EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31975L0268

Οδηγία 75/268/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Απριλίου 1975 περί της ορεινής γεωργίας και της γεωργίας σε ορισμένες περιοχές

OJ L 128, 19.5.1975, p. 1–7 (DA, DE, EN, FR, IT, NL)
Greek special edition: Chapter 03 Volume 012 P. 95 - 101
Spanish special edition: Chapter 03 Volume 008 P. 153 - 159
Portuguese special edition: Chapter 03 Volume 008 P. 153 - 159
Special edition in Finnish: Chapter 03 Volume 006 P. 74 - 80
Special edition in Swedish: Chapter 03 Volume 006 P. 74 - 80

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 09/06/1997; καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 31997R0950 ;

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1975/268/oj

31975L0268

Οδηγία 75/268/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Απριλίου 1975 περί της ορεινής γεωργίας και της γεωργίας σε ορισμένες περιοχές

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 128 της 19/05/1975 σ. 0001 - 0007
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 6 σ. 0074
Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 03 τόμος 12 σ. 0095
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 6 σ. 0074
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 03 τόμος 8 σ. 0153
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 03 τόμος 8 σ. 0153


ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 28ης Απριλίου 1975 περί της ορεινής γεωργίας και της γεωργίας σε ορισμένες μειονεκτικές περιοχές

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως τα άρθρα 42 και 43,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Συνελεύσεως(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Εκτιμώντας:

ότι το άρθρο 39 παράγραφος 2 περίπτωση α) της συνθήκης προβλέπει ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική διάρθρωση της γεωργίας και οι διαρθρωτικές και φυσικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων γεωργικών περιφερειών κατά την επεξεργασία της κοινής γεωργικής πολιτικής-

ότι, για να επιτευχθούν οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής, που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 περιπτώσεις α) και β), θα πρέπει να θεσπισθούν ειδικές διατάξεις επί κοινοτικού επιπέδου, προσαρμοσμένες στην κατάσταση των πλέον μειονεκτικών γεωργικών περιοχών, όσον αφορά τις φυσικές συνθήκες παραγωγής-

ότι από τη δήλωση της Κοινότητος που περιελήφθη στο παράρτημα της συνθήκης προσχωρήσεως σχετικά με τις γεωργικές δραστηριότητες στις λοφώδεις περιφέρειες(3), προκύπτει ότι οι ειδικές συνθήκες σε λοφώδεις γεωργικέ περιφέρειες, σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και οι διαφορές, ενίοτε σημαντικές, μεταξύ περιφερειών εντός των Κρατών μελών της Κοινότητος στην αρχική της σύνθεση, και οι ειδικές συνθήκες σε ορισμένες περιφέρειες της διευρυνθείσης Κοινότητος επιβάλλουν τη λήψη μέτρων για την επίλυση των προβλημάτων που απορρέουν από τις εν λόγω ειδικές συνθήκες, και ιδίως τη διατήρηση ικανοποιητικών εισοδημάτων για τους γεωργούς σ' αυτές τις περιφέρειες-

ότι πρέπει να εξακολουθήσει να εξασφαλίζεται η διατήρηση της υπαίθρου στις ορεινές περιοχές και σε ορισμένες άλλες μειονεκτικές περιοχές- ότι ήδη τα Κράτη μέλη έλαβαν ή σχεδιάζουν να λάβουν θετικά μέτρα για την επίτευξη αυτού του σκοπού και ότι η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να ενθαρρύνεται- ότι οι γεωργοί επιτελούν με τις δραστηριότητές τους μία θεμελιώδη λειτουργία από την άποψη αυτή-

ότι η σταθερή συρρίκνωση των γεωργικών εισοδημάτων στις περιοχές αυτές σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες της Κοινότητος και οι ιδιαίτερα μη ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας, προκαλούν τη μαζική έξοδο από τη γεωργία και την ύπαιθρο που τελικά οδηγεί στην εγκατάλειψη της γης που προηγουμένως διετηρείτο και, επί πλέον, εκθέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα και την κατοίκηση των περιοχών, των οποίων ο πληθυσμός εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη γεωργική οικονομία-

ότι οι διατάξεις που επιτρέπουν στα Κράτη μέλη να εφαρμόζουν υπέρ των εκμεταλλεύσεων αυτών των περιοχών όλα ή μερικά από τα μέτρα που συνθέτουν ένα ειδικό καθεστώς ενισχύσεων, ικανό να ανταποκρίνεται στις ειδικές ανάγκες αυτών των περιοχών, θα διευκόλυναν την Κοινότητα να υποστηρίξει τα Κράτη μέλη στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις γεωργικές δραστηριότητες στις μειονεκτικές περιοχές-

ότι τα μόνιμα φυσικά πλεονεκτήματα που επικρατούν σ' αυτές τις περιοχές και οφείλονται κυρίως στην ποιότητα του εδάφους, το βαθμό κλίσεως του εδάφους και τη σύντομη βλαστική περίοδο, δύνανται να υπερκερασθούν μόνο με ενέργειες, το κόστος των οποίων θα ήταν υπερβολικό, συνεπάγονται υψηλές δαπάνες παραγωγής και εμποδίζουν τις εκμεταλλεύσεις να τύχουν ενός εισοδήματος ομοίου με αυτό που παρέχουν οι εκμεταλλεύσεις συγκρίσιμου τύπου σε άλλες περιφέρειες-

ότι, εξ άλλου, η οδηγία 72/159/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 1972 περί του εκσυγχρονισμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων(4), καλουμένη κατωτέρω "οδηγία 72/159/ΕΟΚ", δεν καλύπτει επαρκώς τις εκμεταλλεύσεις των μειονεκτικών περιοχών, αφ' ενός λόγω των μειονεκτημάτων τους και αφ' ετέρου διότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι γεωργικές δραστηριότητες συνδυάζονται με τουριστικές ή βιοτεχνικές δραστηριότητες οι οποίες είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για τις περιοχές αυτές- ότι οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων που ασκούν τη δραστηριότητα τους σ' αυτές τις περιοχές θα μπορούσαν να αποκλεισθούν από τις προβλεπόμενες ενισχύσεις σε επενδύσεις κυρίως λόγω της δυσκολίας να επιτύχουν το συγκρίσιμο εισόδημα που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της γεωργικής δραστηριότητος μακροπρόθεσμα-

ότι πρέπει τα Κράτη μέλη να ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα όρια των μειονεκτικών περιοχών στις οποίες σχεδιάζουν να εφαρμόζουν όλα ή μερικά από τα μέτρα που συγκροτούν το ειδικό σύστημα ενισχύσεων καθώς και τις σχετικές πληροφορίες- ότι λόγω της φύσεως και της σημασίας αυτού του καθεστώτος πρέπει να προβλέπεται ότι ο κατάλογος των μειονεκτικών γεωργικών περιοχών που ανταποκρίνονται σε καθορισμένα κριτήρια, θα θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 της συνθήκης-

ότι μία ετήσια εξισωτική αποζημίωση για τους κατόχους εκμεταλλεύσεων οι οποίοι ασκούν μόνιμα τη δραστηριότητά τους στις μειονεκτικές περιοχές, θα ήταν απαραίτητη για να επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίζονται για τη γεωργία αυτών των περιοχών- ότι πρέπει να επιληφθούν τα Κράτη μέλη του καθορισμού αυτής της αποζημιώσεως ανάλογα με τη σοβαρότητα των υφισταμένων μειονεκτημάτων εντός των ορίων και υπό τους όρους που καθορίζονται για τους διάφορους τύπους περιοχών, τόσο σε ό,τι αφορά τα ποσά, όσο και την παραγωγή-

ότι οι στόχοι της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ πρέπει να επιδιώκονται επίσης και για τις μειονεκτικές περιοχές, η έλλειψη όμως κεφαλαίων και το υψηλό κόστος των επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τις εκμεταλλεύσεις, στις περιοχές αυτές, δικαιολογεί ευνοϊκότερους όρους χρηματοδοτήσεως-

ότι οι ίδιοι λόγοι δικαιολογούν βελτίωση του καθεστώτος ενθαρρύνσεως που προβλέπεται στο άρθρο 10 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ για τον προσανατολισμό των εκμεταλλεύσεων προς την παραγωγή βοείου και προβείου κρέατος, χωρίς όμως αυτή να καταλήγει σε υπερβολικά υψηλές ενισχύσεις σε σχέση με τον αριθμό του ζωικού κεφαλαίου-

ότι η εξισωτική αποζημίωση μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εισοδήματος της εκμεταλλεύσεως- ότι πρέπει, κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ να επιτραπεί στον κάτοχο της εκμεταλλεύσεως που υποβάλλει σχέδιο αναπτύξεως να περιλάβει το ποσό αυτής της αποζημιώσεως στο εισόδημα εργασίας που πρέπει να επιτευχθεί κατά την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου-

ότι λόγω, κυρίως, των ειδικών προβλημάτων των μειονεκτικών γεωργικών περιοχών, ενδείκνυται να διευκολυνθεί η επίτευξη συγκρίσιμου εισοδήματος σ' αυτές τις περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη, κατά τον υπολογισμό του εισοδήματος που πρέπει αν επιτευχθεί, μία μεγαλύτερη αναλογία εισοδήματος από εξωγεωργικές δραστηριότητες από εκείνη που προβλέπεται στην οδηγία 72/159/ΕΟΚ- ότι για τους ίδιους λόγους πρέπει, όσον αφορά τις μειονεκτικές γεωργικές περιοχές που είναι κατάλληλες για την ανάπτυξη τουριστικών ή βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, να περιληφθούν στις επενδύσεις που ενθαρρύνονται από το σχέδιο αναπτύξεως, επενδύσεις περιορισμένης εκτάσεως τουριστικού ή βιοτεχνικού χαρακτήρα-

ότι η ορθολογική λειτουργία των εκμεταλλεύσεων και η ανάγκη συντηρήσεως της υπαίθρου υπαγορεύουν τη χορήγηση ενισχύσεων σε συλλογικές επενδύσεις, για την παραγωγή ζωοτροφών, για τη βελτίωση και τον εξοπλισμό των συλλογικά χρησιμοποιουμένων ορεινών και πεδινών βοσκοτόπων-

ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των περιοχών που 3δύνανται να τύχουν κοινοτικής ενισχύσεως δύνανται επίσης να ληφθούν υπόψη και για τον καθορισμό περιοχών στις οποίες τα Κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν ειδικές ενισχύσεις για επενδύσεις σε εκμεταλλεύσεις που δεν παρουσιάζουν σχέδιο αναπτύξεως- ότι προκειμένου να μη θιγεί ή εφαρμογή του προγράμματος εκσυχρονισμού των εκμεταλλεύσεων, των οποίων το καθεστώς έχει υποστεί προσαρμογές, οι ενισχύσεις αυτές θα πρέπει να διατηρηθούν εντός ορισμένων ορίων-

ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα συνιστούν τις προσαρμογές και τις συμπληρώσεις των μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία 72/159/ΕΟΚ και θεωρούνται απαραίτητα για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας αυτής στις εν λόγω περιοχές- ότι, ως εκ τούτου, οι χρηματοδοτικές και γενικές διατάξεις της οδηγίας αυτής πρέπει να εφαρμοσθούν, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων προσαρμογών-

ότι η οδηγία πρέπει να υιοθετηθεί, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων τροποποιήσεων που έγιναν σε προηγούμενο κείμενο, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο την 21η Ιανουαρίου 1974,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I Εισαγωγή ειδικού καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ των μειονεκτικών γεωργικών περιοχών

Άρθρο 1

Για να εξασφαλίζεται η συνέχιση της γεωργικής δραστηριότητος και με αυτόν τον τρόπο η διατήρηση ενός ελαχίστου ορίου πυκνότητος πληθυσμού ή η συντήρηση της υπαίθρου σε ορισμένες μειονεκτικές περιοχές, ο κατάλογος των οποίων καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2, τα Κράτη μέλη δύνανται να εισαγάγουν το ειδικό καθεστώς ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4 και έχει σκοπό να ευνοήσει τις γεωργικές δραστηριότητες και να βελτιώσει το εισόδημα των γεωργών σ' αυτές τις περιοχές.

Κατά την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται από το καθεστώς αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση και οι στόχοι αναπτύξεως που είναι κατάλληλοι για κάθε περιφέρεια.

Άρθρο 2

1. Τα Κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα όρια των περιοχών οι οποίες δύνανται να περιληφθούν στον κοινοτικό κατάλογο των μειονεκτικών γεωργικών περιοχών, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 3 και στις οποίες προτείνουν την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4. Τα Κράτη μέλη ανακοινώνουν συγχρόνως όλες τις χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των περιοχών αυτών και τα μέτρα τα οποία προτείνουν να εφαρμόσουν στις περιοχές αυτές σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς ενισχύσεων-

2. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43 της συνθήκης, καταρτίζει τον κοινοτικό κατάλογο των μειονεκτικών περιοχών, κατά την έννοια του άρθρου 3, στις οποίες τα Κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να εισαγάγουν το ειδικό καθεστώς ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4.

3. Εν τούτοις, κατ' αίτηση Κράτους μέλους, που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, δύνανται να επέλθουν τροποποιήσεις στα όρια των περιοχών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ. Οι τροποποιήσεις αυτές δεν δύνανται να συνεπάγονται την αύξηση της εκμεταλλευομένης γεωργικής εκτάσεως του συνόλου των περιοχών, στο ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος, περισσότερο από 0,5% της εκμεταλλευομένης γεωργικής εκτάσεως αυτού του Κράτους μέλους.

Άρθρο 3

1. Οι μειονεκτικές γεωργικές περιοχές περιλαμβάνουν εκείνες τις ορεινές περιοχές στις οποίες η γεωργική δραστηριότης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της υπαίθρου, ιδιαίτερα για λόγους προστασίας έναντι της διαβρώσεως του εδάφους ή ικανοποιήσεως αναγκών αναψυχής. Επίσης περιλαμβάνουν άλλες περιοχές, όπου η διατήρηση ενός ελαχίστου ορίου πυκνότητος πληθυσμού ή η συντήρηση της υπαίθρου δεν εξασφαλίζεται.

2. Οι περιοχές αυτές πρέπει να έχουν επαρκή υποδομή, ιδίως οδούς προσπελάσεως στις εκμεταλλεύσεις, ηλεκτρισμό και πόσιμο ύδωρ, οι δε τουριστικές περιοχές και οι περιοχές αναψυχής, εγκαταστάσεις καθαρισμού ύδατος. Εφ' όσον δεν υπάρχουν τέτοιες υποδομές, η πρόβλεψή τους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται στο εγγύς μέλλον στα δημόσια προγράμματα αναπτύξεως.

3. Οι ορεινές περιοχές αποτελούνται από τοπικές διοικητικές μονάδες που χαρακτηρίζονται από ένα σημαντικό περιορισμό των δυνατοτήτων χρησιμοποιήσεως της γης και μία σημαντική αύξηση στο κόστος εργασίας, που οφείλεται:

- είτε στην ύπαρξη, λόγω υψομέτρου, πολύ δυσχερών κλιματικών συνθηκών, με αποτέλεσμα να επιβραχύνεται σημαντικά η βλαστική περίοδος,

- είτε, σε χαμηλότερο υψόμετρο, στις απότομες κλίσεις, στο μεταλύτερο τμήμα της εν λόγω περιοχής, που καθιστούν αδύνατη τη χρήση μηχανημάτων ή απαιτούν τη χρήση πολύ δαπανηρών ειδικών εξαρτημάτων,

- είτε στο συνδυασμό των δύο αυτών παραγόντων όταν το μειονέκτημα που προκύπτει από το καθένα, λαμβανόμενο χωριστά είναι μικρότερης σημασίας. Στην περίπτωση αυτή, το μειονέκτημα που προκύπτει από το συνδυασμό αυτό πρέπει να είναι ισοδύναμο με εκείνο που προκαλείται από τις καταστάσεις που αναφέρονται στις δύο πρώτες περιπτώσεις.

4. Οι μειονεκτικές περιοχές που απειλούνται με αποπληθυσμό και στις οποίες η διατήρηση της υπαίθρου είναι αναγκαία, αποτελούνται από γεωργικές περιοχές, που είναι ομοιογενείς από άποψη φυσικών συνθηκών φυσικής παραγωγής και που πρέπει ταυτόχρονα να παρουσιάζουν όλα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α) περιορισμένης παραγωγικότητος έδαφος, απρόσφορο για καλλιέργεια ή εντατικοποίηση, με περιορισμένες δυνατότητες που μπορούν να βελτιωθούν μόνο με υπερβολικό κόστος και κυρίως κατάλληλης για εντατική κτηνοτροφία-

β) λόγω αυτής της χαμηλής παραγωγικότητος του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελέσματα, που είναι αισθητά κατώτερα από το μέσο όρο σε ό,τι αφορά τους κυρίους δείκτες, που χαρακτηρίζουν την οικονομική κατάσταση στη γεωργία-

γ) μικρή πυκνότητα ή τάση για μείωση του πληθυσμού, που εξαρτάται πρωταρχικά από τη γεωργική δραστηριότητα, η επιταχυνόμενη μείωση του οποίου θα έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της περιοχής και τη συνεχή της κατοίκηση.

5. Δύνανται να εξομοιωθούν με τις μειονεκτικές περιοχές, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι περιοχές μικρής εκτάσεως, που επηρεάζονται από ειδικά μειονεκτήματα και στις οποίες η διατήρηση της γεωργικής δραστηριότητος είναι απαραίτητη για να εξασφαλίζεται η διατήρηση της υπαίθρου και το τουριστικό τους δυναμικό καθώς και για την παράκτιο προστασία. Η συνολική έκταση τέτοιων περιοχών δεν δύναται να υπερβαίνει σε ένα Κράτος μέλος, το 2,5% της εκτάσεως του.

Άρθρο 4

1. Το ειδικό καθεστώς των ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

- τη χορήγηση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο II, αποζημιώσεως λόγω μόνιμων φυσικών μειονεκτημάτων,

- τη χορήγηση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο III, των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 8 και 10 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ, στις εκμεταλλεύσεις που είναι επιδεικτικές αναπτύξεως,

- τη χορήγηση ενισχύσεων για συλλογικές επενδύσεις, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο II,

- τη χορήγηση, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12, εθνικών ενισχύσεων στις εκμεταλλεύσεις που έχουν ως σκοπό την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 1.

2. Τα Κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν και μέρος μόνο των μέτρων που καθορίζονται στην παράγραφο 1.

ΤΙΤΛΟΣ II Εξισωτική αποζημίωση

Άρθρο 5

Τα Κράτη μέλη δύνανται, εντός των ορίων και υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 να χορηγούν για τις γεωργικές δραστηριότητες μία ετήσεια εξισωτική αποζημίωση για τα μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα που καθορίζονται στο άρθρο 3.

Η χορήγηση μιας τέτοιας εξισωτικής αποζημιώσεως, η οποία υπερβαίνει αυτά τα όρια ή δεν πληροί τους όρους, απαγορεύεται στις περιοχές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που θεσπίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 2 παράγραφος 2.

Άρθρο 6

1. Όταν τα Κράτη μέλη χορηγούν μία εξισωτική αποζημίωση, δικαιούχοι αυτής είναι οι κάτοχοι γεωργικών εκμεταλλεύσεων που εκμεταλλεύονται τουλάχιστον τρία εκτάρια χρησιμοποιουμένης γεωργικής εκτάσεως, και αναλαμβάνουν να συνεχίσουν μία γεωργική δραστηριότητα, σύμφωνα με τους στόχους της παρούσας οδηγίας επί τουλάχιστον πέντε έτη- ο κάτοχος της εκμεταλλεύσεως μπορεί να αποδεσμευθεί από την υποχρέωση αυτή εφ' όσον παύσει να ασκεί τη γεωργική δραστηριότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας αριθ. 72/160/ΕΟΚ(5) του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 1972 περί ενθαρρύνσεως, όσον αφορά την παύση της γεωργικής δραστηριότητος και διαθέσεως της χρησιμοποιουμένης γεωργικής εκτάσεως για το σκοπό βελτιώσεως των διαρθρώσεων- απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή σε περίπτωση ανωτέρας βίας, και ιδίως σε περίπτωση απαλλοτριώσεως ή κτήσεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Ο κάτοχος εκμεταλλεύσεως που λαμβάνει σύνταξη βάσει ενός συστήματος συνταξιοδοτήσεως απαλλάσσεται από την υποχρέωση, που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο

2. Τα Κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν συμπληρωματικούς ή περιοριστικούς όρους για τη χορήγηση της εξισωτικής αποζημιώσεως.

Άρθρο 7

1. Τα Κράτη μέλη καθορίζουν τα ποσά της εξισωτικής αποζημιώσεως ανάλογα με τη σοβαρότητα των μονίμων φυσικών μειονεκτημάτων που επηρεάζουν τις γεωργικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη τα όρια που τίθενται κατωτέρω. Η αποζημίωση αυτή δεν δύναται να είναι κατώτερη των 15 λογιστικών μονάδων ανά μονάδα ζώντος ζώου κατωτέρω καλούμενη ΜΖΖ-ή, κατά περίπτωση, ανά εκτάριο, στις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3:

α) στην περίπτωση παραγωγής βοοειδών, προβάτων και αιγών, η αποζημίωση υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον αριθμό του ζωικού κεφαλαίου. Η αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει τις 50 λογιστικές μονάδες ανά μονάδα ζώντος ζώου. Το συνολικό ποσό της χορηγουμένης αποζημιώσεως δεν δύναται να υπερβαίνει τις 50 λογιστικές μονάδες ανα εκτάριο της συνολικής εκτάσεως της εκμεταλλεύσεως, που προορίζεται για ζωοτροφές. Ο πίνακας μετατροπής βοοειδών, προβάτων και αιγών σε μονάδες ζώντος ζώου περιλαμβάνεται στο παράρτημα.

Αγελάδες, των οποίων το γάλα προορίζεται για εμπορία, λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της εξισωτικής αποζημιώσεως μόνο στις περιοχές που καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 καθώς και στις περιοχές που καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 4 και 5, εφ' όσον τα γαλακτοκομικά προϊόντα τους αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής των εκμεταλλεύσεων.

Όταν τα Κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος στις περιοχές, που καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 4 και 5, η αποζημίωση δεν δύναται να υπερβεί το 80% του ανά μονάδα ποσού της αποζημιώσεως, το οποίο χορηγείται στις άλλες μονάδες ζώντος ζώου στην περιοχή, και ο αριθμός των γαλακτοπαραγωγικών αγελάδων, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ανά δικαιούχο κάτοχο εκμεταλλεύσεως για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, δεν δύναται να υπερβαίνει τις 10 μονάδες-

β) σε περίπτωση παραγωγής άλλης εκτός από βοοειδή, πρόβατα και αίγες στις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3, η αποζημίωση υπολογίζεται σχέση με την εκμεταλλευομένη έκταση, μειωμένη κατά την έκταση που χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων, κατά την έκταση που διατίθεται στην παραγωγή σίτου και κατά την έκταση άνω των 50 αρ ανά εκμετάλλευση που αποτελείται από φυτείες πλήρως καλυμμένες από μήλα, αχλάδια ή ροδάκινα. Η αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει τις 50 λογιστικές μονάδες ανά εκτάριο.

2. Τα Κράτη μέλη δύνανται να μη χορηγούν την εξισωτική αποζημίωση για μερικά ή όλα τα προϊόντα, τα οποία δύνανται να τύχουν του μέτρου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περίπτωση β).

3. Τα Κράτη μέλη, κατά τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής του παρόντος άρθρου, προβλέπουν τα μέσα για έναν αποτελεσματικό έλεγχο των στοιχείων για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους.

ΤΙΤΛΟΣ III Ειδικά μέτρα υπέρ των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που είναι επιδεκτικές αναπτύξεως.

Άρθρο 8

Όταν τα Κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση, εφαρμόζονται τα άρθρα 9 και 10.

Άρθρο 9

1. Η ελάχιστη επιβάρυνση, η οποία αναλαμβάνεται από το δικαιούχο του καθεστώτος ενθαρρύνσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ υέερ των κατόχων εκμεταλλεύσεως που υποβάλλουν σχέδιο αναπτύξεως σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 της οδηγίας αυτής, μειούται σε σχέση με την ελάχιστη επιβάρυνση που εφαρμόζεται στις άλλες περιφέρειες. Εν τούτοις, δεν δύναται να είναι κατώτερη του 2%.

Η επιδότηση του επιτοκίου ή το ισοδύναμο αυτής της ενισχύσεως υπό μορφή κεφαλαιακής επιδοτήσεως ή αναβολής εξοφλήσεως δανείου αυξάνεται σε σχέση με αυτή που εφαρμόζεται στις άλλες περιφέρειες. Εν τούτοις, δεν δύναται να υπερβαίνει το 7%.

2. Το ποσό της πριμοδοτήσεως προσανατολισμού, που προβλέπεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ και τα ανώτερα όρια ανά εκμετάλλευση, που καθορίζονται στην οδηγία αριθ. 73/131/ΕΟΚ(6) του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 1973 περί της πριμοδοτήσεως προσανατολισμού που προβλέπεται στο άρθρο 10 της οδηγίας της 17ης Απριλίου 1972 περί του εκσυχρονισμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, δύναται ν' αυξάνονται κατά ένα τρίτο. Μία τέτοια αύξηση εφαρμόζεται μόνο επί εκμεταλλεύσεων με περισσότερες της 0,5 ζωικής μονάδος ζώντος ζώου ανά εκτάριο κτηνοτροφικής εκτάσεως.

3. Ο δικαιούχος της εξισωτικής αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5 δύναται να περιλαμβάνει αυτή στο εισόδημα εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ, το οποίο πρέπει να επιτυγχάνεται κατά την πλήρωση του σχεδίου αναπτύξεως.

Άρθρο 10

1. Το καθεστώς ενθαρρύνσεως που προβλέπεται στα άρθρα 8 και 10 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ όπως προσαρμόστηκε στο άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζεται επίσης όπου το σχέδιο αναπτύξεως δεν πληροί τον όρο που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 υπό β) της ανωτέρω οδηγίας, ο οποίος περιορίζει το ποσοστό του εισοδήματος από εξωγεωργικές δραστηριότητες στο 20%. Το ποσοστό αυτό, εν τούτοις, δεν δύναται να υπερβαίνει το 50%.

Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τις περιοχές, που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3, το καθεστώς ενθαρρύνσεως που προβλέπεται στα άρθρα 8 και 10 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ όπως προσαρμόστηκε από το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 της παρούσας οδηγίας εφαρμόζεται επίσης όταν το σχέδιο αναπτύξεως δεν πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 4 υπό β) της παρούσας οδηγίας, που προβλέπει ότι το εισόδημα εργασίας από τις γεωργικές δραστηριότητες πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστο στο συγκρίσιμο εισόδημα εργασίας για μία ανθρώπινη μονάδα εργασίας. Στην περίπτωση αυτή εν τούτοις, το εισόδημα εργασίας από γεωργικές δραστηριότητες πρέπει να ισούται τουλάχιστον προς το 70% του συγκρίσίμου εισοδήματος εργασίας για μία ανθρώπινη μονάδα εργασίας.

2. Στις μειονεκτικές γεωργικές περιοχές, οι οποίες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξη του τουρισμού ή της βιοτεχνίας, το καθεστώς ενθαρρύνσεως που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ, όπως προσαρμόστηκε από το άρθρο 9 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, δύναται επίσης να εφαρμόζεται για επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, για σκοπούς τουριστικούς ή βιοτεχνικούς, επί ενός συνολικού ποσού μη υπερβαίνοντος τις 10 000 λογιστικές μονάδες ανά εκμετάλλευση.

ΤΙΤΛΟΣ IV Άλλα μέτρα υπερ επενδύσεων

Άρθρο 11

Τα Κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν ενισχύσεις για συλλογικές επενδύσεις με σκοπό την παραγωγή ζωοτροφών καθώς και για τη βελτίωση και τον εξοπλισμο των από κοινού εκμεταλλευομένων πεδινών και ορεινών βοσκοτόπων.

Άρθρο 12

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ πέραν αυτών της παραγράφου 2 υπό β), τα Κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν ενισχύσεις για επενδύσεις προς εκμεταλλεύσεις, οι οποίες δεν είναι σε θέση να επιτύχουν το επίπεδο του εισοδήματος εργασίας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 της ανωτέρω οδηγίας, όπως προσαρμόστηκε στο άρθρο 9 παράγραφος 3 και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της οδηγίας αυτής.

2. Οι ενισχύσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν δύνανται να χορηγούνται υπό όρους ευνοϊκότερους εκείνων υπό τους οποίους χορηγούνται από το Κράτος μέλος σε περιοχές εκτός των προβλεπομένων στο άρθρο 3, για εκμεταταλλεύσεις που πληρούν τους όρους των άρθρων 2 και 4 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ. Εν τούτοις, πρέπει να εξασφαλίζεται ο επιλεκτικός χαρακτήρας της ενθαρρύνσεως του εκσυγχρονισμού εντός των περιοχών που καθορίζονται στο άρθρο 3.

Στην περίπτωση επενδύσεων για έγγειες βελτιώσεις, οι ενισχύσεις δεν δύνανται να χορηγούνται υπό όρους ευνοϊκότερους εκείνων υπό τους οποίους χορηγούνται από το Κράτος μέλος στην ίδια περιοχή και για τον αυτό σκοπό για εκμεταλλεύσεις που πληρούν τους όρους των άρθρων 2 και 4 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ όπως προσαρμόστηκε στο άρθρο 9 παράγραφος 3 και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

3. Όταν ένα Κράτος μέλος εφαρμόζει σε μία μειονεκτική περιοχή το καθεστώς ενισχύσεων, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, πρέπει να εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1.

ΤΙΤΛΟΣ V Χρηματοδοτικές και γενικές διατάξεις

Άρθρο 13

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία αποτελούν μέρος της κοινής δράσεως, σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ, της οποίας οι χρηματοδοτικές και γενικές διατάξεις ισχύουν και για την οδηγία αυτή, λαμβανομένων υπόψη των ακολούθων διατάξεων.

Άρθρο 14

Το συνολικό προβλεπόμενο κόστος της κοινής δράσεως, που αναφέρεται στο άρθρο 15 της οδηγίας αριθ. 72/159/ΕΟΚ, αυξάνεται σε 254,4 εκατομμύρια λογιστικές μονάδες για τα πρώτα τρία έτη.

Άρθρο 15

Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται από τα Κράτη μέλη στα πλαίσια των μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 11 είναι επιλέξιμες από το τμήμα προσανατολισμού του ΕΓΤΠΕ στα πλαίσια του άρθρου 19 της οδηγίας 72/159/ΕΟΚ. Το τμήμα προσανατολισμού του ΕΓΤΠΕ αποδίδει στα Κράτη μέλη το 25% των επιλεξίμων δαπανών για την εξισωτική αποζημίωση που αναφέρεται στον τίτλο ΙΙ. Εν τούτοις, οι δαπάνες για την εξισωτική αποζημίωση δεν δικαιολογούν απόδοση στην περίπτωση που ο κάτοχος εκμεταλλεύσεως λαμβάνει σύνταξη βάσει ενός συνταξιοδοτικού συστήματος.

Η συμμετοχή της Κοινότητος στις επιλέξιμες δαπάνες σχετικά με την ενίσχυση που προβλέπεται στο άρθρο 11, δεν δύναται να υπερβαίνει τις 20 000 λογιστικές μονάδες ανά σχέδιο συλλογικής επενδύσεως και τις 100 λογιστικές μονάδες ανά εκτάριο βελτιωμένου ή εξοπλισμένου ορεινού ή πεδινού βοσκοτόπου.

Άρθρο 16

1. Η δυνατότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 αρχίζει να ισχύει την 1ηΟκτωβρίου 1974.

2. Εν τούτοις, η χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητος στις επιλέξιμες δαπάνες που απορρέει από ενισχύσεις, που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 11, αναφέρεται μόνο στις ενισχύσεις, που χορηγούνται κατά τη διάρκεια των ετών 1975 και επόμενα.

Άρθρο 17

Τα Κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας εντός ενός έτους από της κοινοποιήσεώς της.

Άρθρο 18

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα Κράτη μέλη.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 28 Απριλίου 1975.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. A. CLINTON

(1) ΕΕ αριθ. Α 37 της 4.6.1973, σ. 55 και ΕΕ αριθ. Α 32 της 11.2.1975, σ. 30.

(2) ΕΕ αριθ. Α 100 της 22.11.1973, σ. 20 και ΕΕ αριθ. Α 62 της 15.3.1975, σ. 19.

(3) ΕΕ αριθ. Ν 73 της 27.3.1972, σ. 201.

(4) ΕΕ αριθ. Ν 96 της 23.4.1972, σ. 1.

(5) EΕ αριθ. Ν 96 της 23.4.1972, σ. 9.

(6) ΕΕ αριθ. Ν 153 της 9.6.1973 σ. 24.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας μετατροπής βοοειδών, προβάτων και αιγών σε μονάδες ζώντος ζώου που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 υπό α)

"" ID="1">Ταύροι, αγελάδες και άλλα βοοειδή άνω των δύο ετών> ID="2">1,0 MZZ"> ID="1">Βοοειδή έξι μηνών μέχρι δύο ετών> ID="2">0,69 MZZ"> ID="1">Πρόβατα> ID="2">0,15 MZZ"> ID="1">Αίγες> ID="2">0,15 MZZ">

Οι αντιστοιχούντες στα πρόβατα και τις αίγες συντελεστές εφαρμόζονται στα μέγιστα και ελάχιστα ποσά, ανά μονάδα ζώντος ζώου όπως καθορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1.

Top