ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PAOLO MENGOZZI

της 5ης Δεκεμβρίου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C‑571/12

Greencarrier Freight Services Latvia SIA

κατά

Valsts ieņēmumu dienests

[αίτηση του Augstākās tiesas Senāts (Λεττονία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Τελωνειακή ένωση — Τελωνειακός κώδικας — Άρθρα 70, 78, 221 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 — Επανεξέταση τελωνειακών διασαφήσεων — Μερικός έλεγχος των εμπορευμάτων — Επέκταση των αποτελεσμάτων ελέγχων σε πανομοιότυπα εμπορεύματα που περιλαμβάνονται σε άλλες διασαφήσεις — Επιτρέπεται — Εκ των υστέρων έλεγχος — Μη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως για πρόσθετη εξέταση — Αποσβεστική προθεσμία — Ασφάλεια δικαίου»

I – Εισαγωγή

1.

Η υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Augstākās tiesas Senāts (ανώτατο δικαστήριο Λεττονίας), εγείρει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα κατά πόσον οι τελωνειακές αρχές δύνανται θεμιτώς να επεκτείνουν τα αποτελέσματα ελέγχου τελωνειακών διασαφήσεων διενεργηθέντος επί δειγμάτων των εμπορευμάτων που περιλαμβάνονταν στις διασαφήσεις αυτές σε προγενέστερες διασαφήσεις οι οποίες αφορούν εμπορεύματα καθ’ όλα όμοια για τα οποία δεν είχε ληφθεί ούτε δύναται πλέον να ληφθεί δείγμα.

2.

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Greencarrier Freight Services Latvia SIA (στο εξής: GFSL), εταιρείας περιορισμένης ευθύνης λεττονικού δικαίου, η οποία εισάγει από τη Ρωσία, για λογαριασμό της εταιρείας SIA Hantas μπισκότα και σοκολατένιες ράβδους με σκοπό τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και της λεττονικής φορολογικής αρχής.

3.

Ειδικότερα, κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2007, η εν λόγω φορολογική αρχή προέβη σε έλεγχο των τελωνειακών δασμών που η SIA Hantas είχε καταβάλει μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2006 βάσει των 35 τελωνειακών διασαφήσεων που είχαν υποβληθεί από την GFSL, η οποία έπρεπε να θεωρηθεί οφειλέτρια σε περίπτωση γενέσεως τελωνειακής οφειλής. Στο πλαίσιο αυτό, η λεττονική φορολογική αρχή προέβη σε δειγματοληπτικό έλεγχο των εμπορευμάτων έξι τελωνειακών διασαφήσεων που είχαν υποβληθεί τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2005. Βασιζόμενη στα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού η φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι σε 29 τελωνειακές διασαφήσεις που είχαν υποβληθεί μεταξύ 4ης Ιουνίου 2004 και 29ης Νοεμβρίου 2005, συμπεριλαμβανομένων των έξι ελεγχθεισών διασαφήσεων, η GFSL είχε δηλώσει τα εμπορεύματα που είχαν εισαχθεί στην Ένωση προκειμένου να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία υπό κωδικούς της συνδυασμένης ονοματολογίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου για την κατάταξή τους στο ολοκληρωμένο δασμολόγιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (TARIC), οι οποίοι ήταν εσφαλμένοι.

4.

Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2007 η φορολογική αρχή ενημέρωσε την GFSL για τη γένεση τελωνειακής οφειλής, όρισε τα ποσά των εισαγωγικών δασμών και του φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), προσαυξημένα με τόκους υπερημερίας, και επέβαλε στην GFSL πρόστιμο για εσφαλμένη εφαρμογή των κωδικών της συνδυασμένης ονοματολογίας.

5.

Κατόπιν ενστάσεως της GFSL, η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007.

6.

Επιληφθέν προσφυγής που άσκησε η GFSL για την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, το Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακό διοικητικό εφετείο), με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, έκρινε ότι οι εισαγωγικοί δασμοί, ο ΦΠΑ και το πρόστιμο για τα εμπορεύματα των έξι ελεγχθεισών τελωνειακών διασαφήσεων είχαν επιβληθεί δικαιολογημένα, πλην όμως η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 έπρεπε, κατά τα λοιπά, να ακυρωθεί για τον λόγο ότι η λεττονική φορολογική αρχή, κατά παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 ( 2 ) (στο εξής: τελωνειακός κώδικας), είχε εσφαλμένως εφαρμόσει τα αποτελέσματα του ελέγχου των εμπορευμάτων των έξι αυτών διασαφήσεων επί των εμπορευμάτων που καλύπτονταν από τις λοιπές 23 διασαφήσεις οι οποίες είχαν υποβληθεί μεταξύ 4ης Ιουνίου 2004 και 6ης Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι επί εμπορευμάτων εισαχθέντων ένα και πλέον έτος προ των ελεγχθέντων εμπορευμάτων. Δεδομένου ότι η λεττονική φορολογική αρχή δεν απέδειξε την εφαρμογή εσφαλμένων κωδικών επί των επίμαχων εμπορευμάτων, η GFSL δεν ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει αποδείξεις σχετικές με τις αντικειμενικές ιδιότητες των εν λόγω εμπορευμάτων· άλλωστε η ίδια δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να ζητήσει τη διενέργεια ελέγχων επί των εμπορευμάτων αυτών.

7.

Τόσο η λεττονική φορολογική αρχή όσο και η GFSL άσκησαν αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

8.

Ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου η φορολογική αρχή υποστήριξε ότι τα εμπορεύματα που είχαν δηλωθεί με τις λοιπές 23 διασαφήσεις ήταν καθ’ όλα όμοια με εκείνα των έξι ελεγχθεισών διασαφήσεων, καθώς είχαν την ίδια σύνθεση, ονομασία και εμφάνιση και προέρχονταν από τον ίδιο παραγωγό, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα προσκομισθέντα από τη GFSL πιστοποιητικά. Κατά τη λεττονική φορολογική αρχή, η ίδια μπορούσε, δυνάμει της αρχής της οικονομίας της διαδικασίας, να μην προβεί σε έλεγχο των λοιπών εμπορευμάτων και να επεκτείνει τα αποτελέσματα της ταυτοποιήσεως επί των λοιπών πανομοιότυπων εμπορευμάτων, ενώ η GFSL όφειλε να προσκομίσει στοιχεία αποδεικνύοντα τις διαφορές μεταξύ των εμπορευμάτων.

9.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει εντούτοις ότι τα εν λόγω αποτελέσματα εφαρμόσθηκαν επί εμπορευμάτων περιλαμβανόμενων σε διασαφήσεις παλαιότερες κατά ένα και πλέον έτος των διασαφήσεων για τις οποίες ελήφθησαν δείγματα. Πλην όμως, κατά την GFSL, ήταν αντικειμενικώς αδύνατη τόσο η υποβολή σε μεταγενέστερο έλεγχο των εμπορευμάτων που είχαν δηλωθεί με τις εν λόγω διασαφήσεις όσο και η άσκηση του δικαιώματος πρόσθετης εξετάσεως.

10.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Δύναται να δοθεί στο άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του [τελωνειακού κώδικα] η ερμηνεία ότι τα αποτελέσματα της εξετάσεως μέρους των εμπορευμάτων που περιλαμβάνονται σε διασάφηση δύνανται να καταλάβουν εμπορεύματα περιλαμβανόμενα σε άλλες προγενέστερες διασαφήσεις, τα οποία δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο μερικής εξετάσεως αλλά είχαν δηλωθεί υπό τον αυτό κωδικό της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, προέρχονταν από τον ίδιο παραγωγό και, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναγράφονται στα πιστοποιητικά του εν λόγω παραγωγού, είχαν την αυτή ονομασία και σύνθεση με εκείνες των εμπορευμάτων τα οποία περιλαμβάνονται στη διασάφηση και επί των οποίων διενεργήθηκε δειγματοληπτικός έλεγχος;

Εν ολίγοις:

Εμπερικλείει η κατ’ άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του [τελωνειακού κώδικα] έννοια “διασάφηση” ομοίως τις διασαφήσεις [εμπορευμάτων] μη υποβληθέντων σε δειγματοληπτικό έλεγχο με τις οποίες όμως είχαν δηλωθεί πανομοιότυπα εμπορεύματα (εμπορεύματα δηλωθέντα υπό τον αυτό κωδικό της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, προερχόμενα από τον ίδιο παραγωγό και με την ίδια αναγραφόμενη στα πιστοποιητικά του παραγωγού ονομασία και σύνθεση);

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος: μπορούν τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως εμπορευμάτων η οποία προβλέπεται από το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του [τελωνειακού κώδικα] να καταλάβουν διασαφήσεις ως προς τις οποίες, για αντικειμενικούς λόγους, ο διασαφητής αδυνατεί να ζητήσει πρόσθετη εξέταση κατά το άρθρο 70, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεδομένου ότι δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τα εμπορεύματα σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 2, του ιδίου [τελωνειακού κώδικα];»

11.

Γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν η GFSL, η Ισπανική, η Λεττονική και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη, πλην της Ισπανικής Κυβερνήσεως και της Τσεχικής Κυβερνήσεως, ανέπτυξαν τις θέσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Οκτωβρίου 2013.

II – Ανάλυση

Α  Επί του άρθρου 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα

12.

Τα δύο προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, ενώ με το δεύτερο εξ αυτών γίνεται δευτερευόντως μνεία και στο άρθρο 78 του εν λόγω κώδικα.

13.

Το Δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει κατ’ επανάληψη την ευθύνη των εθνικών δικαστηρίων, οσάκις αυτά τού υποβάλλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, να εκτιμούν, μεταξύ άλλων, τη λυσιτέλεια των υποβαλλόμενων σε αυτό ερωτημάτων, πλην όμως απαιτεί, προκειμένου, ειδικότερα, να είναι σε θέση να παράσχει λυσιτελή απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να του παρέχονται τουλάχιστον στοιχειώδεις εξηγήσεις περί των λόγων της επιλογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων το εν λόγω δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία, καθώς και περί της σχέσεως που το δικαστήριο αυτό εντοπίζει μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της εφαρμοστέας επί της διαφοράς της κύριας δίκης νομοθεσίας, τούτο δε λαμβανομένων υπόψη και των πραγματικών περιστάσεων της εν λόγω διαφοράς ( 3 ).

14.

Για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω φρονώ ότι, εν προκειμένω, τα προδικαστικά ερωτήματα διατρέχουν τον κίνδυνο να κριθούν απαράδεκτα.

15.

Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστάσεων που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, η λυσιτέλεια μιας απαντήσεως του Δικαστηρίου επί της ερμηνείας του άρθρου 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα δεν αποκλείεται, όπως επισήμανε εξάλλου η Ισπανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της.

16.

Η διάταξη αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στο τμήμα του τελωνειακού κώδικα που αφορά τη «συνήθη διαδικασία» εξετάσεως των διασαφήσεων, ορίζει ότι, «[ό]ταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασάφησης, τα αποτελέσματα της [εν λόγω] εξέτασης ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασάφησης αυτής» ( 4 ).

17.

Επομένως, το άρθρο 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα διέπει, όπως υποστήριξαν ορθώς με τις γραπτές παρατηρήσεις τους η Ισπανική και η Τσεχική Κυβέρνηση, την εκ μέρους των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους εξέταση των τελωνειακών διασαφήσεων προ της χορηγήσεως άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, επιτρέποντας την επέκταση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τον έλεγχο μέρους των εμπορευμάτων της διασαφήσεως στο σύνολο των εμπορευμάτων της εν λόγω διασαφήσεως.

18.

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, προκειμένου για διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες ήταν προγενέστερες του άρθρου 70 του τελωνειακού κώδικα, πλην όμως αποτέλεσαν τη μετέπειτα βάση αυτού, ότι η δυνατότητα επιχειρηματία να αμφισβητήσει την αντιπροσωπευτικότητα του επιλεγέντος από τις τελωνειακές αρχές δείγματος δεν μπορεί είναι απεριόριστη και πρέπει να παύει με την εκ μέρους των εν λόγω αρχών χορήγηση της άδειας παραλαβής των οικείων εμπορευμάτων ( 5 ).

19.

Από το εκτεθέν από το αιτούν δικαστήριο ιστορικό προκύπτει, αφενός, εκ των υστέρων έλεγχος, εκ μέρους των λεττονικών φορολογικών αρχών, των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης τελωνειακών διασαφήσεων οι οποίες αφορούν στο σύνολό τους εμπορεύματα για τα οποία είχε ήδη χορηγηθεί άδεια παραλαβής και, αφετέρου, γενικευμένη εφαρμογή των αποτελεσμάτων του ελέγχου των εμπορευμάτων έξι τελωνειακών διασαφήσεων σε εμπορεύματα περιλαμβανόμενα σε 23 προγενέστερες διασαφήσεις και όχι γενικευμένη εφαρμογή των αποτελεσμάτων του μερικού ελέγχου μίας και της αυτής διασαφήσεως, περίπτωση την οποία αφορά αποκλειστικώς το άρθρο 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

20.

Εκτιμώ, ως εκ τούτου, ότι μια απάντηση του Δικαστηρίου σχετική με την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως θα ήταν ελάχιστα λυσιτελής για το αιτούν δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, αφού αυτή θα συνίσταται στην απλή επισήμανση ότι το άρθρο 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα δεν διέπει την κατάσταση ελέγχου εμπορευμάτων μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής και δεν επιτρέπει τη γενικευμένη εφαρμογή των αποτελεσμάτων του ελέγχου εμπορευμάτων δηλωθέντων με πλείονες τελωνειακές διασαφήσεις επί εμπορευμάτων που, καίτοι πανομοιότυπα, είχαν αποτελέσει αντικείμενο προγενέστερων τελωνειακών διασαφήσεων.

21.

Μια τέτοια απάντηση όχι μόνον είναι σύμφωνη με το γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, αλλά ανταποκρίνεται και στην οικονομία του εν λόγω κώδικα.

22.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 70 του τελωνειακού κώδικα εντάσσεται σε ένα εκ των τεσσάρων κύριων σταδίων της ενιαίας διαδικασίας για μία και την αυτή τελωνειακή διασάφηση, η οποία οδηγεί στην απόφαση χορηγήσεως ή μη άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων υπό το αντίστοιχο τελωνειακό καθεστώς· τα στάδια αυτά είναι: α) η κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως (άρθρο 62 του τελωνειακού κώδικα)· β) η αποδοχή της τελωνειακής διασαφήσεως (άρθρο 63 του εν λόγω κώδικα)· γ) η προαιρετική επαλήθευση της τελωνειακής διασαφήσεως, συμπεριλαμβανομένων του πιθανού ελέγχου των εμπορευμάτων και του καθορισμού των ενδεχόμενων συνεπειών ενός τέτοιου ελέγχου (άρθρα 68 έως 72 του κώδικα) και δ) η απόφαση περί χορηγήσεως ή μη της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων (άρθρα 73 έως 75 του κώδικα). Οσάκις δεν λαμβάνει χώρα επαλήθευση της διασαφήσεως, όπως ακριβώς πιθανολογείται ότι συνέβη με τις αρχικές διασαφήσεις της GFSL, το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κώδικα προβλέπει την εφαρμογή των διατάξεων του κώδικα επί τη βάσει των στοιχείων της διασαφήσεως, ενώ το άρθρο 73 του ιδίου κώδικα ορίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, οι τελωνειακές αρχές χορηγούν άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων για το σύνολο των εμπορευμάτων που καλύπτονται από την ίδια διασάφηση.

23.

Συνεπώς, η οικονομία του τελωνειακού κώδικα επιβεβαιώνει σαφώς, κατά την άποψή μου, ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έλεγχος αφορά αποκλειστικώς τον έλεγχο μέρους των εμπορευμάτων μίας και της αυτής διασαφήσεως προ της χορηγήσεως της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, έλεγχο ο οποίος δεν δύναται επομένως να χωρήσει μετά τη χορήγηση της εν λόγω άδειας και του οποίου τα αποτελέσματα δεν δύναται να καταλάβουν άλλες προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις.

24.

Δεδομένου ότι το άρθρο 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα δεν διέπει την περίπτωση εκ των υστέρων ελέγχου μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής και δεν επιτρέπει τη γενικευμένη εφαρμογή των αποτελεσμάτων του ελέγχου εμπορευμάτων δηλωθέντων με πλείονες τελωνειακές διασαφήσεις επί εμπορευμάτων που, καίτοι πανομοιότυπα, είχαν αποτελέσει αντικείμενο προγενέστερων τελωνειακών διασαφήσεων, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο υποβάλλεται αποκλειστικώς για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος.

25.

Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των πραγματικών περιστάσεων στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, το οποίο, όπως επισημάνθηκε, κάνει λόγο για εκ των υστέρων έλεγχο των τελωνειακών διασαφήσεων της GFSL, και, αφετέρου, των γραπτών και προφορικών παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα, είναι αυτή ακριβώς η διάταξη η οποία φαίνεται να εφαρμόσθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης και της οποίας η ερμηνεία θα μπορούσε να αποδειχθεί λυσιτελής για το αιτούν δικαστήριο, εξυπακουομένου, εντούτοις, ότι ο έλεγχος που ασκεί το εν λόγω δικαστήριο, ως ακυρωτικό δικαστήριο, ενδέχεται να οριοθετείται από τις εκτιμήσεις και τη νομική βάση επί των οποίων στηρίχθηκε το κατώτερο εθνικό δικαστήριο του οποίου η απόφαση αναιρεσιβλήθηκε.

26.

Υπό αυτή τη δικονομικής φύσεως επιφύλαξη, την οποία θα χρειασθεί, ενδεχομένως, να άρει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, και προς τον σκοπό παροχής στο εν λόγω δικαστήριο των στοιχείων ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που κρίνονται λυσιτελή για την επίλυση του νομικού προβλήματος που έχει υποβληθεί στην κρίση του ( 6 ), επιβάλλονται, κατά την άποψη μου, οι ακόλουθες παρατηρήσεις επί του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα.

Β  Επί του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα

27.

Το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα περιλαμβάνεται στο τμήμα «Γ. Εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων» του τελωνειακού κώδικα και ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι «[ο]ι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο διασαφιστής, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων».

28.

Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου διευκρινίζει ότι οι εν λόγω αρχές «μπορούν, μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του διασαφιστή, κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν».

29.

Το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα ορίζει, τέλος, ότι «[ό]ταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους».

30.

Επιβάλλεται επίσης η υπόμνηση ότι διάταξη αντίστοιχη προς αυτή του άρθρου 78 δεν περιλαμβανόταν στην προϊσχύσασα του τελωνειακού κώδικα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση· είναι, επομένως, εύλογη η εκτίμηση ότι η διάταξη αυτή εισήχθη διότι διαπιστώθηκε κενό στο προϊσχύσαν σύστημα, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αντελήφθη την αναγκαιότητα της δυνατότητας διορθώσεως των τελωνειακών διασαφήσεων ακόμη και μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων ( 7 ).

31.

Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως δεν αμφισβητείται ότι οι τελωνειακές αρχές διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, αναγνωρισμένο από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ώστε να προβαίνουν σε τέτοιους εκ των υστέρων ελέγχους και να επανεξετάζουν την τελωνειακή διασάφηση ή τις τελωνειακές διασαφήσεις που έχουν ελεγχθεί, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του διασαφιστή, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι πλέον δυνατός ο έλεγχος αυτών καθ’ εαυτά των οικείων εμπορευμάτων ( 8 ).

32.

Η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά ούτε την ερμηνεία του χρησιμοποιούμενου στο άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα όρου «ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία» των αρχικών τελωνειακών διασαφήσεων που διαπιστώνονται από τις τελωνειακές αρχές κατόπιν των εκ των υστέρων ελέγχων τους και της επανεξετάσεως των εν λόγω τελωνειακών διασαφήσεων ( 9 ).

33.

Οι αμφιλογίες επικεντρώνονται, αντιθέτως, σε τρεις άλλες πτυχές που αφορούν στο σύνολό τους την εμβέλεια του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα και οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα ερωτήματα: α) Μπορούν τα αποτελέσματα του εκ των υστέρων ελέγχου και της επανεξετάσεως μιας διασαφήσεως να καταλάβουν άλλες τελωνειακές διασαφήσεις; β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η επαγωγική γενίκευση των αποτελεσμάτων των ελέγχων περιορίζεται μόνο σε πανομοιότυπα εμπορεύματα; γ) Οριοθετείται χρονικώς η εφαρμογή του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα κατά τρόπον ώστε οι τελωνειακές αρχές να μη διαθέτουν επ’ αόριστον δυνατότητα επανεξετάσεως των τελωνειακών διασαφήσεων;

1. Επί της αρχής της γενικευμένης εφαρμογής των αποτελεσμάτων εκ των υστέρων ελέγχων σε άλλες τελωνειακές διασαφήσεις, ακόμη και προγενέστερες

34.

Το αμετάκλητο των τελωνειακών διασαφήσεων θεωρείτο επί μακρόν απαρέγκλιτη αρχή στην πλειονότητα των κρατών μελών της Ένωσης ( 10 ). Μολονότι η αρχή αυτή δεν αμφισβητείται, η αυστηρότητά της βαθμιαίως αμβλύνθηκε, καθώς ο τελωνειακός κώδικας επιτρέπει, προ της χορηγήσεως της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει, τη διόρθωση της διασαφήσεως κατόπιν αιτήσεως του διασαφιστή (βλ. άρθρο 65 του τελωνειακού κώδικα), ενώ, μετά την αποδοχή της άδειας παραλαβής, την επανεξέτασή της, συμφώνως προς το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα ( 11 ).

35.

Το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα εισάγει επομένως εξαίρεση από την αρχή του αμετακλήτου των τελωνειακών διασαφήσεων ( 12 ) και θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να τυγχάνει στενής ερμηνείας.

36.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό καθ’ εαυτό το γράμμα του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα ουδεμία αναφορά περιέχει σε γενικευμένη εφαρμογή των αποτελεσμάτων εκ των υστέρων ελέγχων που οι τελωνειακές αρχές διενήργησαν επί ορισμένων τελωνειακών διασαφήσεων σε άλλες διασαφήσεις, ιδίως σε προγενέστερες τελωνειακές διασαφήσεις.

37.

Η διάταξη αυτή δεν φαίνεται εντούτοις να αποκλείει τη δυνατότητα μιας τέτοιας επαγωγικής γενικεύσεως εκ μέρους των τελωνειακών αρχών, λαμβανομένων υπόψη της οικονομίας και των σκοπών του τελωνειακού κώδικα.

38.

Συγκεκριμένα, καθόσον, αφενός, οι τελωνειακές αρχές δεν προβαίνουν εν γένει σε εκ των προτέρων ελέγχους, αφού στόχος είναι «να καταργηθούν ή, τουλάχιστον, να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι διατυπώσεις και οι τελωνειακοί έλεγχοι» ( 13 ) προς επιτάχυνση των εμπορικών συναλλαγών, δεδομένης της «εξέχουσας σημασίας» ( 14 ) που έχει το εξωτερικό εμπόριο για την Ένωση και, αφετέρου, οι εν λόγω αρχές πρέπει να διαθέτουν ευρείες δυνατότητες ελέγχου για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας ( 15 ), φρονώ ότι είναι αναγκαίο να αναγνωρίζεται στις αρχές αυτές η δυνατότητα να προβαίνουν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του διασαφιστή, σε γενικευμένη εφαρμογή των αποτελεσμάτων εκ των υστέρων ελέγχων διενεργηθέντων επί εμπορευμάτων συγκεκριμένης τελωνειακής διασαφήσεως σε πανομοιότυπα εμπορεύματα δηλωθέντα με άλλες τελωνειακές διασαφήσεις και, ενδεχομένως, σε επανεξέταση του συνόλου των εν λόγω διασαφήσεων.

39.

Η αναγνώριση μιας τέτοιας ευχέρειας στις τελωνειακές αρχές εξασφαλίζει την προσήκουσα ισορροπία μεταξύ των επιταγών της ορθής εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας και των δικαιωμάτων των διασαφιστών.

40.

Οσάκις από την επανεξέταση προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το οικείο τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοσθεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, συμφώνως προς το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται για την επανόρθωση της καταστάσεως, συνεκτιμώντας τα νέα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους. Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, στην περίπτωση, ειδικότερα, κατά την οποία ζητείται επανεξέταση από τον διασαφιστή και από την επανεξέταση αυτή προκύπτει ότι οι αρχικώς καταβληθέντες εισαγωγικοί δασμοί ήταν υψηλότεροι των νομίμως οφειλόμενων, το αναγκαίο για την επανόρθωση της καταστάσεως μέτρο δεν μπορεί να είναι άλλο από την απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού ή τη διαγραφή των εν λόγω δασμών ( 16 ). Συνεπώς, ενδεχόμενη απαγόρευση, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα, της εκ μέρους των τελωνειακών αρχών επεκτάσεως των αποτελεσμάτων των εκ των υστέρων ελέγχων τους επί ορισμένων τελωνειακών διασαφήσεων σε άλλες διασαφήσεις θα μπορούσε να συνεπάγεται αδικαιολόγητο πλουτισμό των εν λόγω αρχών στην περίπτωση κατά την οποία από τα αποτελέσματα αυτά προέκυπτε η εκ μέρους της Διοικήσεως είσπραξη ποσού πέραν του οφειλόμενου. Κατά την άποψή μου, σε μια τέτοια περίπτωση οι εν λόγω αρχές θα οδηγούνταν σε πλημμελή εκπλήρωση της υποχρεώσεώς τους επανορθώσεως, υπό το φως των νέων στοιχείων, της καταστάσεως του διασαφιστή, κατά παράβαση του άρθρου 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα.

41.

Η ίδια συλλογιστική πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία οι εκ των υστέρων έλεγχοι δύνανται να καταλήξουν σε διόρθωση των τελωνειακών διασαφήσεων, διόρθωση η οποία ενδέχεται να οδηγήσει στην γνωστοποίηση νέας τελωνειακής οφειλής συνιστάμενης σε αύξηση των αρχικώς καταβληθέντων τελωνειακών δασμών.

42.

Πράγματι, αν η απόφαση περί διενέργειας τέτοιων ελέγχων, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, δεν οδηγούσε κατ’ ανάγκην στην αναθεώρηση μίας ή πλειόνων τελωνειακών διασαφήσεων και κατά μείζονα λόγο στη διόρθωση των αρχικώς καταβληθέντων εισαγωγικών δασμών, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς θα μπορούσε να επιτρέπεται ex ante στις τελωνειακές αρχές να προβαίνουν σε τέτοιους ελέγχους αποκλειστικώς υπό τον όρο ότι το αποτέλεσμα θα είναι ευνοϊκό για τον διασαφιστή.

43.

Επιπροσθέτως, ενδεχόμενος περιορισμός των αρμοδιοτήτων των τελωνειακών αρχών κατ’ αυτόν τον τρόπο θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα σε πολλαπλασιασμό και εντατικοποίηση των εκ των προτέρων ελέγχων των τελωνειακών διασαφήσεων, εξέλιξη ελάχιστα συμβατή με τους σκοπούς του τελωνειακού κώδικα, ήτοι την εξασφάλιση ταχέων και αποτελεσματικών διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων εισαχθέντων στην Ένωση ( 17 ).

44.

Στο πλαίσιο αυτό, η αναγνώριση στις τελωνειακές αρχές της δυνατότητας να προβαίνουν σε εκ των υστέρων δειγματοληπτικούς ελέγχους και σε κατάλληλη επαγωγική γενίκευση των αποτελεσμάτων των ελέγχων αυτών εμφανίζεται σύμφωνη τόσο με τους περιορισμένους πόρους που οι εν λόγω αρχές έχουν στη διάθεσή τους όσο με τον νόμο των πιθανοτήτων και τη διαχείριση των κινδύνων ( 18 ).

45.

Εντούτοις, η ευχέρεια των τελωνειακών αρχών στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα δεν μπορεί να είναι απεριόριστη.

2. Επί του πανομοιότυπου χαρακτήρα των εμπορευμάτων τα οποία αφορά η επαγωγική γενίκευση των αποτελεσμάτων των εκ των υστέρων ελέγχων

46.

Κατ’ αρχάς, όπως ορθώς επισήμαναν η GFSL και η Ισπανική Κυβέρνηση, η επαγωγική γενίκευση των αποτελεσμάτων των εκ των υστέρων ελέγχων είναι θεμιτή μόνον αν τα μη ελεγχθέντα εμπορεύματα είναι πανομοιότυπα με τα ελεγχθέντα, ήτοι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία θα έπρεπε να καταταγούν στην αυτή διάκριση της δασμολογικής ονοματολογίας. Συνεπώς, διαφορές μεταξύ των εμπορευμάτων οι οποίες ουδόλως επηρεάζουν τη δασμολογική κατάταξή τους θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να θεωρούνται ως άνευ σημασίας.

47.

Μολονότι η προϋπόθεση περί του πανομοιότυπου χαρακτήρα των εμπορευμάτων δεν εγείρει επί της αρχής αμφιλογίες, η πλήρωσή της στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης αμφισβητήθηκε εντόνως από τη GFSL, η οποία υποστηρίζει ότι οι τελωνειακές αρχές δεν απέδειξαν ότι τα εμπορεύματα που καλύπτονταν από τις τελωνειακές διασαφήσεις οι οποίες δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο εκ των υστέρων ελέγχων ήταν πράγματι πανομοιότυπα με εκείνα των έξι τελωνειακών διασαφήσεων επί των οποίων είχαν διενεργηθεί τέτοιοι έλεγχοι.

48.

Δεν δύναται με ευχέρεια να εξακριβωθεί αν το ζήτημα της ταυτότητας των εμπορευμάτων έχει ταμεί οριστικώς στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης· πρόκειται, ωστόσο, για ζήτημα ουσίας επί του οποίου το Δικαστήριο δεν είναι εν πάση περιπτώσει αρμόδιο να αποφανθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας.

49.

Το βέβαιον είναι ότι, ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού, για τη διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων του το αιτούν δικαστήριο βασίσθηκε επί της σαφούς προκείμενης ότι η ταυτότητα των εμπορευμάτων που δηλώθηκαν με διαφορετικές τελωνειακές διασαφήσεις αποτελεί προϋπόθεση της επαγωγικής γενικεύσεως των αποτελεσμάτων των εκ των υστέρων ελέγχων που διενεργούνται στο πλαίσιο του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα.

50.

Επιβάλλεται δε να προστεθεί χάριν πληρότητας ότι αναμφιβόλως το βάρος αποδείξεως του πανομοιότυπου των εν λόγω εμπορευμάτων, ζήτημα το οποίο επίσης συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, φέρει ο διάδικος που επικαλείται το πανομοιότυπο προς δικαιολόγηση της αναθεωρήσεως των διασαφήσεων, ήτοι οι τελωνειακές αρχές.

51.

Στην περίπτωση κατά την οποία, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα εμπορεύματα δεν δύνανται να αποτελέσουν αυτά καθ’ εαυτά αντικείμενο ελέγχου, οι εν λόγω αρχές δύνανται θεμιτώς, συμφώνως προς το άρθρο 78, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, να στηριχθούν σε ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έχουν μπορέσει να συλλέξουν και τα οποία θεμελιώνουν το συμπέρασμα περί πανομοιοτύπου.

52.

Αντιμέτωπος με τα στοιχεία αυτά, ο διασαφιστής που επιθυμεί να αμφισβητήσει την ταυτότητα των εμπορευμάτων η οποία έγινε δεκτή από τις τελωνειακές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να αντικρούσει τη θέση αυτών με οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο και να έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο μέσα προσβολής.

3. Επί της χρονικής οριοθετήσεως της δυνατότητας διενέργειας εκ των υστέρων ελέγχων

53.

Ενόψει της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, τα ενδιαφερόμενα μέρη εκλήθησαν να τοποθετηθούν επί της ενδεχόμενης υπάρξεως ορίων χρονικής φύσεως στο δικαίωμα των τελωνειακών αρχών να προβαίνουν σε εκ των υστέρων ελέγχους των τελωνειακών διασαφήσεων, δυνάμει του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι η εν λόγω διάταξη σιωπά ως προς το ζήτημα ενδεχόμενης αποσβεστικής προθεσμίας.

54.

Ενώ η GFSL περιορίσθηκε στην υποστήριξη της θέσεως ότι ο εκ των υστέρων έλεγχος προγενέστερων τελωνειακών διασαφήσεων που δεν είχαν ελεγχθεί από τις τελωνειακές αρχές είναι ασύμβατος με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η Λεττονική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν μια πιο δομημένη θέση.

55.

Σύμφωνα με τη θέση αυτή, εκ των υστέρων έλεγχος τελωνειακής διασαφήσεως δεν χωρεί μετά την εκπνοή προθεσμίας τριών ετών από της ημερομηνίας υποβολής της αρχικής διασαφήσεως. Όπως επισημαίνεται, ο καθορισμός μιας τέτοιας προθεσμίας είναι συνεπής με τις διατάξεις του άρθρου 16 του τελωνειακού κώδικα, κατά τις οποίες οι διασαφιστές υποχρεούται κατ’ ουσίαν να φυλάσσουν τα οικεία έγγραφα επί τρία έτη από της ημερομηνίας αποδοχής της διασαφήσεως για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, καθώς και συνεπής με τις διατάξεις του άρθρου 221, παράγραφος 3, του ιδίου κώδικα, κατά τις οποίες γνωστοποίηση τελωνειακής οφειλής δεν χωρεί μετά την εκπνοή τριετούς προθεσμίας από της ημερομηνίας γενέσεως της εν λόγω οφειλής. Εν προκειμένω, η προθεσμία αυτή τηρήθηκε, καθώς η γνωστοποίηση της νέας τελωνειακής οφειλής κατόπιν των εκ των υστέρων ελέγχων που διενήργησαν οι λεττονικές τελωνειακές αρχές έλαβε χώρα την 31η Μαΐου 2007, ενώ οι πρώτες εκ των αρχικών διασαφήσεων ανάγονται χρονικώς στην 4η Ιουνίου 2004.

56.

Καίτοι συντασσόμενη με την άποψη αυτή, η Λεττονική Κυβέρνηση αναγνώρισε ότι είναι δυνατή και η υποστήριξη διαφορετικής θέσεως, ήτοι της θέσεως ότι, δεδομένου του μη καθορισμού αποσβεστικής προθεσμίας στο άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα, απόκειται στα κράτη μέλη να καλύψουν αυτό το κενό. Συναφώς, ο εκπρόσωπος της Λεττονικής Κυβερνήσεως επισήμανε ότι, κατά την εφαρμοζόμενη στη Δημοκρατία της Λεττονίας πρακτική, η διόρθωση τελωνειακής διασαφήσεως την οποία διαδέχεται γνωστοποίηση νέας τελωνειακής οφειλής δεν είναι δυνατή μετά την πάροδο τριών ετών από της ημερομηνίας υποβολής της αρχικής διασαφήσεως. Η τριετής αυτή προθεσμία θεωρείται εύλογη και εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ των υποχρεώσεων της τελωνειακής αρχής και των δικαιωμάτων των επιχειρηματιών.

57.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα δεν προβλέπει αποσβεστική προθεσμία μετά την εκπνοή της οποίας είναι πλέον αδύνατος ο εκ των υστέρων έλεγχος τελωνειακής διασαφήσεως.

58.

Μια τέτοια σιωπή θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη στον βαθμό κατά τον οποίο οι συνέπειες ενός εκ των υστέρων ελέγχου δεν βαίνουν συστηματικώς εις βάρος του διασαφιστή. Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ένας τέτοιος εκ των υστέρων έλεγχος δύναται να ζητηθεί από τον διασαφιστή και να καταλήξει σε μείωση του ύψους των αρχικώς καταβληθέντων τελωνειακών δασμών.

59.

Αντιθέτως, οσάκις ο εκ των υστέρων έλεγχος δύναται να οδηγήσει σε αύξηση του ποσού των αρχικώς καταβληθέντων τελωνειακών δασμών, πρέπει να τηρείται η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία επιτάσσει να μην υπόκειται επ’ αόριστον σε αμφισβήτηση η κατάσταση των ιδιωτών, ιδίως έναντι της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής ( 19 ).

60.

Εκ των προεκτεθέντων δύναται να συναχθεί ότι, εν τέλει, από πλευράς της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεν είναι τόσο η διαδικασία εκ των υστέρων ελέγχου αυτή καθ’ εαυτήν η οποία θα έπρεπε να υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία όσο τα μέτρα που λαμβάνουν οι τελωνειακές αρχές προς επανόρθωση της καταστάσεως. Το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα διευκρινίζει, εξάλλου, ότι οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν τέτοια μέτρα αποκλειστικώς «τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί».

61.

Υπό το πρίσμα αυτό, όπως επισήμαναν κατ’ ουσίαν τόσο η Λεττονική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή, το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα εγγυάται ότι, οσάκις εκ των υστέρων έλεγχος δύναται να καταλήξει σε νέα γνωστοποίηση τελωνειακής οφειλής, η γνωστοποίηση αυτή δεν δύναται να χωρήσει αν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι τελωνειακές αρχές απευθύνουν ή υπολογίζουν να απευθύνουν τη νέα γνωστοποίηση στον διασαφιστή έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών από της γενέσεως της αρχικής τελωνειακής οφειλής. Συγκεκριμένα, μετά την πάροδο της τριετούς αυτής προθεσμίας, επέρχεται παραγραφή και, συνεπώς, απόσβεση της οφειλής, κατά την έννοια του άρθρου 233 του τελωνειακού κώδικα ( 20 ).

62.

Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η τελωνειακή οφειλή αποσβέννυται και η νέα γνωστοποίηση στον οφειλέτη είναι πλέον αδύνατη, η μη εξάρτηση του εκ των υστέρων ελέγχου τελωνειακής διασαφήσεως αυτού καθ’ εαυτόν από αποσβεστική προθεσμία θα μπορούσε να παρουσιάζει ορισμένα πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε η Λεττονική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενδεχόμενη αποδοχή της δυνατότητας διενέργειας ενός τέτοιου ελέγχου θα είχε μια πρακτική χρησιμότητα για το μέλλον, στην περίπτωση κατά την οποία ο διασαφιστής σκόπευε να εισαγάγει πανομοιότυπα εμπορεύματα εντός της Ένωσης.

63.

Εντούτοις, το γεγονός ότι το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα δεν προβλέπει αποσβεστική προθεσμία μετά την εκπνοή της οποίας θα είναι αδύνατος ο εκ των υστέρων έλεγχος μιας διασαφήσεως δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξαρτούν την εν λόγω διαδικασία από μια τέτοια προθεσμία. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι η αρμοδιότητα των κρατών μελών να καλύψουν ένα τέτοιο κενό δεν πρέπει να αμφισβητείται, εφόσον η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης δεν αποτελείται μόνον από τις διατάξεις του τελωνειακού κώδικα ή τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή του σε επίπεδο Ένωσης, αλλά, όπως ορίζει το άρθρο 1 του εν λόγω κώδικα, ομοίως από τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή του σε εθνικό επίπεδο ( 21 ).

64.

Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η Λεττονική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας προβλέπει μέγιστη προθεσμία τριών ετών για τη δυνατότητα των τελωνειακών αρχών να προβούν σε εκ των υστέρων έλεγχο των τελωνειακών διασαφήσεων, με χρονική αφετηρία την ημερομηνία της αρχικής διασαφήσεως, προθεσμία η οποία είναι ανάλογη προς την προβλεπόμενη για τη γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής στον οφειλέτη. Από τις έρευνες στις οποίες προέβην διαπίστωσα ότι το αυτό ισχύει και στην Ιταλία ( 22 ).

65.

Μολονότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η λεττονική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει πράγματι τέτοια προθεσμία για τη δυνατότητα εκ των υστέρων ελέγχου, από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν τόσο από το εν λόγω δικαστήριο όσο και από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι ο εν λόγω έλεγχος (όπως και η γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής που ακολούθησε) έλαβε χώρα εντός της εν λόγω προθεσμίας (ήτοι της προβλεπόμενης από το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα τριετούς προθεσμίας) για το σύνολο των διασαφήσεων τις οποίες κατέλαβαν τα αποτελέσματα των εκ των υστέρων ελέγχων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η πρώτη εκ των εν λόγω διασαφήσεων υπεβλήθη την 4η Ιουνίου 2004, ενώ η απόφαση της λεττονικής φορολογικής αρχής με την οποία γνωστοποιήθηκε στον διασαφιστή ο επανέλεγχος των οικείων διασαφήσεων και η νέα τελωνειακή οφειλή απεστάλη την 31η Μαΐου 2007.

66.

Η επιλογή κράτους μέλους να καθιερώσει τριετή αποσβεστική προθεσμία για τον εκ των υστέρων έλεγχο τελωνειακής διασαφήσεως κρίνεται εύλογη και συνεπής με την προβλεπόμενη από το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα προθεσμία γνωστοποιήσεως της τελωνειακής οφειλής ( 23 ). Η εν λόγω προθεσμία καθιστά επίσης δυνατό να μη θίγεται πέραν του αναγκαίου μέτρου η αρχή του αμετακλήτου των τελωνειακών διασαφήσεων.

67.

Ο καθορισμός διαφορετικών αποσβεστικών προθεσμιών μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών ή ο καθορισμός τέτοιων προθεσμιών εκ μέρους ορισμένων μόνον εκ των κρατών μελών θα μπορούσε να αλλοιώσει την ομοιόμορφη εφαρμογή του τελωνειακού κώδικα εντός της Ένωσης.

68.

Οι ανεπιθύμητες συνέπειες των εν λόγω αποκλίσεων θα μπορούσαν να αμβλυνθούν με τη λήψη πρόσφορων μέτρων σε επίπεδο Ένωσης, είτε εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης, είτε, ενδεχομένως, κατ’ εφαρμογήν της προβλεπόμενης από τα άρθρα 247 και 247α του τελωνειακού κώδικα διαδικασίας ( 24 ).

69.

Αντιθέτως, δεδομένων, αφενός, της σιωπής του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα και, αφετέρου, της εναπομένουσας αρμοδιότητας των κρατών μελών, φρονώ ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν νομιμοποιείται να υποκαταστήσει τον νομοθέτη της Ένωσης καθιερώνοντας, διά της νομολογιακής οδού, συγκεκριμένη αποσβεστική προθεσμία. Ο δικαστής της Ένωσης θα μπορούσε ενδεχομένως να ελέγχει, κατά το παρόν στάδιο εξελίξεως της τελωνειακής νομοθεσίας, τον εύλογο χαρακτήρα των προθεσμιών που προβλέπουν τα κράτη μέλη για την κάλυψη του κενού του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα, υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

70.

Στο πλαίσιο αυτό και μολονότι δεν είναι βέβαιο ότι αντίστοιχη περίπτωση θα μπορούσε να ανακύψει στην πράξη, σε τέτοιο έλεγχο θα μπορούσε να υποβληθεί κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα, προκειμένου για την απόσβεση του δικαιώματος εκ των υστέρων ελέγχου τελωνειακής διασαφήσεως, προθεσμία βραχύτερη εκείνης των τριών ετών που ισχύει για τη γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής, κατά το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα.

71.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο θα καλείτο να εξακριβώσει εάν η απαγόρευση εκ των υστέρων ελέγχου τελωνειακών διασαφήσεων μετά την εκπνοή προθεσμίας βραχύτερης των τριών ετών εμποδίζει στην πράξη τις τελωνειακές αρχές να ανακτήσουν, εν όλω ή εν μέρει, τελωνειακή οφειλή γεννηθείσα προ της προβλεπόμενης από το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα τριετούς προθεσμίας, ενδεχόμενο που θα είχε επίσης ως συνέπεια τη βλάβη των χρηματοοικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

72.

Ομοίως, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει καθορίσει συγκεκριμένη αποσβεστική προθεσμία μετά την εκπνοή της οποίας οι τελωνειακές αρχές δεν δύνανται πλέον να προβούν σε εκ των υστέρων έλεγχο τελωνειακής διασαφήσεως δεν πρέπει να οδηγεί σε αγνόηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα αποσβεστικής προθεσμίας. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, τα ενδεχόμενα αποτελέσματα ενός τέτοιου εκ των υστέρων ελέγχου θα μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμα μόνο για το μέλλον, στην περίπτωση κατά την οποία ο διασαφιστής προτίθεται να εισαγάγει πανομοιότυπα εμπορεύματα εντός της Ένωσης.

73.

Συνεπώς, κρίνω σκόπιμη τη συμπλήρωση της προτεινόμενης επί της ερμηνείας του άρθρου 70 του τελωνειακού κώδικα απαντήσεως με το στοιχείο ότι το άρθρο 78 του εν λόγω κώδικα έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών κράτους μέλους επέκταση των αποτελεσμάτων εκ των υστέρων ελέγχων τελωνειακών διασαφήσεων σε άλλες τελωνειακές διασαφήσεις, ακόμη και προγενέστερες, υπό τον όρον ότι τα εμπορεύματα που καλύπτονται από το σύνολο των εν λόγω διασαφήσεων είναι πανομοιότυπα και χωρίς ο εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων αυτών να παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα αγνοήσεως της αποσβεστικής προθεσμίας που ισχύει για τη γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής στον οφειλέτη, συμφώνως προς το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, στοιχείο που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

III – Πρόταση

74.

Για το σύνολο των προεκτεθέντων λόγων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει επί των υποβληθέντων από το Augstākās tiesas Senāts προδικαστικών ερωτημάτων τις ακόλουθες απαντήσεις:

«1)

Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, δεν διέπει την κατάσταση εκ των υστέρων έλεγχου εμπορευμάτων μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής και δεν επιτρέπει την επέκταση των αποτελεσμάτων ελέγχου εμπορευμάτων περιλαμβανόμενων σε διάφορες τελωνειακές διασαφήσεις σε εμπορεύματα, ακόμη και πανομοιότυπα, τα οποία έχουν αποτελέσει αντικείμενο προγενέστερων διασαφήσεων.

2)

Το άρθρο 78 του κανονισμού 2913/92 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών κράτους μέλους επέκταση των αποτελεσμάτων εκ των υστέρων ελέγχων τελωνειακών διασαφήσεων σε άλλες τελωνειακές διασαφήσεις, ακόμη και προγενέστερες, υπό τον όρον ότι τα εμπορεύματα που καλύπτονται από το σύνολο των εν λόγω διασαφήσεων είναι πανομοιότυπα και χωρίς ο εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων αυτών να παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα αγνοήσεως της αποσβεστικής προθεσμίας που ισχύει για τη γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής στον οφειλέτη, συμφώνως προς το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, στοιχείο που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1). Οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού έχουν τροποποιηθεί επανειλημμένως, πλην όμως οι τροποποιήσεις αυτές δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο κανονισμός 2913/92 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας) (ΕΕ L 145, σ. 1), ο οποίος ισχύει μόλις από της 24ης Ιουνίου 2013.

( 3 ) Συναφώς βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑404/08 και C‑409/08, Investitionsbank Sachsen-Anhalt (σκέψεις 28 έως 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 4 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 5 ) Βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, C-290/01, Derudder (Συλλογή 2004, σ. I-2041, σκέψη 43).

( 6 ) Συναφώς βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, C‑268/11, Gülbahce (σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 7 ) Βλ. συναφώς, το σημείο 57 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2002, C-379/00, Overland Footwear (Συλλογή 2002, σ. I-11133). Επισημαίνεται ότι, με την απόφασή του (βλ. σκέψη 22 αυτής), το Δικαστήριο έκρινε ότι παρείλκε η απόφανσή του επί της ερμηνείας του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα.

( 8 ) Βλ., προκειμένου για το περιθώριο εκτιμήσεως, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, C‑608/10, C‑10/11 και C‑23/11, Südzucker κ.λπ. (σκέψη 48), ενώ, προκειμένου για τη δυνατότητα επανεξετάσεως ακόμη και άνευ ελέγχου αυτών καθ’ εαυτά των εμπορευμάτων, προπαρατεθείσα απόφαση Südzucker κ.λπ. (σκέψη 50) και απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑320/11, C‑330/11, C‑382/11 και C‑383/11, Digitalnet κ.λπ. (σκέψη 66).

( 9 ) Υπενθυμίζεται χάριν πληρότητας ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω όρου εμπίπτουν τόσο ουσιαστικά σφάλματα ή παραλείψεις όσο και σφάλματα ερμηνείας του εφαρμοστέου δικαίου: βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, C-430/08 και C-431/08, Terex Equipment κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I-321, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 10 ) Βλ., συναφώς, Berr C.J. και Trémeau H., Le droit douanier communautaire et national, 6η έκδοση, Economica, Παρίσι, 2004, σ. 179.

( 11 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, C-468/03, Overland Footwear (Συλλογή 2005, σ. I-8937, σκέψη 64).

( 12 ) Βλ. το σημείο 33 των προτάσεων που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας L. Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, Overland Footwear.

( 13 ) Βλ. έκτη αιτιολογική σκέψη του τελωνειακού κώδικα.

( 14 ) Όπ.π.

( 15 ) Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη του τελωνειακού κώδικα.

( 16 ) Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2005 Overland Footwear (σκέψη 53) και Terex Equipment κ.λπ. (σκέψη 63). Η εν λόγω διαγραφή διέπεται από το άρθρο 236 του τελωνειακού κώδικα: βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Terex Equipment κ.λπ. (σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Derudder (σκέψη 45).

( 18 ) Βλ., συναφώς, στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου εμπορευμάτων (βοείου κρέατος) εκ μέρους των εθνικών αρχών ο οποίος οδήγησε σε αιτήσεις αποδόσεως επιστροφών λόγω εξαγωγής οι οποίες είχαν χορηγηθεί σε επιχειρηματία, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-436/98, HMIL (Συλλογή 2000, σ. I-10555, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 19 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, C‑294/11, Elsacom (σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 20 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-201/04, Molenbergnatie (Συλλογή 2006, σ. I-2049, σκέψεις 40 και 41), και της 28ης Ιανουαρίου 2010, C-264/08, Direct Parcel Distribution Belgium (Συλλογή 2010, σ. I-731, σκέψη 43).

( 21 ) Το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο υποθέσεως σχετικής με την ερμηνεία του άρθρου 236, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, το οποίο θέτει χρονικό όριο τριών ετών στην επιστροφή μη οφειλόμενων τελωνειακών δασμών, ότι, ανεξαρτήτως του καθορισμού της από το εθνικό δίκαιο ή από το δίκαιο της Ένωσης, μια εύλογη αποσβεστική προθεσμία λειτουργεί προς όφελος της ασφάλειας δικαίου και δεν εμποδίζει την εκ μέρους του ιδιώτη άσκηση των δικαιωμάτων που του απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης: βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, C‑533/10, CIVAD (σκέψη 23).

( 22 ) Βλ. άρθρο 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 374/90 της 8ης Νοεμβρίου 1990, το οποίο ορίζει: «[l]a revisione (dell’accertamento divenuto definitivo) è eseguita d’ufficio, ovvero quando l’operatore interessato ne abbia fatta richiesta con istanza presentata, a pena di decadenza, entro il termine di tre anni dalla data in cui l’accertamento e divenuto definitivo». Βλ. επίσης De Cicco, A., Legislazione e tecnica doganale, G. Giappichelli Editore, Τορίνο, 2003, σ. 524.

( 23 ) Καθώς και με την προθεσμία η οποία προβλέπεται για τις αιτήσεις επιστροφής μη νομίμως οφειλομένων εισαγωγικών δασμών, κατά το άρθρο 236, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα.

( 24 ) Πρόκειται για την αποκαλούμενη κανονιστική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή τελωνειακού κώδικα με σκοπό την έκδοση των απαιτουμένων για την εφαρμογή του κώδικα μέτρων.