EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32007D0503

2007/503/ΕΚ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 2007 , σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Κύπρο την 1η Ιανουαρίου 2008

OJ L 186, 18.7.2007, p. 29–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2007/503/oj

18.7.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/29


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 10ης Ιουλίου 2007

σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Κύπρο την 1η Ιανουαρίου 2008

(2007/503/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 122 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

την έκθεση της Επιτροπής (1),

την έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (3),

τη συζήτηση του θέματος στο Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Το Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε στις 3 Μαΐου 1998 στις Βρυξέλλες σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, αποφάσισε ότι το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 1999 (4).

(2)

Το Συμβούλιο αποφάσισε, στις 19 Ιουνίου 2000, ότι η Ελλάδα πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 2001 (5). Το Συμβούλιο αποφάσισε, στις 11 Ιουλίου 2006, ότι η Σλοβενία πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 2007 (6).

(3)

Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν σκόπευε να προχωρήσει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ την 1η Ιανουαρίου 1999. Η γνωστοποίηση αυτή δεν έχει μεταβληθεί. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη, και με την απόφαση που έλαβαν τον Δεκέμβριο του 1992 στο Εδιμβούργο οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων, η Δανία γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Η Δανία δεν ζήτησε να κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης.

(4)

Με την απόφαση 98/317/ΕΚ, η Σουηδία τυγχάνει παρέκκλισης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 122 της συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της πράξης προσχώρησης του 2003 (7), η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Λεττονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία και η Σλοβακία τυγχάνουν παρέκκλισης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 122 της συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της πράξης προσχώρησης του 2005 (8), η Βουλγαρία και η Ρουμανία τυγχάνουν παρέκκλισης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 122 της συνθήκης.

(5)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ιδρύθηκε την 1η Ιουλίου 1998. Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα αντικαταστάθηκε από ένα μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, η δημιουργία του οποίου συμφωνήθηκε με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1997, για τη θέσπιση ενός μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (9). Οι διαδικασίες για τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΜΣΙ ΙΙ) καθορίσθηκαν στη συμφωνία της 1ης Σεπτεμβρίου 1998 μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών εκτός της ζώνης ευρώ για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά το τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (10).

(6)

Το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης ορίζει τις διαδικασίες για την κατάργηση της παρέκκλισης των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, ή κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους με παρέκκλιση, η Επιτροπή και η ΕΚΤ υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 121 παράγραφος 1 της συνθήκης. Στις 13 Φεβρουαρίου 2007, η Κύπρος υπέβαλε επίσημο αίτημα αξιολόγησης της σύγκλισης.

(7)

Η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των καταστατικών των εθνικών κεντρικών τραπεζών, πρέπει να προσαρμόζεται, ανάλογα με τις ανάγκες, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμβατότητα με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και με το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής αποκαλούμενο καταστατικό του ΕΣΚΤ). Οι εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ παρέχουν λεπτομερή αξιολόγηση της συμβατότητας της νομοθεσίας της Κύπρου με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 121 της συνθήκης, το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, που προβλέπεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από την εξέταση, που δεν υπερβαίνει περισσότερο από 1,5 εκατοστιαίες μονάδες εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών. Για τους σκοπούς του κριτηρίου της σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός υπολογίζεται βάσει των εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου (11). Για την αξιολόγηση του κριτηρίου της σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός ενός κράτους μέλους μετράται ως ποσοστό της μεταβολής του αριθμητικού μέσου δώδεκα μηνιαίων δεικτών έναντι του αριθμητικού μέσου των δώδεκα μηνιαίων δεικτών της προηγούμενης περιόδου. Κατά την ετήσια περίοδο που έληξε τον Μάρτιο του 2007, τα τρία κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών ήταν η Φινλανδία, η Πολωνία και η Σουηδία, με ποσοστά πληθωρισμού, αντιστοίχως, 1,3 %, 1,5 % και 1,6 %. Στις εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ, ελήφθη υπόψη τιμή αναφοράς, η οποία υπολογίσθηκε ως ο απλός αριθμητικός μέσος των ποσοστών πληθωρισμού των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών συν 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Στη βάση αυτή, η τιμή αναφοράς για την ετήσια περίοδο που έληξε τον Μάρτιο του 2007 ήταν 3,0 %.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση της συνθήκης σημαίνει ότι, κατά τη στιγμή της εξέτασης, δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου για το κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 6 της συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος.

(10)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, το κριτήριο της συμμετοχής στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι, ένα κράτος μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ) του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Από την 1η Ιανουαρίου 1999, ο ΜΣΙ ΙΙ παρέχει το πλαίσιο για την αξιολόγηση της πλήρωσης του κριτηρίου της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Κατά την εξέταση της πλήρωσης του εν λόγω κριτηρίου στις εκθέσεις τους, η Επιτροπή και η ΕΚΤ εξέτασαν τη διετή περίοδο που έληξε στις 26 Απριλίου 2007.

(11)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 τέταρτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι, το υπό παρατήρηση κράτος μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών, περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες. Για τους σκοπούς του κριτηρίου σύγκλισης των επιτοκίων, χρησιμοποιήθηκαν συγκρίσιμα επιτόκια δεκαετών κρατικών ομολόγων. Προκειμένου να εξετασθεί αν πληρούται το κριτήριο σύγκλισης των επιτοκίων, στις εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ ελήφθη υπόψη τιμή αναφοράς, η οποία υπολογίσθηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο των ονομαστικών μακροπρόθεσμων επιτοκίων των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών συν δύο εκατοστιαίες μονάδες. Στη βάση αυτή, η τιμή αναφοράς για την ετήσια περίοδο που έληξε τον Μάρτιο 2007 ήταν 6,4 %.

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, τα στατιστικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται στην παρούσα αξιολόγηση πλήρωσης των κριτηρίων σύγκλισης πρέπει να παρέχονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή παρέσχε τα αναγκαία δεδομένα για την εκπόνηση της παρούσας απόφασης. Τα δεδομένα παρασχέθηκαν από την Επιτροπή βάσει των εκθέσεων που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη πριν από την 1η Απριλίου 2007, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (12).

(13)

Βάσει των εκθέσεων που υπέβαλαν η Επιτροπή και η ΕΚΤ για την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά την εκπλήρωση από την Κύπρο των υποχρεώσεών της για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η Επιτροπή συνήγαγε τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Η εθνική νομοθεσία της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας, συμβιβάζεται με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

Όσον αφορά την πλήρωση από την Κύπρο των κριτηρίων σύγκλισης που αναφέρονται στις τέσσερις περιπτώσεις του άρθρου 121 παράγραφος 1 της συνθήκης:

το μέσο ποσοστό πληθωρισμού στην Κύπρο κατά το έτος που έληξε τον Μάρτιο 2007 ανήλθε σε 2,0 %, δηλαδή σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς, είναι δε πιθανό να διατηρηθεί κάτω από την εν λόγω τιμή αναφοράς και κατά τους επόμενους μήνες·

η Κύπρος δεν αποτελεί αντικείμενο απόφασης του Συμβουλίου περί υπάρξεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος·

η Κύπρος συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ από τις 2 Μαΐου 2005· κατά τη διετή περίοδο που έληξε στις 26 Απριλίου 2007, η κυπριακή λίρα (CYP) δεν υπέστη σοβαρές πιέσεις και η Κύπρος δεν έχει υποτιμήσει, με δική της πρωτοβουλία, τη διμερή κεντρική ισοτιμία της CYP έναντι του ευρώ·

κατά το έτος που έληξε τον Μάρτιο του 2007, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο της Κύπρου κινήθηκε, κατά μέσο όρο, στο 4,2 %, δηλαδή σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς·

Η Κύπρος έχει επιτύχει υψηλό βαθμό διατηρήσιμης σύγκλισης σε σχέση με τα εν λόγω κριτήρια.

Κατά συνέπεια, η Κύπρος πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος.

(14)

Σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία επί προτάσεως της Επιτροπής, αποφασίζει ποια κράτη μέλη με παρέκκλιση πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος και καταργεί τις παρεκκλίσεις για τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Κύπρος πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Η παρέκκλιση υπέρ της Κύπρου, που αναφέρεται το άρθρο 4 της πράξης προσχώρησης του 2003, καταργείται με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2008.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου 2007.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

F. TEIXEIRA DOS SANTOS


(1)  Η έκθεση εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 2007.

(2)  Η έκθεση εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 2007.

(3)  Γνώμη που διατυπώθηκε στις 20 Ιουνίου 2007 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Απόφαση 98/317/ΕΚ (ΕΕ L 139 της 11.5.1998, σ. 30).

(5)  Απόφαση 2000/427/ΕΚ (ΕΕ L 167 της 7.7.2000, σ. 19).

(6)  Απόφαση 2006/495/ΕΚ (ΕΕ L 195 της 15.7.2006, σ. 25).

(7)  ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 33.

(8)  ΕΕ L 157 της 21.6.2005, σ. 203.

(9)  ΕΕ C 236 της 2.8.1997, σ. 5.

(10)  ΕΕ C 345 της 13.11.1998, σ. 6. Συμφωνία όπως τροποποιήθηκε με τη συμφωνία της 14ης Σεπτεμβρίου 2000 (ΕΕ C 362 της 16.12.2000, σ. 11).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 1995, για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕΕ L 257 της 27.10.1995, σ. 1). Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 7. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2103/2005 (ΕΕ L 337 της 22.12.2005, σ. 1).


Top