31997F0396

97/396/ΔΕΥ: Κοινή δράση της 16ης Ιουνίου 1997 θεσπισθείσα από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για την αξιολόγηση των κινδύνων και τον έλεγχο των νέων συνθετικών ναρκωτικών

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 167 της 25/06/1997 σ. 0001 - 0003


ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ της 16ης Ιουνίου 1997 θεσπισθείσα από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για την αξιολόγηση των κινδύνων και τον έλεγχο των νέων συνθετικών ναρκωτικών (97/396/ΔΕΥ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο β),

την ολλανδική πρωτοβουλία,

ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου στις 13 και 14 Δεκεμβρίου 1996 δέχτηκε με ικανοποίηση την έκθεση προόδου για τα ναρκωτικά και ενέκρινε τη δράση που προτείνεται εκεί, συμπεριλαμβανομένης της πρότασης να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των συνθετικών ναρκωτικών σε τρία επίπεδα: μέσω της νομοθεσίας, της πρακτικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της παραγωγής και της παράνομης διακίνησης και μέσω της διεθνούς συνεργασίας 7

ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΝΤΑΣ στην κοινή δράση 96/750/ΔΕΥ, της 17ης Δεκεμβρίου 1996, την οποία θέσπισε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών και των πρακτικών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της τοξικομανίας και για την πρόληψη και καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (1) 7

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι απαιτείται άμεση δράση των κρατών μελών για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερων κινδύνων που συνεπάγεται η ανάπτυξη των συνθετικών ναρκωτικών 7

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, ενόσω τα νέα συνθετικά ναρκωτικά δεν εμπίπτουν στο πεδίο του ποινικού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη, ενδέχεται να προκύψουν προβλήματα κατά τη διεθνή συνεργασία μεταξύ των δικαστικών και των αστυνομικών αρχών των κρατών μελών, δεδομένου ότι η σχετική πράξη (ή πράξεις) δεν είναι αξιόποινες δυνάμει του δικαίου τόσο του αιτούντος κράτους όσο και εκείνου στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση 7

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι από έναν κατάλογο που καταρτίστηκε μετά τη θέσπιση της εν λόγω κοινής δράσης συμπεραίνεται ότι έχουν εμφανιστεί στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης νέα συνθετικά ναρκωτικά 7

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι μια κοινή δράση μπορεί να αναληφθεί μόνον βάσει αξιόπιστων πληροφοριών για την εμφάνιση νέων συνθετικών ναρκωτικών και βάσει των πορισμάτων της εκ μέρους των εμπειρογνωμόνων αξιολόγησης των κινδύνων από τη χρήση των νέων συνθετικών ναρκωτικών και των επιπτώσεων που θα έχει η υπαγωγή τους σε έλεγχο 7

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι για το σκοπό αυτό χρειάζεται ένας κοινός μηχανισμός ταχείας δράσεως, προκειμένου να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ή να θεσπίζονται έλεγχοι για νέα συνθετικά ναρκωτικά, βάσει ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τα νέα συνθετικά ναρκωτικά που εμφανίζονται στα κράτη μέλη, καθώς και μια κοινή αξιολόγηση της επικινδυνότητός τους 7

ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

ΘΕΣΠΙΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας κοινής δράσης είναι η δημιουργία ενός μηχανισμού ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών για τα νέα συνθετικά ναρκωτικά και την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν, ώστε τα εν ισχύι στα κράτη μέλη μέτρα ελέγχου των ψυχοτρόπων ουσιών να ισχύσουν επίσης και για τα νέα συνθετικά ναρκωτικά. Αυτός ο μηχανισμός θα εφαρμοσθεί από κοινού σύμφωνα με τις διαδικασίες που θεσπίζει η παρούσα κοινή δράση.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα κοινή δράση αφορά νέα συνθετικά ναρκωτικά που σήμερα δεν περιλαμβάνονται μεν σε κανένα παράρτημα της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόπες ουσίες του 1971 αλλά απειλούν τη δημόσια υγεία εξίσου σοβαρά με τις ουσίες που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ αυτής και έχουν περιορισμένη θεραπευτική αξία. Αφορά τα τελικά προϊόντα και όχι τις προδρόμους ουσίες για τις οποίες προβλέπεται κοινοτικό καθεστώς από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3677/90 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1990, για τη θέσπιση μέτρων για την πρόληψη της διοχέτευσης ορισμένων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (2) και της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (3).

Άρθρο 3

Ανταλλαγή πληροφοριών

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι κατ' ιδίαν εθνικές μονάδες Europol και οι αντιπρόσωποί τους στο δίκτυο Reitox παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή, τη παράνομη διακίνηση και τη χρήση νέων συνθετικών ναρκωτικών στη μονάδα ναρκωτικών της Europol και στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης των Ναρκωτικών και της Τοξικομανίας, λαμβάνοντας υπόψη την αντίστοιχη εντολή των δύο αυτών οργάνων. Η μονάδα ναρκωτικών της Europol και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης των Ναρκωτικών και της Τοξικομανίας συλλέγουν τις εν λόγω πληροφορίες και τις διαβιβάζουν αμέσως με τον δέοντα τρόπο μεταξύ τους, στις εθνικές μονάδες Europol και στους αντιπροσώπους των κρατών μελών στο δίκτυο Reitox, καθώς και στην Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αξιολόγησης Φαρμάκων.

2. Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνουν:

α) - περιγραφή των χημικών και των φυσικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της ονομασίας με την οποία είναι γνωστό το νέο συνθετικό ναρκωτικό,

- πληροφορίες για τη συχνότητα, τις συνθήκες ή/και τις ποσότητες με τις οποίες απαντάται ένα νέο συνθετικό ναρκωτικό,

- μια πρώτη εκτίμηση της επικινδυνότητος του νέου συνθετικού ναρκωτικού,

και κατά το δυνατόν:

β) - πληροφορίες για τις προδρόμους χημικές ουσίες,

- πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και την έκταση διαπιστωθείσας ή αναμενόμενης χρήσης ενός νέου συνθετικού ναρκωτικού ως ψυχοτρόπου ουσίας,

- πληροφορίες για τυχόν άλλες χρήσεις του νέου συνθετικού ναρκωτικού και για την έκτασή της,

- άλλες πληροφορίες για τους κινδύνους από τη χρήση του νέου συνθετικού ναρκωτικού, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων για την υγεία και την κοινωνία.

Άρθρο 4

Αξιολόγηση των κινδύνων

1. Αιτήσει κράτους μέλους ή της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης των Ναρκωτικών και της Τοξικομανίας συγκαλεί ειδική συνεδρίαση υπό την αιγίδα της επιστημονικής επιτροπής, με συμμετοχή εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, στην οποία καλούνται και αντιπρόσωποι της Επιτροπής, της μονάδας ναρκωτικών της Europol και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Αξιολόγησης Φαρμάκων.

Η επιτροπή αυτή αξιολογεί τους πιθανούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων για την υγεία και την κοινωνία που ενέχει η χρήση και η παράνομη διακίνηση των νέων συνθετικών ναρκωτικών, καθώς και τις πιθανές συνέπειες μιας απαγόρευσης.

2. Η αξιολόγηση βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης των Ναρκωτικών και της Τοξικομανίας, η μονάδα ναρκωτικών Europol ή ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αξιολόγησης Φαρμάκων και λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες οι οποίοι θα αιτιολογούσαν την υπαγωγή ουσίας σε διεθνή έλεγχο, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόπες ουσίες του 1971.

3. Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία αξιολόγησης, καταρτίζεται έκθεση με τα σχετικά πορίσματα στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι πλευρές και οι γνώμες επ' αυτών.

Άρθρο 5

Διαδικασία υπαγωγής σε έλεγχο συγκεκριμένων νέων συνθετικών ναρκωτικών

1. Με βάση πρωτοβουλία υποβαλλομένη εντός μηνός από την κατάρτιση της έκθεσης για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 και ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης, το Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει ομόφωνα απόφαση με την οποία προσδιορίζονται τα νέα συνθετικά ναρκωτικά ή τα ναρκωτικά τα οποία πρέπει να υπαχθούν στα αναγκαία μέτρα ή σε έλεγχο.

Εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν χρειάζεται να αναλάβει πρωτοβουλία για να υπαχθούν τα ναρκωτικά σε μέτρα ελέγχου, υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο διευκρινίζοντας τις απόψεις της.

Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το Συμβούλιο και εντός της προθεσμίας που ενδεχομένως ορίζει η απόφαση, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, τα μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για να υπαχθούν αυτά τα νέα συνθετικά ναρκωτικά σε μέτρα ελέγχου και ποινικές κυρώσεις, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία που εισήγαγαν για να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόπες ουσίες του 1971 όσον αφορά ουσίες που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ αυτής της σύμβασης.

2. Η παρούσα κοινή δράση ουδόλως εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν στην επικράτειά τους οποιοδήποτε εθνικό μέτρο ελέγχου θεωρούν σκόπιμο μόλις εντοπίσουν νέο συνθετικό ναρκωτικό.

3. Η προεδρία υποβάλλει κάθε χρόνο στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδει το Συμβούλιο βάσει της παραγράφου 1.

Άρθρο 6

Δημοσίευση και έναρξη ισχύος

Η κοινή δράση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα.

Τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσής της.

Λουξεμβούργο, 16 Ιουνίου 1997.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. VAN MIERLO

(1) ΕΕ αριθ. L 342 της 31. 12. 1996, σ. 6.

(2) ΕΕ αριθ. L 357 της 20. 12. 1990, σ. 1 7 κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3769/92 της Επιτροπής (ΕΕ αριθ. L 383 της 29. 12. 1992, σ. 17).

(3) ΕΕ αριθ. L 370 της 19. 12. 1992, σ. 76 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 93/45/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 159 της 1. 7. 1993, σ. 134).