπτές ερωτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μεγάλος αριθμός αναφορών που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο αφορούν, τουλάχιστον παρεμπιπτόντως, εικαζόμενα κρούσματα μη ορθής εφαρμογής της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ από τις αρχές των κρατών μελών, ιδίως στις περιπτώσεις έργων που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας (βλ. Παράρτημα IV, Μέρος 4). Για τη διεκπεραίωση των καταγγελιών αυτών, συχνά απαιτείται να εξεταστεί κατά πόσον τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας την απόφαση αν θα πρέπει να διεξαχθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή όχι για τα εν λόγω έργα, υπερέβησαν το περιθώριο διακριτικής τους ευχέρειας. Η αξιολόγηση των καταγγελιών σχετικά με την ποιότητα των εκτιμήσεων επιπτώσεων και την ανεπαρκή συνεκτίμησή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη για την Επιτροπή, δεδομένου ότι η τυπική κατ' ουσία φύση της οδηγίας επιτρέπει σε περιορισμένη μόνον έκταση να αμφισβητηθούν τα κριτήρια των εν λόγω εκτιμήσεων και οι επιλογές των εθνικών αρχών, εφόσον έχει τηρηθεί η επιβαλλόμενη από την οδηγία διαδικασία. Οι περισσότερες από τις περιπτώσεις μη ορθής εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας που φέρονται υπ' όψιν της Επιτροπής περιστρέφονται γύρω από πραγματικά περιστατικά, και συνεπώς η αξιολόγηση πιθανότατα ασκείται αποτελεσματικότερα σε αποκεντρωμένο επίπεδο, ιδίως μέσω των αρμοδίων εθνικών διοικητικών και δικαστικών οργάνων.

Η οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου εγκρίθηκε στις 27 Ιουνίου 2001 [99]. Τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε ισχύ τους εθνικούς τους κανόνες για τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία πριν τις 21 Ιουλίου 2004. Ενώ η οδηγία 85/337/ΕΟΚ αναφέρεται σε έργα, αυτή η διαδικαστικού χαρακτήρα νέα οδηγία για τη "στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση" αποσκοπεί να εξασφαλίσει ότι διενεργείται περιβαλλοντική εκτίμηση για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις για το περιβάλλον.

[99] ΕΕ L 197, 21.7.2001, σελ. 30.

2.8.4. Aτμοσφαιρικός αέρας

Η οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου για την αξιολόγηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος αποτελεί τη βάση σειράς κοινοτικών πράξεων που θα εκδοθούν για να καθοριστούν οι νέες οριακές τιμές για τους ρύπους της ατμόσφαιρας, αρχής γενομένης από τους ρύπους που καλύπτονται ήδη από τις ισχύουσες οδηγίες, και τα κατώφλια ενημέρωσης και συναγερμού, να εναρμονιστούν οι μέθοδοι αξιολόγησης της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και να βελτιωθεί η διαχείριση της ποιότητάς του με σκοπό την προστασία της υγείας και των οικοσυστημάτων.

Η οδηγία, εκτός από το άρθρο 3, έπρεπε να μεταφερθεί έως τις 19 Ιουλίου 2001. Κατά τη διάρκεια του 2002, η Επιτροπή μπόρεσε να κλείσει όλες τις διαδικασίες παράβασης που είχε κινήσει λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων υλοποίησης των εν λόγω άρθρων.

Πρόσφατα, εκδόθηκε σημαντικός όγκος νομοθεσίας για τον ατμοσφαιρικό αέρα. Εννέα οδηγίες [100] έπρεπε να μεταφερθούν από τα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια του 2001 και του 2002. Οι υποθέσεις παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εφαρμογής εν λόγω οδηγιών απαριθμούνται στο Παράρτημα IV, Μέρος 2.

[100] Οδηγία 1998/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/EΟΚ, Οδηγία 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1999 για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις, Οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1999 σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου στον αέρα του περιβάλλοντος, Οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1999 σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/EΟΚ, Οδηγία 1999/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1999 για τις πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών σχετικά με την οικονομία καυσίμου και τις εκπομπές CO2 όσον αφορά την εμπορία νέων επιβατηγών αυτοκινήτων, Οδηγία 2000/69/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2000 για οριακές τιμές βενζολίου και μονοξειδίου του άνθρακα στο αέρα του περιβάλλοντος, Οδηγία 2001/63/ΕΚ της Επιτροπής της 17ης Αυγούστου 2001 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχομένων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα, Οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2001 για τον περιορισμό της εκπομπής στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης, Οδηγία 2001/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2001 σχετικά με τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών για ορισμένους ατμοσφαιρικούς ρύπους.

Κατά τη διάρκεια του 2002, η Επιτροπή κίνησε επίσης ορισμένες οριζόντιες διαδικασίες παράβασης λόγω μη διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά τον έλεγχο των ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος [101].

[101] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, ΕΕ L 244 , 29.9.2000, σελ. 1.

Κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης λόγω προβλημάτων μη συμμόρφωσης σε μικρό αριθμό υποθέσεων σχετικών με τον ατμοσφαιρικό αέρα(βλ. Παράρτημα IV, Μέρος 3).

2.8.5. Ύδατα

Ο έλεγχος της υλοποίησης της κοινοτικής νομοθεσίας που αφορά την ποιότητα των υδάτων εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό μέρος του έργου της Επιτροπής. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην ποσοτική και ποιοτική σημασία των υποχρεώσεων που επιρρίπτει το κοινοτικό δίκαιο στα κράτη μέλη, αλλά και στην αυξανόμενη ανησυχία του κοινού σχετικά με την ποιότητα των υδάτων.

Το 2002, η Γαλλία απάντησε στην προειδοποιητική επιστολή που της είχε σταλεί δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ λόγω μη συμμόρφωσης με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001 (υπόθεση C-266/99). Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλία, παραλείπουσα να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου η ποιότητα των προοριζομένων για την παραγωγή ποσίμου ύδατος επιφανειακών υδάτων να είναι σύμφωνη προς τις τιμές που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 75/440/ΕΟΚ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας.

Όσον αφορά την οδηγία 76/160/ΕΟΚ σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, η εποπτεία των τόπων κολύμβησης καθίσταται ολοένα και συχνότερη και η ποιότητα των υδάτων βελτιώνεται. Ωστόσο, παρά την πρόοδο αυτή, συνεχίζονται οι διαδικασίες παράβασης λόγω κακής εφαρμογής κατά πολλών κρατών μελών, στο μέτρο που η υλοποίηση συνεχίζει να μην καλύπτει τις απαιτήσεις τις οποίες τάσσει η οδηγία. Επισκόπηση του σταδίου των διαδικασιών παράβασης σε αυτές τις υποθέσεις παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 4. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο καταδίκασε με απόφασή του που εκδόθηκε στις 19 Mαρτίου 2002 τις Κάτω Χώρες (υπόθεση C-268/00) λόγω του ότι δεν συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης και τη συχνότητα των δειγματοληψιών εντός των προθεσμιών που τάσσει η οδηγία. Το 2002, η Επιτροπή έλαβε επίσης ορισμένες αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 228 λόγω μη συμμόρφωσης με πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης (υποθέσεις κατά της Γερμανίας, του Βελγίου και της Σουηδίας).

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τις παραμέτρους ποιότητας των υδάτων και συχνότητας δειγματοληψιών που προβλέπει η οδηγία 76/160/ΕΟΚ περιέχονται και στις ετήσιες εκθέσεις για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης (βλ. www.europa.eu.int/water/water-bathing/report).

Η Επιτροπή συνέχισε τις διαδικασίες του άρθρου 228 κατά ορισμένων κρατών μελών λόγω μη συμμόρφωσης με προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου που αφορούσαν την κακή εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ σχετικά με τις επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον, καθώς και των οδηγιών που καθορίζουν ειδικά επίπεδα ανά ουσία, ιδίως όσον αφορά την έγκριση των προγραμμάτων που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας. Εντούτοις, ορισμένες υποθέσεις ενδέχεται να κλείσουν κατά τη διάρκεια του 2002, διότι ορισμένα κράτη μέλη συμμορφώθηκαν με προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επισκόπηση του σταδίου στο οποίο βρίσκονται οι εκκρεμείς διαδικασίες παράβασης παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 4.

Σε συνέχεια της δημοσίευσης σχετικού κατευθυντηρίου εγγράφου το 2000, η Επιτροπή εστίασε τις προσπάθειές της στη στήριξη της υλοποίησης της ισχύουσας οδηγίας 76/464/ΕΟΚ και ιδίως του άρθρου 7 για τα προγράμματα μείωσης της ρύπανσης και στη μετάβαση στην οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων [102]. Δημοσιεύθηκε έκθεση υλοποίησης [103] η οποία έχει βασιστεί στο κατευθυντήριο έγγραφο και μεταφράζει τη θέσπιση προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης στις απαιτήσεις και προσεγγίσεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Σύμφωνα με την έκθεση, πρώτον, οι διαδικασίες παράβασης βελτίωσαν σημαντικά τη συμμόρφωση με την εν λόγω νομοθεσία βελτιώνοντας έτσι στην ποιότητα των υδάτων και, δεύτερον, η θέσπιση προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης δυνάμει της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ μπορεί να θεωρηθεί ως βάση για την υλοποίηση της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα, και ιδίως του προγράμματος μέτρων που προβλέπει το άρθρο 11.

[102] ΕΕ L 327 , 22.12.2000, σελ.1.

[103] Η έκθεση διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/environment/ water/water-dangersub/article7ofοδηγία77464eec.pdf

Όσον αφορά την οδηγία 80/778/ΕΟΚ περί της ποιότητας του πόσιμου ύδατος, η Επιτροπή κίνησε και συνέχισε μικρό αριθμό διαδικασιών παράβασης λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας, ιδίως σχετικά με την κακή ποιότητα του πόσιμου ύδατος. Με απόφαση που εκδόθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2002, το Δικαστήριο καταδίκασε την Ιρλανδία διότι δεν έλαβε υπόψη, με τη ρύθμιση που θέσπισε για την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, τον δεσμευτικό χαρακτήρα των απαιτήσεων του παραρτήματος Ι αυτής όσον αφορά τα δίκτυα ομαδικής υδροδοτήσεως και διότι δεν διασφάλισε την τήρηση ορισμένων βιολογικών παραμέτρων του Παραρτήματος Ι της οδηγίας (υπόθεση C-316/00). Επισκόπηση του σταδίου της διαδικασίας σε αυτές τις περιπτώσεις παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 4.

Η οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα του νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, η οποία θα αντικαταστήσει την οδηγία 80/778/ΕΟΚ από το 2003 [104], έπρεπε να έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο έως τις 25 Δεκεμβρίου 2000. Η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τις περισσότερες υποθέσεις παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, αλλά σε τρεις περιπτώσεις (Βέλγιο, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο), η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Παράρτημα IV, Μέρος 2).

[104] ΕΕ L 330, 5.12.1998, σελ. 32.

Η Κοινότητα διαθέτει δύο νομοθετικά μέσα που στοχεύουν συγκεκριμένα στην καταπολέμηση της ρύπανσης από φωσφορικά και νιτρικά άλατα και του ευτροφισμού που προκαλεί.

Το πρώτο, η οδηγία 91/271/ΕΟΚ, αφορά την επεξεργασία των αστικών λυμάτων. Επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν από το 1998, το 2000 ή το 2005, ανάλογα με τον πληθυσμό των αστικών περιοχών, ότι αυτές διαθέτουν σύστημα συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων. Δεδομένου ότι η οδηγία αυτή διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στην εκστρατεία για την εξυγίανση των υδάτων και την καταπολέμηση του ευτροφισμού, η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην έγκαιρη εφαρμογή της. Κατά τη διάρκεια του 2002, κινήθηκαν διάφορες διαδικασίες κακής εφαρμογής λόγω ανεπαρκούς προσδιορισμού των ευαίσθητων περιοχών ή μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις επεξεργασίας των αστικών λυμάτων. Η Επιτροπή απηύθυνε επίσης προειδοποιητική επιστολή σε ορισμένα κράτη μέλη λόγω της μη κοινοποίησης γενικής έκθεσης εφαρμογής και πληροφοριών για τις ευαίσθητες περιοχές. Επισκόπηση του σταδίου της διαδικασίας στις υποθέσεις αυτές παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 4.

Tο δεύτερο μέσο καταπολέμησης του ευτροφισμού είναι η οδηγία 91/676/ΕΟΚ για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης. Η Επιτροπή συνέχισε να αποδίδει μεγάλη σημασία στην επιβολή αυτής της οδηγίας. Το 2002, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας από ορισμένα κράτη μέλη σε σχέση με την παράλειψη προσδιορισμού ή τον ανεπαρκή προσδιορισμό ευαίσθητων περιοχών, καθώς και την μη έγκριση σχεδίων δράσης, όπως επιτάσσει η οδηγία. Το 2002, το Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις για δύο από αυτές τις υποθέσεις (υπόθεση C-258/00 κατά της Γαλλίας και υπόθεση C-161/00 κατά της Γερμανίας). Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει διαδικασίες παράβασης δυνάμει του άρθρου 228, ούτως ώστε να εξαναγκάσει κράτη μέλη να συμμορφωθούν με αποφάσεις που είχε εκδώσει προηγουμένως το Δικαστήριο. Επισκόπηση του σταδίου της διαδικασίας στις υποθέσεις αυτές παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 4.

Η οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων [105] πρέπει να μεταφερθεί έως τις 22 Δεκεμβρίου 2003. Τον Μάιο 2001, συμφωνήθηκε Κοινή Στρατηγική Υλοποίησης [106] στην οποία συμμετέχουν όλες οι εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές των κρατών μελών, οι χώρες του ΕΟΧ, οι προσχωρούσες χώρες και διάφοροι ενδιαφερόμενοι φορείς και ΜΚΟ. Η στρατηγική περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό κοινών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης κατευθυντηρίων γραμμών, της δοκιμής πτυχών υλοποίησης σε πιλοτικές λεκάνες υδρορροής ποταμών και την ανταλλαγή γνώσεων και πληροφοριών. Μέχρι σήμερα, έχουν προέλθει από τη διαδικασία αυτή εννέα κατευθυντήρια έγγραφα και αρκετές τεχνικές εκθέσεις [107]. Επίσης, ιδρύθηκε εκτεταμένο ευρωπαϊκό δίκτυο υλοποίησης. Η διαδικασία θα συνεχιστεί τα επόμενα έτη.

[105] ΕΕ L 327 , 22.12.2000, σελ.1.

[106] Περισσότερες πληροφορίες στη διεύθυνση http://europa.eu.int/comm/environment/ water/water-framework/implementation.html

[107] Περισσότερες πληροφορίες στη διεύθυνση http://forum.europa.eu.int/Members/irc/ env/wfd/library

2.8.6. Φύση

Οι δύο κύριες νομικές πράξεις για την προστασία της φύσης είναι η οδηγία 79/409/ΕΟΚ περί διατηρήσεως των άγριων πτηνών και η οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας.

Όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, παραμένουν ανεπίλυτα λίγα προβλήματα συμμόρφωσης. Το 2002, η Επιτροπή αναγκάστηκε να συνεχίσει τις διαδικασίες παράβασης εναντίον πολλών κρατών μελών, ιδίως σχετικά με τις περιόδους και τις πρακτικές θήρας που δεν ευθυγραμμίζονται με τις διατάξεις της οδηγίας.

Η προθεσμία ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ έληξε τον Ιούνιο 1994. Σε πολλές περιπτώσεις, η μεταφορά παραμένει ανεπαρκής, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 6 για την προστασία των οικοτόπων στις μελλοντικές ειδικές ζώνες διατήρησης, καθώς και τα άρθρα 12 έως 16 για την προστασία των ειδών. Με απόφασή του που εκδόθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βέλγιο, παραλείποντας να λάβει όλα τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που ήταν αναγκαία για την πλήρη και ορθή μεταφορά διαφόρων άρθρων της οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από αυτή (υπόθεση C-324/01).

Όπως και κατά το παρελθόν, τα κύρια προβλήματα σχετικά με την υλοποίηση των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ αφορούν την κακή εφαρμογή της, και συγκεκριμένα τον ανεπαρκή χαρακτηρισμό των ζωνών ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) για τα πτηνά και την επιλογή των προτεινομένων τόπων κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) για τους οικοτόπους με σκοπό την ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 ή την προστασία των χώρων αυτών.

Οι υπάρχουσες ΖΕΠ για τα πτηνά σε συνεχίζουν σε πολλά κράτη μέλη να είναι ελάχιστες αριθμητικά ή να καλύπτουν υπερβολικά μικρή περιοχή. Η στρατηγική της Επιτροπής περιστρέφεται γύρω από την κίνηση γενικών διαδικασιών παράβασης μάλλον, και όχι μεμονωμένων διαδικασιών για κάθε ζώνη. Με απόφαση που εξέδωσε στις 26 Νοεμβρίου 2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλία μη κατατάσσοντας επαρκώς σε ζώνες ειδικής προστασίας τα πλέον κατάλληλα εδάφη για τη διατήρηση των ειδών αγρίων πτηνών που περιλαμβάνει το παράρτημα Ι της οδηγίας , καθώς και των αποδημητικών ειδών, και, ειδικότερα, μη κατατάσσοντας επαρκή επιφάνεια της πεδιάδας Maures σε ζώνη ειδικής προστασίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ (υπόθεση C-202/01). Όσον αφορά τους ΤΚΣ, η Επιτροπή συνέχισε τις διαδικασίες παράβασης κατά ορισμένων κρατών μελών, τα οποία έχουν προβεί σε επιλογή τόπων που είτε δεν είναι ικανοποιητική είτε πρόκειται να εκτιμηθεί επί τη βάσει των αποτελεσμάτων βιογεωγραφικών σεμιναρίων. Σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει διαδικασίες παράβασης δυνάμει του άρθρου 228 ούτως ώστε να εξαναγκάσει τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής.

Εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά το ειδικό καθεστώς προστασίας που προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ και το άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, π.χ. μη ορθή εφαρμογή ή καταστρατήγηση του ειδικού καθεστώτος προστασίας για διάφορα σχέδια που επηρεάζουν τους εν λόγω τόπους. Για το θέμα αυτό, χρειάστηκε να κινηθούν διαδικασίες παράβασης εναντίον αρκετών κρατών μελών κατά τη διάρκεια του 2002. Ειδικότερα, με απόφασή του που δημοσιεύθηκε στις 13 Ιουνίου 2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαφύλαξη μιας επαρκούς ποικιλίας και εκτάσεως των οικοτόπων για τη χιονόκοτα και παραλείποντας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποτρέψει, σε μια συγκεκριμένη ζώνη ειδικής προστασίας area (ΖΕΠ), την υποβάθμιση των οικοτόπων των ειδών για τα οποία έχει οριστεί η ανωτέρω ζώνη ειδικής προστασίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ και το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (υπόθεση C-117/00). Η υπόθεση ανέκυψε κατόπιν της διερεύνησης καταγγελιών σχετικά με την ευρύτατη καταστροφή της βλάστησης και τη διάβρωση που προκαλείται από την υπέρμετρη βόσκηση προβάτων στους ευάλωτους ορεινούς οικοτόπους της δυτικής Ιρλανδίας. Είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καταδικάζει κράτος μέλος για παράβαση του άρθρου 3 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ.

Το 2002, η Επιτροπή συνέχισε να θέτει προϋποθέσεις στα σχέδια και προγράμματα των Διαρθρωτικών Ταμείων και στα προγράμματα ανάπτυξης της υπαίθρου αναγκάζοντας τα κράτη μέλη να υποβάλουν τους εκκρεμείς καταλόγους για τη δημιουργία του δικτύου Natura 2000, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τις οδηγίες 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ.

Η Επιτροπή συνεχίζει να ασκεί αυστηρή πολιτική όσον αφορά τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδότησης για την προστασία τοποθεσιών στο πλαίσιο του κανονισμού LIFE στις εντεταγμένες ή προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 τοποθεσίες. Επίσης, εξετάζει πολύ προσεκτικά την τήρηση των περιβαλλοντικών κανονισμών στις αιτήσεις συγχρηματοδότησης από το Ταμείο Συνοχής. Το ίδιο ισχύει και για διάφορους προενταξιακούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς που αφορούν τις υποψήφιες χώρες.

Προβλήματα υλοποίησης της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ενδέχεται επίσης να ανακύψουν όσον αφορά την προστασία ειδών, και όχι χαρακτηρισθεισών ή υποδειχθεισών τοποθεσιών. Το άρθρο 12 της οδηγίας θέτει ένα αυστηρό σύστημα προστασίας για τα είδη που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV (α), από το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν μόνον υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 2.

Με απόφαση που εξέδωσε στις 20 Ιανουαρίου 2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα μη λαμβάνοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα απαραίτητα μέτρα για τη θέσπιση και εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος αυστηρής προστασίας της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta στη Ζάκυνθο, προκειμένου να αποφευχθούν, αφενός, οποιαδήποτε εκ προθέσεως παρενόχληση του είδους αυτού κατά την περίοδο αναπαραγωγής και, αφετέρου, οποιαδήποτε δραστηριότητα ενδέχεται να επιφέρει βλάβη ή καταστροφή των περιοχών αναπαραγωγής του, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία β και γ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (υπόθεση C-103/00). Πρόκειται για την πρώτη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που ασχολείται με το άρθρο 12 της οδηγίας υπογραμμίζοντας την ανάγκη να θεσπιστεί και να υλοποιηθεί αποτελεσματικό σύστημα αυστηρής προστασίας των ειδών που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV (α) και ερμηνεύοντας τον όρο 'εκ προθέσεως'. Εκκρεμεί παρόμοια υπόθεση κατά του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω της παράλειψής του να εξασφαλίσει την κατάλληλη προστασία του τρίτωνα του λοφιοφόρου (Triturus cristatus) (υπόθεση C-434/01).

2.8.7. Θόρυβος

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2000/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε ανοικτούς χώρους [108] έληξε στις 3 Ιουλίου 2001. Η εν λόγω οδηγία καταργεί, από τις 3 Ιανουαρίου 2002, εννέα οδηγίες που αφορούν διαφόρους τύπους εξοπλισμού. Η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τριών κρατών μελών που δεν είχαν ακόμα εκδώσει και κοινοποιήσει μέτρα υλοποίησης για το σύνολο ή μέρος της επικράτειάς τους. Πρόκειται για την Ιταλία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά το Γιβραλτάρ.

[108] ΕΕ L 162, 3.7.2000, σελ. 1.

2.8.8. Χημικές ουσίες και βιοτεχνολογία

Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα των χημικών ουσιών και της βιοτεχνολογίας συγκεντρώνει πολλές ομάδες οδηγιών που αφορούν προϊόντα ή δραστηριότητες με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: είναι τεχνικά πολύπλοκα, απαιτούν συχνές τροποποιήσεις για την προσαρμογή στην πρόοδο των γνώσεων, εφαρμόζονται στην επιστημονική και ταυτόχρονα στη βιομηχανική σφαίρα και αφορούν κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών, είναι οι συχνές τροποποιήσεις της που καθίστανται αναγκαίες λόγω της επιστημονικής και τεχνικής εξέλιξης. Έτσι, η οδηγία 2001/59/ΕΚ της Επιτροπής με την οποία προσαρμόστηκε, για εικοστή όγδοη φορά, η οδηγία 67/548/ΕΟΚ στην τεχνική πρόοδο, έπρεπε να έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο έως την 31η Ιουλίου 2002. Στο πλαίσιο αυτό, οι καθυστερήσεις των κρατών μελών να ανακοινώσουν τα μέτρα μεταφοράς παραμένουν συχνές, αλλά η Επιτροπή κινεί αυστηρά διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης για να εξαναγκάσει τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους.

Η οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά [109] έπρεπε να έχει μεταφερθεί από τα κράτη μέλη το αργότερο έως τις 14 Μαΐου 2000. Έως τα τέλη του 2002, κάποια κράτη μέλη δεν είχαν ακόμα ανακοινώσει μέτρα υλοποίησης, όπως φαίνεται από τον κατάλογο διαδικασιών παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης που παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 2.

[109] ΕΕ L 123, 24.4.1998, σελ. 1.

Τα πειράματα σε ζώα καλύπτονται από την οδηγία 86/609/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς. Συνεχίζουν να υπάρχουν ορισμένα προβλήματα όσον αφορά τη συμμόρφωση με την οδηγία. Η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη δυνάμει του άρθρου 228 κατά της Ιρλανδίας λόγω του ότι δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2001, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιρλανδία δεν είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή μεταφορά των άρθρων 2(δ), 11 και 12 της οδηγίας, καθώς και για τη θέσπιση κατάλληλου συστήματος κυρώσεων για τη μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας (υπόθεση C-354/99). Με απόφασή του που εκδόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλία δεν είχε μεταφέρει ορθώς τα άρθρα 4, 7 παράγραφος 3, 11, 12 παράγραφος 2, 18 παράγραφοι 1 και 3 και 22 παράγραφος 1 της οδηγίας (υπόθεση C-152/00). Στην πρότασή του που ανέπτυξε στις 26 Σεπτεμβρίου 2002, ο Γενικός Εισαγγελέας πρότεινε να αποφανθεί το Δικαστήριο ότι οι Κάτω Χώρες δεν μετέφεραν ορθώς τα άρθρα 11 και 22 παράγραφος 1 της οδηγίας (υπόθεση C-205/01). Οι διαδικασίες παράβασης κατά της Ισπανίας και του Βελγίου λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας συνεχίστηκαν.

Μια νέα οδηγία που αναθεωρεί το αρχικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της απελευθέρωσης ΓΤΟ στην Κοινότητα [110] έπρεπε να έχει μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία έως τις 17 Οκτωβρίου 2002. Το αρχικό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο είχε θεσπιστεί με την οδηγία του 1990 [111], αντικατόπτριζε τις ανησυχίες ότι η απελευθέρωση ΓΤΟ ενδέχεται να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη βλάβη του περιβάλλοντος. Από έρευνα που διεξήχθη το 1996, προέκυψε ότι διάφορες πτυχές του αρχικού πλαισίου χρειάζονταν διευκρίνιση και βελτίωση. Έτσι, η οδηγία 90/220/ΕΟΚ αναθεωρήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2001/18/ΕΚ. Η αναθεωρημένη οδηγία διατηρεί τη δομή της παλαιάς, αλλά βελτιώνει την αυστηρότητα και τη διαφάνεια των διατάξεων, ιδίως με τη δημιουργία αποτελεσματικότερης και αποδοτικής διαδικασίας έγκρισης. Κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς κατά δεκατεσσάρων κρατών μελών που δεν τήρησαν την προθεσμία της 17ης Οκτωβρίου 2002.

[110] Οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001 για την σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/EΟΚ του Συμβουλίου.

[111] Οδηγία 90/220/EΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 1990 για την σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον.

2.8.9. Απόβλητα

Η οδηγία πλαίσιο για τα απόβλητα (οδηγία 75/442/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/156/ΕΟΚ), επιβάλλει τη λήψη προηγούμενης έγκρισης για την εκμετάλλευση εγκαταστάσεων διάθεσης και επεξεργασίας των αποβλήτων, ενώ στην περίπτωση της διάθεσης, η εν λόγω έγκριση πρέπει να θέτει όρους που να περιορίζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της. Τα κράτη μέλη συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα όσον αφορά την πλήρη και ορθή υλοποίηση των διατάξεων της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Επισκόπηση του σταδίου της διαδικασίας στις υποθέσεις αυτές παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 3.

Το 2002, η Επιτροπή κίνησε ορισμένες διαδικασίες λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας πλαίσιο για τα απόβλητα. Οι περισσότερες δυσκολίες υλοποίησης αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας πλαίσιο για τα απόβλητα σε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, η οποία βρίσκεται στη ρίζα μεγάλου αριθμού καταγγελιών που αφορούν κυρίως τεχνικά προβλήματα απόρριψης αποβλήτων (ανεξέλεγκτες χωματερές, ή/και ανεξέλεγκτη επεξεργασία αποβλήτων, ανυπαρξία ή ανεπάρκεια των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ανεξέλεγκτη απόρριψη, αμφισβητούμενη χωροθέτηση των σχεδιαζομένων χώρων ελεγχόμενης ταφής, κακή διαχείριση των νόμιμων χώρων, μόλυνση των υδάτων από την απευθείας απόρριψη λυμάτων). Η Επιτροπή χρησιμοποιεί τις μεμονωμένες περιπτώσεις για να ανιχνεύσει γενικότερα προβλήματα σχετικά με τη μη ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όπως την απουσία ή την ακαταλληλότητα σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων, με βάση την υπόθεση ότι ένας παράνομος χώρος απόρριψης μπορεί να σημαίνει μη αντιμετωπισθείσα ανάγκη διαχείρισης αποβλήτων.

Μια άλλη κατηγορία κακής εφαρμογής της νομοθεσίας περί αποβλήτων αφορά υποθέσεις ακατάλληλου σχεδιασμού, οι οποίες καλύπτουν μια σειρά παραλείψεων σχετικών είτε με τα σχέδια που επιτάσσει το άρθρο 7 της οδηγίας πλαίσιο για τα απόβλητα, είτε με τα σχέδια διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων, τα οποία απαιτεί το άρθρο 6 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ, είτε τα ειδικά σχέδια για τα απόβλητα από συσκευασίες, τα οποία απαιτεί το άρθρο 14 της οδηγίας 94/62/ΕΚ. Το 2002, το Δικαστήριο καταδίκασε τρία κράτη μέλη για παράβαση του άρθρου 7 παράγραφος 1 της οδηγίας πλαίσιο για τα απόβλητα, του άρθρου 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ και του άρθρου 14 της οδηγίας 94/62/ΕΚ λόγω ανεπάρκειας των σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων [112]. Η Επιτροπή παρακολουθεί αυτές τις υποθέσεις βάσει του άρθρου 228, ούτως ώστε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου.

[112] Υπόθεση C-292/99 κατά της Γαλλίας, υπόθεση C-35/00 κατά του Ηνωμένου Βασιλείου και υπόθεση C-466/99 κατά της Ιταλίας.

Η νομολογία για τον ορισμό των αποβλήτων κατά την έννοια της οδηγίας πλαίσιο για τα απόβλητα επιβεβαιώθηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω με την προδικαστική απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 18 Aπριλίου 2002 (υπόθεση C-9/00 Palin Granit). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κάτοχος θραυσμάτων πετρωμάτων προερχομένων από την εκμετάλλευση λατομείου, τα οποία εναποθηκεύονται επ' αόριστον εν αναμονή μιας ενδεχόμενης χρησιμοποιήσεώς τους, απορρίπτει ή έχει την πρόθεση να απορρίψει τα ως άνω θραύσματα, τα οποία, επομένως, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα υπό την έννοια της οδηγίας. Ο τόπος εναποθηκεύσεως των θραυσμάτων πετρωμάτων, η σύστασή τους και το γεγονός, αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, ότι δεν ενέχουν κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή το περιβάλλον δεν είναι αποφασιστικά κριτήρια προκειμένου για τον χαρακτηρισμό τους ως αποβλήτων.

Η οδηγία 1999/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων [113] διευκρινίζει το νομικό πλαίσιο για την έγκριση χώρων ταφής στα κράτη μέλη εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν αυτόν τον τρόπο διάθεσης των αποβλήτων. Η οδηγία, η οποία τάσσει αυστηρότερες προϋποθέσεις για τους χώρους ταφής που αρχίζουν να λειτουργούν μετά την ημερομηνία αυτή, καθώς και για τους ήδη υπάρχοντες, έπρεπε να μεταφερθεί έως τις 16 Ιουλίου 2001. Έως τα τέλη του 2002, αρκετά κράτη μέλη δεν είχαν ακόμα θεσπίσει και ανακοινώσει στην Επιτροπή μέτρα μεταφοράς και η Επιτροπή αναγκάστηκε να ασκήσει δικαστικές προσφυγές. Το στάδιο των διαδικασιών παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης των εν λόγω μέτρων παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 2.

[113] ΕΕ L 182, 16.7.1999, σελ. 1.

Όσον αφορά την οδηγία 91/689/ΕΟΚ για τα επικίνδυνα απόβλητα, τα κράτη μέλη συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα για την ορθή μεταφορά της στην εθνική νομοθεσία. Επισκόπηση του σταδίου στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω υποθέσεις παρατίθεται στο Παράρτημα IV, Μέρος 3. Όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας, η Επιτροπή κίνησε το 1998 διαδικασίες παράβασης κατά ορισμένων κρατών μελών που δεν είχαν διαβιβάσει στην Επιτροπή τις συγκεκριμένες πληροφορίες που απαιτούνται σε σχέση με τις εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις διάθεσης ή/και αξιοποίησης επικίνδυνων αποβλήτων. Με απόφαση που εξέδωσε στις 13 Ιουνίου 202, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα δεν είχε αποστείλει εμπροθέσμως στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας (υπόθεση C-33/01).

Η οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2000 για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους έπρεπε να μεταφερθεί από τα κράτη μέλη έως τις 21 Απριλίου 2002. Έως τα τέλη του 2002, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης κατά δέκα κρατών μελών που δεν είχαν θεσπίσει και ανακοινώσει στην Επιτροπή μέτρα μεταφοράς.

Όσον αφορά την οδηγία 75/439/ΕΟΚ περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, η Επιτροπή είχε κινήσει το 2001 διαδικασίες παράβασης κατά 11 κρατών μελών λόγω μη συμμόρφωσης ή/και κακής εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σε σχέση με διάφορα άρθρα της οδηγίας, που αφορούν ιδίως την υποχρέωση να δίδεται προτεραιότητα στην επεξεργασία των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων με αναγέννηση, εφόσον το επιτρέπουν οι τεχνικοί, οικονομικοί και οργανωτικοί περιορισμοί. Το 2002, η Επιτροπή συνέχισε τις διαδικασίες παράβασης κατά της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών, της Φινλανδίας, της Δανίας και της Σουηδίας, ενώ αποφάσισε να ασκήσει δικαστικές προσφυγές κατά της Αυστρίας, της Ελλάδας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Πορτογαλίας.

Όσον αφορά τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT), δύο εξαιρετικά επικίνδυνων ουσιών, η οδηγία 96/59/ΕΚ τάσσει ότι τα κράτη μέλη καταρτίζουν, εντός τριών ετών από την έκδοση της οδηγίας, και συγκεκριμένα έως τις 16 Σεπτεμβρίου 1999, σχέδια απολύμανσης ή/και διάθεσης των συσκευών που έχουν απογραφεί και των PCB τα οποία περιέχουν, καθώς και γενικές κατευθύνσεις για τη συλλογή και τη μετέπειτα διάθεση ορισμένων συσκευών (άρθρο 11), καθώς και τους καταλόγους που προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας. Εντούτοις, πολλά κράτη μέλη δεν έχουν ανακοινώσει ακόμα στην Επιτροπή τα απαραίτητα μέτρα. Έτσι, το 2002, το Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις κατά ορισμένων κρατών μελών λόγω της μη παροχής των προαναφερομένων πληροφοριών (υπόθεση C-174/01 κατά του Λουξεμβούργου, υπόθεση C-46/01 κατά της Ιταλίας, υπόθεση C-177/01 κατά της Γαλλίας και υπόθεση C-47/01 κατά της Ισπανίας). Άλλες παρόμοιες υποθέσεις κακής εφαρμογής παρατίθενται στο Παράρτημα IV, Μέρος 4.

Όσον αφορά την οδηγία 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απόβλητα από συσκευασίες, αξίζει να επισημανθούν δύο συγκεκριμένες εξελίξεις. Η Επιτροπή συνέχισε την υπόθεση κατά της Γερμανίας (υπόθεση C-463/01) σχετικά με το Διάταγμα για τις συσκευασίες (γνωστό ως Διάταγμα 'Tφpfer'), το οποίο προωθεί την επαναχρησιμοποίηση των υλικών συσκευασίας, διότι η ποσόστωση επαναχρησιμοποίησης την οποία τάσσει το γερμανικό διάταγμα ισοδυναμεί με φραγμό του εμπορίου και έμμεση διάκριση εις βάρος των εισαγομένων φυσικών μεταλλικών νερών που εμφιαλώνονται στην πηγή. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή μπόρεσε να κλείσει τη διαδικασία που είχε κινηθεί προηγουμένως κατά της Δανίας (υπόθεση C-246/99) όσον αφορά δανική νομοθεσία που απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά μπύρας και ανθρακούχων ποτών σε μεταλλικά κουτιά και άλλους τύπους μη επαναχρησιμοποιούμενων συσκευασιών. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο ότι η Δανία κατήργησε την επίδικη νομοθεσία.

2.8.10. Περιβάλλον και βιομηχανία

Η οδηγία 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC), η οποία εγκρίθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1996, έπρεπε να υλοποιηθεί έως τις 30 Οκτωβρίου 1999. Κατά τη διάρκεια του 2002, οι διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς στην Επιτροπή χρειάστηκε να συνεχιστούν κατά μερικών κρατών μελών. Το 2002, το Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις κατά της Ισπανίας, της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω παράλειψης να θεσπίσουν τα απαραίτητα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα για τη συμμόρφωσή τους με την οδηγία. Εκδόθηκαν αιτιολογημένες γνώμες για τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Αυστρία, λόγω μη συμμόρφωσης ορισμένων πτυχών της εθνικής τους νομοθεσίας με την οδηγία.

Η οδηγία 96/82/ΕΚ (« Seveso II »), που αντικαθιστά, από τις 3 Φεβρουαρίου 2001, την οδηγία 82/501/ΕΟΚ («Seveso I»), έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο έως τις 3 Φεβρουαρίου 1999. Η ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς από μερικά κράτη μέλη δεν είναι ακόμα πλήρης, ιδίως όσον αφορά τα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας. Οι υποθέσεις παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης σε σχέση με την εν λόγω οδηγία απαριθμούνται στο Παράρτημα IV, Μέρος 2.

2.8.11. Προστασία από τις ακτινοβολίες

Η οδηγία 96/29/Eυρατόμ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφαλείας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες (ΕΕ L 159, 29.6.1996, σελ. 1), και η οδηγία 97/43/Eυρατόμ του Συμβουλίου περί της προστασίας της υγείας από τους κινδύνους κατά την έκθεση στην ιοντίζουσα ακτινοβολία για ιατρικούς λόγους (ΕΕ L 180, 9.7.1997, σελ. 22), έπρεπε να μεταφερθούν έως τον Μάιο 2000. Τον Δεκέμβριο 2002, η πλειοψηφία των κρατών μελών είχε θεσπίσει μέτρα μεταφοράς και των δύο οδηγιών, ενώ έλειπαν ακόμα ορισμένες διατάξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία (για την οδηγία 96/29) και στη Γαλλία (για τις δύο οδηγίες).

Το 2002, ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 33 της Συνθήκης Ευρατόμ 5 σχέδια εθνικής νομοθεσίας (ένα από τα οποία αφορούσε την οδηγία 92/3 για τις αποστολές ραδιενεργών αποβλήτων και 4 μέτρα μεταφοράς των δύο προαναφερθεισών οδηγιών). Δεν εκδόθηκε καμία επίσημη σύσταση.

Σύμφωνα με το άρθρο 35 της Συνθήκης Ευρατόμ, η Επιτροπή διενήργησε μία επαλήθευση στην Πορτογαλία για να ελέγξει τις εγκαταστάσεις που είναι απαραίτητες για τη συνεχή παρακολούθηση των επιπέδων ραδιενέργειας στο περιβάλλον.

Το 2002, η Επιτροπή έλαβε 9 ανακοινώσεις γενικών δεδομένων σχετικών με σχέδια απόρριψης ραδιενεργών καταλοίπων, δυνάμει του άρθρου 37 της Συνθήκης Ευρατόμ, ούτως ώστε να εκτιμήσει τα δεδομένα και να προσδιορίσει αν η πραγματοποίηση του σχεδίου μπορεί να προκαλέσει ραδιενεργό μόλυνση στα ύδατα, στο έδαφος ή στον εναέριο χώρο άλλου κράτους μέλους. Η Επιτροπή εξέδωσε 17 γνώμες.

Η Επιτροπή ασχολήθηκε με ορισμένες διαδικασίες παράβασης δυνάμει του άρθρου 141 της Συνθήκης Ευρατόμ. Άνοιξε τέσσερις νέους φακέλους κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, ενώ έλαβε και δύο καταγγελίες. Απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη προς το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με την υλοποίηση της οδηγίας 89/618, σχετικά με την ενημέρωση του πληθυσμού για τα εφαρμοστέα μέτρα προστασίας της υγείας και την ακολουθητέα συμπεριφορά σε περίπτωση έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολίες. Αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του ΗΒ, το οποίο δεν διαβίβασε δεδομένα σχετικά με την αποσυναρμολόγηση του ερευνητικού αντιδραστήρα JASON σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης. Αποφάσισε επίσης να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Δανίας, λόγω μη ανακοίνωσης όλων των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/29.

Ενόψει της προόδου που σημειώθηκε όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών 96/29 και 97/43, η Επιτροπή αποφάσισε να κλείσει τις διαδικασίες που είχαν κινηθεί κατά των Κάτω Χωρών και να παραιτηθεί των προσφυγών που είχε ασκήσει κατά της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Το ίδιο συνέβη και για τη Γερμανία, ενόψει της θέσπισης νέας νομοθεσίας σχετικά με την οδηγία 89/618.

2.9. ΑΛΙΕΙΑ

Στις 25 Απριλίου, το Δικαστήριο καταδίκασε τη Γαλλία κατόπιν της διαπίστωσης ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις ελέγχου και επιθεώρησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων λόγω της υπέρβασης ορισμένων ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί για τα έτη 1991, 1992, 1993, 1994, 1995 και 1996 [114].

[114] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-418/00 και C-419/00, Συλλογή 2002, σελ. I-03969

Το Δικαστήριο καταδίκασε επίσης, στις 14 Νοεμβρίου 2002, το Ηνωμένο Βασίλειο, κατόπιν της διαπίστωσης ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις ελέγχου και επιθεώρησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων λόγω της υπέρβασης ορισμένων ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί για τα έτη 1985, 1986, 1988, 1990, 1991, 1992, 1993, 1994, 1995 και 1996 [115].

[115] Υποθέσεις C-454/99 και C-140/00

Στο πλαίσιο των διαδικασιών λόγω μη τήρησης της υποχρέωσης ελέγχου εξαιτίας της υπέρβασης ορισμένων ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί στη Δανία το 1997, στη Γαλλία το 1997 και στη Σουηδία το 1997, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένες γνώμες στα εν λόγω κράτη μέλη, αντιστοίχως, στις 24 Απριλίου, 25 Απριλίου και 18 Οκτωβρίου. Εξάλλου, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 24 Ιουλίου, να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Σουηδίας, στις 11 Σεπτεμβρίου κατά της Ιρλανδίας και στις 3 Δεκεμβρίου κατά της Φινλανδίας λόγω των υπερβάσεων που σημειώθηκαν τα έτη 1995 και 1996.

Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης, στις 27 Αυγούστου, να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γαλλίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ, λόγω του ανεπαρκούς ελέγχου της τήρησης των τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων.

2.10. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

2.10.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

Όπως και το 2001, ο αριθμός των φακέλων παράβασης που αφορούν εμπόδια στις συναλλαγές (εφαρμογή των άρθρων 28 και επόμενα) [116] παρέμεινε σχετικά σταθερός το 2002. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για υποθέσεις αρκετά πολύπλοκες από τεχνική άποψη και ευαίσθητες από πολιτική άποψη, ιδίως λόγω των πτυχών που αφορούν την προστασία της υγείας, των καταναλωτών ή του περιβάλλοντος. Οι παράγοντες που απέτρεψαν την αύξηση του αριθμού διαδικασιών παράβασης είναι πολλοί: ο προληπτικός ρόλος που διαδραματίζει η οδηγία 98/34/ΕΚ [117] για την υποχρέωση κοινοποίησης των σχεδίων τεχνικών κανόνων (οι οποίοι αποτελούν συχνά πηγή εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων), η πραγματοποιηθείσα εναρμόνιση σε ορισμένους τομείς, όπως τα προϊόντα διατροφής, οι κατασκευές, οι τηλεπικοινωνίες και ο μηχανολογικός τομέας, καθώς και η αυξημένη ευαισθητοποίηση των εθνικών αρχών όσον αφορά τις αρχές που διέπουν την εσωτερική αγορά.

[116] Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε το δικτυακό τόπο http://europa.eu.int/comm/internal_market/ fr/goods/mutrec.htm.

[117] ΕΕ L 204 της 21ης Ιουλίου 1998, σελίδα 37.

Οι στατιστικές επιβεβαιώνουν επίσης την τάση επίλυσης των προβλημάτων που αποκαλύπτονται μετά από καταγγελίες ή με άλλους τρόπους πριν την κίνηση διαδικασίας παράβασης (αποστολή προειδοποιητικής επιστολής). Όσον αφορά τις συνεδριάσεις "πακέτο", αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητά τους στην επίλυση των υποθέσεων αυτών, παρόλο που η διοργάνωσή τους απαιτεί σημαντικές προσπάθειες από άποψη προετοιμασίας και παρακολούθησης. Αναλήφθηκαν συνεχείς και στοχοθετημένες δράσεις προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί πραγματική αποτελεσματικότητα στη διεκπεραίωση των φακέλων.

Η Επιτροπή ενίσχυσε επίσης τη δράση ενημέρωσης και προώθησης της εφαρμογής της απόφασης 3052/95/ΕΚ [118], δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα που συνιστούν παρεκκλίσεις από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Πράγματι, δημοσίευσε επεξηγηματικό φυλλάδιο προς χρήση από τις εθνικές διοικήσεις και τους οικονομικούς φορείς.

[118] ΕΕ L 321 της 30ης Δεκεμβρίου 1995, σελίδα 1.

Όσον αφορά το μηχανισμό ταχείας παρέμβασης για την αντιμετώπιση σοβαρών εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τον οποίο προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 2679/98 για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (κανονισμός «φράουλες») [119], το σύστημα συναγερμού που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού ενεργοποιήθηκε ένδεκα φορές το 2002. Τρεις από αυτές τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών αφορούσαν τον φάκελο των περιορισμών κυκλοφορίας του σιδηροδρόμου στη Σήραγγα της Μάγχης, φάκελος ο οποίος τελικά έκλεισε ευνοϊκά εντός του έτους.

[119] ΕΕ L 337 της 12ης Δεκεμβρίου 1998, σελίδα 8.

Όσον αφορά την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων (οδηγία 85/374/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε [120]), το Δικαστήριο εξέδωσε στις 25 Απριλίου 2002 τρεις αποφάσεις [121] οι οποίες διευκρινίζουν την εμβέλεια της οδηγίας και, με την ίδια ευκαιρία, καταδίκασε τη Γαλλία και την Ελλάδα λόγω κακής μεταφοράς.

[120] ΕΕ L 210 της 7ης Αυγούστου 1985, σελίδα 29.

[121] Αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2002: υπόθεση C-52/00, Συλλογή 2002 σελίδα I-03827 (Επιτροπή κατά Γαλλίας). υπόθεση C-154/00, Συλλογή 2002 σελίδα I-03879 (Επιτροπή κατά Ελλάδας) και υπόθεση C-183/00, Συλλογή 2002 σελίδα I-03901 (προδικαστικό ερώτημα που αφορούσε το ισπανικό δίκαιο). Η Ελλάδα συμμορφώθηκε ήδη με την απόφαση τροποποιώντας τη νομοθεσία της.

2.10.2. Ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και δικαίωμα εγκατάστασης

Στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, και στο πλαίσιο της εφαρμογής της Στρατηγικής για την Εσωτερική Αγορά υπηρεσιών [122], η Επιτροπή συνέχισε να εξετάζει καταγγελίες για ευρύτατο φάσμα υπηρεσιών (υπηρεσίες φύλαξης, ενοικίασης οχημάτων, υπηρεσίες που παρέχουν τα ιατρικά εργαστήρια, οι οργανισμοί ελέγχου, τα γραφεία ευρέσεως προσωρινής εργασίας, τα γραφεία μηχανικών, οι πράκτορες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι γεωμέτρες, υπηρεσίες στον τομέα του τουρισμού και των δραστηριοτήτων αναψυχής, της εκτροφής ζώων κλπ).

[122] COM (2002) 441 τελικό της 30ης Ιουλίου 2002.

Όσον αφορά την απόσπαση εργαζομένων υπηκόων τρίτων χωρών, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά του Βελγίου, της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου και της Αυστρίας, διότι θεωρεί ότι οι εν λόγω χώρες δεν έχουν θέσει σε εφαρμογή τη νομολογία Vander Elst [123]. Πράγματι, η απόσπαση εργαζομένων τρίτων χωρών στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών συνεχίζει να υπόκειται σε προϋποθέσεις όσον αφορά την είσοδο, τη διαμονή και την εργασία, οι οποίες κρίνονται αντίθετες προς το άρθρο 49 της Συνθήκης ΕΚ. Εξάλλου, το Δικαστήριο εξέδωσε μια σημαντική απόφαση που αφορά τον τομέα της διοργάνωσης εκθέσεων [124]. Έκρινε μια σειρά υποχρεώσεις ασυμβίβαστες με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (γενικό καθεστώς λήψης άδειας, εγκατάσταση στη χώρα υποδοχής, υποχρέωση η δραστηριότητα να ασκείται αποκλειστικώς και ο διοργανωτής εκθέσεως να υπάγεται σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς, απαγόρευση επιδίωξης κερδοσκοπικού σκοπού κλπ), καθώς και με την ελευθερία εγκατάστασης (συμμετοχή των αρχών στα όργανα των εταιρειών που διοργανώνουν εκθέσεις, δικαίωμα παρέμβασης - έστω και συμβουλευτικού χαρακτήρα - οργανισμών όπου μετέχουν ανταγωνιστές κλπ). Το Δικαστήριο εξέδωσε επίσης αποφάσεις στον τομέα των υπηρεσιών προσβάσεως υπό όρους (απαράδεκτο της υποχρέωσης προηγούμενης έγκρισης κάθε φορέα παροχής της υπηρεσίας στη χώρα υποδοχής [125]), της κατάρτισης εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών [126] και της προσωρινής απασχόλησης (ασυμβατότητα της υποχρέωσης εγκατάστασης και καταβολής εγγύησης στη χώρα υποδοχής με το άρθρο 49 ΕΚ [127]). Όσον αφορά τις υπηρεσίες υγείας, δρομολογήθηκε διαδικασία διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή των αποφάσεων του Δικαστηρίου για την επιστροφή των ιατρικών εξόδων που καταβάλλονται σε άλλο κράτος μέλος [128].

[123] Υπόθεση C-43/93, απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994 , Συλλογή 1994 σελίδα I-03803.

[124] Υπόθεση C-439/99, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Συλλογή 2002 σελίδα I-00305.

[125] Υπόθεση C-390/99, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, Συλλογή 2002 σελίδα I-00607.

[126] Υπόθεση C-79/01, απόφαση της 20ης Νοεμβρίου 2002 (αδημοσίευτη).

[127] Υπόθεση C-279/00, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2002, Συλλογή 2002 σελίδα I-01425.

[128] Αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998 στις υποθέσεις C-120/95, Συλλογή 1998 σελίδα I-01831 και C-158/96, Συλλογή 1998, σελίδα I-01931. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001 στις υποθέσεις C-157/99, Συλλογή 2001 σελίδα I-05473 και C-368/98, Συλλογή 2001 σελίδα I-05363.

Στον τομέα των εμπορικών επικοινωνιών, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά του Βελγίου λόγω ορισμένων διατάξεων της νομοθεσίας του περί εμπορικών πρακτικών, οι οποίες περιορίζουν τις δυνατότητες χρησιμοποίησης προγραμμάτων κατάκτησης του καταναλωτή. Κίνησε επίσης διαδικασία κατά των γαλλικών διατάξεων με τις οποίες απαγορεύεται η τηλεοπτική διαφήμιση ορισμένων κλάδων (διανομή, τύπος, κινηματογράφος, εκδόσεις).

Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, στον τομέα των ασφαλίσεων η Επιτροπή άσκησε δύο προσφυγές για το bonus/malus κατά του Λουξεμβούργου και της Γαλλίας [129], ενώ αντιθέτως έθεσε στο αρχείο τις διαδικασίες κατά του Βελγίου και της Φινλανδίας, δεδομένου ότι οι εν λόγω χώρες τροποποίησαν τις νομοθεσίες τους για το bonus-malus λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνευτική ανακοίνωση για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και το γενικό συμφέρον. Στην υπόθεση κατά της Ιταλίας όσον αφορά το πάγωμα των ασφαλίστρων αστικής ευθύνης αυτοκινήτου, ο Γενικός Εισαγγελέας διατύπωσε, στις 4 Ιουλίου 2002, την πρότασή του στην υπόθεση C-59/01 επιβεβαιώνοντας τη θέση της Επιτροπής σχετικά με την προσκόλλησης στην αρχή της τιμολογιακής ελευθερίας που προβλέπουν οι οδηγίες περί ασφαλίσεων. Η Επιτροπή συνέχισε επίσης τη διαδικασία παράβασης κατά της Γαλλίας όσον αφορά τους αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς και ζήτησε από το Δικαστήριο να επιβάλει χρηματική ποινή 242.650 ευρώ ανά ημέρα [130].

[129] Εκκρεμείς υποθέσεις C-346/02 και C-347/02.

[130] Εκκρεμής υπόθεση C-261/02.

Η διαδικασία μεταφοράς της οδηγίας 98/78/ΕΚ [131] (ασφαλιστικοί όμιλοι) ολοκληρώθηκε με την ανακοίνωση των μέτρων που θέσπισε η Ελλάδα κατόπιν της απόφασης του Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, στην υπόθεση C-312/01. Η Επιτροπή μπόρεσε επίσης να θέσει στο αρχείο και άλλες εκκρεμείς υποθέσεις κατόπιν της συμμόρφωσης των αντίστοιχων εθνικών νομοθεσιών, όπως, για παράδειγμα, της φινλανδικής νομοθεσίας δυνάμει της οποίας οι ζημίες που προκαλούνται στους επιβάτες αυτοκινήτου το οποίο εμπλέκεται σε ατύχημα ενδέχεται να εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη, αν ο οδηγός ενεργούσε υπό την επήρεια του οινοπνεύματος. Η νομοθεσία αυτή, η οποία είχε κριθεί αντίθετη προς το άρθρο 2 της δεύτερης οδηγίας για την ασφάλιση αυτοκινήτων (84/5/ΕΟΚ [132]), η οποία επιτρέπει εξαίρεση μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπει ρητώς η οδηγία, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η κατάσταση μέθης ή δηλητηρίασης του οδηγού από οινόπνευμα, τροποποιήθηκε.

[131] ΕΕ L 330 της 5ης Δεκεμβρίου 1998, σελίδα 1.

[132] ΕΕ L 8 της 11ης Ιανουαρίου 1984, σελίδα 17.

Στον τομέα των κινητών αξιών, η Επιτροπή άσκησε στις 20 Δεκεμβρίου 2001 προσφυγή λόγω παράλειψης κατά του Ηνωμένου Βασιλείου για τη μη μεταφορά στο έδαφος του Γιβραλτάρ της οδηγίας 97/9/ΕΚ [133] (συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών).

[133] ΕΕ L 84 της 26ης Μαρτίου 1997, σελίδα 22.

Οι υποθέσεις παράβασης στον τομέα των επενδυτικών οργανισμών (ΟΣΕΚΑ), για τις οποίες κινήθηκε επισήμως διαδικασία το 2002 ή οι οποίες βρίσκονται υπό εξέταση, αφορούν ουσιαστικά όλες τον φορολογικό τομέα. Βασίζονται, αφενός, στη μελέτη των φορολογικών εμποδίων της εσωτερικής αγοράς επενδυτικών οργανισμών, η οποία υποβλήθηκε το 2001 από την Ευρωπαϊκή Ένωση εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου και διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων (FEFSI) και, αφετέρου, σε συγκεκριμένες καταγγελίες εκ μέρους οργανώσεων που εκπροσωπούν τον κλάδο των επενδυτικών οργανισμών. Στο πλαίσιο αυτό, κινήθηκαν ή συνεχίστηκαν επίσημες διαδικασίες κατά της Αυστρίας και της Γερμανίας. Για ορισμένα άλλα κράτη μέλη διεξάγονται έρευνες, στο πλαίσιο των οποίων απεστάλησαν διοικητικές επιστολές το φθινόπωρο 2002.

Όσον αφορά τα συστήματα πληρωμών, η Επιτροπή απηύθυνε το 2002 ερωτηματολόγιο με το οποίο καλεί τα κράτη μέλη να της ανακοινώσουν τα μέτρα που έλαβαν για να θεσπίσουν τις κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 2560/2001 [134] για τις διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ.

[134] ΕΕ L 344 της 28ης Δεκεμβρίου 2001, σελίδα 13.

Στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, ορισμένες από τις κινηθείσες διαδικασίες που αφορούσαν τη λειτουργική ανεξαρτησία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών περατώθηκαν ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια του 2002. Απομένουν ακόμα τρεις διαδικασίες για τις οποίες αναμένεται να βρεθεί λύση εντός του 2003. Στις περισσότερες καταγγελίες των πολιτών για κακή ποιότητα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, η πρακτική της Επιτροπής έγκειται στο να υπενθυμίζει στους καταγγέλλοντες την ύπαρξη διαδικασιών αντιμετώπισης των καταγγελιών σε εθνικών επίπεδο τις οποίες πρέπει να χρησιμοποιούν κατά προτίμηση (όλα τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ανάλογες διαδικασίες κατ' εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν σχετικά).

2.10.3. Επιχειρηματικό περιβάλλον

Στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, εκδόθηκαν στις 19 Δεκεμβρίου 2002 αιτιολογημένες γνώμες για εννέα κράτη μέλη που δεν έχουν ανακοινώσει εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 98/44/ΕΚ [135] (έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων). Εξάλλου, το 2002 η Επιτροπή δημοσίευσε δύο εκθέσεις που προβλέπονται από την οδηγία: «Αξιολόγηση των επιπτώσεων στον τομέα της βασικής έρευνας για τη γενετική μηχανική λόγω μη δημοσίευσης ή καθυστερημένης δημοσίευσης εργασιών σχετικά με αντικείμενο το οποίο θα μπορούσε να κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» [136] και «Εξέλιξη και συνέπειες του δικαίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στον τομέα της βιοτεχνολογίας και της γενετικής μηχανικής» [137]. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά επτά κρατών μελών λόγω μη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 98/71/ΕΚ [138] (έννομη προστασία των σχεδίων ή υποδειγμάτων).

[135] ΕΕ L 213 της 30ης Ιουλίου 1998, σελίδα 13.

[136] COM (2002) 2 τελικό της 14ης Ιανουαρίου 2002, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 16β της οδηγίας.

[137] COM (2002) 545 τελικό της 7ης Οκτωβρίου 2002, ετήσια έκθεση η οποία προβλέπεται από το άρθρο 16γ της οδηγίας.

[138] ΕΕ L 289 της 28ης Οκτωβρίου 1998, σελίδα 28.

Στον τομέα των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, μόνον δύο κράτη μέλη (Δανία και Ελλάδα) ανακοίνωσαν διατάξεις εσωτερικού δικαίου τις οποίες υιοθέτησαν για να συμμορφωθούν με την οδηγία 2001/29/ΕΚ [139] για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας.

[139] ΕΕ L 167 της 22ας Ιουνίου 2001, σελίδα 10.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 2002, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέπτυξε την πρότασή του για την υπόθεση SENA κατά NOS [140] όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας της εύλογης αμοιβής που προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ [141] (δικαίωμα εκμισθώσεως και δανεισμού). Η μη ορθή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της προαναφερθείσας οδηγίας απετέλεσε αντικείμενο των περισσότερων διαδικασιών παράβασης που εκκρεμούν στον εν λόγω τομέα: στα τέλη 2002, ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά του Βελγίου και του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ κατά τη διάρκεια του έτους υποβλήθηκαν νέες καταγγελίες λόγω κακής εφαρμογής κατά της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Δικαστήριο εξέδωσε στις 19 Μαρτίου 2002 απόφαση [142] στην οποία έκρινε ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να προσχωρήσει εμπροθέσμως στη Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (Πράξη των Παρισίων, 1971), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.

[140] Εκκρεμής υπόθεση C-245/00.

[141] ΕΕ L 346 της 27ης Νοεμβρίου 1992, σελίδα 61.

[142] Υπόθεση C-13/00, Συλλογή 2002 σελίδα I-02943.

Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, η Επιτροπή συνέχισε τη δράση ελέγχου της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου μέσω καταγγελιών, καθώς και με την ανάλυση και την παρακολούθηση υποθέσεων που ανιχνεύονται αυτεπαγγέλτως. Η Επιτροπή διευκρίνισε σε ανακοίνωσή της τα διοικητικά μέτρα που προβλέπονται υπέρ του καταγγέλλοντα [143], σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον ουσιώδη ρόλο του στην ανίχνευση των παραβάσεων.

[143] «Aνακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο μεσολαβητή όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου», ΕΕ C 224 της 10ης Οκτωβρίου 2002.

Για να διευκολύνει την ορθή μεταφορά της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή δημιούργησε μια διαδικασία διαλόγου και διαβούλευσης («συνεδριάσεις-πακέτο για τη μεταφορά»). Το 2002 εντούτοις, η Επιτροπή εξέτασε ορισμένους φακέλους στον τομέα των δημοσίων αγορών. Στη συνέχεια, παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα.

Μετά από καταγγελία που υπέβαλαν 40 περίπου μη κυβερνητικές οργανώσεις όσον αφορά την υπό όρους χρηματοδοτική ενίσχυση, δηλ. την πρακτική βάσει της οποίας τα κράτη μέλη θέτουν ως προϋπόθεση για τη χορήγηση βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες την αγορά αγαθών, υπηρεσιών ή έργων προέλευσης της χώρας χορηγού, η Επιτροπή δρομολόγησε έρευνα για τις πρακτικές βοήθειας σε όλα τα κράτη μέλη. Οι έρευνες συνεχίζονται σε έξι κράτη μέλη.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γερμανίας για δύο υποθέσεις ανάθεσης υπηρεσιών χωρίς να έχει προηγηθεί σύννομη διαδικασία διαγωνισμού. Στη μία υπόθεση, οι γερμανικές αρχές έκριναν ότι η αναθέτουσα αρχή, η οποία είχε μειοδοτήσει η ίδια σε διαγωνισμό για την επεξεργασία αποβλήτων, δεν ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει διαγωνισμό για να αναθέσει τη σύμβαση μεταφοράς των εν λόγω αποβλήτων. Οι γερμανικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι κατά τη σύναψη των συμβάσεων για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή ενεργούσε εκτός του πεδίου των δημοσίων αρμοδιοτήτων της. Η Επιτροπή κρίνει, εντούτοις, ότι μια αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου δημοσίων συμβάσεων δεν μπορεί να επιλέγει ελεύθερα τους υπεργολάβους της όπως ένας ιδιωτικός οργανισμός. Στη δεύτερη υπόθεση, οι γερμανικές αρχές παραδέχθηκαν ότι έπρεπε να είχε διεξαχθεί διαγωνισμός για την ανάθεση περισσότερων συμβάσεων διάθεσης αποβλήτων. Εφόσον όμως οι συμβάσεις συνεχίζουν να εκτελούνται, η Επιτροπή κρίνει ότι το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο συνεχίζει να παραβιάζεται [144].

[144] Βλ. παρόμοιες υποθέσεις για τις οποίες αναμένεται απόφαση του Δικαστηρίου : Πρόταση του ΓΕ της 28ης Νοεμβρίου 2002, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/01 και C-28/01.

Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ιταλίας λόγω κακής μεταφοράς της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ (υπηρεσίες) [145]. Το σχετικό διάταγμα «Karrer» 116/97 του προέδρου του ιταλικού υπουργικού συμβουλίου, το οποίο θέσπισε διατάξεις για τον προσδιορισμό της περισσότερο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς στο πλαίσιο της ανάθεσης ορισμένων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ανέφερε μεταξύ των κριτηρίων ανάθεσης της σύμβασης, κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη φάση επιλογής των φορέων παροχής των υπηρεσιών. Μετά την κατάργηση του εν λόγω διατάγματος, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 24 Απριλίου 2002, να παραιτηθεί της προσφυγής.

[145] ΕΕ L 209 της 24ης Ιουλίου 1992, σελίδα 1.

Στην Αυστρία, η εφαρμογή της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ (προσφυγές) [146] συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό θέμα που συζητήθηκε με τις αυστριακές αρχές στη διάρκεια ετήσιας συνάντησης με τις υπηρεσίες της Επιτροπής (της λεγόμενης «συνεδρίασης πακέτο για τις δημόσιες συμβάσεις»). Μια εξέλιξη που διαγραφόταν το 2001 επιβεβαιώθηκε το 2002: διαπιστώθηκε ότι το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί για όλο και μεγαλύτερο αριθμό προδικαστικών ερωτημάτων σχετικών με την ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας (το 2002, υποβλήθηκαν από τα αυστριακά δικαστήρια πέντε προδικαστικά ερωτήματα ανεβάζοντας το σύνολο από το 2001 σε ένδεκα). Για το ίδιο διάστημα, ο αριθμός υποθέσεων κακής εφαρμογής της οδηγίας για τις προσφυγές από την Αυστρία, οι οποίες ήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αυξήθηκε.

[146] ΕΕ L 395 της 30ης Δεκεμβρίου 1989, σελίδα 33.

Τέλος, με την απόφαση Hospital Ingenieure [147], το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή της Επιτροπής σε μια άλλη περίπτωση κακής εφαρμογής από την Αυστρία της οδηγίας για τις προσφυγές: κρίθηκε ότι η απόφαση της αναθέτουσας αρχής να ανακαλέσει την προκήρυξη διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας προσφυγής και, ενδεχομένως, να ακυρωθεί, πράγμα που δεν συμβαίνει με τις διατάξεις που ισχύουν στο ομόσπονδο κράτος της Βιέννης, στην Αυστρία.

[147] Υπόθεση C-92/00, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, Συλλογή 2002 σελίδα I-05553.

Στον τομέα της προστασίας δεδομένων, το Λουξεμβούργο ανακοίνωσε στις 21 Αυγούστου 2002 μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 95/46/ΕΚ [148] (προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω δεδομένων), κατόπιν της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 4 Οκτωβρίου 2001 [149] με την οποία διαπιστώθηκε η σχετική παράλειψή του.

[148] ΕΕ L 281 της 23ης Νοεμβρίου 1995, σελίδα 31.

[149] Υπόθεση C-450/00, Συλλογή 2001 σελίδα I-07069.

Όσον αφορά το δίκαιο των εταιρειών και τη χρηματοοικονομική ενημέρωση, η Επιτροπή καταχώρησε καταγγελία που αφορούσε το γερμανικό νόμο "Altbankengesetz" του 1953. Σύμφωνα με την καταγγελία, η παράγραφος 22 σημείο 3 του εν λόγω νόμου δεν συμβιβάζεται με τα άρθρα 47 και επόμενα της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ [150] η οποία προβλέπει τη δημοσίευση των ετήσιων λογιστικών καταστάσεων όλων των γερμανικών μετοχικών εταιρειών. Η Επιτροπή καταχώρησε επίσης τρεις καταγγελίες που αφορούσαν την εφαρμογή στην Ιταλία της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ [151] που προβλέπει έγκριση εκ μέρους των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των λογιστικών καταστάσεων των εταιρειών.

[150] ΕΕ L 220 της 14ης Αυγούστου 1978, σελίδα 11.

[151] ΕΕ L 126 της 12ης Μαΐου 1984, σελίδα 20.

2.10.4. Νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα προσόντα

Ο αριθμός των φακέλων καταγγελιών και παραβάσεων για τα νομικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, οι οποίες αφορούν τα προσόντα, παραμένει σχετικά σταθερός. Το 2002, η Επιτροπή έλαβε είκοσι περίπου καταγγελίες για περιορισμούς αντίθετους προς τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και προς τις οδηγίες που διευκολύνουν την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων για επαγγελματικούς σκοπούς.

Θα πρέπει να επισημανθούν ιδίως οι διαδικασίες παράβασης που κινήθηκαν κατά της Ελλάδας όσον αφορά τις οδηγίες 89/48/ΕΟΚ [152] και 92/51/ΕΟΚ [153] για το γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων. Μετά το κλείσιμο (τον Οκτώβριο 2000) της διαδικασίας λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη και αποφάσισε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ελλάδας σχετικά με τη μη συμμόρφωση της νομοθεσίας μεταφοράς της οδηγίας (προεδρικό διάταγμα 165/2000 της 23ης Ιουνίου 2000), καθώς και με την κακή εφαρμογή της. Κοινοποιήθηκε επίσης συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη για την κακή εφαρμογή της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ. Και στις δύο περιπτώσεις, οι αιτιάσεις κατά της Ελλάδας αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη μη αναγνώριση των διπλωμάτων που αποκτούν ημεδαποί στο έδαφος της χώρας, αλλά από ιδρύματα που παρέχουν κατάρτιση άλλων κρατών μελών βάσει σύμβασης δικαιόχρησης.

[152] ΕΕ L 19 της 24ης Ιανουαρίου 1989, σελίδα 16.

[153] ΕΕ L 209 της 24ης Ιουλίου 1992, σελίδα 25.

Εξάλλου, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο σχετικά με την ελληνική νομοθεσία που επιβάλλει στα φυσικά και νομικά πρόσωπα περιοριστικές προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση καταστημάτων οπτικών, τις οποίες η Επιτροπή κρίνει αντίθετες με το άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ.

Ασκήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο με αίτημα να διαπιστωθεί η κακή εφαρμογή της οδηγίας 85/384 για την αμοιβαία αναγνώριση της επαγγελματικής κατάρτισης των αρχιτεκτόνων από τις ελληνικές αρχές.

2.11. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

2.11.1. Ανάλυση των αιτίων

Η περιφερειακή πολιτική διέπεται κυρίως από κανονισμούς άμεσα εφαρμοστέους στα κράτη μέλη. Οι κανονισμοί αυτοί (πρβλ. κανονισμό (ΕΚ) 1164/94 (Ταμείο Συνοχής) και κανονισμό (ΕΚ) 1260/1999 (διαρθρωτικά ταμεία)), καθώς και οι κανονισμοί που αφορούν το δημοσιονομικό έλεγχο, θεσπίζουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Συνεπώς, οι υποθέσεις παράβασης σχετικά με τη νομοθεσία της περιφερειακής πολιτικής αφορούν είτε τη μη ορθή εφαρμογή των κανονισμών, είτε παρατυπίες (άρθρο 1, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου) που αφορούν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εντούτοις, οι παρατυπίες αφορούν και παραβάσεις άλλων κοινοτικών διατάξεων. Πράγματι, η σχέση μεταξύ των μέτρων για την περιφερειακή πολιτική και της τήρησης όλων των άλλων κοινοτικών κανόνων υπογραμμίζεται και από τη ρητή υποχρέωση συμμόρφωσης των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Συνοχής ή από τα διαρθρωτικά ταμεία, από την ΕΤΕπ ή από άλλο ισχύον χρηματοδοτικό μέσο, με τις διατάξεις της Συνθήκης και με τις πράξεις που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές (άρθρο 8, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 και άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1260/99).

2.11.2. Επιπτώσεις των παραβάσεων

Η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως σε περίπτωση παράβασης διατάξεων των κανονισμών για τα διαρθρωτικά ταμεία (π.χ. επιβολή τέλους από τους εθνικούς οργανισμούς οι οποίοι είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση των καθεστώτων ενίσχυσης που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία, κατά παράβαση των διατάξεων των ίδιων κανονισμών που ορίζουν ότι το σύνολο της συνδρομής πρέπει να καταβάλλεται στους τελικούς δικαιούχους). Όσον αφορά τα κρούσματα παρατυπιών, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει ειδικές διαδικασίες προκειμένου να αναστείλει, να μειώσει ή να ακυρώσει τη συνδρομή εκ μέρους των ταμείων, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 (όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2082/93), καθώς και με το άρθρο 38, παράγραφος 5 και το άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/99. Μια τέτοια διαδικασία κινήθηκε, για παράδειγμα, κατά δικαιούχου άμεσης επιδότησης λόγω μη τήρησης των διατάξεων που έθετε η επιστολή χορήγησης ή κατά δικαιούχου συνολικής επιδότησης που δεν εξετέλεσε το έργο για το οποίο είχε χορηγηθεί η επιδότηση.

Τέλος, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει και διαδικασία αναστολής, μείωσης ή ακόμα και ακύρωσης της συνδρομής συμφώνως προς τα άρθρο Ζ και Η του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 1164/94 για την ίδρυση του Ταμείου Συνοχής, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1265/1999 του Συμβουλίου.

2.12. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ

2.12.1. Τελωνειακή ένωση

Στον τελωνειακό τομέα, όπου η ισχύουσα νομοθεσία έχει ως επί το πλείστον τη μορφή κανονισμών, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει διαδικασία κατά της Γαλλίας, η οποία, όταν χορηγεί αναστολή εκτέλεσης τελωνειακής απόφασης σε περίπτωση εκ των υστέρων είσπραξης τελωνειακού χρέους, δεν απαιτεί την παροχή εγγύησης από τον δανειστή, υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 244 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Εξάλλου, η αναστολή χορηγείται με υπερβολική ευχέρεια. Η Γαλλία, η οποία αναγνώρισε το βάσιμο της θέσης της Επιτροπής, ανήγγειλε ότι προτίθεται να θεσπίσει στις αρχές του 2003 εθνική διαδικασία είσπραξης των τελωνειακών χρεών που θα επιτρέπει την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων σε όλες τις περιπτώσεις.

Η Επιτροπή άσκησε επίσης προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου [154] στο πλαίσιο διαδικασίας που είχε κινηθεί κατά της Ελλάδας σχετικά με το τέλος που εισπράττεται κατά την είσοδο φαρμακευτικών προϊόντων στην επικράτειά της υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκου, διότι κρίθηκε ότι το τέλος αυτό, το οποίο βαρύνει τον εισαγωγέα, αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με εισαγωγικό δασμό, η οποία απαγορεύεται δυνάμει των άρθρων 23 και 25 της Συνθήκης. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι τέθηκε στο αρχείο η διαδικασία που είχε κινηθεί κατά του ίδιου κράτους μέλους σχετικά με το τέλος που επεβάλλετο στην εισαγωγή κοινοτικών κατεψυγμένων ιχθύων, διότι οι ελληνικές αρχές συμμορφώθηκαν με την αιτιολογημένη γνώμη.

[154] Υπόθεση C2002/426

2.12.2. Άμεση φορολογία

Η δραστηριότητα της Επιτροπής σε αυτόν τον τομέα ήταν ιδιαίτερα έντονη το 2002.

Κατ´αρχάς, ζητήθηκε από τη Γερμανία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων αλλοδαπών αμοιβαίων κεφαλαίων, η οποία φαίνεται ότι εισάγει διακρίσεις κατά την έννοια των άρθρων 49 & 56 ΕΚ. Πράγματι, φαίνεται ότι φορολογείται το συνολικό ποσό των μερισμάτων που εισπράττουν τα αλλοδαπά αμοιβαία κεφάλαια, ενώ τα μερίσματα που εισπράττουν γερμανικά αμοιβαία κεφάλαια φορολογούνται μόνον έως το 50% του συνολικού ποσού. Η Επιτροπή ανησυχεί μήπως η μεταχείριση αυτή επηρεάσει δυσμενώς τις δυνατότητες των αλλοδαπών αμοιβαίων κεφαλαίων να πωλούν μερίδιά τους στη Γερμανία, ιδίως διότι ένα πρόσφατο γερμανικό νομοσχέδιο φαίνεται να αποσκοπεί στην επέκταση αυτής της φορολογικής διάκρισης και στις υπεραξίες.

Επίσης, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στις ακόλουθες συγκεκριμένες περιπτώσεις :

- Βέλγιο : Μη συμμόρφωση με τα άρθρα 43 & 48 ΕΚ της εθνικής νομοθεσίας που αφορά τα δικαιώματα μεταβίβασης και τα δικαιώματα καταχώρησης. πολλά φορολογικά ευεργετήματα χορηγούνται μόνον στους βελγικούς οργανισμούς και ιδρύματα, πράγμα που πλήττει την ελευθερία εγκατάστασης ανάλογων οργανισμών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη.

- Ισπανία : Μη συμμόρφωση με τα άρθρα 49 & 56 ΕΚ της εθνικής νομοθεσίας η οποία αφορά διάφορες φορολογικές διατάξεις εφαρμοστέες στην υπεραξία μετοχών που πωλούνται στις ισπανικές κεφαλαιαγορές και μετοχών που πωλούνται στις αγορές άλλων κρατών μελών,

- Γαλλία : Άρνηση μερικής έκπτωσης φόρου εισοδήματος για τη δαπάνη φύλαξης που καταβάλλουν γονείς οι οποίοι κατοικούν στη Γαλλία και στέλνουν τα παιδιά τους σε παιδικό σταθμό στο Βέλγιο, η οποία είναι αντίθετη προς τα άρθρα 39 & 49 ΕΚ.

- Ιταλία : Αναδρομική επιβολή φόρου που δεν συμβιβάζεται με την οδηγία 69/335/ΕΚ για το φόρο επί των εταιρικών εισφορών, και εφαρμογή ειδικών διαδικασιών που καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του φόρου « υπέρ του δημοσίου » ο οποίος κρίθηκε παράνομος από το Δικαστήριο [155]

[155] Υποθέσεις C-1991/071 και C-1991/178 (Συλλογή νομολογίας 1993, σελ. I-01915)

Ασκήθηκαν επίσης δύο προσφυγές για προηγούμενες παραβάσεις : η πρώτη κατά της Γαλλίας σε σχέση με τα έσοδα από συμβάσεις κεφαλαιοποίησης [156] και η δεύτερη κατά του Βελγίου λόγω της είσπραξης φόρου επί των προεγγραφών για νέες μετοχές εταιρειών επενδύσεων και μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων[i].

[156] Υπόθεση C-2002/333.

Αντιθέτως, η διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Ελλάδας, η οποία επέβαλλε, εκτός του φόρου επί των εισφορών, άλλες ειδικές επιβαρύνσεις επί του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο, εφόσον το κράτος μέλος συμμορφώθηκε με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 19.3.2002 [157]

[157] Υπόθεση C-1998/426 (Συλλογή νομολογίας 2002, σελ. I-02793)

2.12.3. Φόρος προστιθέμενης αξίας

Η Επιτροπή κίνησε, όπως και τα προηγούμενα έτη, πολλές νέες διαδικασίες λόγω κακής εφαρμογής των διατάξεων της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (77/388/ΕΟΚ) σε θέματα ομοιόμορφης φορολογικής βάσης :

- Βέλγιο : Κατά την πώληση έργων τέχνης με δημόσιο πλειστηριασμό, το Βέλγιο απαιτεί την είσπραξη ΦΠΑ επί του δικαιώματος παρακολούθησης, το οποίο αποτελεί μια μορφή συμμετοχής του καλλιτέχνη, ή των διαδόχων του μετά το θάνατό του, στο κέρδος που προκύπτει από τις διαδοχικές πωλήσεις των έργων του, πράγμα που είναι αντίθετο προς το άρθρο 2 της οδηγίας.

- Ισπανία : Κατ' αρχάς, η ισπανική νομοθεσία για τον ΦΠΑ επί των επιδοτήσεων περιλαμβάνει δύο διατάξεις αντίθετες προς την οδηγία : η φορολόγηση prorata επιβάλλεται σε υπόχρεο του οποίου όλες οι πράξεις υπόκεινται σε φόρο, κατά παράβαση του άρθρου 17 παράγραφος 5, ενώ επίσης εισάγεται περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης αντίθετος προς το άρθρο 17 παράγραφος 2. Παράλληλα, η Ισπανία χρησιμοποίησε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 16 της οδηγίας, τη δυνατότητα πρόβλεψης καθεστώτος εναποθήκευσης εκτός της τελωνειακής. Η έξοδος των εμπορευμάτων από το καθεστώς αυτό εξομοιώνεται με εισαγωγή, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται δύο γενεσιουργά αίτια και συνεπώς, υποχρέωση υποβολής δύο χωριστών δηλώσεων, εκ των οποίων η μία είναι τελωνειακής φύσεως. Η πρακτική αυτή είναι αντίθετη προς την οδηγία, η οποία δεν επιτρέπει να δημιουργείται γενεσιουργό αίτιο εκ μόνου του λόγου ότι τα εμπορεύματα εξήλθαν από το καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης.

- Ελλάδα : Η Ελληνική Δημοκρατία, αρνούμενη να χορηγήσει απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τη χορήγηση πιστώσεων από πρόσωπα εκτός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, παραβιάζει το άρθρο 13(B)(δ)(1) της οδηγίας, με το οποίο απαλλάσσεται η χορήγηση πιστώσεων καθεαυτή και δεν επιτρέπεται να εισαχθεί διάκριση ανάλογα με το αν το πρόσωπο που χορηγεί την πίστωση είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή άλλο πρόσωπο όπως, για παράδειγμα, πωλητής εμπορευμάτων επί πιστώσει.

- Ιταλία : Κατ' εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου της 3.9.00 [158] οι γαλλικές αρχές εισπράττουν πλέον ΦΠΑ στις σήραγγες μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας. Αντιθέτως, η Ιταλία παραβιάζει την οδηγία, εφόσον συνεχίζει να χορηγεί την απαλλαγή.

[158] Υπόθεση C-1997/358 (Συλλογή νομολογίας 2000, σελ. I-06301)

Ασκήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο στο πλαίσιο δύο διαδικασιών που είχαν κινηθεί προηγουμένως κατά της Γερμανίας : η πρώτη αφορούσε την απαλλαγή της βοήθειας για τις αποξηραμένες ζωοτροφές [159], ενώ η δεύτερη την επιβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ για τους καλλιτέχνες [160]. Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στην υπόθεση που αφορούσε την απαλλαγή των ερευνητικών δραστηριοτήτων, το εν λόγω κράτος μέλος καταδικάστηκε από το Δικαστήριο στις 20.6.02 [161]

[159] Υπόθεση C-2002/144

[160] Υπόθεση C-2002/109

[161] Υπόθεση C-2000/287 (Συλλογή νομολογίας 2002, σελ. I-05811)

Σημαντικός αριθμός διαδικασιών μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο αφού τα κράτη μέλη τα οποία αφορούσαν τροποποίησαν τη νομοθεσία τους, σε πολλές περιπτώσεις κατόπιν αποφάσεων που εξέδωσε το Δικαστήριο δικαιώνοντας την Επιτροπή :

- Ισπανία : Οι ισπανικές αρχές κατήργησαν τον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ για τα διόδια αυτοκινητοδρόμων συμμορφούμενες με την απόφαση του Δικαστηρίου της 18.1.01 [162]

[162] Υπόθεση C-1999/089 (Συλλογή νομολογίας 2001,σελ. I-00445)

- Γαλλία : Οι γαλλικές αρχές συμμορφώθηκαν με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 14.6.01 [163] σχετικά με το δικαίωμα μερικής εκπτώσεως του ΦΠΑ που επιβλήθηκε στα πετρέλαια εσωτερικής καύσεως που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για οχήματα για τα οποία δεν παρέχεται δικαίωμα εκπτώσεως.

[163] Υπόθεση C-2000/040 (Συλλογή νομολογίας 2001,σελ. I-04539)

- Ιταλία : Οι ιταλικές αρχές εξέδωσαν το υπουργικό διάταγμα με το οποίο ορίζεται η διαδικασία επιστροφής των κρατικών τίτλων κατ' εφαρμογή της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 25.10.01 [164]

[164] Υπόθεση C-2000/078 (Συλλογή νομολογίας 2001,σελ. I-08195)

- Κάτω Χώρες : Η αμφισβητούμενη έκπτωση για τα έσοδα αυτοκινήτου καταργήθηκε σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 8.11.01 [165].

[165] Υπόθεση C-1998/338 (Συλλογή νομολογίας 2001,σελ. I-08265)

- Πορτογαλία : Οι πορτογαλικές αρχές συμμορφώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9.3.01 [166] για την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή σε ορισμένα προϊόντα, μεταξύ των οποίων οι οίνοι.

[166] Υπόθεση C-1998/276 (Συλλογή νομολογίας 2001,σελ. I-01699)

Κινήθηκε μια άλλη διαδικασία κατά της Ιταλίας λόγω κακής εφαρμογής των διατάξεων της όγδοης οδηγίας ΦΠΑ (79/1072/ΕΟΚ) σχετικά με τον τρόπο επιστροφής του ΦΠΑ στους φορολογουμένους που δεν είναι εγκατεστημένοι στη χώρα. Πράγματι, οι επιστροφές στους φορολογουμένους που δεν είναι εγκατεστημένοι στη χώρα συνεχίζουν να πραγματοποιούνται με σημαντική καθυστέρηση.

2.12.4. Άλλοι έμμεσοι φόροι

Η Επιτροπή απηύθυνε συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο συνεχίζει να επιβάλλει στους ταξιδιώτες που επιστρέφουν από άλλα κράτη μέλη, όπου αγόρασαν αλκοολούχα ποτά ή καπνό για προσωπική τους χρήση, κυρώσεις οι οποίες ενδέχεται να μην συμβιβάζονται με τις διατάξεις της οδηγίας 92/12/ΕΚ που διέπει την κυκλοφορία των προϊόντων τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Όσον αφορά την ίδια οδηγία, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο, το οποίο εισπράττει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των μεταποιημένων καπνών μέσω φορολογικής επισήμανσης που επικολλάται στη συσκευασία των προϊόντων και απαιτεί να καταβάλλονται οι ειδικοί φόροι τη στιγμή της διάθεσης των επισημάνσεων. Επίσης, κινήθηκε η διαδικασία του άρθρου 228 ΕΚ κατά της Γαλλίας, η οποία δεν έλαβε τα μέτρα που απαιτεί η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της 27.2.02 για την διαφορετική φορολόγηση των σκούρων και των ξανθών καπνών [167], η οποία κρίθηκε αντίθετη προς τις οδηγίες 95/59/ΕΚ και 92/79/ΕΟΚ, καθώς και προς το άρθρο 90(1) ΕΚ.

[167] Υπόθεση C-2000/302 (Συλλογή νομολογίας 2002,σελ. I-02055)

Στον τομέα της φορολογίας των αυτοκινήτων οχημάτων, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ, αφενός κατά της Δανίας, η οποία αρνείται να χορηγήσει απαλλαγή από το φόρο ταξινόμησης στα πρόσωπα που μεταφέρουν τη μόνιμη κατοικία τους στην εν λόγω χώρα, παρά την εξαίρεση που προβλέπει η οδηγία και, αφετέρου, κατά της Ελλάδας, η οποία εφαρμόζει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μετοίκησης προσώπου προερχομένου από άλλο κράτος μέλος, φόρο επί των οχημάτων που ανέρχεται στο ένα πέμπτο (20%) του φόρου που θα καταβαλλόταν φυσιολογικά για την ταξινόμηση του οχήματος στην Ελλάδα, αντί να χορηγεί τη φορολογική απαλλαγή που προβλέπει η οδηγία.

Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινηθεί προηγουμένως κατά της Πορτογαλίας λόγω παράβασης του άρθρου 90 ΕΚ, αφού το εν λόγω κράτος μέλος θέσπισε εναλλακτικό νομικό πλαίσιο φορολογίας για τα μεταχειρισμένα οχήματα. Επίσης, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη φορολογική πτυχή της διαδικασίας παράβασης που είχε κινηθεί κατά της Γαλλίας σε σχέση με το φόρο διάθεσης παραπροϊόντων που επεβάλλετο στις εγκαταστάσεις σφαγείων και παρέπεμψε τον υπόλοιπο φάκελο προς εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας για τις ενισχύσεις.

2.12.5. Aμοιβαία συνδρομή

Η Επιτροπή ζήτησε, αφενός, από το Ηνωμένο Βασίλειο να θέσει σε εφαρμογή στο Γιβραλτάρ τις διατάξεις της οδηγίας 77/799/ΕΚ, η οποία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που τους είναι απαραίτητη για την ορθή επιβολή των φόρων εισοδήματος και περιουσίας, του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των ορυκτελαίων, του καπνού και του οινοπνεύματος. Πράγματι, η οδηγία αυτή περί αμοιβαίας συνδρομής ισχύει για ολόκληρη την επικράτεια της Κοινότητας, τμήμα της οποίας είναι το Γιβραλτάρ.

Αφετέρου, όσον αφορά τη μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών όπου οι υποθέσεις παράβασης είναι, στο φορολογικό τομέα, αναλογικά πολύ λιγότερες από τις υποθέσεις κακής εφαρμογής, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία, καθώς και προειδοποιητική επιστολή σε άλλα κράτη μέλη όσον αφορά την οδηγία 2001/44/ΕΚ της 15.6.01 για την αμοιβαία συνδρομή όσον αφορά την είσπραξη φορολογικών οφειλών.

2.13. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

2.13.1. Εκπαίδευση

Συμφώνως προς τα άρθρα 149 και 150 της Συνθήκης ΕΚ, κάθε κράτος μέλος είναι αρμόδιο για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού του συστήματος. Εντούτοις, όσον αφορά τις προϋποθέσεις πρόσβασης στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απέχουν, δυνάμει του άρθρου 12 ΕΚ, από κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω ιθαγένειας.

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι σπουδαστές και οι καταρτιζόμενοι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν πολυάριθμα εμπόδια όσον αφορά την ακαδημαϊκή κινητικότητα. Εντούτοις, λόγω της περιορισμένης εμβέλειας του κοινοτικού δικαίου στον τομέα αυτό, η οποία απορρέει από την ανυπαρξία παραγώγου δικαίου, τα εμπόδια στην κινητικότητα δεν είναι πάντα αμέσως αντίθετα προς τη Συνθήκη. Συχνά, αφορούν τη διοικητική πρακτική, τη βραδύτητα των διαδικασιών κλπ, και όχι την επιβολή διακρίσεων λόγω εθνικότητας, οι οποίες απαγορεύονται από το άρθρο 12 ΕΚ. Πράγματι, τα εμπόδια αυτού του είδους κινδυνεύουν να αποθαρρύνουν τους ευρωπαίους σπουδαστές να ασκήσουν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που διαθέτουν. Το πρόβλημα τίθεται ως επί το πλείστον στον τομέα της αναγνώρισης των διπλωμάτων. Η αναγνώριση των διπλωμάτων για ακαδημαϊκούς σκοπούς είναι τομέας που υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν, συμφώνως προς το άρθρο 12 ΕΚ να απέχουν από οποιαδήποτε διάκριση λόγω ιθαγένειας. Η Επιτροπή έχει επισημάνει ότι η διαδικασία έγκρισης σε ορισμένα κράτη μέλη είναι υπερβολικά βραδεία και η αιτιολόγηση των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές ανεπαρκής. Παρά το ότι στις περιπτώσεις αυτές, η χρησιμοποίηση των εθνικών μέσων προσφυγής είναι το μόνον αποτελεσματικό μέσο για να επιτύχουν οι ενδιαφερόμενοι την τροποποίηση ή την ακύρωση των αποφάσεων των εθνικών αρχών που τους αφορούν, πραγματοποιήθηκαν επαφές με ορισμένα κράτη μέλη για να γνωστοποιήσουν τους λόγους που δικαιολογούν την υπερβολική και δυσανάλογη καθυστέρηση των διαδικασιών έγκρισης, στο μέτρο που η καθυστέρηση αυτή μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των σπουδαστών.

Το 2002, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή για δύο διαδικασίες παράβασης, μία κατά της Αυστρίας και μια άλλη κατά του Βελγίου όσον αφορά την επιβολή όρων πρόσβασης στους κατόχους πτυχίων που έχουν χορηγηθεί από άλλα κράτη μέλη διαφορετικών από εκείνους που ισχύουν για τους ημεδαπούς. Παρά το γεγονός ότι το Βέλγιο δέχθηκε να τροποποιήσει τη νομοθεσία του ώστε να την καταστήσει σύμφωνη με το άρθρο 12 ΕΚ, δεν έχει ανακοινώσει μέχρι σήμερα στην Επιτροπή την τροποποιημένη νομοθεσία.

2.13.2. Οπτικοακουστικός τομέας (Οδηγίες 97/36/ΕΚ της 30ης Ιουνίου 1997 και 89/552/ΕΟΚ της 3ης Οκτωβρίου 1989 (Tηλεόραση χωρίς σύνορα)

2.13.2.1. Εφαρμογή των οδηγιών

Ο κύριος στόχος είναι η δημιουργία των προϋποθέσεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Η Τέταρτη Έκθεση Εφαρμογής [168] επιβεβαιώνει σε μια γενική αξιολόγηση ότι η οδηγία προσφέρει ουσιαστική ρύθμιση για τον ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό τομέα και για μια ισχυρή κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση των οπτικοακουστικών ζητημάτων. Οι προεξάρχοντες στόχοι δημοσίου συμφέροντος τους οποίους αποσκοπεί να εγγυηθεί η οδηγία συνεχίζουν να ισχύουν και τα κράτη μέλη έχουν αποκτήσει τα μέσα που θα τους επιτρέψουν την επίτευξή τους. Έχουν συσταθεί ανεξάρτητες εθνικές ρυθμιστικές αρχές και τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν αφιερώσει επιπλέον προσωπικό και πόρους στην ουσιαστική υλοποίηση της οδηγίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Λουξεμβούργο [169] και η Ιταλία [170] δεν είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την οδηγία. Και στα δύο κράτη μέλη, οι διατάξεις της οδηγίας μεταφέρθηκαν δεόντως έκτοτε.

[168] COM (2002) 778 τελικό

[169] Υπόθεση C-119/00

[170] Υπόθεση C-207/00.

Η Επιτροπή εξετάζει καταγγελία σχετικά με τον προσδιορισμό του κράτους στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας. Η καταγγέλλουσα εταιρία, CLT-UFA SA, είναι δορυφορικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας, ο οποίος έχει λάβει άδεια από το Λουξεμβούργο και εκπέμπει τις υπηρεσίες RTL 4 και 5 στην αγορά των Κάτω Χωρών. Η Επιτροπή Μέσων Ενημέρωσης των Κάτω Χωρών, με απόφαση που έλαβε στις 5 Φεβρουαρίου 2002, επεκύρωσε προηγούμενη απόφασή της της 20ης Νοεμβρίου 1997, με την οποία είχε αποφανθεί ότι αρμόδιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός για τις υπηρεσίες RTL 4 και RTL5 ήταν ο RTL/Veronica που ανήκει στην Holland Media Group SA και συνεπώς οι υπηρεσίες αυτές εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των αρχών των Κάτω Χωρών. Η Επιτροπή κρίνει ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η οδηγία, οι υπηρεσίες RTL 4 και 5 εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των αρχών του Λουξεμβούργου. Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι η άδεια για τη λειτουργία των σταθμών έχει χορηγηθεί από το Λουξεμβούργο. Η Επιτροπή θα παρακολουθήσει στενά την υπόθεση για να εξασφαλίσει ότι η ερμηνεία που δίδεται στα κριτήρια ευθυγραμμίζεται με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Το άρθρο 3α(1) της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη νομική βάση που τους επιτρέπει να λαμβάνουν εθνικά μέτρα για την προστασία ορισμένων εκδηλώσεων που θεωρούνται μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Έως τα τέλη του 2002, μέτρα του άρθρου 3α(1) ίσχυαν στην Ιταλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστρία. Στις αρχές του 2002, η Δανία απέσυρε τα μέτρα της [171]. Σύμφωνα με το άρθρο 3α(2) της οδηγίας, ενοποιημένος κατάλογος των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη δημοσιεύεται κάθε χρόνο στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο τελευταίος ενοποιημένος κατάλογος δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο 2002 [172]. Το Βέλγιο υπέβαλε σχέδιο μέτρων του άρθρου 3α της οδηγίας στις 5 Σεπτεμβρίου 2002. Η εν λόγω πρόταση δεν είναι πλήρης, πράγμα που ανακοινώθηκε στις βελγικές αρχές. Οι ιρλανδικές αρχές κοινοποίησαν στις 7 Νοεμβρίου 2002 σχέδιο μέτρων, τα οποία συζητήθηκαν στην επιτροπή επαφής που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 23α της οδηγίας, στις 30 Ιανουαρίου 2003. Μια υπόθεση που αφορά το ρόλο της Επιτροπής σε σχέση με το άρθρο 3α της οδηγίας συνεχίζει να εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου [173].

[171] ΕΕ C αριθ 45, 19.02.2002

[172] ΕΕ C 189, 9.8.2002, σελ. 2

[173] Υπόθεση T-33/01

Στις 8 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή ενέκρινε την Πέμπτη Ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας [174]. Στην ανακοίνωση εκτίθενται οι γενικές τάσεις που παρατηρήθηκαν τόσο σε κοινοτικό επίπεδο όσο και σε κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος. Για την περίοδο αναφοράς (1999-2000), οι εθνικές εκθέσεις αντικατοπτρίζουν γενικά ικανοποιητική εφαρμογή από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των διατάξεων των άρθρων 4 (ευρωπαϊκά έργα) και 5 (ευρωπαϊκά έργα ανεξάρτητων παραγωγών) της οδηγίας.

[174] COM(2002)612 τελικό http://europa.eu.int/comm/avpolicy/regul/ twf/art45/art45-intro_en.htm

Η οδηγία προβλέπει επίσης κανόνες που αφορούν την ποσότητα της επιτρεπόμενης διαφήμισης. Η Επιτροπή έλαβε πολυάριθμες καταγγελίες σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις των κανόνων που αφορούν τη διαφήμιση και τη χορηγία στα κράτη μέλη. Ανέκυψαν προβλήματα ιδίως σχετικά με τις πρακτικές που εφαρμόζουν ορισμένοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία. Η Επιτροπή αναλύει την κατάσταση στις χώρες αυτές, ούτως ώστε να διαπιστώσει κατά πόσον οι εικαζόμενες υπερβάσεις στοιχειοθετούν παραβάσεις εκ μέρους των εν λόγω κρατών μελών. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στην Ισπανία (26 Aπριλίου 2002).

Κατ' εξαίρεση από το γενικό κανόνα της ελευθερίας λήψης και αναμετάδοσης, το άρθρο 2α(2) της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη, με την προϋπόθεση ότι τηρούν ειδική διαδικασία, να λαμβάνουν μέτρα κατά των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών δικαιοδοσίας άλλου κράτους μέλους οι οποίοι παραβιάζουν το άρθρο 22 "προφανώς, σοβαρώς και βαρέως". Επιδιώκεται έτσι να προστατευθούν οι ανήλικοι από προγράμματα τα οποία "ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη [τους]" και να "εξασφαλιστεί ότι οι εκπομπές δεν περιέχουν καμία παρότρυνση σε μίσος λόγω διαφορών φυλής, φύλου, θρησκείας ή ιθαγένειας". Η Επιτροπή θεωρεί ικανοποιητική την εφαρμογή του άρθρου 2α(2) κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν νέα κοινοποίηση προς την Επιτροπή στις 6 Νοεμβρίου 2001 και διεξήχθησαν διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 2α(2)δ.

2.14. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Η πολιτική υγείας και προστασίας των καταναλωτών είναι μια από τις αρμοδιότητες της Κοινότητας που θίγουν άμεσα τη ζωή των ευρωπαίων πολιτών.

Η σημασία του τομέα αυτού αντικατοπτρίζεται στις δραστηριότητες που αναπτύσσει η Επιτροπή στον τομέα του ελέγχου του κοινοτικού δικαίου. Από την άποψη αυτή, ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της υγείας δεν πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω της διερεύνησης καταγγελιών και της κίνησης διαδικασιών παράβασης, αλλά και προληπτικά, μέσω των δραστηριοτήτων του Γραφείου τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων το οποίο, μέσω των εκθέσεων ελέγχου και του διαλόγου που διεξάγει με τα ελεγχόμενα κράτη μέλη, φροντίζει να εξασφαλίζει την ομοιόμορφη και ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στα ελεγχόμενα κράτη μέλη.

2.14.1. Κτηνιατρική νομοθεσία

Η μέριμνα για το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ασφάλειας των τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια από τις κυριότερες προτεραιότητες της Επιτροπής. Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας των τροφίμων μπορεί να επιτευχθεί μόνον σε κοινοτικό επίπεδο. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η παρεμπόδιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς από μονομερή μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό.

Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ειδικότερα η διαδικασία παράβασης την οποία κίνησε η Επιτροπή κατά της Γαλλίας λόγω της απόφασης που έλαβε, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ), να απαγορεύσει την εισαγωγή βρετανικού βοείου κρέατος. Δεδομένου ότι η Γαλλία δεν έλαβε μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 13.12.2001 στην υπόθεση C-1/00, με την οποία καταδικάστηκε η Γαλλία διότι αρνήθηκε να άρει την απαγόρευση εισαγωγής βρετανικού βοείου κρέατος σωστά σεσημασμένου και ετικεταρισμένου από την 30ή Δεκεμβρίου 1999, η Επιτροπή κίνησε στις 21.3.2002 ταχεία διαδικασία παράβασης δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ. Η παράβαση ρυθμίστηκε μετά την κατάθεση αίτησης προς το Δικαστήριο, με την οποία ζητείτο να καταδικαστεί η Γαλλία λόγω μη εκτέλεσης της προαναφερομένης απόφασης του Δικαστηρίου και να της επιβληθεί χρηματική ποινή. Μετά την ρύθμιση της παράβασης, η Επιτροπή παραιτήθηκε της προσφυγής.

Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία σε σχέση με τη θέσπιση νομοθεσίας που απαγορεύει τη διάθεση στο εμπόριο του θύμου αδένα, καθώς και με τη μη παρουσία επίσημου κτηνιάτρου στα σφαγεία πουλερικών και με τη μη τήρηση ορισμένων άλλων στοιχείων της κοινοτικής νομοθεσίας για το κρέας νωπών πουλερικών.

Εξάλλου, η Επιτροπή σημείωσε με ικανοποίηση της θέσπιση από το Ηνωμένο Βασίλειο μέτρων που απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση στα σφαγεία υπερχλωριωμένου ύδατος για την αποστείρωση σφαγίων πουλερικών και θέτουν τέλος σε μια διαδικασία παράβασης που είχε κινηθεί το 1997.

Όσον αφορά τα εμπόδια στις συναλλαγές στο πλαίσιο των κτηνιατρικών ελέγχων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο σε σχέση με την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης στις σουηδικές κτηνιατρικές αρχές της άφιξης αποστολών νωπού κρέατος ή προϊόντων που περιέχουν ζωικά προϊόντα προελεύσεως άλλων κρατών μελών.

Στον τομέα της ανακοίνωσης από τα κράτη μέλη των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, το 2002 έληξε η προθεσμία μεταφοράς τριών οδηγιών, και συγκεκριμένα των οδηγιών 1999/74/ΕΚ (ωοπαραγωγοί όρνιθες), 2000/75/ΕΚ (καταρροϊκός πυρετός του προβάτου) και 2001/89/ΕΚ (κλασική πανώλη των χοίρων).

Η οδηγία 1999/74/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 1999, η οποία θέτει στοιχειώδεις κανόνες για την προστασία των ωοπαραγωγών ορνίθων, τάσσει νέους στοιχειώδεις κανόνες για την προστασία των ωοπαραγωγών ορνίθων με τη θέσπιση ενισχυμένων κοινών κανόνων για την αντιμετώπιση των κενών της προηγούμενης νομοθεσίας που δεν ελάμβανε επαρκώς υπόψη την καλή διαβίωση των ζώων. Επίσης, επιτρέπει σε κάθε κράτος μέλος να θεσπίζει αυστηρότερους κανόνες στην επικράτειά του. Η οδηγία θέτει ελάχιστες προϋποθέσεις για τρεις κατηγορίες συστημάτων εκτροφής ωοπαραγωγών ορνίθων: διευθετημένους κλωβούς ελάχιστης επιφάνειας 750 εκ2 ανά ωοπαραγωγό όρνιθα, συστήματα μη διευθετημένων κλωβών ελάχιστης επιφάνειας 550 εκ2 ανά όρνιθα (θα καταργηθεί σταδιακά έως το 2012), συστήματα χωρίς κλωβούς με φωλιές (τουλάχιστον μία ανά επτά όρνιθες), κατάλληλες κούρνιες και πυκνότητα των ζώων που να μην υπερβαίνει τις εννέα ωοπαραγωγούς όρνιθες ανά μ2 ωφέλιμης επιφάνειας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάστηκε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία, λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει η εν λόγω οδηγία 1999/74/ΕΚ.

Όσον αφορά την οδηγία 2000/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Νοεμβρίου 2000 για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικών με μέτρα καταπολέμησης και εξάλειψης του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου, απευθύνθηκαν αιτιολογημένες γνώμες στην Ελλάδα, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τα κράτη μέλη που έχουν μεταφέρει την οδηγία 2001/89/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2001 σχετικά με κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση της κλασικής πανώλους των χοίρων είναι το Βέλγιο, η Δανία, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες και η Φινλανδία. Κινήθηκε διαδικασία παράβασης κατά των υπολοίπων κρατών μελών τα οποία δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση κοινοποίησης που υπείχαν.

2.14.2. Φυτοϋγειονομική νομοθεσία

Όσον αφορά την ανακοίνωση από τα κράτη μέλη των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, επισημαίνεται ότι η Ισπανία, το Λουξεμβούργο και η Σουηδία ανακοίνωσαν τα μέτρα μεταφοράς όλων των οδηγιών που υπάγονται σε αυτόν τον τομέα και των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 2002.

Αντιθέτως, η Γερμανία και η Γαλλία συνεχίζουν να παρουσιάζουν καθυστερήσεις μεταφοράς.

Η Αυστρία εξέδωσε τελικά την τροποποίηση του κανονισμού για τη μέγιστη περιεκτικότητα φυτοφαρμάκων με την οποία μεταφέρθηκαν οι οδηγίες σχετικά με τη μέγιστη περιεκτικότητα για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων θέτοντας έτσι τέλος στις κινηθείσες διαδικασίες παράβασης.

2.14.3. Νομοθεσία για τους σπόρους προς σπορά και τα φυτά

Το 2002, έληξε η προθεσμία μεταφοράς δύο οδηγιών.

Για την οδηγία 2001/64/ΕΚ (εμπορία σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών) απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη λόγω μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για την οδηγία 2002/8/ΕΚ (εξέταση ποικιλιών κηπευτικών και καλλιεργούμενων φυτικών ειδών) απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο, στην Ελλάδα και στην Ιταλία λόγω μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης.

Η Γερμανία δεν έχει καλύψει ακόμα τις καθυστερήσεις μεταφοράς ιδίως των οδηγιών 98/56/ΕΚ, 99/66/ΕΚ και 99/68/ΕΚ (εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού καλλωπιστικών φυτών).

2.14.4. Νομοθεσία για τα τρόφιμα

Η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία παράβασης κατά της Ισπανίας, η οποία είχε επιβάλει την υποχρέωση να περιλαμβάνεται στην επισήμανση που φέρουν οι επιτραπέζιες ελιές ένδειξη για το μέγεθός τους. Πράγματι, η Ισπανία εξέδωσε βασιλικό διάταγμα με το οποίο καταργήθηκε αυτή η απαίτηση που ήταν αντίθετη προς την κοινοτική νομοθεσία περί επισήμανσης των τροφίμων, η οποία τάσσει περιοριστικό κατάλογο των υποχρεωτικών ενδείξεων.

Όσον αφορά την ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης από τα κράτη μέλη, η Δανία, η Ελλάδα και η Σουηδία ανακοίνωσαν μέτρα μεταφοράς για όλες τις οδηγίες που υπάγονται σε αυτόν τον τομέα, των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 2002.

Στον τομέα αυτό, συνεχίζουν να υπάρχουν σχετικά λίγα προβλήματα που αφορούν την ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης από τα κράτη μέλη. Εντούτοις, τη μεγαλύτερη καθυστέρηση μεταφοράς στον τομέα αυτό παρουσιάζει η Γερμανία.

2.14.5. Νομοθεσία για τις ζωοτροφές

Όσον αφορά την ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών από τα κράτη μέλη, δεν διαπιστώθηκε κάποια σημαντική εξέλιξη σε σχέση με την προηγούμενη Έκθεση. Το 2002, έληξε η προθεσμία μεταφοράς τεσσάρων οδηγιών, και συγκεκριμένα των οδηγιών 2001/46/ΕΚ (επίσημοι έλεγχοι στον τομέα της διατροφής των ζώων). 2001/79/ΕΚ (πρόσθετα). 2001/102 (ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στη διατροφή των ζώων) και 2002/1/ΕΚ (διατροφή των ζώων).

Τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις στη μεταφορά των οδηγιών παρουσιάζει η Ελλάδα. Το 2001, το Δικαστήριο καταδίκασε την εν λόγω χώρα διότι δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να μεταφέρει δύο οδηγίες σχετικές με τις ζωοτροφές (95/69/ΕΚ και 98/51/ΕΚ). Όσον αφορά την οδηγία 95/69/ΕΚ, η Ελλάδα συμμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, για την οδηγία 98/51/ΕΚ για την έγκριση επιχειρήσεων στον τομέα της διατροφής των ζώων, απεστάλη στην εν λόγω χώρα αιτιολογημένη γνώμη δυνάμει του άρθρου 228. Εξάλλου, το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για παράβαση της υποχρέωσής της να μεταφέρει την οδηγία 99/20/ΕΚ για τα πρόσθετα ζωοτροφών. Η Ελλάδα συμμορφώθηκε με την εν λόγω απόφαση.

2.14.6. Προστασία των καταναλωτών

Όσον αφορά τις υποθέσεις μη συμμόρφωσης, παρατηρήθηκε σαφής βελτίωση της κατάστασης μετά τη ρύθμιση πολλών φακέλων. Ως παράδειγμα, μπορεί να αναφερθεί η διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Πορτογαλίας λόγω κακής μεταφοράς της οδηγίας 94/47/ΕΟΚ (δικαίωμα χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης). Εφόσον ο σχετικός πορτογαλικός νόμος τροποποιήθηκε λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παρατηρήσεων που είχε κάνει η Επιτροπή, ο φάκελος μπόρεσε να κλείσει στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης. Για την ίδια οδηγία, ασκήθηκε και προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ιταλίας, διαδικασία η οποία κατέληξε σε παραίτηση εκ μέρους της Επιτροπής μετά την οριστική αποδοχή από την Ιταλία όλων των λόγων προσφυγής.

Το Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις μετά από προσφυγές κατά παράλειψης που αφορούσαν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ (καταχρηστικές ρήτρες). Κατά πρώτον, στην υπόθεση C-478/99 (Επιτροπή κατά Σουηδίας), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ενδεικτικός κατάλογος συμβατικών ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, μπορεί συννόμως να περιλαμβάνεται στις προπαρασκευαστικές εργασίες για το σουηδικό νόμο, και συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνεται στο διατακτικό του νόμου. Η απόφαση αυτή οδήγησε επίσης στο κλείσιμο δύο εν μέρει παρόμοιων υποθέσεων που είχαν κινηθεί κατά της Φινλανδίας και της Δανίας.

Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε παράλειψη εκ μέρους της Ιταλίας στην υπόθεση C-1999/372 λόγω μη πλήρους μεταφοράς του άρθρου 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Ο ιταλικός νόμος με τον οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία δεν διευκρίνιζε ότι τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας κατά ενώσεων επαγγελματιών μπορούν να έχουν ως αντικείμενο όχι μόνον την παύση της χρησιμοποίησης των καταχρηστικών ρητρών, αλλά και της σύστασης να χρησιμοποιούνται. Συνεπώς, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η Ιταλία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία, ανεξαρτήτως του ότι μέρος της ιταλικής νομολογίας φαίνεται να ακολουθεί ευρεία ερμηνεία της έννοιας της "χρησιμοποίησης" που καλύπτει και την απλή σύσταση να χρησιμοποιούνται καταχρηστικές ρήτρες.

Όσον αφορά την ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης από τα κράτη μέλη, την 1η Ιανουαρίου 2002 έληξε η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 1999/44/ΕΚ σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών. Η οδηγία αυτή ορίζει ένα κοινό σύνολο δικαιωμάτων των καταναλωτών που ισχύουν ανεξαρτήτως του σημείου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου αγοράζεται ένα αγαθό. Στο επίκεντρο αυτών των δικαιωμάτων τίθεται το γεγονός ότι αν το αγαθό παρουσιάζει ελάττωμα ή δεν είναι σύμφωνο προς τους όρους της σύμβασης πώλησης, ο καταναλωτής διαθέτει δικαίωμα προσφυγής κατά του πωλητή εντός δύο ετών από την παράδοση του αγαθού. Ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση του αγαθού, την αντικατάστασή του, έκπτωση επί μεταγενέστερης αγοράς ή ολοσχερή επιστροφή του καταβληθέντος ποσού. Εντός έξι μηνών από την παράδοση, ο πωλητής, και όχι ο καταναλωτής, έχει το δικαίωμα να αποδείξει ότι το πωληθέν αγαθό ήταν σύμφωνο προς τη σύμβαση πώλησης και δεν παρουσίαζε ελαττώματα. Ο τελικός πωλητής, ο οποίος είναι υπεύθυνος έναντι του αγοραστή, μπορεί στις περιπτώσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη, να επιρρίψει την ευθύνη για το πρόβλημα στον παραγωγό. Τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο κανόνες που επιβάλλουν στους καταναλωτές οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμα προσφυγής τους, να ενημερώνουν τον πωλητή για οποιοδήποτε ελάττωμα ή έλλειψη των αγαθών εντός δύο μηνών από την εμφάνιση του προβλήματος. Η οδηγία απαιτεί επίσης οι εμπορικές εγγυήσεις των παραγωγών ή των λιανοπωλητών να είναι διαφανείς και διατυπωμένες με σαφήνεια. Όταν δίδονται εγγυήσεις, πρέπει να δηλώνεται ότι ο καταναλωτής έχει νόμιμα δικαιώματα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τα οποία δεν θίγονται από την εγγύηση.

Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη προς το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης έγκαιρης μεταφοράς της οδηγίας 1999/44/ΕΚ.

Όσον αφορά τις οδηγίες 97/55/ΕΚ (παραπλανητική διαφήμιση) και 98/7/ΕΚ (καταναλωτική πίστη), η Ισπανία συμμορφώθηκε με δύο αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο σχετικά με την παράλειψή της να συμμορφωθεί με την υποχρέωση μεταφοράς που υπείχε.

2.14.7. Δημόσια υγεία

Η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2001/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουνίου 2001 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2002.

Η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες παράβασης κατά όλων των κρατών μελών, εκτός του Βελγίου, της Ισπανίας και της Σουηδίας, λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς.

2.14.8. Κοινοποίηση τεχνικών κανόνων και προτύπων

Δυνάμει της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία για τον ενιαίο οικονομικό χώρο, καθώς και η Ελβετία, υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή και στους εταίρους τους τα σχέδια κανονιστικών ρυθμίσεων που περιέχουν τεχνικούς κανόνες και πρότυπα, προκειμένου να διενεργείται έλεγχος πριν από την οριστική τους έγκριση ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία νέων εμποδίων στην εσωτερική αγορά.

Τα 201 κείμενα που κοινοποιήθηκαν το 2002 (188 από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 13 από τα κράτη μέλη της Συμφωνίας ΕΖΕΣ και την Ελβετία), μερικές φορές με επείγουσα διαδικασία (9), στον τομέα της υγείας και της προστασίας των καταναλωτών αποδεικνύουν την ολοένα και μεγαλύτερη προσοχή που αποδίδουν οι εθνικοί νομοθέτες στον εν λόγω τομέα, και ιδίως στον τομέα των τροφίμων. Η εξέταση των εν λόγω σχεδίων κειμένων οδήγησε στην έκδοση από την Επιτροπή παρατηρήσεων (9), αποφάσεων απόρριψης (6) και αιτιολογημένων γνωμών (11) με τις οποίες ζητήθηκε η συμμόρφωση των κοινοποιήσεων με το κοινοτικό δίκαιο. Ο τομέας των υπηρεσιών της πληροφορίας βρίσκεται επίσης σε πλήρη άνθηση, αν κρίνει κανείς από την αύξηση του αριθμού των κοινοποιήσεων (32) εκ μέρους των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαδικασίας που διέπεται από την οδηγία 98/34/ΕΚ κατά τη διάρκεια του έτους.

2.15. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της ιθαγένειας της Ένωσης, το 2002 σηματοδοτήθηκε από τέσσερις σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου [175], από σχετική στασιμότητα του συνολικού αριθμού διαδικασιών παράβασης, καθώς και από αισθητή αύξηση των αποφάσεων της Επιτροπής για άσκηση προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των διαδικασιών παράβασης που είχαν κινηθεί τα προηγούμενα έτη.

[175] Αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, υπόθεση C-224/98, D'Hoop, Συλλογή σελ. I-6191, της 11ης Ιουλίου 2002, υπόθεση C-60/00, Carpenter, Συλλογή σελ. I-6279, της 25ης Ιουλίου 2002, υπόθεση C-459/99, MRAX κατά του βελγικού Δημοσίου, Συλλογή σελ. I-6591, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, υπόθεση C-413/99, Baumbast, R.

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου επεκύρωσαν για πρώτη φορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 18 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ και την αρχή της εφαρμογής του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως εθνικότητας, υπό το φως του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας της οικογενειακής ζωής, της αρχής της αναλογικότητας και του καθεστώτος του πολίτη της Ένωσης. Επίσης, περιόρισαν σαφώς τις δυνατότητες των κρατών μελών να αρνούνται το δικαίωμα διαμονής ή εισόδου στην επικράτειά τους στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι υπήκοοι τρίτης χώρας, στην περίπτωση ανυπαρξίας ταξιδιωτικών εγγράφων ή θεώρησης, στην περίπτωση της παράνομης εισόδου ή στην περίπτωση υποβολής αίτησης χορήγησης κάρτας διαμονής μετά τη λήξη της θεώρησης.

2.15.1. Η εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας στον τομέα του δικαιώματος διαμονής και των παραβάσεων του κώδικα οδικής κυκλοφορίας

Η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γαλλίας σε σχέση με τις διατάξεις της νομοθεσίας της που προβλέπουν τη χορήγηση, μετά την πρώτη ανανέωση, διαρκούς κάρτας διαμονής στους υπηκόους άλλων κρατών μελών που ασκούν οικονομική δραστηριότητα στη Γαλλία υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, πράγμα που αποκλείει από το εν λόγω ευεργέτημα τους υπηκόους κρατών μελών τα οποία δεν χορηγούν το ίδιο ευεργέτημα στους γάλλους πολίτες που ζουν στην επικράτειά τους.

Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ισπανίας σε σχέση με τις δυσανάλογες κυρώσεις που προβλέπονται εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών σε περίπτωση που παραλείπουν να ζητήσουν ή να ανανεώσουν την κάρτα διαμονής στην Ισπανία και αποτελούν πηγή διακρίσεων.

Μετά από προσφυγή κατά παράλειψης που άσκησε η Επιτροπή κατά της Ιταλίας, το Δικαστήριο έκρινε [176] ότι η Ιταλία, διατηρώντας σε ισχύ, στο άρθρο 207 του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, διαφορετική και δυσανάλογη μεταχείριση των παραβατών βάσει του τόπου ταξινομήσεως των οχημάτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΚ.

[176] Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2002, υπόθεση C-224/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή σελ. I-2965.

2.15.2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

Η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή κατά παράλειψης ενώπιον του Δικαστηρίου κατά του Βελγίου με δύο λόγους, και συγκεκριμένα την πρακτική των βελγικών αρχών να δέχονται, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 90/364 [177] σχετικά με το δικαίωμα διαμονής, μόνον τους πόρους που προέρχονται από τον/την σύζυγο ή τέκνο, ενώ η οδηγία δεν περιέχει καμία διευκρίνηση όσον αφορά την προέλευση των επαρκών πόρων, καθώς και τη διαδικασία έκδοσης διαταγής απομάκρυνσης από τη βελγική επικράτεια των υπηκόων άλλων κρατών μελών που παραλείπουν να υποβάλουν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας τα απαιτούμενα έγγραφα για την έκδοση της κάρτας διαμονής.

[177] ΕΕ L 180 της 13.7.1990, σελ. 26.

Εξάλλου, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ισπανίας σε σχέση με την απαίτηση της ισπανικής νομοθεσίας να λαμβάνουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης και επιθυμούν να εγκατασταθούν μαζί του στην Ισπανία, προηγούμενη θεώρηση κατοικίας υποβάλλοντας μια ολόκληρη σειρά εγγράφων. Εξάλλου, η Επιτροπή κίνησε δύο άλλες διαδικασίες παράβασης κατά της Ισπανίας σε σχέση με την άρνηση χορήγησης θεώρησης σε υπηκόους τρίτων χωρών μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης λόγω εισαγωγής από άλλο κράτος μέλος καταχώρησης που αφορούσε τα εν λόγω πρόσωπα στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS), παρά την απουσία λόγων δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν μια τέτοια άρνηση.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή άσκησε [178] ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή κατά παράλειψης κατά της Γερμανίας όσον αφορά τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική της στον τομέα των μέτρων απέλασης που λαμβάνονται έναντι πολιτών της Ένωσης για λόγους δημόσιας τάξης [179]. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η Γερμανία παραλείποντας να διευκρινίσει σαφώς στη νομοθεσία της ότι δεν μπορεί να υπάρχει αυτόματη σύνδεση μεταξύ μιας ποινικής καταδίκης και της απέλασης πολιτών της Ένωσης, εκδίδοντας αποφάσεις απέλασης πολιτών της Ένωσης στις οποίες γίνεται μνεία μελήματος αποτροπής ή από τις οποίες προκύπτει δυσαναλογία μεταξύ της προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας της οικογενειακής ζωής και της τήρησης της δημόσιας τάξης και προσφεύγοντας στην άμεση εκτέλεση των αποφάσεων απέλασης χωρίς αυτό να δικαιολογείται από έκτακτη ανάγκη, παρέβη τις υποχρεώσεις της.

[178] Υπόθεση C-441/02

[179] Βλ. Δέκατη ένατη ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, σημείο 2.15.4, σελ. 48.

2.15.3. Δικαίωμα ψήφου στις κοινοτικές εκλογές

Η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει δύο διαδικασίες παράβασης κατά της Γαλλίας και της Ελλάδας, οι οποίες αφορούσαν την αρχή της οδηγίας 94/80/ΕΚ του Συμβουλίου [180] ότι οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών υπόκεινται για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου τους στις δημοτικές εκλογές της χώρας υποδοχής, μόνον στο καθεστώς στέρησης του δικαιώματος του εκλέγειν στη χώρα κατοικίας και ότι, συνεπώς, οι εθνικές αρχές δεν επιτρέπεται να απαιτούν από τους δικαιούχους της εν λόγω οδηγίας δήλωση ότι δεν έχουν εκπέσει του δικαιώματος του εκλέγειν στη χώρα καταγωγής τους.

[180] ΕΕ L 368 της 31.12.1994, σελ. 38.

2.16. ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Οι φάκελοι παραβάσεων στον τομέα του προϋπολογισμού επικεντρώνονται στους παραδοσιακούς ίδιους πόρους, και ιδίως στους τελωνειακούς δασμούς, όπου ο αριθμός προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου αυξήθηκε αισθητά σε σχέση με τα δύο προηγούμενα οικονομικά έτη.

2.16.1. Εξελίξεις στις διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως

Στην απόφασή του της 7ης Μαρτίου 2002 στην υπόθεση C- 2000/10 κατά της Ιταλίας (εισαγόμενα εμπορεύματα με προορισμό τον Άγιο Μαρίνο), το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε συγκεκριμένα ποσά διόρθωσης για τους καταβλητέους παραδοσιακούς ίδιους πόρους. Κάλεσε την Επιτροπή και τις ιταλικές αρχές να εξαντλήσουν τις δυνατότητες που προσφέρει προς αυτή την κατεύθυνση ο διάλογος και η έντιμη συνεργασία.

Η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου [181] κατά της Γερμανίας όσον αφορά τις καθυστερήσεις διαπίστωσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων σε περίπτωση με εκκαθαρισθείσας διαμετακόμισης.

[181] Υπόθεση

Ο φάκελος κατά της Γαλλίας σε σχέση με την επιστροφή του ΦΠΑ στο πλαίσιο της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τέθηκε στο αρχείο.

2.16.2. Nέες διαδικασίες

Μετά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με την οικονομική ευθύνη της Δανίας για ένα διοικητικό σφάλμα που επέφερε απώλεια ιδίων πόρων, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή κατά του Βελγίου και εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη προς τις Κάτω Χώρες και την Πορτογαλία σε σχέση με την οικονομική ευθύνη των τελωνειακών αρχών για την απώλεια ιδίων πόρων λόγω της παραγραφής των εν λόγω τελωνειακών δασμών.

Αποφασίστηκε επίσης να ασκηθεί προσφυγή για πρακτική του Βελγίου βάσει της οποίας καθυστερεί αδικαιολόγητα η καταβολή των τελωνειακών ιδίων πόρων: στην περίπτωση που επιτρέπεται στον οφειλέτη να ρυθμίσει την οφειλή του με δόσεις, οι βελγικές αρχές καταβάλλουν τους συναφείς ιδίους πόρους μόνον μετά την είσπραξη του συνολικού ποσού.

2.17. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο προσωπικό των Κοινοτήτων, η Επιτροπή μεριμνά ώστε η νομοθεσία την οποία θεσπίζουν τα κράτη μέλη να είναι σύμφωνη με το Πρωτόκολλο περί Προνομίων και Ασυλιών των Κοινοτήτων, καθώς και με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων.

Το 2002 δεν κινήθηκε καμία διαδικασία παράβασης.

2.18. ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

1. Συμβολή στη νομολογία του ΔΕΚ (αποφάσεις της 27.9.2001 - δεν αναφέρονται στην έκθεση 2002)

(η διατύπωση έχει ληφθεί εν μέρει από το ανακοινωθέν τύπου του ΔΕΚ)

Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες υπέγραψαν τη δεκαετία του 1990 συμφωνίες σύνδεσης με όλες τις υποψήφιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για την ένταξή τους στην Ένωση. Οι συμφωνίες αυτές αποσκοπούν στη δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου για την ένταξη των κρατών αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συναφώς, περιέχουν όλες διατάξεις σχετικά με την κυκλοφορία των εργαζομένων, το δικαίωμα εγκατάστασης και την παροχή υπηρεσιών.

Προβλέπουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις που απαγορεύουν τις διακρίσεις λόγω ιθαγένειας κατά τη μεταχείριση των υπηκόων των κρατών αυτών που είναι αυτοαπασχολούμενοι εργαζόμενοι, ιδρύουν ή διευθύνουν εταιρίες. Η μεταχείρισή τους πρέπει να είναι το ίδιο ευνοϊκή με τη μεταχείριση των εταιριών και των υπηκόων των κρατών μελών.

Οι τρεις υποθέσεις τις οποίες έκρινε το Δικαστήριο στις 27.9.2001 αφορούν διαφορές μεταξύ Πολωνών, Τσέχων και Βουλγάρων υπηκόων, αφενός, και των βρετανικών αρχών, αφετέρου.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ' αρχάς το σκοπό των συμφωνιών σύνδεσης: προώθηση του εμπορίου και αρμονικών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των μερών για την ανάπτυξη της ευημερίας των κρατών αυτών και τη διευκόλυνση της μελλοντικής τους προσχωρήσεως στην Κοινότητα.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι αρχές των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο των ορίων που θέτουν οι συμφωνίες αυτές, τις νομοθετικές τους διατάξεις σχετικά με την είσοδο, την παραμονή και την εγκατάσταση στην εθνική επικράτεια.

Το Δικαστήριο αποφαίνεται ωστόσο ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων έχει απευθείας εφαρμογή υπέρ των υπηκόων της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Βουλγαρίας που επιθυμούν να ασκήσουν στο έδαφος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οικονομικές δραστηριότητες ως αυτοαπασχολούμενοι εργαζόμενοι ή να ιδρύσουν εκεί και να διευθύνουν εταιρίες επί των οποίων ασκούν ουσιαστικό έλεγχο: η αρχή αυτή είναι ανεπιφύλακτη και μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, ώστε να εφαρμοστεί από τον εθνικό δικαστή, που καλείται να κρίνει τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων ιδιωτών.

Συνεπώς, οι συμφωνίες σύνδεσης παρέχουν στους υπηκόους αυτούς δικαίωμα εγκαταστάσεως, δηλαδή δικαίωμα αναλήψεως βιομηχανικών, εμπορικών, βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, καθώς και δραστηριοτήτων ελεύθερων επαγγελματιών, και ασκήσεώς τους από τον ενδιαφερόμενο υπό την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου εργαζομένου.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του βάσει της οποίας από τη Συνθήκη ΕΚ προκύπτει ότι στους υπηκόους των κρατών μελών παρέχονται, ως συνέπεια του δικαιώματος εγκαταστάσεως, δικαίωμα εισόδου και δικαίωμα παραμονής στην εθνική επικράτεια.

Το Δικαστήριο δέχεται ωστόσο ότι τα δικαιώματα εισόδου και παραμονής δεν είναι απόλυτα προνόμια που παρέχονται στους Πολωνούς, Τσέχους και Βουλγάρους υπηκόους και ότι η άσκησή τους μπορεί να περιορίζεται από τις ρυθμίσεις των κρατών μελών. Οι εθνικές αυτές διατάξεις περί αλλοδαπών δεν πρέπει να εξουδετερώνουν ούτε να περιορίζουν τα οφέλη που απορρέουν για τους ενδιαφερομένους από το δικαίωμα εγκαταστάσεως που προβλέπουν οι συμφωνίες.

Συνεπώς, το Δικαστήριο καλούμενο να κρίνει κατά πόσο συνάδει μια εθνική νομοθεσία περί αλλοδαπών με τις διατάξεις των οικείων τριών συμφωνιών σύνδεσης, συνήγαγε τις ακόλουθες αρχές:

- ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, βάσει ενός προβλεπόμενου γενικού περιορισμού της μεταναστεύσεως, να αρνηθεί σε υπήκοο ενός από τα οικεία κράτη μέλη την είσοδο και την παραμονή με σκοπό την εγκατάστασή του σ' αυτό το κράτος μέλος λόγω της ιθαγενείας του ή του κράτους κατοικίας του, ούτε μπορεί να εξαρτήσει το δικαίωμά του αναλήψεως μη μισθωτής επαγγελματικής δραστηριότητας από οικονομικούς λόγους σχετικούς με την αγορά εργασίας.

- επιβάλλεται να διευκρινιστεί αν η δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής την οποία προτίθενται να ασκήσουν τα πρόσωπα τα οποία καλύπτουν οι διατάξεις των συμφωνιών σύνδεσης είναι μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα. Συνάδει συνεπώς προς τη συμφωνία σύνδεσης η εφαρμογή εθνικού συστήματος προηγούμενου ελέγχου της ακριβούς φύσεως της σκοπούμενης δραστηριότητας (εκτίμηση της επάρκειας των οικονομικών πόρων και των πιθανοτήτων επιτυχίας με τη διενέργεια λεπτομερών ελέγχων).

- αντίθετα, ένας Πολωνός, Τσέχος ή Βούλγαρος υπήκοος που υποβάλλει ψευδή δήλωση και καθιστά δολίως αναποτελεσματικούς τους σχετικούς ελέγχους, δηλώνοντας ότι εισέρχεται σ' ένα κράτος μέλος για τουρισμό, ενώ πρόθεσή του είναι να αναλάβει οικονομική δραστηριότητα, θέτει εαυτόν εκτός του πεδίου προστασίας που του αναγνωρίζεται βάσει της συμφωνίας σύνδεσης: το κράτος μέλος μπορεί τότε να απορρίψει την αίτησή του και να ζητήσει από αυτόν να υποβάλει νομοτύπως νέα αίτηση για χορήγηση θεωρήσεως εισόδου στις αρμόδιες αρχές εντός του κράτους καταγωγής του ή άλλου κράτους, εφόσον τούτο δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη εξέταση της καταστάσεώς του.

- οι επεμβάσεις των εθνικών αρχών δεν πρέπει πάντως να θίγουν την ουσία των δικαιωμάτων εισόδου, παραμονής και εγκαταστάσεως των υπηκόων αυτών, για τους οποίους ισχύουν εξάλλου και τα θεμελιώδη δικαιώματα (όπως ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής και ο σεβασμός της ιδιοκτησίας) που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

2. Συμβολή σε υποθέσεις παράβασης

Στον απόηχο των τριών αποφάσεων του Δικαστηρίου της 27.9.2001 για την άμεση εφαρμογή ορισμένων διατάξεων των ευρωπαϊκών συμφωνιών με τις υποψήφιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η Επιτροπή έλαβε αυξανόμενο αριθμό καταγγελιών για εικαζόμενες παραβάσεις των ευρωπαϊκών συμφωνιών, οι οποίες καλύπτουν κυρίως μεμονωμένες περιπτώσεις σχετικές με το δικαίωμα εγκατάστασης αυτοαπασχολουμένων ή προσώπων που ιδρύουν ή διευθύνουν εταιρίες και τη σχέση με την πρακτική εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων που αφορούν την είσοδο, την παραμονή και την εγκατάσταση από τις αρχές και τα δικαστήρια της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Σουηδίας και της Δανίας. Μια άλλη καταγγελία πολωνού υπηκόου σχετική με την άρνηση των αρχών των Κάτω Χωρών να χορηγήσουν άδειες εργασίας σε Πολωνούς εργαζομένους τέθηκε στο αρχείο ως αβάσιμη

Παρόλο που οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο 2002 και η προσχώρηση των δέκα νέων κρατών μελών έως την 1η Μαΐου 2004 έχει δρομολογηθεί, οι ευρωπαϊκές συμφωνίες θα συνεχίσουν να ισχύουν έως την ημερομηνία προσχώρησης.

2.19. ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ

Στον τομέα των στατιστικών, διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας δεν έθεσε μείζονα προβλήματα, παρόλο που το 2002 κινήθηκαν 8 διαδικασίες παράβασης, από τις οποίες 6 λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς οδηγίας και 1 λόγω κακής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

Στον τομέα των γεωργικών στατιστικών, έξι κράτη μέλη (Γαλλία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ισπανία, Σουηδία και Ιρλανδία) δεν ανακοίνωσαν στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2001/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [182]. Συνεπώς, η Επιτροπή κοινοποίησε στις αρχές των εν λόγω κρατών μελών προειδοποιητική επιστολή. Γενικά, οι περισσότερες από αυτές τις καθυστερήσεις συνδέονται με την εσωτερική θεσμική και διοικητική δομή των κρατών μελών.

[182] Οδηγία 2001/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2001 για τις στατιστικές έρευνες που θα διενεργηθούν από τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό του δυναμικού παραγωγής των δενδρώνων ορισμένων ειδών οπωροφόρων δένδρων - ΕΕ L13 της 16.1.2002, σελ. 21.

Κατόπιν της ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων, η Επιτροπή μπόρεσε κατά τη διάρκεια του έτους να θέσει στο αρχείο τις διαδικασίες παράβασης που αφορούσαν τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Σουηδία και την Ιρλανδία.

Όσον αφορά το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, η εσωτερική διοικητική και νομοθετική διαδικασία βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης.

Στον τομέα των στατιστικών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία παράβασης κατά της Ελλάδας λόγω κακής εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1172/98 του Συμβουλίου [183]. Παρά την υποχρέωση που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, η Ελλάδα δεν διαβίβασε τριμηνιαία δεδομένα για τα έτη 1999, 2000 και 2001.

Top