23.1.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 24/28


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) στις 13 Οκτωβρίου 2022 — Compass Banca SpA κατά Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato

(Υπόθεση C-646/22)

(2023/C 24/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Consiglio di Stato

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Compass Banca SpA

Αναιρεσίβλητη: Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Δεν θα πρέπει η έννοια του μέσου καταναλωτή κατά την οδηγία 2005/29/ΕΚ (1), νοούμενου ως του καταναλωτή ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως συνετός και ενημερωμένος, λόγω της ελαστικότητας και του απροσδιόριστου χαρακτήρα της, να προσδιορίζεται με γνώμονα τη βέλτιστη γνώση και πείρα και, ως εκ τούτου, να αναφέρεται όχι μόνο στην κλασική έννοια του homo oeconomicus, αλλά και στα πορίσματα των πλέον πρόσφατων θεωριών σχετικά με την περιορισμένη ορθολογικότητα, βάσει των οποίων έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι δρουν συχνά μειώνοντας τις αναγκαίες πληροφορίες με «παράλογες» αποφάσεις σε σύγκριση με εκείνες που θα ελάμβανε ένας υποθετικά προσεκτικός και ενημερωμένος άνθρωπος[,] πορίσματα από τα οποία προκύπτει η ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των καταναλωτών στην περίπτωση του κινδύνου γνωσιακών επιρροών, ενός κινδύνου όλο και μεγαλύτερου στη σύγχρονη δυναμική της αγοράς;

2)

Μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής επιθετική μια εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας, λόγω του τρόπου πλαισιώσεως των πληροφοριών (framing)[,] μια επιλογή εμφανίζεται ως υποχρεωτική και χωρίς εναλλακτική, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας […], κατά το οποίο μια εμπορική πρακτική η οποία καθ’ οιονδήποτε τρόπο, «συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της», εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει τον μέσο καταναλωτή είναι παραπλανητική;

3)

Δικαιολογεί η οδηγία [2005/29] για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές την εξουσία της Αρχής προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς (άπαξ διαπιστωθεί κίνδυνος ψυχολογικής επιρροής συνδεόμενος με: 1) την κατάσταση ανάγκης στην οποία βρίσκεται συνήθως ο αιτούμενος χρηματοδότηση, 2) την πολυπλοκότητα των συμβάσεων που καλείται να υπογράψει ο καταναλωτής, 3) την ταυτόχρονη παρουσίαση της διασταυρούμενης προσφοράς, 4) τον σύντομο χρόνο που προβλέπεται για την αποδοχή της προσφοράς), να προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή της δυνατότητας διασταυρούμενης πωλήσεως ασφαλιστικών προϊόντων και μη συναφών χρηματοπιστωτικών προϊόντων, επιβάλλοντας τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος επτά ημερών μεταξύ της υπογραφής των δύο συμβάσεων;

4)

Σε σχέση με την εν λόγω εξουσία καταστολής των επιθετικών εμπορικών πρακτικών, αντιτίθεται η οδηγία (ΕΕ) 2016/97 (2), και ιδίως το άρθρο της 24, παράγραφος 3, στη θέσπιση μέτρου από την Αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, το οποίο θεσπίσθηκε βάσει του άρθρου 2, στοιχεία δ’ και ι’, και των άρθρων 4, 8 και 9 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, καθώς και των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, και δη μετά την απόρριψη προτάσεως αναλήψεως δεσμεύσεων κατόπιν της αρνήσεως εταιρίας επενδυτικών υπηρεσιών να παράσχει στον καταναλωτή, σε περίπτωση διασταυρούμενης πωλήσεως χρηματοπιστωτικού προϊόντος και ασφαλιστικού προϊόντος μη συνδεόμενου με το πρώτο –και σε περίπτωση κινδύνου ασκήσεως επιρροής στον καταναλωτή λόγω των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως οι οποίες μπορούν να συναχθούν και από την πολυπλοκότητα των προς εξέταση εγγράφων– ένα spatium deliberandi επτά ημερών μεταξύ της διατυπώσεως της διιασταυρούμενης προσφοράς και της υπογραφής της ασφαλιστικής συμβάσεως;

5)

Αν ήθελε θεωρηθεί επιθετική πρακτική η απλή διασταύρωση χρηματοπιστωτικού και ασφαλιστικού προϊόντος, θα μπορούσε τούτο να οδηγήσει σε μια μη επιτρεπόμενη ρυθμιστική πράξη με αποτέλεσμα να επιρρίπτεται στον εμπορευόμενο (και όχι στην AGCM, ως θα έπρεπε) το βάρος (της δυσχερούς) αποδείξεως ότι δεν πρόκειται για επιθετική πρακτική κατά παράβαση της οδηγίας 2005/29/ΕΚ (κατά μείζονα λόγο καθόσον η εν λόγω οδηγία δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα αυστηρότερα των οριζομένων από την οδηγία αυτή, ακόμη και αν σκοπός τους είναι η διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών) ή μήπως, αντιθέτως, δεν υφίσταται τοιαύτη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, θεωρείται ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ασκήσεως επιρροής στον καταναλωτή που έχει ανάγκη να λάβει χρηματοδότηση ενόψει της περίπλοκης διασταυρούμενης προσφοράς;


(1)  Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

(2)  Οδηγία (ΕE) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (ΕΕ 2016, L 26, σ. 19).