61996J0289

Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 1999. - Βασίλειο της Δανίας, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμßουλίου - Κανονισμός (ΕΚ) 1107/96 της Επιτροπής - Καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως - "Φέτα". - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-289/96, C-293/96 και C-299/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-01541


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Γεωργία - Ομοιόμορφες νομοθεσίες - Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϋόντων και των τροφίμων - Καταχώρηση δυνάμει του κανονισμού 2081/92 - Μη δυνάμενες να καταχωρηθούν ονομασίες - Ονομασίες που έχουν καταστεί κοινές - Έννοια - Περιεχόμενο

(Κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου, άρθρο 3 §§ 1 και 3)

2 Γεωργία - Ομοιόμορφες νομοθεσίες - Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϋόντων και των τροφίμων - Κανονισμός 2081/92 - Απλοποιημένη διαδικασία - Αποκλεισμός των κοινών ονομασιών - Κριτήρια αξιολογήσεως - Κανονισμός που αφορά την καταχώρηση της ονομασίας «φέτα» ως ονομασίας προελεύσεως - Ξρήση της ιδίας ονομασίας σε άλλα κράτη μέλη πλην του αιτούντος την καταχώρηση κράτους - Δεν λαμβάνεται υπόψη - Ακυρότητα

(Κανονισμός 2081/92 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, 7 και 17 § 2· κανονισμός 1107/96 της Επιτροπής)

Περίληψη


1 Από το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϋόντων και των τροφίμων, που αναθέτει στο Συμβούλιο τη θέσπιση ενός μη διεξοδικού ενδεικτικού καταλόγου των ονομασιών των γεωργικών προϋόντων οι οποίες θεωρούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, ότι έχουν καταστεί κοινές, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να καταχωρηθούν δυνάμει του κανονισμού, προκύπτει ότι ο ορισμός που δίδει η τελευταία αυτή παράγραφος στην έννοια «ονομασία που έχει καταστεί κοινή» ισχύει και για τις ονομασίες που ήσαν ανέκαθεν κοινές.

2 Μολονότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2081/92 προβλέπει ότι το άρθρο 7 αυτού, που καθιερώνει διαδικασία υποβολής ενστάσεων κατά της καταχωρήσεως ονομασιών προελεύσεως και γεωγραφικών ενδείξεων, δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της απλοποιημένης διαδικασίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 17 για την καταχώρηση των ονομασιών που υπήρχαν ήδη κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού, η καταχώρηση δυνάμει της διαδικασίας αυτής προϋποθέτει, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κανονικής διαδικασίας, να είναι οι ονομασίες σύμφωνες προς τους ουσιαστικούς κανόνες του κανονισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 2081/92 καθιστά την ύπαρξη προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά λόγο παραδεκτού μιας ενστάσεως, διακρινόμενο του αντλούμενου από τον κοινό χαρακτήρα της ονομασίας της οποίας ζητείται η καταχώρηση, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι η πρώτη από τις δύο αυτές περιστάσεις δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια ονομασία έχει καταστεί κοινή, αλλά, αντιθέτως, εμφαίνει ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών καταχωρήσεως μιας ονομασίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά και έχουν, επομένως, διατεθεί νομίμως στο εμπόριο με την ονομασία αυτή σε άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους προελεύσεως, που ζητεί την καταχώρηση.

Όμως, κατά την καταχώρηση της ονομασίας «φέτα», η Επιτροπή ουδόλως έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται από μακρού χρόνου σε ορισμένα κράτη μέλη πέραν της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επομένως, δεν έλαβε δεόντως υπόψη όλους τους παράγοντες που όφειλε να λάβει υπόψη δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 1107/96 πρέπει να ακυρωθεί, στο μέτρο που περιέλαβε την καταχώρηση της ονομασίας «φέτα» ως ελεγχομένης ονομασίας προελεύσεως.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-289/96, C-293/96 και C-299/96,

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον P. Biering, προϋστάμενο τμήματος στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Δανίας, 4, boulevard Royal,

προσφεύγον στην υπόθεση C-289/96,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους E. Rφder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και A. Dittrich, Regierungsdirektor στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, Postfach 13 08, D - 53003, Bόννη,

προσφεύγουσα στην υπόθεση C-293/96,

και

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια διεθνούς οικονομικού και κοινοτικού δικαίου στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον G. Mignot, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph II,

προσφεύγουσα στην υπόθεση C-299/96,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης

- στην υπόθεση C-289/96 από τους J. L. Iglesias Buhigues, νομικό σύμβουλο, και H. Stψvlbζk, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

- στην υπόθεση C-293/96 από τον J. L. Iglesias Buhigues και τον U. Wφlker, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

- στην υπόθεση C-299/96 από τον J. L. Iglesias Buhigues και τον G. Berscheid, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένης από την

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Παπαγεωργόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους (υπόθεση C-293/96), τον Ι. Ξαλκιά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (υποθέσεις C-289/96 και C-299/96), και την Ι. Γαλάνη-Μαραγκουδάκη, βοηθό ειδικό νομικό σύμβουλο στην ειδική νομική υπηρεσία Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών (υποθέσεις C-289/96, C-293/96 και C-299/96), με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ελλάδος, 117, Val Sainte-Croix,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1107/96 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1996, σχετικά με την καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 148, σ. 1), στο μέτρο που προβαίνει στην καταχώρηση της ονομασίας «φέτα» ως προστατευομένης ονομασίας προελεύσεως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn, G. Hirsch και P. Jann, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, J. L. Murray, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm, L. Sevσn, M. Wathelet και R. Schintgen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουνίου 1998, κατά την οποία το Βασίλειο της Δανίας εκπροσωπήθηκε από τον J. Molde, προϋστάμενο τμήματος στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τον A. Dittrich, η Γαλλική Δημοκρατία από τον G. Mignot, η Ελληνική Δημοκρατία από τον Δ. Παπαγεωργόπουλο, τον Ι. Ξαλκιά και την Ι. Γαλάνη-Μαραγκουδάκη, και η Επιτροπή από τους J. L. Iglesias Buhigues, H. Stψvlbζk και G. Berscheid,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Αυγούστου, 9 Σεπτεμβρίου και 12 Σεπτεμβρίου 1996, αντιστοίχως, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1107/96 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1996, σχετικά με την καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 148, σ. 1, στο εξής: επίδικος κανονισμός), στο μέτρο που προβαίνει στην καταχώρηση της ονομασίας «φέτα» ως προστατευομένης ονομασίας προελεύσεως (στο εξής: ΠΟΠ).

2 Mε τρεις διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Δεκεμβρίου 1996, της 21ης Ιανουαρίου και της 19ης Φεβρουαρίου 1997, η αίτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας να παρέμβει στις τρεις υποθέσεις προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής έγινε δεκτή.

3 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 1997, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των τριών αυτών υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Το κανονιστικό πλαίσιο

4 Κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του επίδικου κανονισμού, που άρχισε να ισχύει την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 21 Ιουνίου 1996, «οι επωνυμίες που αναγράφονται στο παράρτημα καταχωρούνται ως προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις (ΠΓΕ) ή προστατευόμενες ονομασίες προελεύσεως (ΠΟΠ) δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92». Το αναφερόμενο στη διάταξη αυτή παράρτημα περιλαμβάνει στο μέρος του Α, που επιγράφεται «Προϋόντα του παραρτήματος ΙΙ της Συνθήκης που προορίζονται για κατανάλωση», υπό την κατηγορία «Τυριά», «Ελλάδα», την ονομασία «Φέτα (ΠΟΠ)».

5 Ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε κατ' εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϋόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 208, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), ιδίως δε κατ' εφαρμογήν του άρθρου 17 του κανονισμού αυτού.

6 Ο βασικός κανονισμός, που άρχισε να ισχύει στις 25 Ιουλίου 1993, υπενθυμίζει, στην έβδομη αιτιολογική του σκέψη, «ότι (...) οι εθνικές πρακτικές εφαρμογής των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων είναι προς το παρόν ανόμοιες· ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί κοινοτική θεώρηση· ότι, πράγματι, ένα πλαίσιο κοινοτικών κανόνων που θα περιλαμβάνει ένα καθεστώς προστασίας, θα επιτρέψει στις γεωγραφικές ενδείξεις και στις ονομασίες προελεύσεως να αναπτυχθούν, λόγω του ότι το πλαίσιο αυτό θα εγγυάται, με μια πιο ενιαία θεώρηση, ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών προϋόντων που δικαιούνται αυτών των ενδείξεων, και θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αξιοπιστία αυτών των προϋόντων στα μάτια των καταναλωτών». Στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη αναφέρεται ότι, «για να δικαιούνται προστασίας σε κάθε κράτος μέλος, οι γεωγραφικές ενδείξεις και οι ονομασίες προελεύσεως πρέπει να καταχωρούνται σε κοινοτικό επίπεδο (...)».

7 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α) "ονομασία προελεύσεως": το όνομα μιας περιοχής, ενός συγκεκριμένου τόπου ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μιας χώρας, το οποίο χρησιμοποιείται στην περιγραφή ενός γεωργικού προϋόντος ή ενός τροφίμου:

- που κατάγεται από αυτή την περιοχή, το συγκεκριμένο τόπο ή τη χώρα αυτή

και

- του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο γεωγραφικό περιβάλλον, που περιλαμβάνει τους φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες, και του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία λαμβάνουν χώρα στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή·

(...).»

8 Η παράγραφος 3 της ίδιας αυτής διατάξεως προσθέτει τα εξής:

«Θεωρούνται ωσαύτως ως ονομασίες προελεύσεως ορισμένες παραδοσιακές, γεωγραφικές ή μη, ονομασίες, που περιγράφουν γεωργικό προϋόν ή τρόφιμο καταγωγής μιας περιοχής ή ενός συγκεκριμένου τόπου και το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, στοιχείο αα, δεύτερη περίπτωση.»

9 Το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού ορίζει:

«1. Οι ονομασίες που έχουν καταστεί κοινές δεν καταχωρούνται.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως "ονομασία που έχει καταστεί κοινή" νοείται το όνομα ενός γεωργικού προϋόντος ή ενός τροφίμου το οποίο, αν και αναφέρεται στον τόπο ή την περιοχή όπου το εν λόγω γεωργικό προϋόν ή τρόφιμο έχει αρχικά παραχθεί ή [διατεθεί στο εμπόριο], έχει πλέον καταστεί κοινό όνομα ενός γεωργικού προϋόντος ή ενός τροφίμου.

Για να διαπιστωθεί αν ένα όνομα έχει καταστεί κοινό, λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες, και ιδίως:

- η υφισταμένη κατάσταση στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το όνομα και στις περιοχές κατανάλωσης,

- η κατάσταση που επικρατεί σε άλλα κράτη μέλη,

- η οικεία, εθνική ή κοινοτική, νομοθεσία.

Εάν, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 6 και 7, μια αίτηση καταχωρήσεως απορρίπτεται διότι μια ονομασία έχει καταστεί κοινή, η Επιτροπή δημοσιεύει την απόφαση αυτή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων.

2. (...)

3. Πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία βάσει πρότασης της Επιτροπής, καταρτίζει και δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων έναν μη διεξοδικό, ενδεικτικό κατάλογο των ονομασιών των γεωργικών προϋόντων ή τροφίμων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και θεωρούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ότι έχουν καταστεί κοινές και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να καταχωρηθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»

10 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι «για να δικαιούται προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως (ΠΟΠ) ή προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) ένα γεωργικό προϋόν ή ένα τρόφιμο πρέπει να ανταποκρίνεται σε προδιαγραφές». Από την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι στις προδιαγραφές συγκαταλέγονται το όνομα του προϋόντος που περιλαμβάνει την ονομασία προελεύσεως ή τη γεωγραφική ένδειξη, η περιγραφή του προϋόντος που περιλαμβάνει, ενδεχομένως, τις πρώτες ύλες και τα κυριότερα φυσικά, χημικά, μικροβιολογικά ή/και οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, η οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής, τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το γεωργικό προϋόν ή το τρόφιμο κατάγεται από τη γεωγραφική περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, η περιγραφή της μεθόδου παραγωγής του προϋόντος, καθώς και τα στοιχεία που αποδεικνύουν τον δεσμό με το γεωγραφικό περιβάλλον ή με τη γεωγραφική καταγωγή, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

11 Τα άρθρα 5 έως 7 του βασικού κανονισμού καθιερώνουν μια διαδικασία καταχωρήσεως, που αποκαλείται «συνήθης διαδικασία».

12 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, η αίτηση καταχωρήσεως απευθύνεται στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η οικεία γεωγραφική περιοχή. Κατά την παράγραφο 5 της διατάξεως αυτής, το κράτος μέλος ελέγχει εάν η αίτηση είναι αιτιολογημένη και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή, συνοδευόμενη, μεταξύ άλλων, από τις προδιαγραφές.

13 Κατά το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, η Επιτροπή ελέγχει, εντός προθεσμίας έξι μηνών, με εξέταση κατά τους τύπους, εάν η αίτηση καταχωρήσεως περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 4. Εάν η Επιτροπή καταλήξει ότι η ονομασία πληροί τις προϋποθέσεις προστασίας, προβαίνει σε δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων. Εάν δεν της κοινοποιηθεί καμία ένσταση κράτους μέλους ή ενδιαφερομένου φυσικού ή νομικού προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 7, η Επιτροπή καταχωρεί την ονομασία σε μητρώο που επιγράφεται «Μητρώο προστατευομένων ονομασιών προελεύσεως και προστατευομένων γεωγραφικών ενδείξεων». Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, oι καταχωρηθείσες στο μητρώο ονομασίες δημοσιεύονται στη συνέχεια στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων.

14 Το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού καθιερώνει μια διαδικασία υποβολής ενστάσεων κατά της καταχωρήσεως. Κατά την παράγραφο 4 αυτού, «για να είναι παραδεκτή, η ένσταση πρέπει:

- είτε να αποδεικνύει ότι δεν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 2

- είτε να αποδεικνύει ότι η καταχώρηση του προτεινόμενου ονόματος θα ζημίωνε την ύπαρξη πλήρως ή μερικώς ομώνυμης ονομασίας ή σήματος ή την ύπαρξη προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά τη στιγμή της δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων

- είτε να προσδιορίζει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο κοινός χαρακτήρας του ονόματος του οποίου ζητείται η καταχώρηση».

15 Η δεύτερη περίπτωση της διατάξεως αυτής τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 535/97 του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 83, σ. 3), οπότε, από της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού αυτού, στις 28 Μαρτίου 1997, μια ένσταση είναι παραδεκτή εφόσον αποδεικνύεται ότι η καταχώρηση θίγει την ύπαρξη προϋόντων τα οποία διατίθενται νομίμως στην αγορά «κατά την τελευταία πενταετία πριν από τη δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2», που είναι η πρώτη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως.

16 Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού:

«Όταν μια ένσταση είναι παραδεκτή κατά την έννοια της παραγράφου 4, η Επιτροπή καλεί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να επιδιώξουν την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ τους, σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες, εντός προθεσμίας τριών μηνών:

α) εάν επιτευχθεί η συμφωνία αυτή, τα εν λόγω κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα στοιχεία που επέτρεψαν την επίτευξη της εν λόγω συμφωνίας καθώς και τη γνωμοδότηση του αιτούντος και του ενισταμένου. Εάν δεν τροποποιήθηκαν τα στοιχεία που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 5, η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4. Στην αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή κινεί εκ νέου τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 7·

β) εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15, λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές και παραδοσιακές χρήσεις και τους πράγματι υφιστάμενους κινδύνους σύγχυσης. Εάν αποφασιστεί να γίνει η καταχώρηση, η Επιτροπή προβαίνει στη δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4.»

17 Το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1. Οι καταχωρημένες ονομασίες προελεύσεως προστατεύονται από:

α) οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση μιας καταχωρημένης ονομασίας για προϋόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώρηση, εφόσον τα προϋόντα αυτά είναι συγκρίσιμα με τα προϋόντα που έχουν καταχωρηθεί με την ονομασία αυτή ή εφόσον η χρήση αυτή αποτελεί εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας·

β) κάθε αντιποίηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϋόντος ή εάν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως: "είδος", "τύπος", "μέθοδος", "τρόπος", "απομίμηση" ή παρόμοιες·

γ) οποιαδήποτε άλλη ψευδή ή απατηλή ένδειξη όσον αφορά την προέλευση, την καταγωγή, τη φύση ή τις ουσιαστικές ιδιότητες του προϋόντος, αναγραφόμενη στη συσκευασία ή το περιτύλιγμα, στο διαφημιστικό υλικό ή σε έγγραφα που αφορούν το συγκεκριμένο προϋόν, καθώς και τη χρησιμοποίηση για τη συσκευασία του προϋόντος δοχείου που μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη εντύπωση ως προς την καταγωγή του·

δ) οποιαδήποτε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει το κοινό όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϋόντος.

Όταν μια καταχωρημένη ονομασία περιέχει την ονομασία ενός γεωργικού προϋόντος ή τροφίμου που θεωρείται κοινή, η χρήση αυτής της κοινής ονομασίας για το συγκεκριμένο γεωργικό προϋόν ή τρόφιμο δεν θεωρείται ότι αντιτίθεται στα στοιχεία αα ή ββ του πρώτου εδαφίου.

2. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν τα εθνικά μέτρα τα οποία επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση των εκφράσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχείο ββ, κατ' ανώτατο όριο για μια πενταετία μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού, εφόσον:

- τα προϋόντα είχαν [διατεθεί] νόμιμα [στο εμπόριο], με τη χρησιμοποίηση αυτής της έκφρασης, επί πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού,

- από τη σήμανση προκύπτει σαφώς η πραγματική καταγωγή του προϋόντος.

Εντούτοις, η εξαίρεση αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στην ελεύθερη εμπορία των προϋόντων στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο έχουν απαγορευθεί οι εκφράσεις αυτές.

3. Οι προστατευόμενες ονομασίες δεν μπορούν να μεταπέσουν σε κοινές.»

18 Ενόψει ιδίως του ότι η πρώτη πρόταση καταχωρήσεως των γεωγραφικών ενδείξεων και ονομασιών προελεύσεων δεν υποβλήθηκε στο Συμβούλιο παρά τον Μάρτιο του 1996, ενώ δηλαδή είχε παρέλθει το μεγαλύτερο μέρος της πενταετούς μεταβατικής περιόδου που προέβλεπε στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο κανονισμός 535/97 αντικατέστησε τη διάταξη αυτή με την ακόλουθη:

«Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, στοιχεία αα και ββ, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν εθνικά μέτρα που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση των ονομασιών που έχουν καταχωρηθεί δυνάμει του άρθρου 17, για μια πενταετία, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της καταχωρήσεως, εφόσον:

- τα προϋόντα είχαν διατεθεί νομίμως με τις ονομασίες αυτές στο εμπόριο επί πενταετία, τουλάχιστον, προ της δημοσιεύσεως του παρόντος κανονισμού

- οι επιχειρήσεις εμπορεύονται νομίμως τα εν λόγω προϋόντα με συνεχή χρησιμοποίηση των ονομασιών κατά την περίοδο που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο

- από τη σήμανση προκύπτει σαφώς η πραγματική καταγωγή του προϋόντος.

Εντούτοις, η παρέκκλιση αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στην ελεύθερη εμπορία των προϋόντων στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο οι ονομασίες αυτές έχουν απαγορευθεί.»

19 Για τη θέσπιση των προβλεπομένων στον βασικό κανονισμό μέτρων, ο κανονισμός αυτός προβλέπει, στο άρθρο 15, τα εξής:

«Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνωμοδότηση της για το σχέδιο αυτό σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνωμοδότηση διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στην επιτροπή, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα σχεδιαζόμενα μέτρα όταν είναι σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της επιτροπής.

Όταν τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της επιτροπής, ή ελλείψει γνωμοδότησης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Εάν, μετά την παρέλευση προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της πρότασης στο Συμβούλιο, το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή.»

20 Tο άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, που καθιερώνει μια διαδικασία καταχωρήσεως που αποκαλείται «απλοποιημένη διαδικασία» και εφαρμόζεται στην καταχώρηση των ονομασιών που υπήρχαν ήδη κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού, ορίζει τα εξής:

«1. Εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή ποιες από τις νομίμως προστατευόμενες ονομασίες τους ή, στα κράτη μέλη όπου δεν υπάρχει σύστημα προστασίας, ποιες από τις ονομασίες που έχουν καθιερωθεί με τη χρήση επιθυμούν να καταχωρήσουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2. Η Επιτροπή καταχωρεί, με τη διαδικασία του άρθρου 15, τις ονομασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 οι οποίες συμφωνούν με τα άρθρα 2 και 4. Το άρθρο 7 δεν εφαρμόζεται. Ωστόσο, οι κοινές ονομασίες δεν καταχωρούνται.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν την εθνική προστασία των ονομασιών που ανακοινώνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέχρι την ημερομηνία που θα ληφθεί απόφαση για την καταχώρηση.»

21 Κατά την έκδοση του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζήτησαν να καταχωρηθεί στα πρακτικά της συνεδριάσεως του Συμβουλίου μια δήλωση με την οποία υπενθύμισαν, αφενός, ότι «το άρθρο 3 του κανονισμού ορίζει ότι κοινές ονομασίες δεν επιτρέπεται να καταχωρηθούν ως προστατευόμενος προσδιορισμός (...)» και, αφετέρου, ότι, «για τις περιπτώσεις γεωργικών προϋόντων και τροφίμων που διετίθεντο νομίμως στην αγορά πριν από τη θέσπιση του κανονισμού και για τα οποία είναι δυνατό να υποβληθεί αίτηση καταχωρήσεως, έχει προβλεφθεί ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της καταχωρήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού». Τα εν λόγω όργανα προσέθεσαν ότι το άρθρο αυτό «ορίζει σαφώς ότι η ύπαρξη ενός νομίμως διατιθεμένου στην αγορά προϋόντος αποτελεί, καθεαυτή, λόγο παραδεκτής ενστάσεως και ότι για την έκδοση της σχετικής αποφάσεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι θεμιτές και παραδοσιακές χρήσεις και οι πράγματι υφιστάμενοι κίνδυνοι σύγχυσης». Τα όργανα αυτά υπογράμμισαν επίσης ότι «σκοπός του παρόντος κανονισμού δεν είναι να παρεμποδιστεί η συνέχιση της διάθεσης στην αγορά προϋόντων που πωλούνταν νομίμως μέσα στην Κοινότητα στις 30 Ιουνίου 1992, εφόσον τα προϋόντα αυτά δεν αντιβαίνουν προς τα κριτήρια τα σχετικά με τις θεμιτές και παραδοσιακές χρήσεις και τους πράγματι υφιστάμενους κινδύνους σύγχυσης».

Τα πραγματικά περιστατικά

22 Προκειμένου να καταρτίσει το σχέδιο μη διεξοδικού ενδεικτικού καταλόγου των ονομασιών που πρέπει να θεωρούνται κοινές, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να καταχωρηθούν δυνάμει του βασικού κανονισμού, κατάλογο τον οποίο όφειλε να καταρτίσει το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, πριν από τη θέση σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού, στις 25 Ιουλίου 1993, η Επιτροπή ζήτησε από τα κράτη μέλη, από τον Ιούλιο του 1992, να της γνωστοποιήσουν τις ονομασίες των προϋόντων που θεωρούσαν ότι μπορούσαν να αναγνωριστούν ως κοινές ονομασίες. Τον Μάρτιο του 1995, η Επιτροπή απηύθυνε παρόμοιες αιτήσεις στα τρία νέα κράτη μέλη.

23 Από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως του Συμβουλίου για την κατάρτιση μη διεξοδικού ενδεικτικού καταλόγου των ονομασιών των γεωργικών προϋόντων και τροφίμων που θεωρούνται κοινές, ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92 (στο εξής: πρόταση αποφάσεως), την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στις 6 Μαρτίου 1996 [έγγραφο COM(96) 38 τελικό], προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε τη συνεργασία των κρατών μελών προκειμένου να έχει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη γενική άποψη της καταστάσεως σ' έναν τομέα όπου θεωρούσε σκόπιμο, ενόψει των σημαντικών ιδιωτικών συμφερόντων οικονομικής φύσεως που διακυβεύονται, να ενεργήσει με εξαιρετική προσοχή και κατά τρόπο ουδέτερο και αντικειμενικό.

24 Ενόψει των εξαιρετικά ποικίλων και ασαφών προτάσεων που έλαβε από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή αποφάσισε ότι έπρεπε να χαρακτηριστούν κοινές οι ονομασίες που πληρούσαν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

«α) Έχουν προταθεί από οκτώ ή περισσότερα κράτη μέλη.

(...)

β) Το κράτος μέλος καταγωγής είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση Stresa [της 1ης Ιουνίου 1951, σχετικά με τη χρήση των ονομασιών προελεύσεως και ονομασιών τυριών] ή/και έχει περιλάβει την ονομασία στον πίνακα που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή.

(...)

γ) Δεν προστατεύονται από διεθνείς συμφωνίες (διμερείς ή άλλες συμβάσεις) σε κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλος καταγωγής.

(...)»

25 Από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, στην περίπτωση της ονομασίας «φέτα», η Επιτροπή είχε δεχθεί, πολλές φορές, έντονες αντιδράσεις όσον αφορά τον κοινό χαρακτήρα της.

26 Συναφώς, από τον φάκελο προκύπτει, πρώτον, ότι τα περισσότερα κράτη μέλη είχαν ζητήσει από την Επιτροπή να περιλάβει την ονομασία «φέτα» στον κατάλογο των κοινών ονομασιών τον οποίο κατάρτιζε.

27 Δεύτερον, η ονομασία αυτή προστατευόταν από σύμβαση μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και του Βασιλείου της Ελλάδος, που συνάφθηκε στις 20 Ιουνίου 1972, κατ' εφαρμογήν της συμφωνίας της 5ης Ιουνίου 1970 μεταξύ των δύο αυτών κρατών, και αφορούσε την προστασία των ενδείξεων προελεύσεως, ονομασιών καταγωγής και χαρακτηρισμών προϋόντων της γεωργίας, βιομηχανίας και βιοτεχνίας (BGBl. αριθ. 378/1972 και 379/1972· sterreichisches Patentblatt αριθ. 11/1972, της 15ης Νοεμβρίου 1972).

28 Τέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση είχε διαβιβάσει εν τω μεταξύ στην Επιτροπή, με έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 1994, τους φακέλους σχετικά με τις ονομασίες των οποίων ζητούσε την καταχώρηση ως ονομασιών προελεύσεως ή γεωγραφικών ενδείξεων, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού.

29 Ο φάκελος σχετικά με την ονομασία «φέτα», της οποίας η καταχώρηση ως ΠΟΠ είχε ζητηθεί από την Ελληνική Δημοκρατία, περιελάμβανε ένα σύνολο πληροφοριακών στοιχείων σχετικών, μεταξύ άλλων, με τη γεωγραφική προέλευση της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του προϋόντος, τις φυσικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή όπου παράγεται η πρώτη αυτή ύλη, τα είδη και τις φυλές των ζώων από τα οποία παράγεται το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή της φέτας, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εν λόγω γάλακτος, τις μεθόδους παρασκευής του τυριού και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του.

30 Στον φάκελο είχε προσαρτηθεί επίσης το κείμενο της υπουργικής αποφάσεως 313025, της 11ης Ιανουαρίου 1994, περί αναγνωρίσεως της προστατευομένης ονομασίας προελεύσεως (ΠΟΠ) του τυριού φέτα (στο εξής: υπουργική απόφαση).

31 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της υπουργικής αυτής αποφάσεως, «η ονομασία "ΦΕΤΑ" (FETA) αναγνωρίζεται ως προστατευομένη ονομασία προελεύσεως (ΠΟΠ) για το λευκό τυρί άλμης που παράγεται παραδοσιακά στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στις περιοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, από γάλα πρόβειο ή μίγμα αυτού με γίδινο».

32 Κατά την παράγραφο 2 της ιδίας αυτής διατάξεως, «το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή της "ΦΕΤΑΣ" (FETA) πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από τις περιοχές Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Πελοποννήσου και του Νομού Λέσβου».

33 Οι λοιπές διατάξεις της υπουργικής αποφάσεως ορίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί το γάλα που προορίζεται για την παρασκευή του τυριού, τη μέθοδο παρασκευής της φέτας, τα κύρια χαρακτηριστικά της, ιδίως ποιοτικά, οργανοληπτικά και γευστικά, καθώς και τις ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά επί της συσκευασίας της.

34 Τέλος, το άρθρο της 6, παράγραφος 2, απαγορεύει την παρασκευή, εισαγωγή, εξαγωγή, διακίνηση και εμπορία με την ονομασία «φέτα» τυριού που δεν πληροί τις καθοριζόμενες με την υπουργική απόφαση προϋποθέσεις.

35 Στην αιτιολογική έκθεση σχετικά με την πρόταση αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, ενόψει όλων αυτών των στοιχείων, έκρινε αναγκαίο να ενεργήσει με ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά το ζήτημα αν η ονομασία «φέτα» είχε καταστεί κοινή και να συλλέξει, κατά συνέπεια, αδιάσειστες αποδείξεις προς στήριξη της ληπτέας αποφάσεώς της.

36 Προς τούτο, η Επιτροπή διενήργησε, τον Απρίλιο του 1994, δημοσκόπηση Ευρωβαρομέτρου μεταξύ 12 800 υπηκόων των δώδεκα κρατών που ήσαν τότε μέλη της Ευρωπαϋκής Κοινότητας. Για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι προέβη στη δημοσκόπηση αυτή, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο ότι ο βασικός κανονισμός «απαιτεί, για τους σκοπούς της δήλωσης μιας ονομασίας ως κοινής ονομασίας, να έχει καταστεί η ονομασία αυτή κοινή ονομασία ενός προϋόντος, δηλαδή να προσδιορίζει το ίδιο το προϋόν χωρίς να περιλαμβάνει για το κοινό αναφορά της γεωγραφικής προελεύσεως του προϋόντος».

37 Τα αποτελέσματα της δημοσκοπήσεως, όπως αναφέρονται στην τελική Έκθεση της 24ης Οκτωβρίου 1994, ήσαν τα ακόλουθα:

1. Κατά μέσον όρο, ένας στους πέντε πολίτες της Ευρωπαϋκής Ενώσεως έχει ήδη δει ή ακούσει την ονομασία «φέτα». Σε δύο όμως κράτη, ήτοι στην Ελληνική Δημοκρατία και στο Βασίλειο της Δανίας, όλοι σχεδόν αναγνωρίζουν την ονομασία αυτή.

2. Τα περισσότερα από τα άτομα που γνωρίζουν ή αναγνωρίζουν την ονομασία «φέτα» τη συνδέουν με τυρί, ενώ πολλοί απ' αυτούς δηλώνουν, πιο συγκεκριμένα, ότι πρόκειται για ελληνικό τυρί.

3. Τρία στα τέσσερα άτομα που γνωρίζουν την ονομασία «φέτα» διευκρινίζουν ότι παραπέμπει σε μια χώρα ή περιοχή με την οποία το προϋόν έχει κάποια σχέση.

4. Από τα άτομα που έχουν ήδη δει ή ακούσει την ονομασία «φέτα», το 37,2 % θεωρεί ότι πρόκειται για κοινή ονομασία, το 35,2 % θεωρεί ότι πρόκειται για προϋόν συγκεκριμένης προελεύσεως, ενώ οι υπόλοιποι δεν εξέφρασαν άποψη. Στη Δανία, η πλειονότητα των ατόμων (63 %) δηλώνει ότι πρόκειται για κοινή ονομασία, ενώ, στην Ελλάδα, το 52 % τη θεωρεί ως προϋόν συγκεκριμένης προελεύσεως.

5. Όσον αφορά το εάν πρόκειται για προϋόν κοινής ονομασίας ή για προϋόν συγκεκριμένης προελεύσεως, οι απόψεις των Ευρωπαίων διχάζονται επίσης, οσάκις λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον όσοι αναγνωρίζουν αυθόρμητα την ονομασία «φέτα», αλλά και εκείνοι στους οποίους διευκρινίστηκε ότι πρόκειται για τυρί: το 50 % δηλώνει ότι πρόκειται για προϋόν συγκεκριμένης προελεύσεως και το 47 % φρονεί ότι πρόκειται για κοινή ονομασία.

38 Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα και τη νομολογία των βρετανικών και των γερμανικών δικαστηρίων, κατά την οποία από το γεγονός ότι μια ονομασία είναι άγνωστη ή ελάχιστα γνωστή δεν μπορεί να συναχθεί ότι έχει κοινό χαρακτήρα, η Επιτροπή κατέληξε ότι «προκύπτει ότι η ονομασία "φέτα" δεν έχει καταστεί κοινή ονομασία προϋόντος αλλά συνεχίζει να δηλώνει, για τα περισσότερα άτομα που γνωρίζουν το προϋόν αυτό, προϋόν ελληνικής προελεύσεως».

39 Επιπλέον, η Επιτροπή υπέβαλε τον φάκελο της φέτας στην επιστημονική επιτροπή για τις ονομασίες προελεύσεως, τις γεωγραφικές ενδείξεις και τις βεβαιώσεις ιδιοτυπίας, που συστάθηκε με την απόφαση 93/53/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1992 (ΕΕ 1993, L 13, σ. 16). Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, η επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες που διαθέτουν υψηλού επιπέδου κατάρτιση και αρμοδιότητες στον νομικό και τον γεωργικό τομέα, εν γένει, και στον τομέα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ειδικότερα, έχει ως αποστολή να εξετάζει, μετά από αίτηση της Επιτροπής, όλα τα τεχνικά προβλήματα στο πλαίσιο της εφαρμογής, μεταξύ άλλων, του βασικού κανονισμού, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα προβλήματα σχετικά με τον κοινό χαρακτήρα και με τα στοιχεία καθορισμού της ονομασίας προελεύσεως και της γεωγραφικής ενδείξεως των γεωργικών προϋόντων και τροφίμων.

40 Με τη γνωμοδότηση που έκανε στις 15 Νοεμβρίου 1994, η επιστημονική επιτροπή έκρινε, με τέσσερις ψήφους υπέρ και τρεις ψήφους κατά, ότι, ενόψει ιδίως των παρασχεθέντων στοιχείων, η ονομασία «φέτα» πληροί τις προϋποθέσεις καταχωρήσεως υπό την έννοια του βασικού κανονισμού, ειδικότερα δε του άρθρου 2, παράγραφος 3, αυτού.

41 Με την ίδια γνωμοδότηση, η επιστημονική επιτροπή κατέληξε ομόφωνα ότι, λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που της είχαν υποβληθεί, η ονομασία «φέτα», ως ονομασία ελληνικού τυριού, δεν έχει κοινό χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Η εν λόγω επιτροπή διευκρίνισε ότι «ο μη κοινός χαρακτήρας της ονομασίας "φέτα" δεν εξαρτάται από την εξέταση της καταστάσεως των προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά, υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92, ούτε προδικάζει την εξέταση αυτή».

42 Από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά συνέπεια, ενόψει των αποτελεσμάτων της δημοσκοπήσεως Eυρωβαρομέτρου και της γνωμοδοτήσεως της επιστημονικής επιτροπής, η Επιτροπή έκρινε τελικώς ότι η ονομασία «φέτα» δεν έχει καταστεί κοινή υπό την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού και, επομένως, δεν δέχθηκε να τη συμπεριλάβει στον μη διεξοδικό ενδεικτικό κατάλογο των ονομασιών που έχουν καταστεί κοινές τον οποίο πρότεινε στο Συμβούλιο.

43 Ο κατάλογος αυτός, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της προτάσεως αποφάσεως, περιείχε τις ακόλουθες ονομασίες: brie, camembert, cheddar, edam, emmentaler, gouda. Ωστόσο, ο κατάλογος αυτός δεν έγινε δεκτός, δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατό να συγκεντρωθεί η πλειοψηφία που απαιτούνταν για την αποδοχή του από το Συμβούλιο.

44 Παράλληλα, η Επιτροπή είχε υποβάλει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 15 του βασικού κανονισμού επιτροπή μια πρόταση κανονισμού, περιέχουσα κατάλογο των ονομασιών των οποίων η καταχώρηση ως ονομασιών προελεύσεως ή γεωγραφικών ενδείξεων είχε ζητηθεί από τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού αυτού. Ο κατάλογος αυτός περιελάμβανε την ονομασία «φέτα», της οποίας την καταχώρηση ως ΠΟΠ είχε ζητήσει η Ελληνική Κυβέρνηση.

45 Δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 15 του βασικού κανονισμού επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί της προτάσεως αυτής εντός της προθεσμίας που της είχε ταχθεί, η Επιτροπή υπέβαλε την πρόταση στο Συμβούλιο, στις 6 Μαρτίου 1996, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 15, τέταρτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

46 Δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν αποφάσισε επί της προτάσεως αυτής εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το πέμπτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, η Επιτροπή εξέδωσε τελικά η ίδια, στις 12 Ιουνίου 1996, τον επίδικο κανονισμό.

47 Δεν αμφισβητείται ότι, με τον τελευταίο αυτό κανονισμό, η ονομασία «φέτα» καταχωρήθηκε ως ΠΟΠ βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, που εφαρμόζεται σε παραδοσιακές ονομασίες, γεωγραφικές ή μη.

Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

48 Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι τρεις προσφεύγουσες κυβερνήσεις προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους από την παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό, αντιστοίχως, με τα άρθρα 2, παράγραφος 3, και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

49 Κατ' ουσίαν, ισχυρίζονται, αφενός, ότι, αντίθετα προς όσα επιβάλλει το άρθρο 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η ονομασία «φέτα» δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να μπορεί να καταχωρηθεί ως ΠΟΠ, καθόσον το προϋόν που περιγράφει δεν προέρχεται από περιοχή ή συγκεκριμένο τόπο υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού και καθόσον η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του δεν οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο γεωγραφικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών και ανθρώπινων παραγόντων, της περιοχής ή του τόπου από τον οποίο κατάγεται, όπως επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 3, διά παραπομπής στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

50 Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι η ονομασία «φέτα» αποτελεί κοινή ονομασία, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, οπότε, εν πάση περιπτώσει, η καταχώρησή της αντιβαίνει προς τα άρθρα 17, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού.

51 Η Δανική και η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλουν, επιπλέον, λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, αντιστοίχως, από την παράβαση των άρθρων 5 και 30 της Συνθήκης ΕΚ καθώς και από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

52 Δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στα άρθρα 17 και 3 του βασικού κανονισμού απαγόρευση καταχωρήσεως των κοινών ονομασιών ή των ονομασιών που έχουν καταστεί κοινές είναι γενική και ανεπιφύλακτη, με αποτέλεσμα να μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε ονομασίες που πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να θεωρηθούν ως ονομασίες προελεύσεως ή γεωγραφικές ενδείξεις, πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από τον φερόμενο ως κοινό χαρακτήρα της ονομασίας «φέτα».

Ως προς τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού

Επιχειρήματα των προσφευγουσών κυβερνήσεων

53 Οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις υπενθυμίζουν, πρώτον, ότι ο όρος «φέτα» προέρχεται ετυμολογικώς από τον ιταλικό όρο fetta, που σημαίνει απλώς «λεπτό και πλατύ τεμάχιο».

54 Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η φέτα αντιστοιχεί στην υποτυπωδέστερη μορφή παρασκευής τυριού και εμφανίζεται από μακρού χρόνου, υπό ποικίλες ονομασίες, σε όλες τις βαλκανικές χώρες. Επιπλέον, η ονομασία «φέτα» ουδέποτε επιφυλάχθηκε αποκλειστικά στην ελληνική παραγωγή τυριού αυτού του είδους.

55 Εντεύθεν η Γαλλική Κυβέρνηση καταλήγει ότι η ονομασία «φέτα» δεν αναφέρεται «στον τόπο ή την περιοχή όπου το εν λόγω γεωργικό προϋόν ή τρόφιμο έχει αρχικά παραχθεί ή διατεθεί στο εμπόριο», οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ονομασία που έχει καταστεί κοινή», υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν ανέκαθεν κοινή.

56 Ωστόσο, όσον αφορά το ζήτημα αν η ονομασία «φέτα» έχει ή δεν έχει κοινό χαρακτήρα, η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται, όπως και οι λοιπές προσφεύγουσες κυβερνήσεις, τον ορισμό και τα τρία κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

57 Όσον αφορά το πρώτο από τα κριτήρια αυτά - την κατάσταση που υφίσταται στο κράτος μέλος προελεύσεως της ονομασίας και στις περιοχές καταναλώσεως - η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, μολονότι η ονομασία «φέτα» ενέχει αναμφισβήτητα μια ειδικά ελληνική συνυποδήλωση για τους Έλληνες καταναλωτές, τούτο δεν σημαίνει ότι παραπέμπει σε προέλευση από συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδoς, δεδομένου ότι παράγεται σε πολλές διαφορετικές περιοχές της Ελλάδoς. Η Δανική και η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτουν ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν επιδίωξε να προστατεύσει την ονομασία «φέτα» και ότι όχι μόνον ανέχθηκε την ανάπτυξη, σε διάφορες χώρες, μιας αγοράς της φέτας που παρασκευάζεται με βάση το αγελαδινό γάλα και με σύγχρονες τεχνικές, αλλά προέβη επίσης, μεταξύ 1965 και 1987, σε εισαγωγές από τη Δανία, χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίρρηση όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη ονομασία. Εντός αυτού του πλαισίου, οι τρεις κυβερνήσεις υπογραμμίζουν ότι η ελληνική ρύθμιση στον τομέα αυτό είναι αρκετά πρόσφατη και μεταγενέστερη από τη θεσπισθείσα σε άλλα κράτη μέλη.

58 Όσον αφορά την κατάσταση που υφίσταται στα άλλα κράτη μέλη, που συνιστά το δεύτερο κριτήριο που περιέχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, οι τρεις προσφεύγουσες κυβερνήσεις υπενθυμίζουν ότι, από πολλές δεκαετίες, η φέτα παράγεται νομίμως - αν και, κατά κανόνα, με βάση το αγελαδινό γάλα - σε πολλά άλλα κράτη μέλη. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, ο όγκος της παραγωγής αυτής όχι μόνο φθάνει αλλά και υπερβαίνει το επίπεδο της ελληνικής παραγωγής. Επιπλέον, η κατανάλωση φέτας στα άλλα κράτη μέλη αφορά κυρίως τη φέτα που παράγεται εκτός του ελληνικού εδάφους. Τέλος, κατά τη Δανική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι η πλειονότητα των κρατών μελών ζήτησε από την Επιτροπή να εγγράψει τη «φέτα» στον κατάλογο των κοινών ονομασιών που έπρεπε να καταρτιστεί δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αρκεί για να καταδείξει την ύπαρξη παραγωγής φέτας στα άλλα κράτη μέλη.

59 Όσον αφορά, τέλος, το τρίτο κριτήριο - την οικεία εθνική ή κοινοτική νομοθεσία -, οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις όχι μόνον υπενθυμίζουν ότι η φέτα αποτελεί, από το 1963 στη Δανία, από το 1981 στις Κάτω Ξώρες και από το 1985 στη Γερμανία, το αντικείμενο εθνικών ρυθμίσεων που επιτρέπουν τη διάθεση στο εμπόριο τυριού με την ονομασία αυτή, ακόμη κι αν έχει παραχθεί με βάση το αγελαδινό γάλα, αλλά υπογραμμίζουν επίσης ότι, στο πλαίσιο της κοινοτικής ρυθμίσεως, η φέτα ουδέποτε θεωρήθηκε ως ειδικώς ελληνική ονομασία προελεύσεως ή ως τυρί για την επεξεργασία του οποίου πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιείται πρόβειο και/ή γίδινο γάλα. Έτσι, η κανονιστική ρύθμιση περί των επιστροφών κατά τη εξαγωγή στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων προέβλεπε, κατ' αρχάς [βλ., ιδίως, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3266/75 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1975, περί καθορισμού των επιστροφών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων για τα προϋόντα που εξάγονται αυτούσια (JO L 324, σ. 12)], τη χορήγηση επιστροφών για τις εξαγωγές φέτας ανεξαρτήτως του γάλακτος που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή της, ενώ, αργότερα [βλ., ιδίως, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3614/86 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1986, περί καθορισμού των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 335, σ. 18)], προέβη μεν σε διάκριση μεταξύ της φέτας που παρασκευάζεται αποκλειστικά από πρόβειο και/ή γίδινο γάλα και εκείνης που παρασκευάζεται από άλλα υλικά, πλην όμως εξακολούθησε να χορηγεί τις ίδιες επιστροφές και στις δύο αυτές κατηγορίες. Ομοίως, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3846/87 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1987, που καθορίζει την ονοματολογία των γεωργικών προϋόντων για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή (ΕΕ L 366, σ. 1), διέκρινε μεταξύ πλειόνων διαφορετικών δασμολογικών κλάσεων για τη φέτα, ανάλογα με το είδος του χρησιμοποιούμενου γάλακτος, τη συσκευασία και την περιεκτικότητά της κατά βάρος σε νερό, σε ξηρές και σε λιπαρές ουσίες. Τέλος, μετά την έκδοση του επίδικου κανονισμού, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (EK) 1170/96 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 1996, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1600/95 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής και για το άνοιγμα δασμολογικών ποσοστώσεων στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 155, σ. 10), ο οποίος διακρίνει μεταξύ των κλάσεων «φέτα, πρόβεια ή βουβαλίσια» και «άλλη φέτα».

60 Οι τρεις προσφεύγουσες κυβερνήσεις συνάγουν από τα προεκτεθέντα ότι, λαμβανομένων υπόψη των τριών κριτηρίων που απαριθμούνται ρητά στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η ονομασία «φέτα» αποτελεί την κοινή ονομασία ενός γεωργικού προϋόντος, ήτοι συγκεκριμένου λευκού τυριού σε άλμη, το οποίο μπορεί να παράγεται, με διαφορετικές μεθόδους, είτε από αγελαδινό, πρόβειο ή γίδινο γάλα είτε από μίγμα αυτών.

61 Οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις προσθέτουν ότι ο κοινός χαρακτήρας της επίμαχης ονομασίας επιβεβαιώνεται και από άλλους παράγοντες.

62 Συναφώς, η Δανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι το οικείο προϋόν διετίθετο νομίμως στο εμπόριο με την ονομασία «φέτα» εντός της Ευρωπαϋκής Ενώσεως κατά την ημερομηνία εκδόσεως του βασικού κανονισμού δείχνει ότι η ονομασία αυτή είναι κοινή ονομασία υπό την έννοια του κανονισμού αυτού. Η εν λόγω κυβέρνηση τονίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού προβλέπει ρητά ότι το γεγονός αυτό μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής ενστάσεων που καθιερώνει η διάταξη αυτή και υποστηρίζει ότι, μολονότι η διαδικασία υποβολής ενστάσεων του άρθρου 7 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του άρθρου 17, το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση του κοινού χαρακτήρα μιας ονομασίας.

63 Η Δανική Κυβέρνηση παραπέμπει επίσης, εντός αυτού του πλαισίου, στη δήλωση στην οποία προέβησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την έκδοση του βασικού κανονισμού, από την οποία προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού δεν είναι να εμποδιστεί η συνέχιση της εμπορίας προϋόντων που νομίμως έχουν διατεθεί στην αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι η εμπορία τους δεν αντιβαίνει προς τις θεμιτές και παραδοσιακές χρήσεις και δεν δημιουργεί πραγματικούς κινδύνους σύγχυσης. Όμως, κατά τη Δανική Κυβέρνηση, τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της φέτας που παράγεται στη Δανία, δεδομένου ότι, από το 1963, υπάρχουν στο κράτος αυτό κανόνες που απαιτούν να φέρει η εκεί παραγόμενη φέτα ετικέτες όπου αναγράφεται σαφώς η ένδειξη «δανική φέτα».

64 Τέλος, η Δανική Κυβέρνηση - όπως και η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση - προσάπτει στην Επιτροπή ότι στήριξε το συμπέρασμά της ότι η ονομασία «φέτα» δεν έχει κοινό χαρακτήρα κυρίως στα αποτελέσματα της δημοσκοπήσεως Eυρωβαρομέτρου καθώς και στη γνωμοδότηση της επιστημονικής επιτροπής, η οποία στηρίχθηκε, και αυτή, στα αποτελέσματα της δημοσκοπήσεως. Συναφώς, οι τρεις κυβερνήσεις τονίζουν, αφενός, ότι τα αποτελέσματα της εν λόγω δημοσκοπήσεως πόρρω απέχουν από το να είναι πειστικά. Αφετέρου, ενώ αμφισβητούν, εν γένει, την προσφυγή σε δημοσκοπήσεις μεταξύ των καταναλωτών για την επίλυση νομικών προβλημάτων, όπως είναι το εν προκειμένω, επικρίνουν συγχρόνως το γεγονός ότι στη δημοσκόπηση δεν περιελήφθησαν ούτε τα νέα κράτη μέλη ούτε οι επαγγελματικοί κύκλοι και ότι δόθηκε προέχουσα σημασία στην κατάσταση εντός του κράτους προελεύσεως, εις βάρος της καταστάσεως που υφίσταται, ιδίως, στις λοιπές περιοχές παραγωγής και στις περιοχές καταναλώσεως. Η Δανική Κυβέρνηση αμφισβητεί, ειδικότερα, ότι το ζήτημα αν μια ονομασία έχει καταστεί κοινή μπορεί να κριθεί βάσει αποκλειστικά και μόνον της συναφούς αντιλήψεως των καταναλωτών και ότι μπορεί να αρκεί να συνδέουν οι καταναλωτές μια ονομασία με τη χώρα ή την περιοχή καταγωγής της για να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει καταστεί κοινή.

Επιχειρήματα της Επιτροπής και της Ελληνικής Κυβερνήσεως

65 Η Επιτροπή και η Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζουν, κατ' αρχάς, ότι η φέτα παράγεται στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Η ονομασία «φέτα» χρησιμοποιείται στην Ελλάδα από τον 17ο αιώνα, ήτοι από την εποχή της Ενετοκρατίας.

66 Η Επιτροπή εκθέτει, ακολούθως, ότι ο προβάλλων τον κοινό χαρακτήρα μιας ονομασίας φέρει το βάρος αποδείξεως. Αυτή η κατανομή του βάρους αποδείξεως απορρέει σιωπηρώς από το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού, καθώς και από το άρθρο 4 αυτού, που δεν απαιτεί αποδείξεις, και από το άρθρο του 7, παράγραφος 4, τρίτη περίπτωση, που απαιτεί από τον υποβαλόντα ένσταση κατά της καταχωρήσεως να αποδείξει τον κοινό χαρακτήρα. Εξάλλου, τούτο δεν αποτελεί παρά την απλή εφαρμογή των γενικών κανόνων περί του βάρους αποδείξεως. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι υποστήριξε την ίδια άποψη σε έγγραφο εργασίας σχετικό με τις συνέπειες της εκδόσεως και της θέσεως σε ισχύ του βασικού κανονισμού, το οποίο χρησίμευσε ως βάση για τις εργασίες της επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ίδιου αυτού κανονισμού, και ότι κανένα κράτος μέλος δεν αμφισβήτησε την άποψη αυτή.

67 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Κυβέρνηση, ισχυρίζεται επίσης ότι μια ονομασία που πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 2 και 4 του βασικού κανονισμού δεν μπορεί, κατ' αρχήν, να είναι κοινή, αφού, σύμφωνα με τον ορισμό που δίδει το άρθρο 3, παράγραφος 1, μια ονομασία είναι κοινή εφόσον έχει καταστεί «κοινό όνομα ενός προϋόντος», ήτοι εφόσον οι καταναλωτές δεν τη συνδέουν με τη γεωγραφική προέλευση του προϋόντος, σύνδεση η οποία θα ήταν, ωστόσο, απαραίτητη στο πλαίσιο του άρθρου 2. Επομένως, όταν διατυπώνεται η υπόθεση ότι μια ονομασία προελεύσεως έχει καταστεί κοινή, απαιτείται εξαιρετικά μεγάλη προσοχή, που σημαίνει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ή διχογνωμίας, η σχετική απόδειξη θα πρέπει να πληροί αυστηρότατες προϋποθέσεις. Όμως, κατά την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία επιδίωξε να επιτύχει την προστασία της ονομασίας «φέτα», δεν αποδείχθηκε ότι η ονομασία αυτή είχε καταστεί κοινή.

68 Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη ότι, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εξετάσεως του εάν η ονομασία «φέτα» αποτελεί κοινή ονομασία, τηρήθηκαν αυστηρά οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, προς τούτο, ο βασικός κανονισμός επιβάλλει τη σφαιρική εξέταση όλων των παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν την αντίληψη του κοινού συναφώς και όχι αποκλειστικά και μόνον των ενδεικτικών παραγόντων που αναφέρει ρητά. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1992, C-3/91, Exportur, Συλλογή 1992, σ. Ι-5529, σκέψη 37), πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση που υφίσταται στο κράτος μέλος προελεύσεως.

69 Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Κυβέρνηση, διατείνεται ότι στερούνται κάθε λυσιτέλειας τα επιχειρήματα που αντλούνται από το ότι η ονομασία «φέτα» χρησιμοποιείται από μακρού χρόνου σε άλλες χώρες πέραν της Ελλάδας και ότι, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, η Ελλάδα ουδόλως είχε αντιταχθεί στη χρήση αυτή. Αφενός, σε άλλα κράτη μέλη, οι παραγωγοί τυριού μπορούσαν να χρησιμοποιούν την ονομασία «φέτα» διότι κανένα νομοθέτημα δεν απαγόρευε τη χρήση της. Βάσει της αρχής της εδαφικότητας, που υιοθέτησε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Exportur, σκέψη 12, κατά την οποία η προστασία της ονομασίας περιορίζεται στο κράτος που έχει χορηγήσει την προστασία, η Ελληνική Δημοκρατία μπορούσε να προστατεύσει την ονομασία «φέτα» αποκλειστικά και μόνον εντός των συνόρων της, εξαιρουμένης βέβαια της δυνατότητας συνάψεως διμερών ή πολυμερών συμβάσεων. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό δεν αποτελεί παρά μια απλή διαπίστωση πραγματικού περιστατικού, η οποία αποδεικνύει μεν ότι η ονομασία έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλα κράτη μέλη, πλην όμως ουδόλως αποδεικνύει ότι, ως εκ τούτου, έχει καταστεί κοινή.

70 Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι μόνον τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν την πραγματική κατανάλωση φέτας έχουν σημασία για τον καθορισμό των περιοχών καταναλώσεως και όχι εκείνα που αφορούν την παραγωγή και την επακολουθούσα εξαγωγή του εν λόγω τυριού προς τις τρίτες χώρες. Όμως, στο εσωτερικό της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, μπορούν να διακριθούν δύο πόλοι καταναλώσεως: αφενός, η ελληνική αγορά, με ετήσια κατανάλωση 100 000 τόνων, ήτοι 10 kg ανά άτομο, και, αφετέρου, η αγορά των λοιπών κρατών μελών, με ετήσια κατανάλωση 35 000 τόνων, ήτοι 0,1 kg ανά άτομο.

71 Κατά την Επιτροπή, επιχειρήματα υπέρ του κοινού χαρακτήρα της ονομασίας «φέτα» δεν μπορούν να αντληθούν ούτε από την ύπαρξη, σε ορισμένα κράτη μέλη, εθνικών ρυθμίσεων προγενέστερων εκείνης της Ελληνικής Δημοκρατίας ή από την κοινοτική ρύθμιση την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις. Αφενός, η ύπαρξη, σε ορισμένα κράτη μέλη, νομοθεσίας επιτρέπουσας τη χρήση μιας φημισμένης ονομασίας η οποία δεν προέρχεται από τα κράτη αυτά αποδεικνύει, το πολύ, ότι η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε παρανόμως, σε καμία, όμως, περίπτωση ότι έχει καταστεί κοινή. Επιπλέον, η ελληνική ρύθμιση απλώς και μόνον καθιερώνει νομοθετικώς την παραδοσιακή εκατονταετή χρήση της ονομασίας «φέτα» στην Ελλάδα. Αφετέρου, η κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή ή την τελωνειακή ονοματολογία, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις, ανταποκρίνεται σε μια αμιγώς τελωνειακή λογική και ουδόλως σκοπεί να ρυθμίσει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας που αφορούν ορισμένες ειδικές ονομασίες ή να αντικατοπτρίσει τη συναφή αντίληψη των καταναλωτών, οπότε η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί αν μια ονομασία αποτελεί κοινή ονομασία.

72 Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι, για την αξιολόγηση μιας ονομασίας ως κοινής, έχει θεμελιώδη σημασία, σε περίπτωση αμφιβολίας ή διχογνωμίας, να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές. Όμως, η εξέταση των σχετικών εθνικών ή κοινοτικών νομοθεσιών δεν αποτελεί παρά μια - σπανίως αποφασιστική - ένδειξη, προκειμένου να αξιολογηθεί η αντίληψη του κοινού.

73 Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, κατά συνέπεια, ο σκοπός για τον οποίο διενήργησε, τον Απρίλιο του 1994, τη δημοσκόπηση Eυρωβαρομέτρου συνίστατο στο να διαπιστώσει την αντίληψη των καταναλωτών για την ονομασία «φέτα» καθώς και τη στάση τους έναντι αυτής. Πράγματι, στο πλαίσιο της καταρτίσεως, το 1993, του σχεδίου καταλόγου κοινών ονομασιών που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι μόνον η ονομασία «φέτα» επρόκειτο να αποτελέσει αφορμή διαφωνιών μεταξύ των κρατών μελών, όσον αφορά τον κοινό της χαρακτήρα. Όμως, κατά την Επιτροπή, από τα αποτελέσματα της δημοσκοπήσεως Eυρωβαρομέτρου προκύπτει σαφώς ότι η ονομασία «φέτα» είναι ελάχιστα γνωστή εντός της Ευρωπαϋκής Κοινότητας και ότι, εξαιρουμένης της Δανίας, η πλειονότητα των ατόμων που τη γνωρίζουν τη συνδέει με τυρί, ενώ πολλοί εξ αυτών δηλώνουν ειδικότερα ότι πρόκειται για ελληνικό τυρί, οπότε μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι η ονομασία «φέτα» εξακολουθεί να συνδέεται, κατά την αντίληψη των καταναλωτών, με τη γεωγραφική προέλευση του προϋόντος.

74 Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι, ενόψει όλων των προαναφερθέντων στοιχείων και λαμβανομένου υπόψη του ορισμού που περιέχει το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, ζήτησε τη γνωμοδότηση της επιστημονικής επιτροπής, η οποία αποφάνθηκε ομοφώνως υπέρ του κοινού χαρακτήρα της ονομασίας «φέτα».

75 Όσον αφορά το επιχείρημα που η Δανική Κυβέρνηση αντλεί από το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού αυτού, που προβλέπει ρητά ότι το άρθρο 7 δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο της απλοποιημένης διαδικασίας καταχωρήσεως, δεδομένου ότι τα στοιχεία στα οποία θα στηριζόταν η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 του βασικού κανονισμού διαδικασία υποβολής ενστάσεων δεν θα είχαν λόγο υπάρξεως στο πλαίσιο της απλοποιημένης διαδικασίας, που σκοπεί να διευθετήσει οριστικά την περίπτωση των πολυάριθμων ονομασιών που υπήρχαν ήδη κατά την ημερομηνία εκδόσεως του βασικού κανονισμού και προστατεύονταν από τα διάφορα εσωτερικά δίκαια των κρατών μελών. Όμως, δεδομένου ότι οι ονομασίες αυτές δεν ετύγχαναν γενικής έννομης προστασίας εντός της Κοινότητας πριν από την έκδοση του κανονισμού αυτού, οι συγκρούσεις μεταξύ, αφενός, των νόμιμων δικαιούχων των ονομασιών αυτών και, αφετέρου, εκείνων που έχουν αντλήσει όφελος απ' αυτές, είναι αναπόφευκτες.

76 Η Επιτροπή αναφέρει επίσης ότι, στο άρθρο του 13, παράγραφος 2, ο βασικός κανονισμός προέβλεψε μια μεταβατική περίοδο, παραταθείσα με τον κανονισμό 535/97, ο οποίος παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρούν σε ισχύ τα εθνικά μέτρα που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση ονομασιών ή εκφράσεων που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιούνται, διότι έχουν καταχωρηθεί υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι τα προϋόντα τα οποία αφορούν διετίθεντο νομίμως στο εμπόριο υπό την ονομασία ή την έκφραση αυτή επί πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού. Ωστόσο, η Επιτροπή φρονεί ότι το γεγονός ότι ένα προϋόν έχει νομίμως διατεθεί στο εμπόριο στο παρελθόν δεν μπορεί εγκύρως να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί αν η χρησιμοποιούμενη ονομασία έχει καταστεί κοινή, άλλως θα στερούνταν παντελώς αντικειμένου το άρθρο 13, παράγραφος 2, το οποίο εφαρμόζεται ακριβώς σε προϋόντα που έχουν διατεθεί νομίμως στο εμπόριο με μια ονομασία η οποία θα χρησιμοποιείται πλέον αποκλειστικά και μόνο για άλλα προϋόντα.

77 Η Επιτροπή προσθέτει ότι, μολονότι η δήλωση στην οποία προέβησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή επ' ευκαιρία της εκδόσεως του βασικού κανονισμού μπορεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 1985, 143/83, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1985, σ. 427, σκέψη 13, και της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C-292/89, Antonissen, Συλλογή 1991, σ. Ι-745, σκέψεις 17 και 18), να συμβάλει στην ερμηνεία των θεσπισθέντων κανόνων, δεν μπορεί, ωστόσο, να αλλοιώσει το αντικειμενικό τους περιεχόμενο και, επομένως, δεν μπορεί να καταστήσει το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού εφαρμοστέο στο πλαίσιο της απλοποιημένης διαδικασίας του άρθρου 17 του ίδιου αυτού κανονισμού.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

78 Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι ο ισχυρισμός της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η ονομασία «φέτα» δεν αναφέρεται στον τόπο από τον οποίο κατάγεται το προϋόν το οποίο περιγράφει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ευσταθεί, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ιδίως δε ο περιεχόμενος στο άρθρο αυτό ορισμός της έννοιας «ονομασία που έχει καταστεί γενική», δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

79 Πράγματι, αφενός, το γεγονός ότι η διάταξη αυτή είναι εφαρμοστέα ακόμη κι αν η ονομασία του προϋόντος εξακολουθεί να αναφέρεται στον τόπο καταγωγής του δείχνει σαφώς ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επίσης και εν πάση περιπτώσει αν η εν λόγω ονομασία δεν αναφέρεται - ή δεν αναφέρεται πλέον - στον τόπο αυτό.

80 Αφετέρου, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, που αναθέτει στο Συμβούλιο τη θέσπιση ενός μη διεξοδικού ενδεικτικού καταλόγου των ονομασιών των γεωργικών προϋόντων «οι οποίες θεωρούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ότι έχουν καταστεί κοινές», ο ορισμός που δίδει το άρθρο αυτό στην έννοια «ονομασία που έχει καταστεί κοινή» ισχύει και για τις ονομασίες που ήσαν ανέκαθεν κοινές.

81 Όσον αφορά, ακολούθως, το ζήτημα αν η ονομασία «φέτα» πρέπει να θεωρηθεί ως ονομασία που έχει καταστεί κοινή υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ίδιος ο επίδικος κανονισμός περιορίζεται, αφενός, στην υπογράμμιση, με τη δεύτερη αιτιολογική του σκέψη, του ότι ορισμένες από τις ονομασίες που τα κράτη μέλη είχαν γνωστοποιήσει στην Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του κανονισμού αυτού και μπορούν να καταχωρηθούν και, αφετέρου, στην υπενθύμιση, με την τρίτη αιτιολογική του σκέψη, του ότι οι κοινές ονομασίες δεν καταχωρούνται.

82 Ωστόσο, ο επίδικος κανονισμός δεν περιέχει καμία ένδειξη ή διευκρίνιση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους, παρά τα επιχειρήματα που προέβαλαν ορισμένα κράτη μέλη είτε στο πλαίσιο της καταρτίσεως της προτάσεως καταλόγου κοινών ονομασιών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, που διέπεται από το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε ότι η ονομασία «φέτα» δεν αποτελεί κοινή ονομασία και μπορεί, επομένως, να καταχωρηθεί.

83 Υπ' αυτές τις συνθήκες, προκειμένου να αξιολογηθεί το βάσιμο της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού στην οποία προέβη η Επιτροπή, όσον αφορά την ονομασία «φέτα», πρέπει να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που προέβαλε, συναφώς, στο πλαίσιο της προτάσεως αποφάσεως, στην οποία παρέπεμψε η ίδια και η οποία καταρτίστηκε παράλληλα προς την έκδοση του επίδικου κανονισμού, καθώς και οι εξηγήσεις που παρέσχε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

84 Στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε απλώς ότι ο βασικός κανονισμός απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εκείνοι τους οποίους αναφέρει ρητά το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού, ενώ στη συνέχεια διευκρίνισε ότι τα κριτήρια αυτά είναι «σωρευτικά» και ότι, στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση Exportur, σκέψη 37, «προκειμένου να διαπιστώσει εάν μια ονομασία έχει καταστεί κοινή, το Δικαστήριο παραπέμπει στην κατάσταση που ισχύει στο κράτος μέλος καταγωγής της». Ωστόσο, η Επιτροπή ουδόλως ανέφερε εάν και σε ποιο βαθμό οι ονομασίες τις οποίες περιέλαβε τελικά στον κατάλογο των ονομασιών που, σύμφωνα με την πρότασή της, έπρεπε να θεωρηθούν κοινές πληρούσαν τα κριτήρια αυτά ούτε για ποιους λόγους θεωρούσε ότι η ονομασία «φέτα», στην οποία αφιέρωσε ιδιαίτερο κεφάλαιο της αιτιολογικής εκθέσεως της προτάσεως αποφάσεως, δεν πληρούσε τα κριτήρια αυτά.

85 Όπως προκύπτει από το μέρος της παρούσας αποφάσεως που αφιερώνεται στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της να μην περιλάβει την ονομασία «φέτα» στον κατάλογο των κοινών ονομασιών που πρότεινε στα αποτελέσματα της δημοσκοπήσεως Eυρωβαρομέτρου, την οποία είχε διενεργήσει, καθώς και στη γνωμοδότηση της επιστημονικής επιτροπής, στην κρίση της οποίας είχε υποβάλει το ζήτημα. Από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι μεταξύ των πληροφοριακών στοιχείων βάσει των οποίων η επιστημονική επιτροπή διαμόρφωσε τη γνωμοδότησή της συγκαταλεγόταν «ιδίως το αποτέλεσμα της δημοσκοπήσεως».

86 Με τα υπομνήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο, η Επιτροπή όχι μόνο διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους είχε αποδώσει μεγάλη σημασία στα αποτελέσματα της δημοσκοπήσεως που είχε διενεργήσει και στη γνωμοδότηση της επιστημονικής επιτροπής την οποία είχε ζητήσει, αλλά υπενθύμισε επίσης τους παράγοντες που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και τους λοιπούς παράγοντες που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις υπέρ της αποδοχής του κοινού χαρακτήρα της ονομασίας «φέτα».

87 Ωστόσο, όσον αφορά τους παράγοντες αυτούς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή απέδωσε ελάχιστη σημασία στην κατάσταση που υφίσταται στα άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους προελεύσεως και θεώρησε ότι στερούνταν κάθε λυσιτέλειας οι εθνικές τους νομοθεσίες, για τον λόγο, αφενός, ότι, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση Exportur, σκέψη 37, πρέπει να αποδίδεται πρωταρχική σημασία στην κατάσταση που υφίσταται στο κράτος μέλος προελεύσεως και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι, σε άλλα κράτη μέλη, ήταν δυνατή η χρησιμοποίηση της ονομασίας «φέτα» για τη διάθεση στο εμπόριο νομίμως παραχθέντος τυριού δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το ότι η εν λόγω ονομασία έχει καταστεί κοινή.

88 Όσον αφορά το πρώτο από τα επιχειρήματα αυτά, πρέπει να υπογραμμιστεί, κατ' αρχάς, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτάσσει ρητά ότι, για να διαπιστωθεί εάν μια ονομασία έχει καταστεί κοινή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται υποχρεωτικά εκείνοι που απαριθμούνται ρητά, ήτοι η κατάσταση που υφίσταται στο κράτος μέλος προελεύσεως της ονομασίας και στις περιοχές καταναλώσεως, η κατάσταση που υφίσταται σε άλλα κράτη μέλη και η οικεία εθνική ή κοινοτική νομοθεσία.

89 Ακολούθως, πρέπει να τονιστεί ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση Exportur, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με το εάν μια διμερής συμφωνία μεταξύ δύο κρατών μελών αντιβαίνει προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, καθόσον καθιστά εφαρμοστέο, εντός του κράτους εισαγωγής, το δίκαιο του κράτους προελεύσεως και παρεκκλίνει, έτσι, από την αρχή της εδαφικότητας, κατά την οποία η προστασία των ενδείξεων προελεύσεως και των ονομασιών προελεύσεως διέπεται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο ζητείται η προστασία, ήτοι από το δίκαιο του κράτους εισαγωγής.

90 Επομένως, δίδοντας αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπό τη ρητή όμως προϋπόθεση ότι οι γεωγραφικές ονομασίες που σκοπεί να προστατεύσει η εν λόγω διμερής συμφωνία δεν έχουν προσλάβει στο κράτος προελεύσεως, κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της συμφωνίας ή μεταγενέστερα, κοινό χαρακτήρα, το Δικαστήριο εξασφάλισε απλώς ότι η προστασία του κράτους προελεύσεως δεν επεκτείνεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, παρά μόνο στο μέτρο που, εντός του ίδιου του κράτους προελεύσεως, η ονομασία αξίζει ή εξακολουθεί να αξίζει να τυγχάνει της προστασίας αυτής.

91 Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, κατά το οποίο, εντός του πλαισίου του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, στερείται κάθε λυσιτέλειας το γεγονός ότι, σε πολλά κράτη μέλη πλην του κράτους προελεύσεως, υπάρχουν από μακρού χρόνου εθνικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση της ονομασίας «φέτα», πρέπει να υπομνηστεί, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, το γεγονός ότι η αιτούμενη από κράτος μέλος καταχώρηση μιας ονομασίας μπορεί να ζημιώσει την ύπαρξη προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά αποτελεί λόγο παραδεκτού μιας ενστάσεως υποβαλλομένης από άλλο κράτος μέλος.

92 Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί, όπως εξάλλου τόνισε και η ίδια η Επιτροπή, με το υπόμνημά της αντικρούσεως στην υπόθεση C-293/96, ότι, μολονότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προβλέπει ρητά ότι το άρθρο 7 αυτού δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της απλοποιημένης διαδικασίας καταχωρήσεως, η προϋπόθεση να είναι οι ονομασίες σύμφωνες προς τους ουσιαστικούς κανόνες του εν λόγω κανονισμού ισχύει επίσης για τις καταχωρήσεις δυνάμει της διαδικασίας αυτής. Πράγματι, ελλείψει ρητών αντιθέτων διατάξεων, δεν μπορεί να επιτραπεί, στο πλαίσιο της απλοποιημένης διαδικασίας, η καταχώρηση ονομασιών που δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την καταχώρησή τους σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία καταχωρήσεως.

93 Βέβαια, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, το γεγονός ότι μια ένσταση είναι παραδεκτή υπό την έννοια της παραγράφου 4 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επιτραπεί τελικά η αιτούμενη καταχώρηση. Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει επίσης, στην τρίτη περίπτωσή του, ότι το γεγονός ότι η ονομασία της οποίας ζητείται η καταχώρηση μπορεί να έχει κοινό χαρακτήρα αποτελεί επίσης νόμιμο λόγο παραδεκτού μιας ενστάσεως.

94 Ωστόσο, αφενός, ακόμη κι αν είναι αληθές ότι το παραδεκτό μιας ενστάσεως δεν προδικάζει την απόφαση που θα πρέπει να λάβει ενδεχομένως η Επιτροπή επί της ουσίας, γεγονός παραμένει ότι, κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη, όπως απαιτεί ρητά το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο ββ, του βασικού κανονισμού, «τις θεμιτές και παραδοσιακές χρήσεις και τους πράγματι υφιστάμενους κινδύνους συγχύσεως».

95 Αφετέρου, η διαπίστωση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού καθιστά την ύπαρξη προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά λόγο παραδεκτού μιας ενστάσεως, διακρινόμενο του αντλουμένου από τον κοινό χαρακτήρα της ονομασίας της οποίας ζητείται η καταχώρηση, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι η πρώτη από τις περιστάσεις αυτές δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν ανάγεται στην κατάσταση που υφίσταται σε άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους προελεύσεως ή στις νομοθεσίες των κρατών αυτών ή, ακόμη, σε κάποιον αυτοτελή παράγοντα.

96 Αντιθέτως, η διαπίστωση αυτή εμφαίνει ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών καταχωρήσεως μιας ονομασίας προϋόντος δυνάμει του βασικού κανονισμού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά και έχουν επομένως διατεθεί νομίμως στο εμπόριο με την ονομασία αυτή σε άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους προελεύσεως, που ζητεί την καταχώρηση.

97 Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται εξάλλου από τη δήλωση στην οποία προέβησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την έκδοση του βασικού κανονισμού και με την οποία, αφού υπενθύμισαν, αφενός, ότι οι κοινές ονομασίες δεν καταχωρούνται και, αφετέρου, ότι, εφόσον υπάρχει προϋόν που έχει νομίμως διατεθεί στο εμπόριο, κάθε κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της καταχωρήσεως μιας ονομασίας, υπογράμμισαν ότι «σκοπός του παρόντος κανονισμού δεν είναι να παρεμποδιστεί η συνέχιση της διάθεσης στην αγορά προϋόντων που πωλούνταν νομίμως μέσα στην Κοινότητα στις 30 Ιουνίου 1992, εφόσον τα προϋόντα αυτά δεν αντιβαίνουν προς τα κριτήρια τα σχετικά με τις θεμιτές και παραδοσιακές χρήσεις και τους πράγματι υφιστάμενους κινδύνους σύγχυσης».

98 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη διαπίστωση, στην οποία προέβη η Επιτροπή, ότι ο βασικός κανονισμός διακρίνει μεταξύ της περιπτώσεως των κοινών ονομασιών που δεν μπορούν να καταχωρηθούν και της περιπτώσεως των προϋόντων που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά και για τα οποία το άρθρο του 13, παράγραφος 2, προβλέπει μεταβατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να εξακολουθήσει η διάθεσή τους στο εμπόριο με την ονομασία που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν, ακόμη κι αν αυτή έχει καταχωρηθεί.

99 Πράγματι, η διάκριση αυτή δεν αποκλείει να μπορεί το γεγονός ότι ένα προϋόν έχει νομίμως διατεθεί στο εμπόριο με ορισμένη ονομασία σε ορισμένα κράτη μέλη να αποτελεί παράγοντα ο οποίος πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του εάν, εν τω μεταξύ, η ονομασία αυτή έχει καταστεί κοινή υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

100 Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η λήψη υπόψη του παράγοντα αυτού δεν καθιστά άνευ αντικειμένου το άρθρο 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που το άρθρο αυτό εξακολουθεί, εν πάση περιπτώσει, να εφαρμόζεται, οσάκις, παρά την ύπαρξη ιδίως του παράγοντα αυτού, η επίμαχη ονομασία καταχωρήθηκε.

101 Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από αυτά καθαυτά τα επιχειρήματα της Επιτροπής προκύπτει ότι αυτή, κατά την καταχώρηση της ονομασίας «φέτα», ουδόλως έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται από μακρού χρόνου σε ορισμένα κράτη μέλη πέραν της Ελληνικής Δημοκρατίας.

102 Ενόψει των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε δεόντως υπόψη όλους τους παράγοντες που όφειλε να λάβει υπόψη δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

103 Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού, είναι βάσιμος. Δεδομένου ότι ενδέχεται να οδήγησε η αποδειχθείσα κατ' αυτόν τον τρόπο πλάνη περί το δίκαιο στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, ο επίδικος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί, στο μέτρο που περιέλαβε την καταχώρηση της ονομασίας «φέτα» ως ΠΟΠ, χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

104 Kατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλαν σχετικό αίτημα και ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει τον κανονισμό (EK) 1107/96 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1996, σχετικά με την καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, στο μέτρο που περιέλαβε την καταχώρηση της ονομασίας «φέτα» ως προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

3) Η Ελληνική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.