32003D0089

2003/89/ΕΚ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία — Εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 034 της 11/02/2003 σ. 0016 - 0017


Απόφαση του Συμβουλίου

της 21ης Ιανουαρίου 2003

σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γερμανία - Εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

(2003/89/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 104 παράγραφος 6,

τη σύσταση την οποία διατύπωσε η Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 6 της συνθήκης,

τις παρατηρήσεις της Γερμανίας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Κατά το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), τα κράτη μέλη θα πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 104 της συνθήκης να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.

(2) Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης στηρίζεται στο στόχο της ύπαρξης υγιών δημόσιων οικονομικών ως μέσο ενίσχυσης των προϋποθέσεων για σταθερότητα των τιμών και για ισχυρή και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, ικανή να συμβάλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

(3) Στο ψήφισμα της 17ης Ιουνίου 1997 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ σχετικά με το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, όλα τα μέρη, και συγκεκριμένα τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, καλούνται πανηγυρικά να εφαρμόζουν απαρεγκλίτως και εγκαίρως τη συνθήκη και το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης.

(4) Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο 104 προβλέπει την έκδοση απόφασης σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Το συνημμένο στη συνθήκη πρωτόκολλο σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος περιλαμβάνει πρόσθετες διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1), περιέχει λεπτομερείς κανόνες και ορισμούς με σκοπό την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω πρωτοκόλλου.

(5) Το άρθρο 104 παράγραφος 5 της συνθήκης ορίζει ότι η Επιτροπή απευθύνει γνώμη στο Συμβούλιο εάν κρίνει ότι σε ένα κράτος μέλος υπάρχει ή μπορεί να εμφανισθεί υπερβολικό έλλειμμα. Η Επιτροπή απηύθυνε πράγματι τέτοια γνώμη στο Συμβούλιο σε σχέση με τη Γερμανία στις 8 Ιανουαρίου 2003. Στην εν λόγω γνώμη αναφέρονται τα ακόλουθα:

- Η Επιτροπή, μετά τη δημοσίευση των φθινοπωρινών της προβλέψεων στις 13 Νοεμβρίου 2002, όπου διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γερμανίας θα ανέλθει στο 3,8 % του ΑΕΠ για το 2002, κατήρτισε το Νοέμβριο του 2002, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 3 της συνθήκης, έκθεση σχετικά με τη Γερμανία, στην οποία συνεκτιμώνται οι συναφείς παράγοντες.

- Κατ' εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 4 της συνθήκης, η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή διατύπωσε γνώμη σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής.

- Η Γερμανία υπέβαλε επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών(2), το οποίο είχε εγκριθεί από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις 18 Δεκεμβρίου 2002. Σύμφωνα με την επικαιροποίηση, το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά το 2002 ανήλθε σε 3,75 % του ΑΕΠ.

- Η Επιτροπή θεωρεί ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα στη Γερμανία.

(6) Το άρθρο 104 παράγραφος 6 της συνθήκης ορίζει ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να λάβει υπόψη τις τυχόν παρατηρήσεις του οικείου κράτους μέλους προτού αποφασίσει, ύστερα από συνολική εκτίμηση, εάν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα.

(7) Η συνολική εκτίμηση οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η Γερμανία απολάμβανε μια σχετικά έντονη οικονομική ανάπτυξη, η πρόοδος που επετεύχθη στον τομέα της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών ήταν περιορισμένη, καθώς το γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα παρέμεινε στο επίπεδο του 1,5 % του ΑΕΠ περίπου. Συνεπώς, δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι επιπτώσεις της επιβράδυνσης του οικονομικού κύκλου ή μίας τυχόν απρόσμενης υστέρησης στο σκέλος των εσόδων εξαιτίας της φορολογικής μεταρρύθμισης που υλοποιήθηκε το 2001. Από το κατώτατο επίπεδο του 1,4 % του ΑΕΠ το 2000, το έλλειμμα αυξήθηκε σε 3,7 % του ΑΕΠ το 2002, υπερβαίνοντας σημαντικά την τιμή αναφοράς του 3 % τη συγκεκριμένη χρονιά. Αν και οι γενικές οικονομικές συνθήκες έχουν χειροτερεύσει στη Γερμανία όπως και αλλού, η υπέρβαση των δημοσιονομικών δαπανών και η υστέρηση των εσόδων μπορούν μόνον εν μέρει να αποδοθούν σε παράγοντες σχετιζόμενους με την οικονομική συγκυρία. Πέραν αυτού, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί σε 60,9 % του ΑΕΠ έως το τέλος του 2002, δηλαδή σε ένα επίπεδο που υπερβαίνει και αυτό, έστω και ελάχιστα, τη σχετική τιμή αναφοράς του 60 % του ΑΕΠ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Από μια συνολική εκτίμηση προκύπτει ότι στη Γερμανία υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 21 Ιανουαρίου 2003.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Ν. Χριστοδουλάκης

(1) ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 7· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 351/2002 της Επιτροπής (EE L 55 της 26.2.2002, σ. 23).

(2) ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1.