EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32007D0268

2007/268/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Απριλίου 2007 , για την εφαρμογή προγραμμάτων επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών σε πουλερικά και άγρια πτηνά στα κράτη μέλη και για την τροποποίηση της απόφασης 2004/450/ΕΚ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 1554]

OJ L 115, 3.5.2007, p. 3–17 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 24/06/2010; καταργήθηκε από 32010D0367

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2007/268/oj

3.5.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 115/3


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Απριλίου 2007

για την εφαρμογή προγραμμάτων επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών σε πουλερικά και άγρια πτηνά στα κράτη μέλη και για την τροποποίηση της απόφασης 2004/450/ΕΚ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 1554]

(2007/268/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την απόφαση 90/424/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες δαπάνες στον κτηνιατρικό τομέα (1), και ιδίως το άρθρο 24 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο και το άρθρο 10,

την οδηγία 2005/94/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών και την κατάργηση της οδηγίας 92/40/ΕΟΚ (2), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση 90/424/ΕΟΚ ορίζει τις διαδικασίες που διέπουν την κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή για προγράμματα που στοχεύουν στην εκρίζωση, στον έλεγχο και την επιτήρηση των ασθενειών των ζώων.

(2)

Η απόφαση 90/424/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/53/ΕΚ (3), προβλέπει την παροχή κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής στα κράτη μέλη για τα μέτρα εκρίζωσης που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη με σκοπό την καταπολέμηση των στελεχών της γρίπης των πτηνών χαμηλής παθογονικότητας (ΓΠΧΠ) τα οποία μπορούν να μεταλλαχθούν σε γρίπη των πτηνών υψηλής παθογονικότητας (ΓΠΥΠ). Επιπροσθέτως, το άρθρο 24 παράγραφος 2 της απόφασης 90/424/ΕΟΚ ορίζει ότι το αργότερο την 30ή Απριλίου κάθε έτους, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα ετήσια ή πολυετή προγράμματα που θα ξεκινήσουν το επόμενο έτος για τα οποία θα επιθυμούσαν χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας.

(3)

Η οδηγία 92/40/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση της γρίπης των ορνίθων (4) καθορίζει τα κοινοτικά μέτρα ελέγχου που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση εστίας της γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας (ΓΠΥΠ) σε πουλερικά. Εντούτοις, δεν προβλέπει τον έλεγχο της γρίπης των πτηνών χαμηλής παθογονικότητας (ΓΠΧΠ) των υποτύπων Η5 και Η7 του ιού, ούτε την τακτική επιτήρηση της νόσου στα πουλερικά και στα άγρια πτηνά.

(4)

Από το 2002, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν υποχρεωτικές έρευνες για τη γρίπη των πτηνών στα οικόσιτα πουλερικά μέσω της υποβολής ετήσιων προγραμμάτων επιτήρησης στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των αποφάσεων της Επιτροπής 2002/649/ΕΚ (5), 2004/111/ΕΚ (6), 2005/464/ΕΚ (7) και 2006/101/ΕΚ (8).

(5)

Η οδηγία 2005/94/ΕΚ προβλέπει ορισμένα μέτρα πρόληψης σχετικά με την επιτήρηση και την έγκαιρη διάγνωση της γρίπης των πτηνών. Η προθεσμία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας από τα κράτη μέλη είναι η 1η Ιουλίου 2007, ενώ την ίδια ημερομηνία προβλέπεται η κατάργηση της οδηγίας 92/40/ΕΟΚ.

(6)

Τα κοινοτικά μέτρα για τον έλεγχο της γρίπης των πτηνών που προβλέπονται στην οδηγία 2005/94/ΕΚ καλύπτουν και τον έλεγχο των εστιών ΓΠΧΠ των υποτύπων Η5 και Η7 του ιού στα πουλερικά. Για να εντοπίζεται η πιθανή κυκλοφορία των ιών αυτών σε σμήνη πουλερικών, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν υποχρεωτικά προγράμματα επιτήρησης. Τα εν λόγω μέτρα ελέγχου αποσκοπούν στην πρόληψη της εξάπλωσης της ΓΠΧΠ των υποτύπων Η5 και Η7 του ιού πριν υπάρξει εξάπλωση στον πληθυσμό των οικόσιτων πουλερικών, έτσι ώστε να προληφθεί ο κίνδυνος μετάλλαξης σε ΓΠΥΠ που θα είχε, ενδεχομένως, καταστρεπτικές συνέπειες.

(7)

Η οδηγία 2005/94/ΕΚ προβλέπει, επίσης, την εφαρμογή προγραμμάτων επιτήρησης των άγριων πτηνών που θα βοηθήσουν, με βάση μια τακτική επικαιροποιημένη εκτίμηση της επικινδυνότητας, να γίνουν γνωστές οι απειλές που οφείλονται στα άγρια πτηνά σε σχέση με κάθε ιό της γρίπης που προέρχεται από πτηνά.

(8)

Είναι σημαντικό να ενισχυθούν περαιτέρω οι δραστηριότητες επιτήρησης, με δεδομένες τις πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά την εκτεταμένη εμφάνιση της ΓΠΥΠ H5N1 σε άγρια πτηνά στην Ευρώπη, με συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων των ερευνών που διεξήχθησαν στα κράτη μέλη μεταξύ 2003 και 2006 και του πρόσφατου επιστημονικού έργου της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) (9) σε συνεργασία με την επιστημονική ομάδα εργασίας ORNIS της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι ανωτέρω φορείς θα συνεχίσουν τις εργασίες τους και τα αποτελέσματά τους ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέα επικαιροποίηση.

(9)

Κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων επιτήρησης στα άγρια πτηνά, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις απαιτήσεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου (10) περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.

(10)

Η απόφαση 2004/450/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση των τυπικών απαιτήσεων για το περιεχόμενο των αιτήσεων κοινοτικής χρηματοδότησης για προγράμματα εκρίζωσης, επιτήρησης και ελέγχου ζωικών ασθενειών (11), ορίζει τις πληροφορίες που θα πρέπει να περιέχονται στις αιτήσεις για κοινοτική χρηματοδότηση των προγραμμάτων εκρίζωσης, επιτήρησης και ελέγχου των ζωικών ασθενειών.

(11)

Δεδομένου ότι η απόφαση 90/424/ΕΚ ορίζει ότι χορηγείται κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή για τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί στα κράτη μέλη με σκοπό τη χρηματοδότηση των εθνικών προγραμμάτων εκρίζωσης, ελέγχου και παρακολούθησης ορισμένων ζωικών ασθενειών, μεταξύ των οποίων και η γρίπη των πτηνών, τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλλουν στην Επιτροπή προγράμματα επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών για τα οποία ζητείται χρηματοδοτική συνδρομή έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 της απόφασης 90/424/ΕΟΚ. Η απόφαση 2004/450/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να ορίζει τις τυπικές απαιτήσεις για το περιεχόμενο των αιτήσεων κοινοτικής χρηματοδότησης για προγράμματα επιτήρησης της γρίπης των πτηνών.

(12)

Ως εκ τούτου, η απόφαση 2004/450/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(13)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Έγκριση προγραμμάτων επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών

Τα προγράμματα επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών στα πουλερικά και στα άγρια πτηνά που πρόκειται να εφαρμοστούν από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/94/ΕΚ, πρέπει να είναι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που ορίζονται στα παραρτήματα I και II της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της απόφασης 2004/450/ΕΚ

Η απόφαση 2004/450/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο γ):

«γ)

όσον αφορά τη ζωική ασθένεια που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος Γ, τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα IV».

2)

Στο παράρτημα I προστίθεται το ακόλουθο μέρος Γ:

«ΜΈΡΟΣ Γ

Ασθένεια που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο γ)

γρίπη των πτηνών.»

3)

Προστίθεται νέο παράρτημα IV, το κείμενο του οποίου περιλαμβάνεται στο παράρτημα III της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 13 Απριλίου 2007.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 19. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2006/965/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 397 της 30.12.2006, σ. 22).

(2)  ΕΕ L 10 της 14.1.2006, σ. 16.

(3)  ΕΕ L 29 της 2.2.2006, σ. 37.

(4)  ΕΕ L 167 της 22.6.1992, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/104/ΕΚ (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 352).

(5)  ΕΕ L 213 της 9.8.2002, σ. 38.

(6)  ΕΕ L 32 της 5.2.2004, σ. 20. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2004/615/ΕΚ (ΕΕ L 278 της 27.8.2004, σ. 59).

(7)  ΕΕ L 164 της 24.6.2005, σ. 52. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2005/726/ΕΚ (ΕΕ L 273 της 19.10.2005, σ. 21).

(8)  ΕΕ L 46 της 16.2.2006, σ. 40.

(9)  Επιστημονική γνώμη με θέμα «Τα αποδημητικά πτηνά και ο ενδεχόμενος ρόλος τους στην εξάπλωση της γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας» (ΕΑΑΤ, 12 Μαΐου 2006) και το προσάρτημά της (11 Δεκεμβρίου 2006).

(10)  ΕΕ L 103 της 25.4.1979, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/105/ΕΚ (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 368).

(11)  ΕΕ L 155 της 30.4.2004, σ. 90· όπως διορθώθηκε στην ΕΕ L 92 της 12.4.2005, σ. 16. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/282/ΕΚ (ΕΕ L 104 της 13.4.2006, σ. 40).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή προγραμμάτων επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών στα πουλερικά στα κράτη μέλη

A.   Στόχοι, γενικές απαιτήσεις και κριτήρια για την έρευνα

A.1.   Στόχοι

Η ορολογική επιτήρηση για τη ΓΠΧΠ των υποτύπων Η5 και Η7 στα πουλερικά έχει τους ακόλουθους στόχους:

1.

τον εντοπισμό των υποκλινικών/ασυμπτωματικών μολύνσεων από ΓΠΧΠ των υποτύπων Η5 και Η7 του ιού που συμπληρώνουν τα συστήματα έγκαιρης διάγνωσης με συνέπεια να αποκλείεται το ενδεχόμενο μετάλλαξης αυτών των ιών σε ΓΠΥΠ·

2.

τον εντοπισμό των μολύνσεων από ΓΠΧΠ των υποτύπων Η5 και Η7 του ιού σε ειδικά στοχοθετημένους πληθυσμούς πουλερικών που διατρέχουν συγκεκριμένο κίνδυνο μόλυνσης λόγω του συστήματος εκτροφής τους ή λόγω της ευπάθειας του συγκεκριμένου είδους·

3.

τη συμβολή στο χαρακτηρισμό μιας συγκεκριμένης χώρας, περιοχής ή διαμερίσματος ως απαλλαγμένων από γρίπη των πτηνών που δηλώνεται υποχρεωτικά στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου σύμφωνα με τους κανόνες του ΠΟΕ.

A.2.   Γενικές απαιτήσεις και κριτήρια

1.

Η δειγματοληψία δεν παρατείνεται μετά τις 31 Δεκεμβρίου του έτους εφαρμογής του προγράμματος. Η δειγματοληψία καλύπτει μια περίοδο που αντιστοιχεί στην περίοδο παραγωγής για κάθε κατηγορία πουλερικών, όπως απαιτείται.

2.

Για να διαφυλάσσονται οι πόροι, συνιστώνται τα δείγματα που έχουν συλλεγεί για άλλους σκοπούς.

3.

Η δοκιμή των δειγμάτων πραγματοποιείται στα εθνικά εργαστήρια για γρίπη των πτηνών στα κράτη μέλη ή από άλλα εργαστήρια που είναι εγκεκριμένα από τις αρμόδιες αρχές και τελούν υπό τον έλεγχο των εθνικών εργαστηρίων.

4.

Όλα τα αποτελέσματα (τόσο τα ορολογικά όσο και τα ιολογικά) αποστέλλονται στο Κοινοτικό Εργαστήριο Αναφοράς (ΚΕΑ) για τη γρίπη των πτηνών προς επεξεργασία. Πρέπει να εξασφαλιστεί η καλή ροή των πληροφοριών. Το ΚΕΑ παρέχει τεχνική υποστήριξη και διατηρεί ευρύ απόθεμα διαγνωστικών αντιδραστηρίων.

5.

Όλα τα απομονώματα ιών της γρίπης των πτηνών υποβάλλονται στο ΚΕΑ σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, εκτός αν χορηγηθεί παρέκκλιση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του κεφαλαίου V (διαφορική διάγνωση) του διαγνωστικού εγχειριδίου το οποίο προβλέπεται στην απόφαση 2006/437/ΕΚ (1). Οι ιοί του υποτύπου H5/H7 υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση και υπόκεινται σε συνήθεις δοκιμές χαρακτηρισμού (αλληλουχία νουκλεοτιδίων/IVPI) σύμφωνα με το προαναφερόμενο διαγνωστικό εγχειρίδιο.

6.

Όποτε είναι δυνατό, τα εθνικά εργαστήρια υποβάλλουν στο ΚΕΑ ορούς θετικούς για Η5 ή Η7 που έχουν συλλεγεί από νηκτικά πτηνά, προκειμένου να δημιουργηθεί αρχείο το οποίο θα διευκολύνει τη μελλοντική εξέλιξη των δοκιμασιών.

B.   Έρευνα για τη γρίπη των πτηνών στα πουλερικά

1.

Όλα τα θετικά ευρήματα διερευνώνται σε μεταγενέστερο στάδιο στην εκμετάλλευση, ενώ τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας υποβάλλονται υπό μορφή έκθεσης στην Επιτροπή και το ΚΕΑ.

2.

Το ΚΕΑ παρέχει ειδικά πρωτόκολλα τα οποία συνοδεύουν την αποστολή υλικού στο ΚΕΑ καθώς και πίνακες αναφοράς για τη συλλογή των στοιχείων της επιτήρησης. Στους εν λόγω πίνακες επισημαίνονται οι μέθοδοι δοκιμής του εργαστηρίου. Οι πίνακες που παρέχονται χρησιμοποιούνται για την υποβολή των αποτελεσμάτων σε ένα ενιαίο έγγραφο.

3.

Τα δείγματα αίματος για ορολογική εξέταση συλλέγονται από όλα τα είδη πουλερικών, από τουλάχιστον 5 έως 10 πτηνά (εκτός από πάπιες, χήνες και ορτύκια) ανά εκμετάλλευση, και από τις διάφορες εγκαταστάσεις, εάν υπάρχουν περισσότερες από μία στην εκμετάλλευση. Σε περίπτωση περισσότερων εγκαταστάσεων το μέγεθος του δείγματος ανά εκμετάλλευση αυξάνεται αναλόγως. Συνιστάται η λήψη δείγματος από τουλάχιστον 5 πτηνά ανά εγκατάσταση.

4.

Η δειγματοληψία διενεργείται σε ολόκληρο το κράτος μέλος, έτσι ώστε τα δείγματα να μπορούν να θεωρούνται αντιπροσωπευτικά για όλο το κράτος μέλος, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων από τις οποίες πρέπει να ληφθούν δείγματα (με εξαίρεση τις πάπιες, τις χήνες και τις γαλοπούλες). Ο αριθμός αυτός καθορίζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο εντοπισμός τουλάχιστον μιας από τις μολυνθείσες εκμεταλλεύσεις, εάν ο επιπολασμός των εκμεταλλεύσεων που έχουν μολυνθεί είναι τουλάχιστον 5 %, με διάστημα εμπιστοσύνης 95 % (βλέπε πίνακα 1)· και

β)

τον αριθμό των πτηνών που ελήφθησαν ως δείγμα από κάθε εκμετάλλευση, ο οποίος καθορίζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται 95 % πιθανότητα ταυτοποίησης τουλάχιστον ενός οροθετικού πτηνού, εάν ο επιπολασμός των οροθετικών πτηνών είναι ≥ 30 %.

5.

Με βάση μια αξιολόγηση του κινδύνου και τη συγκεκριμένη κατάσταση στο σχετικό κράτος μέλος, το σχέδιο δειγματοληψίας εξετάζει επίσης:

α)

τα είδη παραγωγής και τους ειδικούς κινδύνους τους, όπως π.χ. η ελεύθερη βοσκή, η εκτροφή στο ύπαιθρο, τα οικόσιτα πουλερικά, λαμβάνοντας υπόψη και άλλους παράγοντες όπως οι διάφορες ηλικίες, η χρήση επιφανειακών υδάτων, η σχετικά μακρύτερη διάρκεια ζωής, η παρουσία περισσότερων από ένα είδος στην εκμετάλλευση ή άλλους σχετικούς παράγοντες·

β)

ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων γαλοπούλων που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο δειγματοληψίας, ο οποίος πρέπει να καθορίζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο εντοπισμός τουλάχιστον μιας από τις μολυσμένες εκμεταλλεύσεις, εάν ο επιπολασμός των εκμεταλλεύσεων που έχουν μολυνθεί είναι τουλάχιστον 5 %, με διάστημα εμπιστοσύνης 99 % (βλέπε πίνακα 2)·

γ)

όταν υπάρχει σημαντικός αριθμός εκμεταλλεύσεων εκτροφής θηραμάτων, στρουθιονίδων και φασιανίδων σε ένα κράτος μέλος, περιλαμβάνονται και αυτές στο πρόγραμμα. Όσον αφορά την οικογένεια των φασιανίδων, γίνεται δειγματοληψία μόνο από ενήλικες (ή ωοπαραγωγούς) φασιανίδες αναπαραγωγής·

δ)

η χρονική περίοδος της δειγματοληψίας συμπίπτει με την εποχιακή παραγωγή. Ωστόσο, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η δειγματοληψία θα προσαρμόζεται σε άλλες καθορισμένες περιόδους σε τοπικό επίπεδο, όταν η παρουσία άλλων ξενιστών από τα πουλερικά σε μια εκμετάλλευση ενδέχεται να αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο για την εισαγωγή της νόσου·

ε)

αν υπάρχει σημαντικός αριθμός οικόσιτων πουλερικών, η επιτήρηση μπορεί να επεκταθεί και στα πουλερικά αυτά·

στ)

τα κράτη μέλη που πρέπει να προβούν σε δειγματοληψία για την ψευδοπανώλη των πτηνών (ασθένεια του Newcastle), ώστε να διατηρήσουν το καθεστώς τους ως χώρες μη εμβολιασμού για την ψευδοπανώλη των πτηνών σύμφωνα με την απόφαση 94/327/ΕΚ της Επιτροπής (2), μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα δείγματα από πουλερικά αναπαραγωγής για την επιτήρηση αντισωμάτων H5/H7.

Πίνακας 1

Αριθμός εκμεταλλεύσεων οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο δειγματοληψίας για κάθε κατηγορία πουλερικών (εκτός από τις εκμεταλλεύσεις με γαλοπούλες, πάπιες και χήνες)

Αριθμός εκμεταλλεύσεων ανά κατηγορία πουλερικών ανά κράτος μέλος

Αριθμός εκμεταλλεύσεων που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο δειγματοληψίας

Έως 34

Όλες

35-50

35

51-80

42

81-250

53

> 250

60


Πίνακας 2

Αριθμός εκμεταλλεύσεων γαλοπούλων, παπιών και χηνών που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο δειγματοληψίας

Αριθμός εκμεταλλεύσεων ανά κράτος μέλος

Αριθμός εκμεταλλεύσεων που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο δειγματοληψίας

Έως 46

Όλες

47-60

47

61-100

59

101-350

80

> 350

90

Γ.   Ειδικές απαιτήσεις για την ανίχνευση της μόλυνσης από τους υποτύπους H5/H7 της γρίπης των πτηνών σε πάπιες, χήνες και φασιανίδες

1.

Δείγματα αίματος για ορολογική εξέταση λαμβάνονται κατά προτίμηση από πτηνά που εκτρέφονται στο ύπαιθρο.

2.

Από κάθε επιλεγμένη εκμετάλλευση λαμβάνονται 40-50 δείγματα αίματος για ορολογική εξέταση.

3.

Αν δεν υπάρχουν σμήνη που προορίζονται για το εμπόριο, η επιτήρηση μπορεί να πραγματοποιείται στα σμήνη οικόσιτων πουλερικών.

Δ.   Εργαστηριακές δοκιμασίες

1.

Οι εργαστηριακές δοκιμασίες πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο για τη γρίπη των πτηνών (απόφαση 2006/437/ΕΚ) που ορίζει τις διαδικασίες για την επιβεβαίωση και τη διαφορική διάγνωση της γρίπης των πτηνών (συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης ορών από πάπιες και χήνες με δοκιμασία αναστολής αιμοσυγκόλλησης — ΗΙ).

2.

Ωστόσο, εάν στο διαγνωστικό εγχειρίδιο για τη γρίπη των πτηνών προβλέπονται εργαστηριακές δοκιμές που δεν περιγράφονται στο εγχειρίδιο του ΔΓΕ για τα χερσαία ζώα, τα κράτη μέλη παρέχουν τα αναγκαία δεδομένα επικύρωσης στο ΚΕΑ, παράλληλα με την υποβολή του προγράμματός τους στην Επιτροπή για έγκριση.

3.

Όλα τα οροθετικά ευρήματα επιβεβαιώνονται από τα εθνικά εργαστήρια για τη γρίπη των πτηνών με δοκιμασία αναστολής της αιμοσυγκόλλησης, με τη χρησιμοποίηση προσδιορισμένων στελεχών τα οποία προμηθεύει το Κοινοτικό Εργαστήριο Αναφοράς για τη γρίπη των πτηνών:

H5

α)

αρχική δοκιμή με τη χρήση Ostrich/Denmark/72420/96 (H5N2)·

β)

δοκιμασία για όλα τα θετικά δείγματα με Duck/Denmark/64650/03 (H5N7) για την εξάλειψη του αντισώματος διασταυρούμενης αντίδρασης Ν2·

H7

α)

αρχική δοκιμή με τη χρήση Turkey/England/647/77 (H7N7)·

β)

δοκιμασία για όλα τα θετικά δείγματα με African Starling/983/79 (H7N1) για την εξάλειψη του αντισώματος διασταυρούμενης αντίδρασης Ν7.


(1)  ΕΕ L 237 της 31.8.2006, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 146 της 11.6.1994, σ. 17.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή προγραμμάτων επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών στα άγρια πτηνά στα κράτη μέλη

A.   Στόχοι, γενικές απαιτήσεις και κριτήρια για την έρευνα

A.1.   Στόχοι

Η ιολογική επιτήρηση για τη γρίπη των πτηνών στα άγρια πτηνά έχει σκοπό τον εντοπισμό του κινδύνου εισαγωγής των ιών ΓΠ (ΓΠΧΠ και ΓΠΥΠ) στα οικόσιτα πουλερικά:

εξασφαλίζοντας την έγκαιρη διάγνωση της ΓΠΥΠ Η5Ν1 μέσω της διερεύνησης της αυξημένης νοσηρότητας και θνησιμότητας στα άγρια πτηνά, ιδίως δε σε επιλεγμένα είδη «υψηλότερου κινδύνου»,

σε περίπτωση εντοπισμού ΓΠΥΠ Η5Ν1 σε άγρια πτηνά, με αύξηση της επιτήρησης των ζωντανών και νεκρών πτηνών προκειμένου να αποφασιστεί αν άλλα είδη άγριων πτηνών μπορούν να καταστούν ασυμπτωματικοί φορείς ή «είδη-γέφυρες» (βλέπε μέρος Ε του παρόντος παραρτήματος),

με τη συνέχιση μιας «βασικής» επιτήρησης διαφόρων ειδών αποδημητικών πτηνών που ζουν στην ύπαιθρο ως τμήμα της συνεχούς παρακολούθησης των ιών της ΓΠΧΠ. Οι κύριοι στόχοι της δειγματοληψίας θα είναι τα νηκτικά πτηνά (υδρόβια πτηνά) και τα χαραδριόμορφα (ελόβια πτηνά και λαρίδες) με στόχο να εκτιμάται αν φέρουν ιούς ΓΠΧΠ των υποτύπων H5 και H7 (με την εκτίμηση αυτή ταυτόχρονα εντοπίζεται η ΓΠΥΠ H5N1 και άλλες μορφές ΓΠΥΠ, αν υπάρχουν). Τα «είδη υψηλότερου κινδύνου» πρέπει να αποτελούν ιδιαίτερο στόχο.

A.2.   Γενικές απαιτήσεις και κριτήρια

1.

Η δειγματοληψία δεν παρατείνεται μετά τις 31 Δεκεμβρίου του έτους εφαρμογής του προγράμματος.

2.

Η δοκιμή των δειγμάτων πραγματοποιείται στα εθνικά εργαστήρια για γρίπη των πτηνών στα κράτη μέλη ή από άλλα εργαστήρια που είναι εγκεκριμένα από τις αρμόδιες αρχές και τελούν υπό τον έλεγχο των εθνικών εργαστηρίων.

3.

Όλα τα αποτελέσματα αποστέλλονται στο Κοινοτικό Εργαστήριο Αναφοράς (ΚΕΑ) για τη γρίπη των πτηνών προς επεξεργασία. Πρέπει να εξασφαλίζεται η καλή ροή των πληροφοριών. Το ΚΕΑ παρέχει τεχνική υποστήριξη και διατηρεί ευρύ απόθεμα διαγνωστικών αντιδραστηρίων.

4.

Όλα τα απομονώματα ιών από κρούσματα γρίπης των πτηνών σε άγρια πτηνά υποβάλλονται στο ΚΕΑ σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, εκτός αν χορηγηθεί παρέκκλιση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του κεφαλαίου V (διαφορική διάγνωση) του διαγνωστικού εγχειριδίου για τη γρίπη των πτηνών το οποίο προβλέπεται στην απόφαση 2006/437/ΕΚ. Οι ιοί του υποτύπου H5/H7 υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση και υπόκεινται σε συνήθεις δοκιμές χαρακτηρισμού (αλληλουχία νουκλεοτιδίων/IVPI) σύμφωνα με το προαναφερόμενο διαγνωστικό εγχειρίδιο.

B.   Έρευνα για τη γρίπη των πτηνών σε άγρια πτηνά

Σχεδιασμός και εφαρμογή

Εξασφαλίζεται στενή συνεργασία με επιδημιολόγους και ορνιθολόγους καθώς και με την αρμόδια αρχή για τη διατήρηση της φύσης, με σκοπό το σχεδιασμό της επιτήρησης, τη βοήθεια για την ταυτοποίηση των ειδών και τη βελτιστοποίηση της δειγματοληψίας. Ο σχεδιασμός της επιτήρησης προσαρμόζεται στις εθνικές συνθήκες όσον αφορά την επιλογή των ειδών που θα αποτελέσουν αντικείμενο της δειγματοληψίας, ανάλογα με την κυριαρχία των ειδών και το μέγεθος των πληθυσμών πτηνών. Κατά τη δειγματοληψία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εποχικότητα των αποδημητικών ροών που ενδέχεται να ποικίλλουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Συνεκτιμάται επίσης η συμπεριφορά των διαφόρων ειδών πτηνών όσον αφορά τις αποδημητικές διαδρομές, τους κυριότερους οικοτόπους, τη διαβίωση σε σμήνη και το βαθμό συγκέντρωσης διαφορετικών ειδών κατά την αποδημία καθώς και τα αποτελέσματα της παλαιότερης επιτήρησης κατά την περίοδο 2003-2006. Επιπροσθέτως, προβλέπεται συνεχής επανεξέταση και ανάδραση μέσω της ομάδας εργασίας για την επιτήρηση της ΓΠ στα άγρια πτηνά, η οποία αναλύει τα νέα δεδομένα που προκύπτουν.

Για τη ΓΠΥΠ Η5Ν1, εξετάζονται όλοι οι παράγοντες αυτοί σε σχέση με την πιθανότητα έκθεσης των άγριων πτηνών σε μολυσμένα πουλερικά και άγρια πτηνά σε περιοχές όπου υπάρχουν εστίες, καθώς και η πιθανότητα επαφής των άγριων πτηνών με οικόσιτα πουλερικά στα συστήματα εκτροφής πουλερικών των διαφόρων κρατών μελών.

Για να αξιολογηθούν αυτές οι πιθανότητες, τα δενδροδιαγράμματα αποφάσεων και οι πίνακες που περιλαμβάνονται στη γνώμη της ΕΑΑΤ (1) η οποία καταρτίστηκε με τη συνεργασία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορούν να αποτελέσουν αποτελεσματικό εργαλείο για την τοπική εκτίμηση της επικινδυνότητας στα κράτη μέλη, ώστε να υπάρξει προσαρμογή στην εξελισσόμενη κατάσταση με βάση τη στενή συνεργασία και την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των κρατών μελών.

Θα δοθεί προώθηση στις διασυνδέσεις με ινστιτούτα διατήρησης/παρατήρησης πτηνών και με σταθμούς κωδωνισμού. Η δειγματοληψία διενεργείται κατά περίπτωση υπό την επίβλεψη του προσωπικού αυτών των ομάδων/σταθμών, από τους κυνηγούς και άλλα άτομα με γνώσεις ορνιθολογίας.

1.

Η παθητική επιτήρηση των ασθενών και των νεκρών άγριων πτηνών θα επικεντρώνεται στα ακόλουθα:

α)

στις περιοχές όπου παρατηρείται αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα στα άγρια πτηνά·

β)

στις περιοχές που γειτνιάζουν με θάλασσα, λίμνες και ποταμούς, όπου έχουν βρεθεί νεκρά άγρια πτηνά· και ιδίως όταν οι εν λόγω περιοχές βρίσκονται κοντά σε εκμεταλλεύσεις οικόσιτων πουλερικών·

γ)

πτηνά που ανήκουν στα προσδιορισθέντα είδη «υψηλότερου κινδύνου» τα οποία αναφέρονται στο μέρος Δ και άλλα άγρια πτηνά που ζουν πολύ κοντά σε αυτά τα είδη.

2.

Επιπροσθέτως, οι έρευνες των ζωντανών και νεκρών άγριων πτηνών σε περιοχές όπου έχουν εντοπιστεί κρούσματα Η5Ν1 πρέπει, στην ιδανική περίπτωση, να στοχεύουν στα ακόλουθα πτηνά:

α)

άγρια πτηνά ή πουλερικά, ώστε να εντοπίζονται οι πιθανοί ασυμπτωματικοί φορείς·

β)

σε περιοχές που συνδέονται επιδημιολογικά με αυτά τα κρούσματα·

γ)

που είναι πιθανό να έρθουν σε στενή επαφή με εκμεταλλεύσεις οικόσιτων πουλερικών (ζώνη προστασίας, ζώνη επιτήρησης και περιοχή Β), που μπορούν να λειτουργήσουν ως «είδη-γέφυρες», ιδίως εκείνα που αναφέρονται στο μέρος Ε.

3.

Η ενεργητική επιτήρηση σε ζωντανά και κλινικώς υγιή πτηνά ή/και κλινικά ασθενή, τραυματισμένα πτηνά ή πτηνά που έχουν αποτελέσει αντικείμενο θήρας (2) στοχεύει στα ακόλουθα:

α)

αποδημητικά πτηνά που ανήκουν στις τάξεις των νηκτικών πτηνών (υδρόβια πτηνά) και των χαραδριόμορφων πτηνών (ελόβια πτηνά και λαρίδες)·

β)

σε προσδιορισμένες περιοχές για τη συγκέντρωση και την από κοινού παραμονή μεγάλου αριθμού αποδημητικών πτηνών που ανήκουν σε διάφορα είδη και ιδίως όταν οι περιοχές αυτές βρίσκονται κοντά σε εκμεταλλεύσεις οικόσιτων πουλερικών·

γ)

επιλεγμένα είδη υψηλότερου κινδύνου (3).

Διαδικασίες δειγματοληψίας

1.

Λαμβάνονται στοματοφαρυγγικά επιχρίσματα και επιχρίσματα κλοάκης από φαινομενικά υγιή πτηνά που ζουν στην ύπαιθρο προς ιολογική εξέταση. Αν, για οποιοδήποτε λόγο, δεν είναι ευχερής η λήψη επιχρισμάτων κλοάκης από ζωντανά πτηνά, εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν δείγματα νωπών κοπράνων που έχουν συλλεγεί με προσοχή. Εντούτοις, πρέπει να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα σε περίπτωση περιοχών στις οποίες συγκεντρώνονται πτηνά διαφορετικών ειδών.

2.

Για σκοπούς απομόνωσης του ιού και μοριακής ανίχνευσης (PCR), εκτός από επιχρίσματα κλοάκης ή κόπρανα, λαμβάνονται επίσης δείγματα από ιστούς (δηλαδή του εγκεφάλου, της καρδιάς, των πνευμόνων, του νεφρού και των εντέρων) από άγρια πτηνά που βρέθηκαν νεκρά ή θανατωμένα.

3.

Ειδική μέριμνα πρέπει να ληφθεί για την αποθήκευση και μεταφορά των δειγμάτων. Τα επιχρίσματα ψύχονται αμέσως σε πάγο ή με κατεψυγμένες παγοκύστες και μεταφέρονται στο εργαστήριο το ταχύτερο δυνατό. Τα δείγματα δεν επιτρέπεται να καταψύχονται εκτός εάν είναι απολύτως αναγκαίο. Αν είναι δυνατό, τα επιχρίσματα τοποθετούνται σε αντιβιοτικό περιβάλλον μεταφοράς ή ειδικό περιβάλλον μεταφοράς για ιούς κατά τρόπον ώστε να είναι πλήρως βυθισμένα. Τα δείγματα τοποθετούνται σε περιβάλλον μεταφοράς επιπλέον της ψύξης και όχι ως εναλλακτική λύση στην ψύξη. Αν δεν υπάρχει τέτοιο περιβάλλον, τα επιχρίσματα επιστρέφονται στη θήκη τους και υποβάλλονται ξηρά στο εργαστήριο. Εάν δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η ταχεία μεταφορά εντός 48 ωρών στο εργαστήριο (με μέσο μεταφοράς σε θερμοκρασία 4 ° Κελσίου), τα δείγματα καταψύχονται, αποθηκεύονται και στη συνέχεια μεταφέρονται μέσα σε ξηρό πάγο. Η αποθήκευση και μεταφορά των δειγμάτων μπορεί να επηρεαστούν από πολλούς παράγοντες και για το λόγο αυτό η μέθοδος που επιλέγεται για τη μεταφορά πρέπει να είναι η κατάλληλη.

4.

Οι διαδικασίες δειγματοληψίας εφαρμόζονται σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο για τη γρίπη των πτηνών (απόφαση 2006/437/ΕΚ) που ορίζει τις διαδικασίες για την επιβεβαίωση και τη διαφορική διάγνωση της γρίπης των πτηνών.

Γ.   Εργαστηριακές δοκιμασίες

1.

Οι εργαστηριακές δοκιμασίες εκτελούνται σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο για τη γρίπη των πτηνών (απόφαση 2006/437/ΕΚ) που ορίζει τις διαδικασίες για την επιβεβαίωση και τη διαφορική διάγνωση της γρίπης των πτηνών.

2.

Ωστόσο, αν προβλέπονται εργαστηριακές δοκιμασίες που δεν αναφέρονται στο διαγνωστικό εγχειρίδιο για τη γρίπη των πτηνών ούτε περιγράφονται στο εγχειρίδιο του ΔΓΕ για τα χερσαία ζώα, τα κράτη μέλη παρέχουν τα αναγκαία δεδομένα επικύρωσης στο ΚΕΑ, παράλληλα με την υποβολή του προγράμματός τους στην Επιτροπή για έγκριση.

3.

Όλα τα δείγματα που συλλέγονται στο πλαίσιο της επιτήρησης για τη γρίπη των πτηνών στα άγρια πτηνά υποβάλλονται σε δοκιμασία το συντομότερο δυνατό με μοριακές τεχνικές, αν υπάρχουν, και σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο (απόφαση 2006/437/ΕΚ). Οι δοκιμασίες αυτές διεξάγονται μόνο σε εργαστήρια που είναι σε θέση να παρέχουν εγγυήσεις για τη διασφάλιση ποιότητας και χρησιμοποιούν μεθόδους που αναγνωρίζονται από το ΚΕΑ για τη γρίπη των πτηνών. Επιπροσθέτως, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται πρέπει να έχουν αποδώσει αποδεκτά αποτελέσματα στην πιο πρόσφατη συγκριτική δοκιμασία δακτυλίου στα εθνικά εργαστήρια. Συνιστάται να πραγματοποιείται αρχική διαλογή με τη μέθοδο αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) γονίδιο Μ, με ταχεία δοκιμασία των θετικών δειγμάτων για H5 (εντός δύο εβδομάδων) και, σε περίπτωση θετικού ευρήματος, να πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατόν ανάλυση στη θέση τομής ούτως ώστε να καθορίζεται εάν υπάρχει αιτία γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας (ΓΠΥΠ) ή γρίπης των πτηνών χαμηλής παθογονικότητας (ΓΠΧΠ). Αν επιβεβαιωθεί η ύπαρξη Η5 ΓΠΥΠ, πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση περαιτέρω ανάλυση για να καθοριστεί ο τύπος Ν (ακόμη και αν με την ανάλυση αυτή τα στοιχεία που προκύπτουν αποδεικνύουν απλώς την απουσία του Ν1).

4.

Στο εργαστήριο, είναι δυνατό να επιτραπεί η ομαδοποίηση έως και πέντε δειγμάτων από το ίδιο είδος που συλλέγονται στην ίδια θέση και την ίδια ώρα, εφόσον εξασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση θετικού ευρήματος, τα μεμονωμένα δείγματα μπορούν να ταυτοποιηθούν και να επανελεγχθούν.

5.

Η ορολογική επιτήρηση δεν εφαρμόζεται για την ανίχνευση γρίπης των πτηνών στα άγρια πτηνά λόγω του ότι οι ορολογικές μέθοδοι δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των στελεχών ΥΠ και ΧΠ και από τα ευρήματα αντισωμάτων δεν είναι δυνατό να συναχθεί συμπέρασμα ως προς τον πιθανό τόπο μόλυνσης των άγριων πτηνών. Εντούτοις, η ορολογική επιτήρηση ενδέχεται να είναι σημαντική για να μελετηθεί σε ποιο είδος εγχώριων ή αποδημητικών πτηνών είναι/ήταν διαδεδομένοι (ή ενδημικοί) οι ιοί Η5/Η7. Η ανάλυση αυτή διενεργείται μόνον από εξειδικευμένα εργαστήρια χρησιμοποιώντας μια προσεκτικά επιλεγμένη δέσμη αντιγόνων με σκοπό να εξασφαλίζεται ο εντοπισμός των ειδικών αντισωμάτων αιμοσυγκόλλησης (δηλαδή για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αλληλεπίδρασης από ειδικά αντισώματα Ν).

Κατάλογος ειδών άγριων πτηνών που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο όσον αφορά τη γρίπη των πτηνών (4)

Κοινή ονομασία

Επιστημονική ονομασία

Νανόκυκνος

Cygnus columbianus

Αγριόκυκνος

Cygnus cygnus

Βουβόκυκνος

Cygnus olor

Χήνες

Βραχύραμφη χήνα

Anser brachyrhynchus

Χωραφόχηνα

Anser fabalis

Ασπρομέτωπη χήνα

Anser albifrons albifrons

Νανόχηνα

Anser erythropus

Σταχτόχηνα

Anser anser

Ασπρομάγουλη χήνα

Branta leucopsis

Δακτυλιδόχηνα

Branta bernicla

Κοκκινόχηνα

Branta ruficollis

Καναδόχηνα

Branta canadensis

Πάπιες

Σφυριχτήρι

Anas penelope

Κιρκίρι

Anas crecca

Πρασινοκέφαλη πάπια

Anas platyrhynchos

Σουβλόπαπια

Anas acuta

Σαρσέλα

Anas querquedula

Χουλιαρόπαπια

Anas clypeata

Στικτόπαπια

Marmaronetta angustirostris

Φερεντίνι

Netta rufina

Γκισάρι

Aythya ferina

Μαυροκέφαλη πάπια

Aythya fuligula

Παρυδάτια πτηνά

Καλημάνα

Vanellus vanellus

Βροχοπούλι

Pluvialis apricaria

Οχθοτούρλι

Limosa limosa

Μαχητής

Philomachus pugnax

Λαρίδες

Καστανοκέφαλος γλάρος

Larus ridibundus

Θυελλόγλαρος

Larus canus

Κατάλογος πτηνών που ζουν κοντά σε οικόσιτα πουλερικά (5)

Κοινή ονομασία

Επιστημονική ονομασία

Πιθανότητα επαφής με πουλερικά

Ομάδα 1.   

Είδη που συνδέονται στενά με την πτηνοτροφική παραγωγή στην Ευρώπη

Οικόσιτη χήνα

Anser anser domesticus

Υψηλή

Πρασινοκέφαλη πάπια

Anas platyrhynchos

Υψηλή

Οικόσιτη πάπια Βαρβαρίας

Cairina moschata

Υψηλή

Αγριοπερίστερο

Columba livia

Υψηλή

Σπιτοσπουργίτης

Passer domesticus

Υψηλή

Ομάδα 2.   

Είδη που ενδέχεται να συγκεντρώνονται σε γεωργικές εκτάσεις που χρησιμοποιούνται από κατοικίδια πουλερικά στη Βόρεια Ευρώπη

Βροχοπούλι

Pluvialis apricaria

Χαμηλή

Καλημάνα

Vanellus vanellus

Μέση

Καστανοκέφαλος γλάρος

Larus ridibundus

Υψηλή

Θυελλόγλαρος

Larus canus

Υψηλή

Ασημόγλαρος

Larus argentatus

Χαμηλή

Φάσσα

Columba palumbus

Υψηλή

Δεκαοχτούρα

Streptopelia decaocto

Υψηλή

Φασιανός

Phasianus colchicus

Υψηλή

Είδη κορυδαλλών

Alauda & Galerida spp

Χαμηλή

Κελάδες

 

Χαμηλή

Σουσουράδες

 

Μέση

Κεδρότσιχλα

Turdus pilaris

Μέση

Κοκκινότσιχλα

Turdus iliacus

Μέση

Καρακάξα

Pica pica

Υψηλή

Κάργια

Corvus monedula

Υψηλή

Χαβαρόνι

Corvus frugilegus

Μέση

Σταχτοκουρούνα

Corvus corone

Μέση

Κόρακας

Corvus corax

Χαμηλή

Ψαρόνι

Sturnus vulgaris

Υψηλή

Μαυροψάρονο

Sturnus unicolor

Υψηλή

Σπιτοσπουργίτης

Passer domesticus

Υψηλή

Δεντροσπουργίτης

Passer montanus

Υψηλή

Σπίνοι

 

Μέση

Σιταρήθρες

Miliaria, Emberiza spp

Μέση

Ομάδα 3.   

Είδη που ενδέχεται να συγκεντρώνονται σε υγροβιοτόπους που χρησιμοποιούνται και από κατοικίδια υδρόβια πτηνά στη Βόρεια Ευρώπ

η

Τσικνιάς

Egretta spp.

Χαμηλή

Ερωδιός

Ardea και άλλα spp.

Μέση

Κορμοράνος

Phalacrocorax carbo

Μέση

Πελαργίδες

Ciconia spp.

Χαμηλή

Βουβόκυκνος

Cygnus olor

Μέση

Σταχτόχηνα

Anser anser

Μέση

Καναδόχηνα

Branta canadensis

Χαμηλή

Πάπιες

Anas & Aythya spp.

Χαμηλή

Πρασινοκέφαλη πάπια

Anas platyrhynchos

Υψηλή

Φαλαρίδα

Fulica atra

Μέση

Νερόκοτα

Gallinula chloropus

Μέση


(1)  Επιστημονική γνώμη με θέμα «Τα αποδημητικά πτηνά και ο ενδεχόμενος ρόλος τους στην εξάπλωση της γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας» (ΕΑΑΤ, 12 Μαΐου 2006).

(2)  Κυνήγι με τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.

(3)  Παρέχονται από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

(4)  Ο παρών κατάλογος δεν είναι περιοριστικός αλλά αποσκοπεί απλώς στην ταυτοποίηση των αποδημητικών ειδών που ενδέχεται να αποτελέσουν υψηλό κίνδυνο για την εισαγωγή της γρίπης των πτηνών στην Κοινότητα λόγω της μεταναστευτικής ροής τους στην οποία συγκαταλέγονται περιοχές όπου έχουν υπάρξει κρούσματα ΓΠΥΠ Η5Ν1 είτε σε άγρια πτηνά είτε σε πουλερικά. Ο κατάλογος βασίζεται στην επιστημονική γνώμη «Τα αποδημητικά πτηνά και ο ενδεχόμενος ρόλος τους στην εξάπλωση της γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας» που εξέδωσε η επιτροπή για την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων της ΕΑΑΤ στις 12 Μαΐου 2006, καθώς και στις εργασίες της επιτροπής ORNIS και των αναδόχων από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εντούτοις, ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να επικαιροποιείται στο μέτρο που θα προκύπτουν αποτελέσματα περαιτέρω επιστημονικών ερευνών και με βάση την εκτίμηση της επικινδυνότητας που διεξάγουν οι εθνικές αρχές, συνεκτιμώντας τη συγκεκριμένη ορνιθολογική κατάσταση.

(5)  Ο κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης αλλά αποσκοπεί απλώς στην ταυτοποίηση των εγχώριων ή μη αποδημητικών ειδών πτηνών της Ευρώπης που ζουν κοντά σε οικόσιτα πουλερικά (ιδίως στη ΒΔ Ευρώπη) και υπάρχει ενδεχόμενο να μεταφέρουν τη ΓΠΥΠ Η5Ν1 από δυνητικά ασυμπτωματικά μολυσμένα άγρια πτηνά («είδη-γέφυρες»). Ο κατάλογος βασίζεται στην επιστημονική γνώμη «Τα αποδημητικά πτηνά και ο ενδεχόμενος ρόλος τους στην εξάπλωση της γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας» που εξέδωσε η επιτροπή για την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων της ΕΑΑΤ στις 12 Μαΐου 2006, καθώς και στις εργασίες της επιτροπής ORNIS και των αναδόχων από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΓΔ ENV). Εντούτοις, ο κατάλογος θα μπορούσε να επικαιροποιείται και να επεκτείνεται στο μέτρο που θα προκύπτουν αποτελέσματα περαιτέρω επιστημονικών ερευνών. Συγκεκριμένα, η ΓΔ ENV έχει αναθέσει στις εταιρείες Wetland international και EURING την επανεξέταση, την επικαιροποίηση και την επέκταση της προκαταρκτικής ανάλυσης των ειδών και των περιοχών υψηλότερου κινδύνου υπό το πρίσμα των εστιών του H5N1 στην Ευρώπη το 2006, καθώς και για τον προσδιορισμό άλλων ειδών πτηνών υψηλού κινδύνου που ενδέχεται να καταστούν «είδη γέφυρες» μεταξύ των άγριων πτηνών και των πουλερικών ή/και του ανθρώπου σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Τα αποτελέσματα αναμένονται έως τα τέλη Ιουνίου του 2007.

(http://ec.europa.eu/environment/nature/nature_conservation/focus_wild_birds/avian_influenza/pdf/avian_influenza_report.pdf). Αναμένεται να καταρτιστεί ένας πολύ πιο αξιόπιστος προκαταρκτικός κατάλογος των ειδών υψηλότερου κινδύνου και κινδύνου επαφής με πουλερικά στο εσωτερικό της ΕΕ, ακολουθώντας μια πιο στοχοθετημένη προσέγγιση.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Image

Image

Image


Top